ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 82/19)

27 Νοεμβρίου, 2024

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΠΑΥΛΟΥ,

Εφεσείοντας,

   ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

______________________

 

Δ. Νικολεττόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Δ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με

Κ. Μοσχοπούλου (κα) και Β. Χαλκίδη (κα) (ασκούμενες δικηγόροι), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

______________________

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από την Καλλιγέρου, Δ.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων στις 11/3/2015 υπέβαλε αίτημα προς τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας για την εκ των υστέρων κάλυψη εξόδων θεραπείας στην οποία υπεβλήθη στον ιδιωτικό τομέα, επικαλούμενος το επείγον του περιστατικού. Αφού εξετάστηκε στις 26/3/2015, από την Επιτροπή Ειδικών Καρδιολογίας, το αίτημά του απερρίφθη με την αιτιολογία ότι «νοσήλεια και θεραπευτική αντιμετώπιση για οξύ στεφανιαία σύνδρομα προσφέρεται στο Γ.Ν. Λευκωσίας όπου ο ασθενής θα μπορούσε να απευθυνθεί/παραπεμφθεί».

 

Ακολούθησε ένσταση του εφεσείοντα με σκοπό την επανεξέταση του αιτήματός του. Στα πλαίσια αυτά, συγκλήθηκε Αναθεωρητικό Ιατρικό Συμβούλιο (στο εξής «Συμβούλιο»), το οποίο στις 30/6/2016 αποφάσισε όπως υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντα πλήρης ιατρική έκθεση από τους θεράποντες ιδιώτες ιατρούς του. Αφού η εν λόγω έκθεση απεστάλη προς το Συμβούλιο, το τελευταίο συνήλθε εκ νέου με απορριπτική απόφαση.  

 

Ακολούθησε η καταχώριση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία ο εφεσείων αιτήθηκε την ακύρωση της ρηθείσας απορριπτικής διοικητικής απόφασης. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος είχε υποστηρίξει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη και λήφθηκε χωρίς προηγούμενη δέουσα έρευνα και ότι ουδόλως αμφισβητήθηκε ότι η συγκεκριμένη επέμβαση παρεχόταν και στο κρατικό νοσοκομείο. Αυτό που αμφισβητήθηκε ήταν η παράλειψη διερεύνησης κατά πόσον η συγκεκριμένη θεραπεία θα μπορούσε να παρασχεθεί από τα κρατικά νοσηλευτήρια εντός των χρονικών ορίων που επέβαλλε η κατάσταση του ασθενούς, αφού επρόκειτο περί άκρως επείγουσας κατάστασης, γεγονός που αποτέλεσε την αιτία για την άμεση πραγματοποίησή της. Εξάλλου δεν μπορούσε ο εφεσείων να ζητήσει από την ιδιωτική κλινική την μεταφορά του στο νοσοκομείο, ένεκα της ηλικίας του, (83 ετών), αλλά και της κρίσιμης για τη ζωή του κατάστασης, η οποία απαιτούσε άμεση επέμβαση. 

 

Το Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή και επικυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 9 του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας, που προβλέπει για τη δυνατότητα της εκ των υστέρων μερικής κάλυψης εξόδων στις περιπτώσεις που δεν είχε προηγηθεί της θεραπείας σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο έγκριση και αυτό στην περίπτωση που παράλληλα πληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, καταλήγοντας ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι πληρούντο οι εν λόγω προϋποθέσεις του Σχεδίου και ότι απέτυχε να τεκμηριώσει ότι στην περίπτωσή του το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι υπήρχαν περιθώρια παραπομπής του σε κρατικό νοσηλευτήριο, δεν ήταν εύλογο.   

 

    Ακολούθησε η καταχώριση εκ μέρους του εφεσείοντα της ενώπιον μας έφεσης. Βάλλει κατά της ορθότητας της εκκαλούμενης δικαστικής απόφασης με δύο λόγους έφεσης και υποστηρίζει, μέσω των συνηγόρων του, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο, παρερμηνεύοντας τα γεγονότα και τις διατάξεις του Σχεδίου, απέρριψε την προσφυγή του, καταλήγοντας στο εσφαλμένο συμπέρασμα ως προς το ζήτημα των περιβαλλουσών συνθηκών και/ή των πραγματικών γεγονότων και/ή της κατάστασης της υγείας του κατά την εισαγωγή του στο ιδιωτικό νοσοκομείο, τις οποίες αν λάμβανε δεόντως υπόψη θα κατέληγε ότι υπήρχαν λόγοι οι οποίοι καθιστούσαν αυτόν δικαιούχο οικονομικής αρωγής και/ή λόγοι επείγουσας κατάστασης και/ή λόγοι οι οποίοι επέβαλλαν την άμεση εισαγωγή του στο ιδιωτικό νοσοκομείο λόγω του κατεπείγοντος.

 

    Περαιτέρω ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και για το λόγο ότι το δικαστήριο παρερμήνευσε και/ή δεν ερμήνευσε ορθά την πρόνοια του άρθρου 2.1(α) του Σχεδίου, η οποία επιτρέπει την οικονομική αρωγή σε ασθενή, ο οποίος υπεβλήθη σε θεραπεία εκτός κρατικών νοσηλευτηρίων αν η πάθησή του δεν μπορούσε να τύχει αποτελεσματικής διάγνωσης ή θεραπείας στα κρατικά νοσηλευτήρια. Το δικαστήριο παρερμήνευσε το νομικό κανόνα με αποτέλεσμα η εκκαλούμενη απόφαση να πάσχει.

 

    Διαπιστώνουμε πως το Συμβούλιο επανεξέτασε μετά την υποβολή της ένστασης το ζήτημα του εφεσείοντος και αποφάνθηκε, στη βάση του άρθρου 2 του Σχεδίου, σύμφωνα με το οποίο μετά την υποβολή της αίτησης ασθενούς για εξασφάλιση έγκρισης για να αποταθεί σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο ελέγχεται όπως πληρούνται διαζευκτικά τα ακόλουθα:

                                    

«1. Οικονομική Αρωγή σε ασθενή, για διάγνωση ή θεραπεία εκτός κρατικών νοσηλευτηρίων ή με τη μετάκληση ειδικού εμπειρογνώμονα στα κρατικά νοσηλευτήρια παρέχεται:

 

(α) αν η πάθηση του δεν μπορεί να τύχει αποτελεσματικής διάγνωσης ή θεραπείας στα κρατικά νοσηλευτήρια.

 

(β) αν η διάγνωση ή θεραπεία δεν μπορεί να παρασχεθεί από τα κρατικά νοσηλευτήρια μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επιβάλλει η κατάσταση της υγείας του ασθενούς και η πιθανή εξέλιξη της υγείας του.

 

2.   Η θεραπεία για την οποία αποστέλλεται ασθενής εκτός κρατικών νοσηλευτηρίων πρέπει να είναι επαρκώς δοκιμασμένη και αναγνωρισμένη ως έγκυρη από τη διεθνή ιατρική επιστήμη με δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά. Θεραπείες που βρίσκονται σε πειραματικό στάδιο ή θεραπείες που δεν αναγνωρίζονται από την κλασσική ιατρική αποκλείονται.

 

3.   Αιτήματα που αφορούν: φάρμακα, κοχλιακά εμφυτεύματα, ακουστικά βαρηκοϊας, οδοντικά εμφυτεύματα, διαθλαστικές επεμβάσεις, κοσμητικές επεμβάσεις φύλου, στυτική δυσλειτουργία, αναλώσιμα (υποδήματα, νάρθηκες, τροχοκάθισμα κ.ά.), δεν εμπίπτουν στο σχέδιο.»

 

Σχετικό για την υπόθεση του εφεσείοντος, είναι το άρθρο 9, σύμφωνα με το οποίο δύναται να αποταθεί ο ασθενής αφού έχει ολοκληρώσει τη θεραπεία του σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο για να εγκριθεί η κάλυψη μέρους των εξόδων του υπό τις προϋποθέσεις που τάσσονται στο σχετικό άρθρο που έχει ως εξής:

 

«                                         Άρθρο 9

Κάλυψη περιπτώσεων εκ των υστέρων

 

1.   Ασθενής ο οποίος μετέβη εκτός κρατικών νοσηλευτηρίων για διάγνωση ή θεραπεία χωρίς προηγουμένως να ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στα προηγούμενα άρθρα, δικαιούται να ζητήσει την καταβολή μέρους των σχετικών εξόδων από τη Δημοκρατία, με αίτησή του προς το Γενικό Διευθυντή ή τον Υπουργό, το αργότερο μέσα σε τέσσερις μήνες από την ημερομηνία που εξετάστηκε πρώτη φορά.

 

2.   Αφού ληφθούν υπόψην οι περιστάσεις και η σοβαρότητα της περίπτωσης κι εφόσον ικανοποιηθεί ότι εύλογα δεν υπήρχαν περιθώρια τήρησης της διαδικασίας εκ των προτέρων έγκρισης, η αίτηση παραπέμπεται για εξέταση από την Επιτροπή Ειδικών, όπως προβλέπεται στα άρθρα 6 έως 8.

 

3.   Με βάση την έκθεση της Επιτροπής, εάν ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει το Σχέδιο, ο Υπουργός Υγείας δύναται να αποφασίσει με βάση τα άρθρα 12 και 13 την καταβολή στον ασθενή μέρους των εξόδων με τα οποία αυτός επιβαρύνθηκε για σκοπούς διάγνωσης ή θεραπείας. Ο Υπουργός Υγείας σε τέτοια περίπτωση λαμβάνει υπόψη και την επιβάρυνση την οποία θα είχε η Δημοκρατία, αν ο ασθενής ακολουθούσε την κανονική διαδικασία και το ύψος της δαπάνης, την οποία θα είχε η Δημοκρατία με τα νοσηλευτήρια με τα οποία συνήθως συνεργάζεται ή έχει συμβληθεί.»

 

Διαπιστώνεται πως το άρθρο 9 του Σχεδίου ανωτέρω, προβλέπει για σκοπούς έγκρισης κάλυψης μέρους των εξόδων που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί στην παραπομπή του θέματος στην Επιτροπή Ειδικών όπως προβλέπεται στα άρθρα 6 και 8. Το άρθρο 6 αναφέρεται σε διαδικαστικές προϋποθέσεις, ενώ το άρθρο 8 στον έλεγχο εκ μέρους της εν λόγω Επιτροπής για την πλήρωση των κατωτέρω κριτηρίων:

 

«                                                  Άρθρο 8

Έκθεση της Επιτροπής Ειδικών Ιατρών

 

1.  Η Επιτροπή υποβάλλει τεκμηριωμένη έκθεση προς το Γενικό Διευθυντή, αμέσως μετά την εξέταση κάθε αίτησης που παραπέμφθηκε σ' αυτή.

 

2.  Η έκθεση της Επιτροπής περιγράφει την πάθηση του ασθενούς και τη γνώμη της Επιτροπής ως προς τα ακόλουθα:

 

(α) Κατά πόσον μπορεί ή δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματική διάγνωση ή θεραπεία του ασθενούς σε κρατικά νοσηλευτήρια, λόγω έλλειψης των κατάλληλων διαγνωστικών ή θεραπευτικών μέσων.

 

(β) Κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα αποτελεσματικής διάγνωσης ή θεραπείας εντός ή εκτός κρατικών νοσηλευτηρίων, η οποία λαμβανομένης σοβαρά υπόψη της ηλικίας και της κατάστασης της υγείας του ασθενούς, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη διάσωση της ζωής του ή στην πρόληψη σοβαρής σωματικής ή διανοητικής αναπηρίας, ή στην παροχή θεραπείας που θα μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά στη μόνιμη βελτίωση της κατάστασής του.

 

(γ) Κατά πόσον υπάρχει ή όχι ιατρική ανάγκη για διάγνωση ή θεραπεία και αν αυτή δεν μπορεί να παρασχεθεί από τα κρατικά νοσηλευτήρια μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επιβάλλει η κατάσταση της υγείας του ασθενούς και η πιθανή εξέλιξη της υγείας του.

 

(δ) Εισήγηση, δεόντως αιτιολογημένη, για την περίπτωση που θα μπορούσε να κληθεί ιατρός εκτός Δημοσίου Τομέα για τη διάγνωση/θεραπεία του ασθενούς, αντί της αποστολής του εκτός κρατικού τομέα.

 

Η τελική επιλογή του Ιατρικού Κέντρου θα γίνεται από τον Υπουργό Υγείας αφού ακούσει την άποψη του ασθενή.»

 

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έκρινε εύλογη την απόφαση του Συμβουλίου, καθότι δεν διαπίστωσε να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη έρευνα και ούτε ότι είχε παρεισφρήσει οποιαδήποτε πλάνη στην κατάληξή του Συμβουλίου να απορρίψει το αίτημα επανεξέτασης με την απόφασή του ημερομηνίας 3/12/2015, η οποία έχει ως εξής:

 

«Τα μέλη του Αναθεωρητικού Συμβουλίου, μελέτησαν εκ νέου την περίπτωση του πιο πάνω ασθενή, με βάση το άρθρο 10 του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στο Δημόσιο Τομέα στην παρουσία του Διευθυντή της Καρδιολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού Δρ. Π. Αβρααμίδη και σε συνέχεια της εισήγησής του ερ. 19 και αφού έλαβε υπόψιν την ιατρική έκθεση (ερ. 30) κρίνει ότι η επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε ο ασθενής στο ΑHC πραγματοποιείται στα κρατικά νοσηλευτήρια (Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, Λεμεσού) όπου ο ασθενής δεν αποτάθηκε. Το ιατροσυμβούλιο επισημαίνει ότι ο ασθενής ήταν αιμοδυναμικά σταθερός κατά την εισαγωγή του στο AHC και ότι η αγγειοπλαστική πραγματοποιήθηκε την επομένη της εισαγωγής, άρα θα μπορούσε να ζητήσει μεταφορά στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας».

 

Από την αιτιολόγηση της απόφασης του Αναθεωρητικού Συμβουλίου για τις πραγματικές περιστάσεις και/ή συνθήκες που περιέβαλλαν τον ασθενή κατά τον ουσιώδη χρόνο της νοσηλείας του, καθώς και αυτές που ίσχυαν κατά την θεραπεία του εφεσείοντος στο ιδιωτικό νοσηλευτήριο, προκύπτει με σαφήνεια πως κατά την άποψη των μελών του Συμβουλίου η θεραπεία μπορούσε να παρασχεθεί στα κρατικά νοσηλευτήρια μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρικής άποψης επέβαλλε η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντος και η πιθανότητα εξέλιξης της κατάστασης της υγείας του, αφού αυτά λήφθηκαν επιμελώς υπόψιν.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση του εφεσείοντος, ότι δεν είναι αιτιολογημένη η απόφαση γιατί κατά την άποψή του δεν λήφθηκε υπόψη ότι την επομένη ημέρα της εισαγωγής του στο ιδιωτικό νοσηλευτήριο έγινε η χειρουργική επέμβαση και το ζήτημα ήταν πολύ επείγον για την ζωή του. Φαίνεται πως όλα τα δεδομένα ήταν ενώπιον του Αναθεωρητικού Συμβουλίου, αφού είχαν ζητηθεί από τους θεράποντες ιατρούς του από το ιδιωτικό νοσηλευτήριο. Ακόμα κι αν το Διοικητικό Δικαστήριο μπορούσε να σχηματίσει άλλη άποψη από αυτήν του Αναθεωρητικού Συμβουλίου, δεν θα μπορούσε να υποκαταστήσει την δική του άποψη στην κρίση των ειδικών (ιατρών), αφού πρόκειται για αμιγώς τεχνική κρίση. Αυτό που ελέγχεται από το Διοικητικό Δικαστήριο είναι η τήρηση από το διοικητικό όργανο των αρχών της νομιμότητας κατά την άσκηση της διερεύνησης, της αξιολόγησης και της κατάληξης στην διοικητική απόφαση. Από την αιτιολογία της απόφασης του Αναθεωρητικού Συμβουλίου δεν προκύπτει υπέρβαση των άκρων ορίων της ευρύτατης διακριτικής ευχέρειάς του.  

 

Καταλήγουμε πως οι λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν, καθότι η έρευνα που διεξήχθη ήταν υπό τις περιστάσεις εξειδικευμένη και πλήρης και η αιτιολογία παρείχε την δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €2.770 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος.  

 

 

 

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΓΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο