ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(’ρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 224/19)

 

 

15 Νοεμβρίου, 2024

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

MARIYA VASILEVA ARISTIDOU

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Εφεσίβλητη/Καθ΄ ης η αίτηση

 

______________________

   

    Ησιόνη Κοτανίδου (κα), για Δημήτριος Α. Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα/Αιτήτρια.

   Ιωάννα Κοτζιάπασιη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη/Καθ' ης η Αίτηση.

_________________

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα Αυθημερόν)

 

     ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.: Η αίτηση της εφεσείουσας για σύνταξη χηρείας απορρίφθηκε από τον Διευθυντή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Ακολούθως, η ιεραρχική προσφυγή, που άσκησε κατά της πιο πάνω απόφασης, απορρίφθηκε από την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (στο εξής «Υπουργός»).

 

    Στη συνέχεια,  η προσφυγή που καταχωρίστηκε εναντίον της τελευταίας απόφασης απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που θα εκτεθούν κατωτέρω. Η πρωτόδικη αυτή απόφαση είναι που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης. 

 

   Στο στάδιο αυτό, κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση. 

 

Γεγονότα.

     Η εφεσείουσα και ο Α. Αριστείδου, τέλεσαν γάμο την 1.4.2005 στη Βουλγαρία. Ο σύζυγος της απεβίωσε στις 6.8.2015. Λίγες μέρες μετά, και δη στις  21.8.2005, η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για σύνταξη χηρείας και βοήθημα κηδείας και με αυτή προσκόμισε, μεταξύ άλλων, ανυπόγραφη πιστοποίηση από το Κοινοτικό Συμβούλιου Σαλαμιούς ότι ζούσε με τον αποβιώσαντα «με διαφορετικό καθεστώς συμβίωσης» λόγω του επαγγέλματος της.

 

   Ο αποβιώσας λάμβανε σύνταξη ανικανότητας από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων με αύξηση εξαρτωμένου για τη σύζυγο του.  Η εν λόγω αύξηση όμως τερματίστηκε, στις 5.11.2012, αναδρομικά από 31.10.2011 αφού η αρμόδια αρχή ενημερώθηκε ότι δεν συζούσαν.  Μάλιστα δε δημιουργήθηκε και υπερπληρωμή η οποία εξοφλήθηκε με μηνιαίες δόσεις από επόμενες πληρωμές της σύνταξης. 

 

   Ο αποβιώσας, στο πλαίσιο της αίτησης ανανέωσης της σύνταξης ανικανότητάς του, δήλωσε ότι είχε μόνη εξαρτώμενη την θυγατέρα του και όχι την σύζυγό του με την οποία βρισκόταν σε διάσταση. Αυτό μάλιστα επιβεβαιώθηκε και από τον Κοινοτάρχη.

 

     Η θυγατέρα του αποβιώσαντα στις 12.8.2015 υπέβαλε αίτηση για βοήθημα κηδείας και προς τούτο προσκόμισε, μεταξύ άλλων,  υπογεγραμμένη πιστοποίηση από το Κοινοτικό Συμβούλιο Σαλαμιούς ότι ο αποβιώσας δεν ζούσε με την εφεσείουσα από τον Μάιο του 2009.

 

    Ενόψει των πιο πάνω αντιφατικών ισχυρισμών, κατόπιν σχετικής  απόφασης,  ημερ. 22.4.2016, διεξήχθηκε  έρευνα από το Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσο η εφεσείουσα συζούσε με τον αποβιώσαντα σύζυγο της κατά το χρόνο του θανάτου ή εάν δεν συζούσαν, να διερευνηθεί κατά πόσον την συντηρούσε αποκλειστικά  ή κατά κύριο λόγο.

 

    Στο πλαίσιο της πιο πάνω έρευνας, λήφθηκε κατάθεση, στις 18.5.2016,  από τον Κοινοτάρχη του χωριού Σαλαμιού ο οποίος, μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι,  η εφεσείουσα και ο αποβιώσας τα τελευταία 5 χρόνια δεν διέμεναν μαζί καθώς επίσης ανάφερε πως δεν γνώριζε γιατί ο Γραμματέας του Συμβουλίου έγραψε στη δήλωση που παρουσίασε η εφεσείουσα την φράση «με διαφορετικό  καθεστώς συμβίωσης».  Λίγες μέρες μετά, και δη στις 31.5.2016, ο Γραμματέας του Συμβουλίου απέστειλε, με τηλεομοιότυπο, στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Πάφου, γραπτή ενυπόγραφη δήλωση με την οποία ανέφερε πως την πιο πάνω δήλωση τη συνέταξε στην απουσία του Κοινοτάρχη, σύμφωνα με τα όσα του δήλωσε η εφεσείουσα. Ο δε λόγος που την σφράγισε ήταν για να διευκολύνει τον κοινοτάρχη ο οποίος δεν ήταν παρών κατά την έκδοση του πιστοποιητικού. Πρόσθετα δε, διευκρίνισε ότι με την αναγραφή της φράσης «διαφορετικό καθεστώς συμβίωσης» εννοούσε ότι η εφεσείουσα διέμενε στη Πάφο ενώ ο αποβιώσας διέμενε στο χωριό και τον επισκεπτόταν, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει την συχνότητα των επισκέψεων. Θεωρούσε το εν λόγω ανυπόγραφο «πιστοποιητικό» ως άκυρο.

 

    Η εφεσείουσα, σε γραπτή της κατάθεση, ημερ. 10.5.2016, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι γνώρισε τον αποβιώσαντα και διέμεναν μαζί για περίπου 15 μέρες. Στην συνέχεια, την απέλασαν από την Κύπρο και μετέβη στην Βουλγαρία. Ο αποβιώσας μετέβη στην Βουλγαρία όπου την παντρεύτηκε την 1.4.2005.   Ακολούθως, ήρθαν στην Κύπρο και ζούσαν στη Σαλαμιού.  Η εφεσείουσα, το 2008, αγόρασε διαμέρισμα στην Πάφο, όπου και εργαζόταν και τα βράδια επέστρεφε στο χωριό.  Ως η ίδια ανάφερε, ο αποβιώσας από το 2013 της απαγόρευσε να τον επισκέπτεται αλλά συνέχισε να πηγαίνει να τον βλέπει. Επίσης, δήλωσε, ότι «τα τελευταία 2 χρόνια δεν έμενα τα βράδια εκεί, γιατί προσπάθησε να με πνίξει». Πρόσθετα δε, ανάφερε ότι ο αποβιώσας δεν της παρείχε οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια και πως την καθαριότητα του σπιτιού την ανέλαβε κοινωνική λειτουργός. 

    Λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας δήλωσε ότι παραχωρήθηκε στον  αποβιώσαντα κατ'  οίκον φροντίδα καθότι, εξ όσων γνώριζε, δεν συζούσε με την εφεσείουσα. 

 

    Ο Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων, λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν συζούσε με τον αποβιώσαντα σύζυγο της κατά το χρόνο του  θανάτου του και  πρόσθετα δεν την συντηρούσε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο.  Έτσι, η αίτηση της για σύνταξη χηρείας απορρίφθηκε και στάλθηκε σ'  αυτήν σχετική επιστολή στις 12.7.2016.

 

    Ακολούθως, η εφεσείουσα, με επιστολή της ημερ. 27.7.2016, καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή.  Με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, η  Υπουργός με απόφαση της ημερ. 11.10.2016, την απέρριψε, ουσιαστικά  για τους ίδιους λόγους που την απέρριψε και ο Διευθυντής.

 

    Η εφεσείουσα με προσφυγή της αμφισβήτησε την πιο πάνω απόφαση της Υπουργού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του, απέρριψε την προσφυγή.

 

 

Η  πρωτόδικη απόφαση.

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τον λόγο ακύρωσης περί πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας,  επισήμανε ότι διεξήχθηκε δέουσα έρευνα από την οποία προέκυπτε το ασφαλές συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν συζούσε με τον αποβιώσαντα τουλάχιστον 2 χρόνια πριν τον θάνατο του.   Συναφώς, ως αναφέρθηκε, η απόφαση της Υπουργού ήταν εύλογη.

 

     Επίσης, απέρριψε και τον λόγο ακύρωσης περί παράβασης της καλής πίστης και έλλειψης του διοικητικού φακέλου.  Πράγματι, διαπίστωσε ότι από τον διοικητικό φάκελο απουσίαζε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η δεύτερη σελίδα της κατάθεσης της εφεσείουσας και ότι αυτό συνιστούσε παρατυπία η οποία όμως κατατάχθηκε ως επουσιώδης καθότι με το σημείωμα που ετοίμασε ο αρμόδιος Λειτουργός προς την Υπουργό προέκυψε ότι λήφθηκαν υπόψη τα όλα τα ουσιώδη στοιχεία σχετικά με το αίτημα της για σύνταξη χηρείας.  

 

    Έτσι, για τους πιο πάνω λόγους,  το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

 

Λόγοι έφεσης

     Η εφεσείουσα με δύο λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ειδικότερα, προβάλλει ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο: (i) απέρριψε τον λόγο ακύρωσης περί πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας (λόγος έφεσης αρ. 1),  (ii)  έκρινε ότι η απουσία της δεύτερης σελίδας της κατάθεσης της εφεσείουσα από τον διοικητικό φάκελο είναι επουσιώδης ζήτημα (λόγος έφεσης αρ. 2).

 

   Στο στάδιο αυτό κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε τη σχετική νομοθεσία που περιβάλλει την υπό κρίση περίπτωση.

 

   Το άρθρο 41 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (59(1)/2010), ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο είχε ως ακολούθως:

  «41.-(1) Χήρα, η οποία κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της συζούσε ΅ε αυτόν ή συντηρούνταν από τον αποβιώσαντα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, δικαιούται σύνταξη χηρείας, εάν

 (α) στην περίπτωσή της ικανοποιούνται οι σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και ο σύζυγός της δεν είχε συ΅πληρώσει τη συντάξι΅η ηλικία, ή

(β) ο σύζυγός της είχε συ΅πληρώσει τη συντάξι΅η ηλικία και ήταν δικαιούχος σύνταξης γήρατος ή θα δικαιούταν σύνταξη γήρατος, εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.»

 

 

     Σκοπός της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας  είναι  η παροχή σύνταξης χηρείας εφόσον «κατά τον χρόνο του θανάτου» η χήρα συζούσε με τον σύζυγο της αμέσως πριν το θάνατο ή διαζευκτικά συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από τον αποβιώσαντα πριν το θάνατο του.

 

Εξέταση λόγων έφεσης.

    Αναφορικά με το ζήτημα της δέουσας έρευνας οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων.  

 

    Όπως έχει υποδειχθεί στην Ράφτη v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ 345  « .η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997)3Α.Α.Δ.270καιNicolaouv.Minister  of   Interior  and   Another   (1974) 3C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447)».

 

   Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά απέρριψε τον λόγο ακύρωσης περί πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας. Η έρευνα  διεξήχθη, με βάση τις μαρτυρίες και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.  Από αυτή προέκυπτε το ασφαλές συμπέρασμα ότι τουλάχιστον δύο χρόνια πριν τον θάνατο του συζύγου της, η εφεσείουσα δεν συζούσε με αυτόν. Υπενθυμίζεται ότι, πέραν την άλλης μαρτυρίας, ήταν και η θέση της ίδιας της εφεσείουσας, με βάση τα όσα ανάφερε στην κατάθεση της, ότι τα τελευταία δύο χρόνια δεν συζούσαν και δεν της παρείχε οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια. Συνεπώς, ορθή ήταν η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα, ότι διεξάχθηκε δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση της Υπουργού ήταν εύλογη.

 

   ΄Ετσι, ο λόγος έφεσης αρ. 1 απορρίπτεται.

 

   Αναφορικά με τον έτερο λόγο έφεσης υποστηρίχθηκε, από μέρους της εφεσείουσας,  ότι η Υπουργός δεν είχε ενώπιον της την δεύτερη σελίδα της κατάθεσης της εφεσείουσας και ως εκ τούτου δεν είχε ενώπιον της όλα τα ουσιώδη στοιχεία κατά την λήψη της απόφασής της.

 

    Όπως έχει νομολογηθεί δεν συνιστά λόγο ακύρωσης κάθε παράβαση των κανόνων της διαδικασίας, αλλά μόνον η παράλειψη των ενεργειών που χαρακτηρίζονται ως ουσιώδεις.  Η κρίση για τον χαρακτήρα του τύπου ως ουσιώδους ανήκει στο Δικαστήριο.  Στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 2, 16η έκδοση, των Ε. Σπηλιωτόπουλου και Β. Κονδύλη, αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Ως κριτήρια για τον σχηματισμό της κρίσης αυτής λαμβάνονται: α) η σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια: i)  για την προστασία του διοικούμενου, διότι του παρέχει τη δυνατότητα διαφώτισης της Διοίκησης για την υπόθεση που τον ενδιαφέρει  ή για τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης,  καθώς και εγγυήσεις για την αμερόληπτη κρίση της υπόθεσης του, ii) για την  καλή λειτουργία της Διοίκησης, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, iii) για τον δικαστικό έλεγχο της πράξης και β) η επιρροή της παράλειψης του τύπου στη ρύθμιση που θεσπίζεται με την πράξη.»

      

   Το πρωτόδικο Δικαστήριο πράγματι διαπίστωσε ότι στον διοικητικό φάκελο προστέθηκε η δεύτερη σελίδα της κατάθεσης μετά την επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου. Αντιπαραβάλλοντάς την όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το Σημείωμα που ετοίμασε ο αρμόδιος λειτουργός προς την Υπουργό, ορθά έκρινε ότι η Υπουργός δεν πλανήθηκε ως προς τα γεγονότα καθότι ο λειτουργός που ετοίμασε το σχετικό σημείωμα προς την Υπουργό είχε ολόκληρη την κατάθεση της εφεσείουσας. Εξάλλου, η κατάθεση της περιγραφόταν στο πιο πάνω  σχετικό σημείωμα. Έτσι, η Υπουργός είχε ενώπιον της όλα τα ουσιώδη γεγονότα για να αποφασίσει. Συνακόλουθα, ορθά κρίθηκε ότι επρόκειτο για επουσιώδη παρατυπία.

 

     Συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό λόγο ακύρωσης.

 

Για όλους τους λόγους που εξηγούνται, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα €4.000 υπέρ της εφεσίβλητης  και εναντίον της εφεσείουσας.

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

                                                Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο