ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

ΑΝΑΦΟΡΑ 3/2024

 

20 Νοεμβρίου, 2024.

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,  ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, 

ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

____________________

 

Π.Γ. Πολυβίου, Ν. Καλλένος και Λ. Αρακελιάν για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, Αχ. Αιμιλιανίδης για Α. & Α.Κ. Αιμιλιανίδης ΔΕΠΕ, και Ε. Παπαγεωργίου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

Χρ. Κληρίδης, Κ. Κληρίδης και Γ. Πασιάς, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

 

____________________

 

Η Γνωμάτευση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη

και θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.

_____________________

 

Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Με την παρούσα Αναφορά επιζητείται η γνωμάτευση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Ορισμένων Αξιωματούχων και Ορισμένων Δημόσια Εκτεθειμένων Προσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Υποβολή και ΄Ελεγχος Δήλωσης Περιουσιακών Στοιχείων και Καταστάσεων Προσωπικής και Επαγγελματικής Περιουσίας) Νόμος του 2024» είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα ΄Αρθρα 15, 61, 112, 113, 114, 153.12, 179 του Συντάγματος, με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, η οποία απορρέει από το Σύνταγμα και ιδίως, την Αρχή της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, την Ανεξαρτησία του θεσμού του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τις ευρείες εξουσίες του με τις οποίες περιβάλλεται ο θεσμός εν γένει, όπως πηγάζουν από τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος και έχουν παγίως νομολογηθεί.

 

Ο υπό εξέταση Νόμος διαβιβάστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων  για έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δυνάμει του ’ρθρου 52 του Συντάγματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκώντας το δικαίωμα Αναφοράς, ως ορίζεται από το ΄Αρθρο 140 του Συντάγματος, αποτάθηκε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, προς Γνωμάτευση επί της συνταγματικότητας του Νόμου.

 

Ο υπό Αναφορά Νόμος, κατά το Προοίμιο, στοχεύει στη διαφάνεια και στη λογοδοσία, ως συστατικό στοιχείο κάθε σύγχρονου δημοκρατικού κράτους, αλλά και ως ανάχωμα στην όποια προσπάθεια εκμετάλλευσης δημοσίου αξιώματος και στην καταπολέμηση της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.

 

Σκοπείται, μεταξύ άλλων, δυνάμει του ΄Αρθρου 5 του Νόμου, η ένταξη του Γενικού και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, διά της συμπερίληψής τους στο Παράρτημα ΙΙ αυτού, στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την υποχρέωση υποβολής καταστάσεων ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας, εσόδων και εξόδων και συμφιλίωσης, όπως οι όροι αυτοί καθορίζονται στον υπό Αναφορά Νόμο. Μέρος των εν λόγω καταστάσεων, βάσει του ΄Αρθρου 6, δημοσιοποιούνται και ελέγχονται, δυνάμει του ΄Αρθρου 12, από τον ΄Εφορο Φορολογίας, κατόπιν διαβίβασής τους σε αυτόν από το Συμβούλιο, το οποίο καθιδρύεται στη βάση του ΄Αρθρου 7, με εξουσίες έρευνας και σύνταξης εκθέσεων και πορισμάτων, όπως τα ΄Αρθρα 13, 14 και 15 διαλαμβάνουν.  Οι συνέπειες παράλειψης υποβολής των ως άνω καταστάσεων και η διάπραξη συναφών  αδικημάτων προβλέπονται από το ΄Αρθρο 16 του υπό Αναφορά Νόμου.

 

Τίθεται στην ενώπιόν μας Αναφορά ότι τα πιο πάνω άρθρα του Νόμου, στην έκταση που αφορούν τον Γενικό και Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, βρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με τα ΄Αρθρα 15, 61, 112, 113, 114, 153.12 και 179 του Συντάγματος.

 

Η τέταρτη παράγραφος του ΄Αρθρου 112 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνιστά, αποκλειστικά, τον πυρήνα των ισχυρισμών που προβάλλει η πλευρά του Αιτητή προς υποστύλωση της θέσης ότι ο υπό Αναφορά Νόμος παραβιάζει το Σύνταγμα, είναι ασύμφωνος προς την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και πλήττει την Αρχή της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και την ανεξαρτησία του θεσμού του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. ΄Εχει ως ακολούθως η πιο πάνω συνταγματική διάταξη:

 

«Ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είναι μέλη της μονίμου νομικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και υπηρετούσιν, υφ' ούς όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου πλην του προέδρου τούτου και δεν απολύονται, ειμή υφ' ούς όρους και καθ' όν τρόπον οι δικασταί ούτοι.»

 

 

 

Προεκτείνοντας, με θεμέλιο την ως άνω συνταγματική πρόβλεψη, με αναφορά στην παράγραφο 12 του ΄Αρθρου 153 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει ότι «Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι΄ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού.» και τονίζοντας τη συνταγματική υπόσταση του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα,  προβάλλει ο Αιτητής ότι με τον υπό Αναφορά Νόμο πλήττεται η διασφαλισμένη ανεξαρτησία του θεσμού, αλλά και η ίδια η συνταγματική δομή που διασφαλίζει την τήρηση των θεσμικών ισορροπιών και εγγυήσεων και παραβιάζεται η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Επιπλέον, μεταβάλλεται δυσμενώς το ισχύον καθεστώς που διέπει την υπηρεσία του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως αποτέλεσμα της θέσπισης υποχρέωσης που δεν υπήρχε κατά τον χρόνο διορισμού τους.

 

Η βασική προσέγγιση της Καθ΄ ης η αίτηση κινείται γύρω από τη θέση ότι ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα δεν υπάγονται στη Δικαστική Εξουσία ή στη Δικαστική Υπηρεσία ή στο Δικαστικό Σώμα. Ούτε και συνιστούν μια εκ των πολιτειακών και συνταγματικών εξουσιών. Είναι μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, ανεξάρτητης και μη υπαγόμενης, ως διαλαμβάνει το ΄Αρθρο 112.2 του Συντάγματος, «εις οιονδήποτε υπουργείον». Συνεπώς, δεν εξισώνονται ούτε και εξομοιώνονται με τη δικαστική εξουσία, αλλά ούτε και οι ιδιότητες τους και αρμοδιότητές τους δεν συνάδουν με αυτές των δικαστικών λειτουργών. Επιπρόσθετα, ο υπό Αναφορά Νόμος σαφώς δεν αφορά τους όρους υπηρεσίας των εν λόγω αξιωματούχων καθότι το πόθεν έσχες ουδεμία σχέση έχει με τους όρους υπηρεσίας.

 

 

Το ’ρθρο 140 κινείται προς την κατεύθυνση προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Προληπτικός, δικαστικός, έλεγχος, που αποβλέπει στην εκ των προτέρων αποτροπή κάθε παρέκκλισης από το Σύνταγμα, τον υπέρτατο Νόμο της Δημοκρατίας, με τις διατάξεις του οποίου πρέπει να είναι προσαρμοσμένοι και να ευθυγραμμίζονται όλοι οι νόμοι.

 

Όπως επισημάνθηκε στην Αναφορά 5/1993, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1994) 3 ΑΑΔ 167, 173 - 174:

 

".... Το ’ρθρο 140.1 του Συντάγματος προσδιορίζει ως αποκλειστικό αντικείμενο κάθε Αναφοράς τη συνταγματικότητα του νόμου ή της απόφασης ή ορισμένης διάταξης αυτών η οποία αναφέρεται για τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πεδίο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και αποφάσεων, ή μέρους αυτών που αναφέρονται στο Ανώτατο Δικαστήριο, περιορίζεται εξ αντικειμένου στη διαπίστωση κατά πόσο υπάρχει ή όχι σύγκρουση μεταξύ των προνοιών του ελεγχόμενου νόμου ή αποφάσεως και των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος, καθώς και της αρχής της διάκρισης των Εξουσιών. Αυτό επιτυγχάνεται με την αντιπαραβολή των διατάξεων του κρινόμενου νόμου προς τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Οι λόγοι που οδήγησαν το νομοθέτη στη θέσπιση του νόμου, δεν ελέγχονται ούτε αποτελούν μέσο διαπίστωσης ή ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Η σκοπιμότητα και η σοφία των προνοιών του νόμου εκφεύγουν του συνταγματικού ελέγχου....".

 

 

Στη Γνωμάτευση επί της Αναφοράς 6/2016, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 7) (2017) 3 ΑΑΔ 422, απασχόλησε «Ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016», ο οποίος προέβλεπε την ένθεση στο βασικό Νόμο άρθρου το οποίο προνοούσε για τη δυνατότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδώσει διαδικαστικό κανονισμό προς ρύθμιση υποβολής δήλωσης περιουσιακών στοιχείων και δήλωσης μεταβολής περιουσιακών στοιχείων των δικαστών, συζύγων και ανήλικων τέκνων τους, στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Καθόριζε επίσης το περιεχόμενο των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. Το τότε Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε ως εξής:

 

«Έχοντας εξετάσει την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση υπό το φως των προφορικών και γραπτών αγορεύσεων του εντίμου Γενικού Εισαγγελέα και του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, αποτελεί τη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η προτεινόμενη νομοθεσία συνιστά όντως επέμβαση στον τομέα της αποκλειστικής αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αρχή που έχει πλειστάκις επιβεβαιωθεί από τη νομολογία  ώστε να παρέλκει η υπενθύμιση της.

 

Το προτεινόμενο ’ρθρο 8Α επιβάλλει στην ουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο τον τρόπο ρύθμισης ενός θέματος αποδίδοντας εξουσία η οποία ανήκει στην αποκλειστική σφαίρα αρμοδιότητας του υπό το φως των ρητών προνοιών του Συντάγματος το οποίο καθορίζει τις αρμοδιότητες και εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, και στην πορεία, του σημερινού Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως συστάθηκε από τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμο αρ. 33 του 1964. Η έκδοση Κανονισμών επαφίεται στο ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο κατά το ’ρθρο 163 ως προς τα θέματα που εκεί εξαντλητικά καθορίζονται, ενώ και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο έχει τις υπό του ’ρθρου 10 του Νόμου αρ. 33/1964 καθοριζόμενες εξουσίες που περιλαμβάνουν την εξουσία έκδοσης Κανονισμών αναφορικά με την ενάσκηση πειθαρχικής και μόνο αρμοδιότητας.

 

............................................................. 

Η κατάληξη είναι ότι ο υπό Αναφορά Νόμος καταστρατηγεί την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και επομένως είναι αντισυνταγματικός. Παρέλκει συνεπώς η εξέταση οποιωνδήποτε άλλων προταθέντων λόγων αντισυνταγματικότητας.»

 

 

Συνεπώς, η επέμβαση στον τομέα της αποκλειστικής αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας και η παρέμβαση στην αποκλειστική σφαίρα εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποτέλεσε το θεμέλιο διαπίστωσης της καταστρατήγησης της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να επανατονίσει στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 2/2017, ημερ. 5.2.2018:

 

 «Έχοντας εξετάσει το αναφυέν ζήτημα, υπενθυμίζεται ότι η διάκριση των εξουσιών είναι όχι μόνο διάχυτη στο συνταγματικό στερέωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά έχει πλειστάκις αναγνωρισθεί και επιβεβαιωθεί ως η αναγκαία υποστήλωση αυτής τούτης της πολιτειακής λειτουργίας, (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2009) 3 Α.Α.Δ. 23 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 3/2014, ημερ. 31.10.2014).  Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών απαγορεύει και αποκλείει την άσκηση ή την ανάληψη εξουσίας εκτός της σφαίρας της αντίστοιχης αρμοδιότητας εκάστης εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών, (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1994) 3 Α.Α.Δ. 93).

 

Ενεργώντας, όμως, η κάθε εξουσία εντός των αρμοδιοτήτων της, έχει και ανάλογο εύρος κινήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επεμβαίνει αναρμοδίως ή υφαρπάζει εξουσίες που δεν της αναλογούν.»

 

 

 

Εν προκειμένω, παρά το ύψιστο του πολιτειακού αξιώματος που ενδύεται ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα, του κεντρικού ρόλου που συνταγματικά του αποδίδεται και της πλήρους θεσμικής αυτοτέλειάς του, δεν τελεί υπό αμφισβήτηση ότι οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας έχουν διαφορετικό ρόλο και καθήκοντα, δεν ανήκουν και ούτε υπάγονται στη δικαστική εξουσία και δεν ταυτίζονται με αυτήν. Είναι μέλη της μονίμου Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, η οποία  δεν αποτελεί μια εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών, ούτως ώστε να τίθεται ζήτημα παράβασης της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών.

 

Το σύνολο των τοποθετήσεων της πλευράς του Αιτητή συναρτάται με τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 112.4 του Συντάγματος και πιο συγκεκριμένα με την ερμηνεία της φράσης, σε αναφορά με τον Γενικό και Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, «. υπηρετούσιν υφ΄ ους όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου ..». Προσέγγιση που καλύπτει όλο το εύρος της ενώπιόν μας αίτησης, συμπεριλαμβανομένης της επίκλησης παραβίασης του ΄Αρθρου 15 του Συντάγματος.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Αιτητή εισηγούνται ότι η φράση «υφ΄ ους όρους» καλύπτει και την υπό συζήτηση περίπτωση των επίμαχων δεσμεύσεων που προκύπτουν από τον υπό Αναφορά Νόμο σε σχέση με το πρόσωπο του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Εισηγούνται ότι η περίπτωσή τους θα πρέπει να αντικρισθεί κάτω από τον ίδιο φακό, όπως και των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. ΄Αλλως, όπως θέτουν «Την επομένην της έναρξης ισχύος του υπό Αναφορά Νόμου, οι όροι υφ΄ ους θα υπηρετούν ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δεν θα είναι οι ίδιοι με αυτούς των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.».

 

Μέσω της πιο πάνω πρόνοιας «υπηρετούσιν υφ΄ ους όρους», κατά συνταγματική επιταγή, οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας εξισώνονται με τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά τους όρους υπηρεσίας τους. Το ερώτημα είναι η αποσαφήνιση του νοηματικού εύρους της πιο πάνω έννοιας, όπως αυτή απαντάται στην τέταρτη παράγραφο του ΄Αρθρου 112 του Συντάγματος, προκειμένου να κριθεί κατά πόσον εμπίπτουν στα πλαίσια του εν λόγω όρου οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις και οι δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτές.

 

Ασφαλές έδαφος ερμηνείας παρέχουν τα διαλαμβανόμενα στις συνταγματικές διατάξεις που έπονται, από τις οποίες ξεκάθαρα προκύπτει - παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση της πλευράς του Αιτητή - το ταυτόσημο της έννοιας «όροι υπηρεσίας» με την έκφραση «υπηρετούσιν υφ΄ ους όρους». Οι εν λόγω συνταγματικές διατάξεις αφορούν στους όρους υπηρεσίας τόσο του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όσο και των Δικαστών αυτού.

 

Κατ΄ ακολουθίαν του ΄Αρθρου 153, παράγραφος 6, εδάφια (2) και (3)(α)(β), εύκολα διαπιστώνεται ότι η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά τον χρόνο θέσπισης του Συντάγματος, ήταν διαφορετικοί από αυτούς των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Καθορίζονταν από το έγγραφο διορισμού του, με μόνη υποχρεωτική κατά το Σύνταγμα πρόβλεψη τη συμπερίληψη στο πιο πάνω έγγραφο όρων περί αποχώρησής του από την υπηρεσία και απόλυσής του «. διά τους αυτούς λόγους .» που καλύπτουν κατά την έβδομη παράγραφο του ΄Αρθρου 153  τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, ζήτημα επίσης διαφοροποίησης των όρων υπηρεσίας, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως προνοεί η παράγραφος 6(1) του ΄Αρθρου 153 διοριζόταν για χρονική περίοδο έξι ετών. Οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 7(1) «. παραμένουσιν εν τη υπηρεσία μέχρι του εξηκοστού ογδόου έτους συμπεπληρωμένου.».

 

Σε ό,τι αφορά την αντιμισθία και τους λοιπούς όρους υπηρεσίας των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρόβλεψη γίνεται στην παράγραφο 11 του ΄Αρθρου 153 του Συντάγματος. Διαλαμβάνει ότι «. καθορίζονται διά νόμου.». ΄Ετσι και έγινε, μέσω της θέσπισης του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, όπου, στο ερμηνευτικό ’ρθρο 2, καθορίζεται ως «δικαστήριο» να σημαίνει, μεταξύ άλλων, και το Ανώτατο Δικαστήριο και όπου «δικαστής» να σημαίνει δικαστή οποιουδήποτε δικαστηρίου. Το ΄Αρθρο 8 του εν λόγω Νόμου αφορά στον μισθό και στους άλλους όρους υπηρεσίας δικαστών. Ως τέτοιοι όροι,  πέραν της μισθοδοσίας καθορίζονται, περιοριστικά, ο χρόνος αφυπηρέτησης των Δικαστών, η σύνταξη, χορηγήματα ή άλλα ωφελήματα που καταβάλλονται σε Δικαστή κατά τον χρόνο αφυπηρέτησης, καθώς και η σύνταξη που καταβάλλεται στη χήρα και τα τέκνα Δικαστή. Ως δε προβλέπεται από την τέταρτη παράγραφο του ΄Αρθρου 8 «Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και του παρόντος νόμου, κατά τα λοιπά έκαστος δικαστής θα υπόκειται εις οιονδήποτε νόμον ή κανονισμόν ρυθμίζοντα ζητήματα υπηρεσίας των μελών της δημοσίας υπηρεσίας της Δημοκρατίας.».

 

Στο Μέρος των Μεταβατικών Διατάξεων του Συντάγματος, συγκεκριμένα στο ΄Αρθρο 192.7(β), καθορίζεται, στα πλαίσια της εν λόγω διάταξης, η έννοια των «όρων υπηρεσίας», ως «. τα αφορώντα εις την αντιμισθίαν, άδειαν, παύσιν ή αποχώρησιν, σύνταξιν, πρόσθετα χορηγήματα ή άλλα παρόμοια επιδόματα».

 

Στη Γνωμάτευση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 4/2022, ημερ. 27.6.2023, απασχόλησε η συμπερίληψη των Δικαστών στο πεδίο εφαρμογής του περί Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Δικαστές και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικού) Νόμου του 2022. Προς εξέταση τέθηκε η συμβατότητα υποβολής εκ μέρους των αφυπηρετήσαντων Δικαστών αίτησης στην Ειδική Επιτροπή για την πρόθεση εργοδότησής τους στον ιδιωτικό τομέα εντός των δύο πρώτων ετών από την ημερομηνία της αφυπηρέτησης ή του τερματισμού της υπηρεσίας ή της θητείας τους,  με τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 158.3 του Συντάγματος, το οποίο έχει ως εξής:

 

«Νό΅ος θέλει προβλέψει περί της αντι΅ισθίας και των άλλων όρων υπηρεσίας των δικαστών των κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ιδρυθησο΅ένων δικαστηρίων. Η αντι΅ισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού δεν δύνανται να ΅εταβληθώσι δυσ΅ενώς δι' αυτόν ΅ετά τον διορισ΅όν αυτού.».

 

 

Σημείωσε, η Πλήρης Ολομέλεια του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου:

 

«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οτιδήποτε άπτεται θέματος αντιμισθίας, συντάξεως, ωφελήματος ή οποιουδήποτε συναφούς ζητήματος της Συνθήκης, εντάσσεται εννοιολογικά στην εργασιακή σχέση ως όρος απασχόλησης των Δικαστών και δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί επί το δυσμενέστερο.  Αυτό θα έπληττε άμεσα τη σαφή διατύπωση του ΄Αρθρου 158.3 που σκοπό έχει βεβαίως τη διαφύλαξη και διασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας από έξωθεν παρεμβάσεις, οι οποίες θα έτειναν να πλήξουν τη δυνατότητα του Δικαστή να εργάζεται απερίσπαστα και με αφοσίωση με τους όρους εκείνους που γνώριζε και γνωρίζει κατά πάντα χρόνο.  Επανατονίζουμε πως ο δεδομένος σκοπός των προνοιών του ΄Αρθρου 158.3, είναι η ανάγκη διαφύλαξης της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, ως θέμα ύψιστης σημασίας δημοσίου συμφέροντος και άρρηκτα συνδεδεμένης με την ύπαρξη και λειτουργία της δικαστικής εξουσίας σε Κράτος Δικαίου.  (Βλ. Φυλακτού, ανωτέρω).

 

 

Υπό τα δεδομένα αυτά, κατέληξε η Πλήρης Ολομέλεια ότι:

 

«Στην παρούσα περίπτωση ο υπό Αναφορά Νόμος δεν αλλοιώνει κανένα από τους όρους αυτούς καθ΄εαυτούς της υπηρεσίας των Δικαστών, ούτε πλήττει οποιεσδήποτε από τις αρχές που εγγενώς ανήκουν στο λειτούργημα του Δικαστή, όπως αυτή της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της ισοβιότητας, όπως αναλύθηκε στην πιο πάνω υπόθεση του ΔΕΕ [Ευρωπαϊκή Επιτροπή ν. Πολωνίας, C-619/18, 24.6.2019] και γενικότερα στη νομολογία.»

 

 

Συνάγεται από το σύνολο των πιο πάνω, ότι η συνταγματική αναφορά σε όρους υπηρεσίας εξαντλείται στους συνήθεις όρους, παρεπόμενους της εργασίας και σχετικούς με τη διασφάλιση των υπηρεσιακών δικαιωμάτων του Δικαστή. Υπό αυτή την έννοια αντικρίζεται και από την παράγραφο 12 του ΄Αρθρου 153 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι΄ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού.».

 

Η πρόνοια προς υποβολή περιουσιακών στοιχείων και οι λοιπές υποχρεώσεις που επιβάλλει ο υπό Αναφορά Νόμος, σε σχέση με τον Γενικό και Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, δεν συνιστούν και δεν εμπίπτουν στο νοηματικό εύρος των «όρων υπηρεσίας», και δεν μεταβάλλουν ή αλλοιώνουν όρον υπηρεσίας. Ούτε βεβαίως και πλήττουν την ανεξαρτησία του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα ή επιδρούν στις εκ του Συντάγματος καθοριζόμενες εξουσίες του.

 

Αντιθέτως, κατά αναλογία των λεχθέντων στην Γνωμάτευση επί της Αναφοράς Αρ. 4/2022 (ανωτέρω), προάγεται η διαφάνεια και η λογοδοσία και θεσμοθετείται ένα πρόσθετο εχέγγυο προς την περαιτέρω διασφάλιση της ακεραιότητας του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα και της ενίσχυσης της, αναγκαίας, εμπιστοσύνης του κοινού προς τον κεφαλαιώδη αυτό πολιτειακό θεσμό.

 

Επαναλαμβάνεται, στην πρόσφατη Γνωμάτευσή μας, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 1/2020, ημερ. 5.10.2021:  «Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι το κατεξοχήν αρμόδιο Σώμα να νομοθετεί «επί παντί θέματι», εκτός αν καταστρατηγείται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή συγκεκριμένο ’ρθρο του Συντάγματος

 

Στη Γνωμάτευση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1989) 3 ΑΑΔ 1931, αναγνωρίζεται ότι η νομοθετική εξουσία είναι το συνταγματικό όργανο της Πολιτείας για τον καθορισμό του περιεχομένου της νομοθεσίας. Ο νομοθέτης είναι «ο κατ΄ εξοχήν κριτής των δικαιϊκών αναγκών των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου». Η μεγάλη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη στον τομέα των αρμοδιοτήτων του, περιορίζει, ανάλογα, και «... το πεδίο για δικαστική παρέμβαση, στις περιπτώσεις εκείνες που ο νομοθέτης υπερβαίνει τα ακραία όρια της νομοθετικής του αρμοδιότητας και νομοθετεί κατ΄ αντίθεση ή με τρόπο ασύμφωνο προς συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος.». 

 

Εντός των πιο πάνω αρμοδιοτήτων της ενήργησε η Βουλή των Αντιπροσώπων στον υπό Αναφορά Νόμο και ως εκ τούτου, δεν παρέχεται περιθώριο δικαστικής παρέμβασης στο έργο της.

 

Γνωματεύουμε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος δεν είναι αντίθετος ούτε και ασύμφωνος προς τις πρόνοιες των ’ρθρων 15, 61, 112, 113, 114 και 153.12 και, κατά προέκταση, του ΄Αρθρου 179 του Συντάγματος. Ούτε και καταστρατηγεί τη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.

 

Η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου να κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ’ρθρου 140.2 του Συντάγματος.    

 

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

     

                                                      Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                      Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                                      Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

                                                      ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

                                                      Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

                                                      Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

                                                      Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο