ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) N. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 66/2018)

 

5 Νοεμβρίου, 2024

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΥΡΙΛΛΑΣ

Εφεσείοντας/Αιτητής

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ

Εφεσιβλήτων / Καθ'ων η Αίτηση

 

.........

 

 

 

Θ. Παπαθεοδώρου, για Αλέξανδρος Παπαθεοδώρου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Eφεσείοντα

 

Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους

 

.......

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τη Δ. Σωκράτους, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Ο Εφεσείων διορίστηκε στις 25.6.1994 στον Στρατό της Δημοκρατίας, ως Αξιωματικός, με τον βαθμό του Ανθυπίλαρχου και, από την ημερομηνία εκείνη, αποσπάστηκε στην Εθνική Φρουρά.  Είναι μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού, στον Όμιλο των Τεθωρακισμένων του Στρατού Ξηράς και, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπηρετούσε στην Διεύθυνση Τεθωρακισμένων του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ).

 

Στις 20.10.2014, ο Υπουργός Άμυνας, αποφάσισε την τοποθέτηση του Ταγματάρχη (ΠZ) ΧΧΧ (Ε.Μ.) στη θέση του Αξιωματικού Συνδέσμου («Liaison Officer») στο Τακτικό Στρατηγείο (F.H.Q.) της Επιχείρησης «European Union Training Mission» (EUTM) στο Μπαμάκο του Μάλι (η επίδικη θέση).

 

Η επίδικη θέση είχε προκηρυχθεί από το ΓΕΕΦ, αρχικά, στις 15.4.2014 και, στη συνέχεια, προκηρύχθηκε εκ νέου στις 16.6.2014.  Προς αξιολόγηση των υποψηφίων, συστάθηκε σχετική Επιτροπή Αξιολόγησης (η Επιτροπή).

 

 

Σε προγενέστερο χρόνο, ήτοι στις 3.10.2013, το Υπουργικό Συμβούλιο, με σχετική απόφασή του, είχε εγκρίνει τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην εν λόγω επιχείρηση με έναν Αξιωματικό, για περίοδο έξι (6) μηνών.

 

Υποψήφιοι για πλήρωση της θέσης ήταν δύο Αξιωματικοί, ο Εφεσείων και το ΕΜ, για τους οποίους η Επιτροπή, με πρακτικό της, ημερομηνίας 10.7.2014, κατέληξε ότι ουδείς εκ των δύο υποψηφίων πληρούσε τα βασικά κριτήρια επιλογής.  Αποτέλεσμα τούτου, ήταν η επαναπροκήρυξη, στις 22.8.2014, της επίδικης θέσης, για την οποία, ως αναφέρθηκε σε επιστολή ημερομηνίας 14.8.2014, του Υπουργού προς το ΓΕΕΦ, τέθηκαν νέα κριτήρια επιλογής προς πλήρωση της, καθώς και η συγκρότηση νέας Επιτροπής Αξιολόγησης.

 

Ακολούθησε η, εκ μέρους του Εφεσείοντα, στις 5.9.2014, αίτηση για να συμμετάσχει στη νέα διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης.  Στις 10.9.2014, η νέα Επιτροπή Αξιολόγησης συνέταξε πρακτικό αξιολόγησης των δύο υποψηφίων (Αιτητή και Ε.Μ.), από το οποίο προέκυπτε ότι μόνο το ΕΜ πληρούσε όλα τα βασικά κριτήρια επιλογής.  Ως εκ τούτου, ο Υπουργός αποφάσισε, στις 20.10.2014, την τοποθέτηση του ΕΜ στην επίδικη θέση για χρονική διάρκεια έξι μηνών.

 

Αντιδρώντας, ο Εφεσείων, στην ως άνω απόφαση του Υπουργού, κατεχώρησε, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δύο προσφυγές.  Η μία στρεφόταν εναντίον της απόφασης «.. να αποστείλουν τον Τ/χη (ΠΖ) ΧΧΧ (Ε.Μ.) στη θέση Αξιωματικού Συνδέσμου στο Στρατηγείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

 

Η δεύτερη στρεφόταν κατά της απόφασης της Επιτροπής Αξιολόγησης ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλογής.

 

Αμφότερες οι αιτήσεις ακυρώσεως συνεκδικάσθηκαν και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο, με τον Εφεσείοντα να καταχωρεί, εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, δύο Εφέσεις.  Τις υπ' αρ. 66/18 και 67/18.  Η δεύτερη αποσύρθηκε στις 21.5.2024 και έτσι παρέμεινε προς κρίση η υπ' αρ. 66/18.

 

Αντικείμενο της, με τον μοναδικό λόγο έφεσης, το μέρος της πρωτόδικης απόφασης, με το οποίο κρίθηκε ότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστική διοικητική πράξη αλλά συνιστά κυβερνητική πράξη μη εμπίπτουσα στον αναθεωρητικό έλεγχο του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Το Δικαστήριο, αφού προέβη σε αναφορά σε επί του θέματος νομολογία[1], με μια λεπτομερή θεώρησή της, εξήγησε το σκεπτικό το οποίο το οδήγησε στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης κρίσης, επισημαίνοντας ότι:

 

«. έλαβα υπόψη την υπό του Υπουργού άσκηση των εξουσιών που του παρέχει ο περί της Εθνικής Φρουράς Νόμος του 2011 (Ν.19(Ι)/2011), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, δυνάμει των οποίων αποφάσισε την τοποθέτηση του Ε.Μ., ως Αξιωματικού Συνδέσμου, στο Τακτικό Στρατηγείο μιας πολυεθνικής στρατιωτικής επιχείρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία πρωτίστως εκπαιδεύει και συμβουλεύει τις ένοπλες δυνάμεις στο Μάλι.  Κύριο δε σκοπό τέτοιων αποστολών αποτελεί η ασφάλεια και η ανάπτυξη των περιοχών στις οποίες οι εν λόγω αποστολές αναπτύσσονται.  Μάλιστα, όπως περαιτέρω προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, η εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας απόφαση για αποστολή Αξιωματικού Συνδέσμου στο Μάλι, ήταν η απάντησή της σε σχετικό αίτημα της Ε.Ε. προς τα κράτη μέλη της για συνεισφορά στη συγκεκριμένη αποστολή.

 

 

Περαιτέρω, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι εν προκειμένω είναι το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο που, ασκώντας εκτελεστική εξουσία, ενέκρινε, με την απόφασή του ημερομηνίας 3.10.2014, τη συμμετοχή της Δημοκρατίας στην υπό αναφορά Αποστολή, «προς υποστήριξη του Ψηφίσματος 2071/2012 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση.» 

 

Αποτέλεσε τον άξονα γύρω από τον οποίο περιεστράφη η επιχειρηματολογία του συνηγόρου του Εφεσείοντα, πως εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι η επίδικη θέση του Αξιωματικού Συνδέσμου / Liaison Officer στο Στρατηγείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφορά σε τοποθέτηση ειδικού απεσταλμένου της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού έρχεται σε αντίθεση με το καθηκοντολόγιο της εν λόγω θέσης, το οποίο προσδιορίστηκε κατά την προκήρυξη του διαγωνισμού και στο οποίο δεν υπάρχει η ανάθεση του καθήκοντος του ειδικού απεσταλμένου ή κάποιο ανάλογο ή σχετικό καθήκον.

 

Είναι, περαιτέρω, η εισήγηση του πως, από τον συνδυασμό των συνταγματικών διατάξεων 50.1(Α) και 54 προκύπτει ότι μία διοικητική απόφαση για να συνιστά κυβερνητική πράξη, που εμπίπτει στη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων της Δημοκρατίας, θα πρέπει να αφορά σε διορισμό και/ή τοποθέτηση προσώπων μη ανηκόντων στη διπλωματική υπηρεσία σε οιανδήποτε θέση στο εξωτερικό, ως διπλωματικών ή προξενικών αντιπροσώπων και την ανάθεση καθηκόντων εις το εξωτερικό ως ειδικών απεσταλμένων, σε πρόσωπα μη ανήκοντα στη διπλωματική υπηρεσία.

 

Αντίθετη είναι, βέβαια, η θέση της δικηγόρου των Εφεσιβλήτων, η οποία συμφωνεί και ταυτίζεται με όσα, στην πρωτόδικη απόφαση, αναφέρονται και σχολιάζονται, με τα οποία κρίθηκε, ως πράξη κυβερνήσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Έχοντας διεξέλθει τις ανωτέρω εισηγήσεις, δεν μας βρίσκουν σύμφωνους αυτές του Εφεσείοντα.  Επικροτώντας, ως απόλυτα ορθή, την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο, με επιμέλεια, παρέθεσε τις νομολογιακές αρχές και οδηγήθηκε στο προσβαλλόμενο αποτέλεσμα, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

Η σύγχρονη τάση της νομολογίας του διοικητικού δικαίου είναι ο περιορισμός των πράξεων των χαρακτηριζόμενων ως κυβερνητικών, με σκοπό να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς τους. (Karaliota v. Republic (1985) 3 CLR 2053), αφήνοντας τον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας κυβερνητικής πράξεως στον Δικαστή και όχι στην πολιτικά νομιμοποιημένη εξουσία.

 

Για τούτο και έχουν νομολογιακά προταθεί και χαρακτηριστεί ως τέτοιες, σε μια προσπάθεια μείωσης των πράξεων οι οποίες εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου, οι ακόλουθες, χωρίς ο κατάλογος να είναι εξαντλητικός.

 

«Όπως διαφαίνεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως κυβερνητικές πράξεις θεωρούνται η απόφαση για απονομή ή άρνηση χάριτος (Demetriou v. The Republic 3 RSCC 121), ο κατά το Σύνταγμα διορισμός του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Louca v. The President of the Republic (1983) 3 CLR 783) ο διορισμός του Αρχηγού ή Υπαρχηγού της Αστυνομίας ((Stokkos v. The Republic (1983) 3 (B) CLR 1411), και η άρνηση και/ή παράλειψη εξέτασης και ικανοποίησης αιτήματος για απομάκρυνση πρεσβείας από ορισμένο δρόμο (Ελένη Παντελάκη Λοϊζου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 522/90, 28.7.1991).  Δεν υπόκειται επίσης, σε δικαστικό έλεγχο ο διορισμός Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Level Tachexcavans Ltd (Αρ. 1) (1995) 1 ΑΑΔ 1075).  Αντίθετα, όπως κρίθηκε στην Karaliota v. Republic (1985) 3 CLR 2053,  η άρνηση χορήγησης άδειας εισόδου αλλοδαπού στη Δημοκρατία δεν συνιστά κυβερνητική πράξη.»

 

Είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε με τον χαρακτηρισμό μιας πράξης, ως κυβερνήσεως ή διοικητικής, στην απόφαση μας Μ.Παπαγεωργίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας ΕΔΔ 118/2016, ημερ. 26.10.2023, απόσπασμα της οποίας, ως σχετικό παραθέτουμε:

 

«.. Οι «πράξεις κυβερνήσεως» δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένες. Ο χαρακτηρισμός μια πράξεως ως «πράξεως κυβερνήσεως» ανήκει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, ο οποίος όμως δεν είναι πάντοτε εύκολο εγχείρημα, αφού δεν υπάρχει σταθερό και, γενικά, αποδεκτό κριτήριο, στη βάση του οποίου μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο μια πράξη είναι «πράξη κυβερνήσεως». Για το χαρακτηρισμό αυτό, λαμβάνονται υπόψη συνταγματικές και άλλες αρχές όπως αρχές της νομιμότητας της διάκρισης των εξουσιών, του κράτους δικαίου και της κατοχύρωσης του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.

 

Στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Μ. Σπηλιωτοπούλου, 6η έκδοση σελ. 97 αναφέρονται τα εξής βοηθητικά, για τον καθορισμό μιας πράξης κυβερνήσεως:

 

 

«Οι πράξεις αυτές, ονομαζόμενες «κυβερνητικές πράξεις ή πράξεις κυβερνήσεως», εκδίδονται βάσει αρμοδιότητας που παρέχεται από το Σύνταγμα ή από νομοθετικές πράξεις που ρυθμίζουν θέματα σχετικά με τη λεγόμενη «πολιτική εξουσία ή κυβερνητική λειτουργία

 

 

Αφορούν δε, σύμφωνα με το Π. Δ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 6η έκδ. σελ. 21, πράξεις της διοικήσεως που τα δικαστήρια θεωρούν ως πολιτικές κυρίως αποφάσεις και αρνούνται να ελέγξουν.  Πρόκειται δηλαδή, για έναν όρο προσανατολισμένο στον περιορισμό του δικαστικού ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας.

 

Συναφής ορισμός παρέχεται και στο σύγγραμμα «Το Ένδικον Μέσον της Αιτήσεως Ακυρώσεως» Δρος Τ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, σελ. 22, όπου διαβάζουμε:

 

«Συνεπώς, η αληθής έννοια των «κυβερνητικών πράξεων» είναι ότι δεν πρόκειται περί πράξεων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας και δη πράξεων ανεξαρτήτως των κειμένων νόμων επιχειρουμένων, αλλά περί πράξεων επιχειρουμένων βάσει είτε συνταγματικής είτε νομοθετικής διατάξεως.  Δεν υπόκεινται δε εις δικαστικόν έλεγχον διότι δεν προέρχονται από, πράγματι, διοικητικόν όργανον, αλλά από όργανον ενδεδυμένον είτε την συντακτικήν, είτε την νομοθετικήν είτε τέλος την δικαστικήν εξουσίαν.»

 

Συναφής και ιδιαίτερα σχετική είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ελευθέριος Χατζηανδρέου v. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 352, η οποία αφορούσε τον τερματισμό διορισμού Επίτιμου Προξένου της Κυπριακής Δημοκρατίας στο εξωτερικό, ο οποίος δεν ανήκε στη διπλωματική υπηρεσία και κρίθηκε ότι, τόσο ο διορισμός, όσο και ο τερματισμός του, συνιστούν πράξεις κυβερνήσεως, σχετιζόμενες με την άσκηση Πολιτικής Εξουσίας.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 54 του Συντάγματος:

 

«Η παρά του Υπουργικού Συμβουλίου ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τα εξής θέματα:

(α)         .................

(β)         τας εξωτερικάς υποθέσεις, περί ων γίνεται μνεία εν άρθρω 50.»

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 50.1 Α του Συντάγματος:

 

«Ο εν τω παρόντι εδαφίω όρος «εξωτερικαί υποθέσεις» περιλαμβάνει:

 

(α) . Τον διορισμόν και την τοποθέτησιν προσώπων μη ανηκόντων εις την διπλωματικήν υπηρεσίαν εις οιανδήποτε θέσιν εν τω εξωτερικώ, ως διπλωματικών ή προξενικών αντιπροσώπων και την ανάθεσιν καθηκόντων εν τω εξωτερικώ ως ειδικών απεσταλμένων, εις πρόσωπα μη ανήκοντα εις την διπλωματικήν υπηρεσίαν.»

 

Η συνδυασμένη θεώρηση των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων οδηγεί στο συμπέρασμα πως η εκτέλεση καθηκόντων στο εξωτερικό σχετικών και συναφών με τη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων της Δημοκρατίας, την ανάπτυξη των διπλωματικών της σχέσεων, την εκπλήρωση διεθνών ή ευρωπαϊκών υποχρεώσεων της καθώς και η ρύθμιση των διεθνών σχέσεων του Κράτους, περιλαμβάνονται στην άσκηση κυβερνητικής λειτουργίας και όχι διοικητικής ενέργειας.  Σύμφωνα με το «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Επ. Σπηλιωτόπουλου, 7η Έκδ., Παρ. 87», η ρύθμιση των διεθνών σχέσεων του Κράτους εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου και περιλαμβάνεται στην κυβερνητική λειτουργία.  Όπως στην προκείμενη περίπτωση, όπου, όπως ορθά εντοπίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Δημοκρατία, με την απόφασή της αυτή, ανταποκρίθηκε σε σχετικό αίτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα Κράτη Μέλη της για συνεισφορά στη συγκεκριμένη αποστολή.  Η τέτοιου είδους απόφαση εμπίπτει στην εξουσία της κυβερνήσεως, αφού «το κυβερνάν» σημαίνει τη διεύθυνση των γενικότερων και υψίστων συμφερόντων του Κράτους, ενώ το «διοικείν» την εκάστοτε εκτέλεσιν των Νόμων («Το Ένδικον Μέσον της Αιτήσεως Ακυρώσεως» [ανωτέρω] σελ. 19-20). 

 

Η επισήμανση του συνηγόρου του Εφεσείοντα πως ο ειδικός απεσταλμένος, όπως χαρακτηρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η τοποθέτηση του Εφεσείοντα, έρχεται σε αντίθεση με το καθηκοντολόγιο της εν λόγω θέσης, δεν τεκμηριώνεται.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τη νομολογία, είπε τα εξής:

 

«Βεβαίως, θα μπορούσε εδώ να προβληθεί το επιχείρημα ότι στο περιεχόμενο του όρου «ειδικός απεσταλμένος» δεν περιέχεται, stricto sensu, και ο Αξιωματικός Σύνδεσμος («Liaison Officer»), ωστόσο, δεν μπορεί παρά να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος όρος στην ημεδαπή έννομη τάξη εμφανίστηκε σχετικά πρόσφατα, ιδιαίτερα δε μετά την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ε.Ε. και την ανάγκη αποστολής εκ μέρους της χώρας μας τέτοιων συνδέσμων για συμμετοχή και εκπροσώπηση σε διάφορες αποστολές και/ή οργανισμούς και/ή επιτροπές της Ένωσης.  Εν τοις πράγμασι δε, ένας τέτοιος αξιωματικός σύνδεσμος δεν μπορεί παρά να αποτελεί απεσταλμένο, μη ανήκοντα κατ' ανάγκην στη διπλωματική υπηρεσία, για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων.»

 

Συμφωνούμε με όσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέπτυξε.  Επισημαίνουμε πως ο όρος «ειδικός απεσταλμένος» αναφέρεται στην ίδια τη θέση και όχι στο καθηκοντολόγιό της, το οποίο, ως ο όρος υποδηλώνει, περιλαμβάνει τα καθήκοντα της θέσης.

 

Στην, σχετικά πρόσφατη, απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργικού Συμβουλίου v. ΧΧ Ποταμίτου κ.α., Συνεκδικαζόμενες Εφέσεις 59/2020 και 104/2020, ημερ. 7.6.2021, όπου έγινε ανασκόπηση της νομολογίας για τον χαρακτηρισμό πράξεων ως κυβερνητικών, κρίθηκε πως οι εκεί προσβαλόμενες αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου για διορισμό στη θέση Εφόρου Φορολογίας, αφορούσαν συστάσεις θέσεων και, γενικά, καταστάσεις που κάλυπταν τις περιπτώσεις δημοσίων υπαλλήλων και, συνεπώς, δεν ανάγονταν στη σφαίρα της διαχείρισης της Πολιτικής Εξουσίας. 

 

Σε αντίθεση με την κρινόμενη περίπτωση, όπου ελλείπει το στοιχείο της δημοσιουπαλληλικής σχέσης, απουσιάζει η εμπλοκή της ΕΔΥ, δεν αφορά πλήρωση θέσεων σχετικών προς τον κύκλο της λειτουργίας του Δημοσίου, αλλά, αντιθέτως, σχετίζεται με εκπλήρωση υποχρεώσεων συνεισφοράς της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Επομένως, ορθά και εμπεριστατωμένα οδηγήθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην κρίση ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι πράξη κυβερνήσεως και, ως τέτοια, εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα €4.000 υπέρ των Εφεσιβλήτων.

 

 

 

 

 

 

                                                               

Α. Ρ. Λιάτσος, Π.

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                                               Τ. Καρακάννα, Δ.

/μσ



[1] Ελευθέριος Χατζηανδρέου v. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 352

Καψός v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 204

Σάββας Παύλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 637


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο