ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 220/2019
(Συνεκδ. Yποθ. Αρ. 1145/2015 & 1635/2015)
27 Νοεμβρίου, 2024
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ. Δ.Δ.]
Ευθύμιος Τσιβιτανίδης
Εφεσείοντας
και
Χρίστου Μηνά
Εφεσίβλητου
και
1. Κυπριακής Δημοκρατίας
2. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
3. Υπουργείου Υγείας μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Καθ' ων η αίτηση
----------------
Φ. Βρυωνίδης, για Βρυωνίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα
Α. Παπαχαραλάμπους με Μ. Χ"Χρυσάνθου (κα), για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ' ων η Αίτηση
---------------
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «ΕΔΥ»), κατά τη συνεδρία της ημερ. 8.6.2015, για σκοπούς πλήρωσης δύο κενών θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Χειρουργικής Παίδων, δέχθηκε σε προφορική συνέντευξη τους υποψήφιους, δηλ. τον Εφεσείοντα, τον Εφεσίβλητο και τον Α. Νεοφύτου. Παρόντες στη διαδικασία ήταν και ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας κ. Π. Μάτσας (στο εξής ο «Διευθυντής»), ο οποίος συνοδευόταν από τον κ. Χατζηκωστή, Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος Χειρουργικής Παίδων.
Μετά το πέρας των προφορικών συνεντεύξεων, ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση του Εφεσίβλητου και του Α. Νεοφύτου ως «εξαίρετη», ενώ την απόδοση του Εφεσείοντα, ως «πάρα πολύ καλή».
Ακολούθησε η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων από την ΕΔΥ στον ίδιο βαθμό, η οποία αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στην επίδικη θέση στον Εφεσίβλητο και προαγωγή στον Α. Νεοφύτου.
Στις 24.6.2015, ο Εφεσείων απέστειλε επιστολή προς την ΕΔΥ, με την οποία ήγειρε ζήτημα μεροληψίας εκ μέρους του Διευθυντή, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είχε παραστεί στην ΕΔΥ και προέβηκε σε σύσταση υπέρ των άλλων δύο υποψηφίων.
Ειδικότερα, με την εν λόγω επιστολή είχε προβάλει τη θέση πως ο Διευθυντής θεωρούσε τον ίδιο εχθρικό πρόσωπο, εφόσον και με τη δική του μαρτυρία είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα. Συνεπώς, ήταν ξεκάθαρο, κατά τον Εφεσείοντα, πως ο Διευθυντής δεν θα μπορούσε να τον κρίνει με αντικειμενικότητα, αλλά αντίθετα η κρίση του θα περιείχε το στοιχείο της εκδικητικότητας. Προέβαλε τη θέση ότι η απόφαση της ΕΔΥ στηρίχθηκε στην παράνομη και εκδικητική άποψη και/ή σύσταση του Διευθυντή εναντίον του και ως εκ τούτου, ζήτησε την ανάκληση της, ώστε να αποκατασταθεί το αίσθημα δικαίου.
Κατόπιν αιτήματος της ΕΔΥ επί του συγκεκριμένου ζητήματος, δόθηκε σχετική γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 20.7.2015. Σύμφωνα με αυτή, η συμμετοχή του Διευθυντή στην επίδικη συνεδρία της ΕΔΥ, προσέκρουε στις διατάξεις του Άρθρου 42 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999), με δεδομένο το περιεχόμενο εμπιστευτικών φακέλων στη Νομική Υπηρεσία, από το οποίο προκύπτει ότι ο Διευθυντής και ο Εφεσείων βρίσκονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, κατά τρόπο που τεκμηριώνει οξεία έχθρα του Διευθυντή με τον Εφεσείοντα, υφιστάμενο του και υποψήφιο για την πλήρωση των επίδικων θέσεων. Με αυτά τα δεδομένα, εκφράστηκε η άποψη πως θα έπρεπε αμέσως να μελετηθεί από την ΕΔΥ το ενδεχόμενο ανάκλησης της απόφασης της ημερ. 8.6.2015.
Ως αποτέλεσμα η ΕΔΥ, με αναφορά στο περιεχόμενο της πιο πάνω γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, αποφάσισε πως δεν είχε άλλη δυνατότητα παρά να προχωρήσει σε ανάκληση της ως άνω απόφασης της. Αποφάσισε περαιτέρω να προχωρήσει σε επανεξέταση της πλήρωσης των δύο επίδικων θέσεων.
Η απόφαση ανάκλησης του διορισμού του Εφεσίβλητου, του γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 30.7.2015 και αποτέλεσε το αντικείμενο της Προσφυγής αρ. 1145/2015, την οποία ήγειρε ο Εφεσίβλητος ως Αιτητής.
Ακολούθησε στις 21.10.2015 η διαδικασία επανεξέτασης πλήρωσης των δύο επίδικων θέσεων. Στην συνεδρία της ΕΔΥ παρέστη η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας, η οποία συνοδευόταν από τον κ. Χρυσοχό, Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος (Γενικής Χειρουργικής), Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας. Μετά το πέρας της προφορικής συνέντευξης, η Γενική Διευθύντρια αξιολόγησε την απόδοση του Εφεσίβλητου ως «πάρα πολύ καλή», την απόδοση του Εφεσείοντα ως «εξαίρετη», όπως και την απόδοση του Α. Νεοφύτου και σύστησε για προαγωγή τον Α. Νεοφύτου και τον Εφεσείοντα.
Στη συνέχεια, η ΕΔΥ αξιολόγησε κατά πλειοψηφία την απόδοση του Εφεσίβλητου ως «πάρα πολύ καλή», την απόδοση του Εφεσείοντα ως «εξαίρετη», όπως και του Α. Νεοφύτου και αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση στον Α. Νεοφύτου και στον Εφεσείοντα.
Η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης, αποτελεί το αντικείμενο της Προσφυγής αρ. 1635/2015, την οποία καταχώρισε ο Εφεσίβλητος, ως Αιτητής.
Οι δύο Προσφυγές με αρ. 1145/2015 και 1635/2015 συνεκδικάστηκαν κατόπιν σχετικού Διατάγματος του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθορίζοντας τη διαδικασία ενώπιον του, αποφάσισε πως προείχε η εξέταση του ζητήματος κατά πόσο ορθά η ΕΔΥ είχε αποφασίσει την ανάκληση της αρχικής της απόφασης ημερ. 8.6.2015 για πλήρωση των δύο επίδικων θέσεων, έναυσμα της οποίας αποτέλεσε η επιστολή του Εφεσείοντα ημερ. 24.6.2015.
Αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που σχετίζεται με ισχυρισμούς περί προκατάληψης ή έλλειψης αμεροληψίας (βλ.Soteriadou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921, Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28, Πετρίδου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636, Γ. Γιακουμής (Εργοληπτική) Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 236, Ανδρονίκου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (2010) 3 Α.Α.Δ 469, Α.Ε. 17/2011 Orthodoxou Skevi's Travel ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 6.10.2016 και Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176), κατέληξε ως ακολούθως:
«Από τα στοιχεία του φακέλου, αλλά και από τα πρακτικά συνεδρίας της ΕΔΥ, δεν προκύπτουν τέτοια δεδομένα που να επιβεβαιώνουν, στο βαθμό που εκ της νομολογίας απαιτείται, την ύπαρξη μεροληψίας, αφού δεν διαφαίνεται και ούτε προκύπτει η όποια εμπλοκή του κου Τσιβιτανίδη στην εναντίον του Διευθυντή πειθαρχική διαδικασία και στο κατά πόσον αυτή η εμπλοκή επηρέασε και σε ποιο βαθμό την εναντίον του Διευθυντή πειθαρχική διαδικασία, στοιχεία που όφειλε η ΕΔΥ να αναζητήσει, προτού λάβει την ανακλητική απόφαση στη βάση μη επιβεβαιωμένης, στο βαθμό που απαιτείται, μεροληπτικής στάσης προσώπου έναντι κάποιου άλλου.
Εν προκειμένω, ο υποψήφιος κος Τσιβιτανίδης, συμμετείχε στη διαδικασία, έμεινε σιωπηλός και δεν ήγειρε εκεί που έπρεπε, ήτοι ενώπιον της ΕΔΥ, οποιοδήποτε ζήτημα προκατάληψης εναντίον του, από το Διευθυντή του. Αποσιώπησε το ζήτημα και το άφησε να παρέλθει, αναλόγως αποτελέσματος. Επέλεξε να το επαναφέρει, μόνον μετά που δεν επιλέγηκε ο ίδιος, ήτοι σε μεταγενέστερο στάδιο. Εάν πράγματι υπήρχε αυτή βεβαιότητα που απαιτείται περί απόδειξης μεροληψίας, αυτό όφειλε να το πράξει πάραυτα, κάτι που δεν έγινε εν προκειμένω.
Καταλήγω, για τους πιο πάνω λόγους, ότι πεπλανημένα η ΕΔΥ αποφάσισε, την ανάκληση του διορισμού του αιτητή στην επίδικη θέση, υιοθετώντας, απογυμνωμένα άλλων στοιχείων, τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, γεγονός που συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την ακολουθήσασα της ανάκλησης απόφαση προαγωγής στη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής / Τμήματος στην ειδικότητα της Χειρουργικής Παίδων, των ενδιαφερομένων μερών, που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής με αρ. 1635/15.»
Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε στην επιτυχία των δύο Προσφυγών και ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων.
Ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκει την ανατροπή της στη βάση τριών (3) λόγων Έφεσης.
Με τον 1ο λόγο Έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένη την έκδοση Διατάγματος συνένωσης των δύο Προσφυγών, χωρίς να δοθούν οδηγίες να επιδοθούν και στον Εφεσείοντα, ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία, εσφαλμένα δόθηκαν οδηγίες να του επιδοθεί μόνο η Προσφυγή αρ. 1635/2015. Με δεδομένο όμως, ότι θα εκδικαζόταν η Προσφυγή αρ. 1145/2015, ο Εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος να ακουστεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
Με τους 2ο και 3ο λόγους Έφεσης, ο Εφεσείων προβάλλει τη θέση περί εσφαλμένης α) αξιολόγησης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όλων των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του και αφορούσαν τις ενέργειες της ΕΔΥ μετά την υποβολή του παραπόνου του Εφεσείοντα ως ανωτέρω και β) κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως οι ισχυρισμοί περί προκατάληψης που εγέρθηκαν ενώπιον της ΕΔΥ, θα έπρεπε να είχαν αποδειχθεί και ενώπιον του.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση του Εφεσίβλητου, ο οποίος υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτει τις πιο πάνω εισηγήσεις του Εφεσείοντα. Σημειώνεται ότι η εκπρόσωπος των Καθ' ων η αίτηση εμφανίστηκε ενώπιον μας ως παρατηρητής, χωρίς να συμμετάσχει στην ακροαματική διαδικασία.
Είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε τα όσα προώθησαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα και Εφεσίβλητου.
Σ' ό,τι αφορά τον 1ο λόγο Έφεσης, κρίνουμε ότι αυτός δεν ευσταθεί. Από τη μελέτη των πρακτικών ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διαπιστώνουμε πως με οδηγίες του Δικαστηρίου είχε επιδοθεί στον Εφεσείοντα, ως Ενδιαφερόμενο Μέρος, η Προσφυγή με αρ. 1635/2015 και από τις 22.4.2019 αυτός εκπροσωπείτο από δικηγόρο στην δικαστική διαδικασία, η οποία ωστόσο, διεξάγετο για τις συνεκδικαζόμενες Προσφυγές αρ. 1145/2015 και 1635/2015. Μέσω του δικηγόρου του είχε δηλωθεί στις 24.5.2019 ότι δεν επιθυμούσε να καταχωρίσει γραπτή αγόρευση και στο στάδιο των διευκρινίσεων στις 25.9.2019, υιοθέτησε την γραπτή αγόρευση των Καθ' ων η Αίτηση, η οποία αφορούσε και τις δύο Προσφυγές, ενώ του δόθηκε η ευκαιρία να τοποθετηθεί και προφορικά. Συνεπώς κρίνουμε πως ο Εφεσείων ουδόλως στερήθηκε του δικαιώματος να ακουστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και ως εκ τούτου ο 1ος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Προχωρούμε με τη σωρευτική εξέταση των 2ου και 3ου λόγου Έφεσης, οι οποίοι σχετίζονται μεταξύ τους και περιστρέφονται γύρω από τη βασική θέση του Εφεσείοντα, περί εσφαλμένου ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «πεπλανημένα η ΕΔΥ αποφάσισε την ανάκληση του διορισμού του αιτητή (Εφεσίβλητου) στην επίδικη θέση».
Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι ο Εφεσείων συμμετείχε στη διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ, παραλείποντας όμως να εγείρει σ' εκείνο το στάδιο, οποιοδήποτε ζήτημα προκατάληψης εναντίον του από τον Διευθυντή. Αντίθετα, επέλεξε να αποσιωπήσει το ζήτημα και να το επαναφέρει, μόνο μετά που δεν επιλέγηκε ο ίδιος και συγκεκριμένα στις 24.6.2015, μετά πάροδο 16 ημερών από την αρχική απόφαση της ΕΔΥ ημερ. 8.6.2015.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι ισχυρισμοί περί έλλειψης αμεροληψίας και προκατάληψης πρέπει να αποδεικνύονται αυστηρά. Το βάρος το φέρει ο αιτητής, ο οποίος έχει υποχρέωση να εγείρει το ζήτημα αυτό κατά πρώτο λόγο στο κατάλληλο στάδιο, δηλαδή με την πρώτη ευκαιρία ενώπιον του διοικητικού οργάνου, ώστε αυτό να το εξετάσει. (βλ. Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C71, Α. Φιλιππίδου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Α.Ε. 7/2016 ημερ. 10.5.2023, ECLI:CY:AD:2023:C163 και Κωνσταντίνου ν. Αντωνίου (2017) 3 (Β) ΑΑΔ, 907, σελ. 912). Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κ.ά (2007) 3 ΑΑΔ 116, σελ. 119, είναι σχετικό:
«Επιπλέον, και επί του προκειμένου, θα πρέπει να επισημάνουμε, πως απαραίτητη προϋπόθεση για να εξεταστεί τέτοιος ισχυρισμός, θα πρέπει ο ενδιαφέρομενος που τον προβάλλει να τον θέσει με την πρώτη ευκαιρία ενώπιον του διοικητικού οργάνου για να τον εξετάσει, ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα η διαδικασία. Δεν νοείται ο ενδιαφερόμενος να μένει σιωπηλός και ανάλογα με την τελική απόφαση του διοικητικού οργάνου, όταν π.χ. δεν τον ευνοεί, να επιλέγει σε μεταγενέστερο στάδιο, και ειδικότερα ενώπιον του Δικαστηρίου να την προβάλει. Σε τέτοια περίπτωση ο ισχυρισμός δεν θα εξεταστεί.»
Η ίδια νομική αρχή υιοθετείται και στο Σύγγραμμα Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου των Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου και Β. Θ. Κονδύλη, Τόμος 1, 16η έκδοση σελ. 162, υποσημείωση 332, ως ακολούθως:
«Εάν δεν υποβληθεί αίτηση εξαιρέσεως, για γεγονότα που ήταν γνωστά στον ενδιαφερόμενο εώς την απόφαση ή γνωμοδότηση ή πρόταση του συλλογικού οργάνου, είναι απαράδεκτος λόγος ακυρώσεως για μη αδιάβλητη κρίση του οργάνου (ΣΕ1487/1997)»
Σχετική είναι και η αναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας αρ. 1487/1997, στην οποία είχε προβληθεί ενώπιον του Συμβουλίου Επικράτειας, λόγος περί μη αδιάβλητης κρίσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου και συνεπώς παρανομίας της απόφασης του. Αποφασίστηκε πως ο λόγος αυτός, κατ' επίκληση γεγονότων που ήταν γνωστά στην προσφεύγουσα και θα μπορούσαν να είχαν θεμελιώσει σχετική αίτηση εξαίρεσης - αν είχε γίνει επίκληση τους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου - συγκεκριμένου προσώπου που είχε συμμετάσχει στη διαδικασία του Πειθαρχικού Συμβουλίου και είχε όμως εξετασθεί προηγουμένως ως μάρτυρας στα πλαίσια της ένορκης διοικητικής εξέτασης, καταθέτοντας σε βάρος της προσφεύγουσας (γεγονός γνωστό στην προσφεύγουσα όπως προέκυπτε από την έγγραφη απολογία της), ήταν απαράδεκτος και ως τέτοιος απορρίφθηκε, ανεξάρτητα από το κατά πόσο τα προβαλλόμενα συνιστούσαν ή όχι λόγο εξαίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί αδιαμβισβήτητο γεγονός πως ο Εφεσείων σε χρόνο προγενέστερο της επίδικης αρχικής απόφασης της ΕΔΥ ημερ. 8.6.2015, ήταν γνώστης, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της επιστολής του ημερ. 24.6.2015, πως είναι με την δική του μαρτυρία που ο Διευθυντής είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα και ο οποίος μετά την άρση της, είχε προαχθεί σε Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούσε τον Διευθυντή εχθρικό πρόσωπο και συνεπώς δεν θα μπορούσε να τον κρίνει με αντικειμενικότητα.
Με αυτά τα δεδομένα και σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, το κατάλληλο στάδιο στο οποίο ο Εφεσείων είχε την υποχρέωση να θέσει συγκεκριμένο αίτημα εξαίρεσης του Διευθυντή προς εξέταση, ήταν με την πρώτη ευκαιρία κατά την παρουσία του ενώπιον της ΕΔΥ, ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα η διαδικασία και οπωσδήποτε πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Αντί αυτού, ο Εφεσείων επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός και ανάλογα με την τελική απόφαση της ΕΔΥ που εκδόθηκε στις 8.6.2015 και προφανώς δεν τον ευνόησε, επέλεξε σε μεταγενέστερο στάδιο και μετά πάροδο 16 ημερών να το εγείρει ενώπιον της ΕΔΥ και να ζητήσει την ανάκληση της απόφασης της. Σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία, το αίτημα του Εφεσείοντα για εξαίρεση του Διευθυντή, δεν ήταν επιτρεπτό να εξεταστεί από την ΕΔΥ μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού επαναλαμβάνουμε, τα γεγονότα που το δικαιολογούν ήταν ήδη γνωστά στον Εφεσείοντα.
Συνακόλουθα, κρίνουμε πως ο λόγος που ο Εφεσείων επικαλέστηκε εκ των υστέρων ενώπιον της ΕΔΥ για μη αδιάβλητη κρίση της, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος θα έπρεπε να είχε απορριφθεί από την ΕΔΥ, ανεξάρτητα από το εάν τα γεγονότα που ο Εφεσείων προέβαλλε, συνιστούσαν ή όχι λόγο εξαίρεσης.
Συνεπώς, κρίνουμε πως η ΕΔΥ, στη βάση απαράδεκτα προβληθέντος λόγου εξαίρεσης, εσφαλμένα προχώρησε σε ανάκληση της αρχικής προσβαλλόμενης απόφασης της ημερ. 8.6.2015.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης μας, δεν θα ασχοληθούμε με τις περαιτέρω εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα.
Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος του Εφεσίβλητου και σε βάρος του Εφεσείοντα ύψους €3.000 (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει).
Σ' ό,τι αφορά τους Καθ' ων η αίτηση, δεν εκδίδουμε καμιά διαταγή για έξοδα.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.