ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 209/19)
18 Νοεμβρίου, 2024
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ/Η ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητων.
____________________
Α. Αργυρού (κα), για Αργυρού & Δημοσθένους Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα.
Θ. Χατζηλούκας, δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Χ. Γιάγκου (κα), ασκ. δικηγόρο, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσίβλητους.
------------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:
Εισαγωγή.
Ο εφεσείων, κατόπιν αίτησης του, έτυχε επιδότησης για να εγκατασταθεί ως νέος γεωργός με βάση τον Κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999 για την στήριξη της γεωργικής ανάπτυξης. Μια από τις προϋποθέσεις ήταν να παραμείνει στην εγκατάσταση ως αρχηγός της για περίοδο δέκα ετών. Δεν συμπλήρωσε τη δεκαετία. Προβλεπόμενη συνέπεια, αν δεν τηρούνταν οι προϋποθέσεις χορήγησης της επιδότησης, μπορούσε να ήταν η μείωση ή ο μηδενισμός της. Εν προκειμένω έγινε το δεύτερο, εφόσον του κοινοποιήθηκε ότι «η αίτηση του απορρίφθηκε» και ότι θα εζητείτο ανάκτηση ολοκλήρου του ποσού της επιδότησης, ανεξάρτητα από την περίοδο που είχε παραμείνει στην εγκατάσταση. Ο εφεσείων καταχώρισε προσφυγή.
Μεταξύ άλλων ήγειρε θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Πρόβαλε, εν πάση περιπτώσει, ότι η υποχρέωση για παραμονή για δέκα έτη ήταν αυθαίρετη, χωρίς έρεισμα στον Κανονισμό και μάλιστα αντίθετη στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Επίσης ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης. Η προσφυγή του απορρίφθηκε, εξ ου και η παρούσα έφεση.
Ο Κανονισμός (ΕΚ) 1257/1999 για την στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης.
Η ενίσχυση της εγκατάστασης νέων γεωργών ήταν ένα από τα μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), με βάση τον Κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου,[1] στα πλαίσια της διαμόρφωσης κοινής γεωργικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Άρθρο 43 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην Άρθρο 37 της ΣΕΚ)].
Ο Κανονισμός προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την εφάπαξ πριμοδότηση μέχρι ποσού €25.000 για την εγκατάσταση νέων γεωργών. Μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνταν ήταν να μπορούσε ο γεωργός να καταδείξει την οικονομική βιωσιμότητα της εγκατάστασης και ότι θα εγκαθίστατο για πρώτη φορά σε γεωργική εκμετάλλευση ως αρχηγός της (ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ, ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΕΩΝ ΓΕΩΡΓΩΝ, Άρθρο 8).
Η εθνική ρύθμιση με βάση τον Κανονισμό (ΕΚ) 1259/1999.
Στην Κύπρο για το Μέτρο αυτό εκδόθηκε ένα Ενημερωτικό Έντυπο από το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας, το οποίο εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και κοινοποιήθηκε στο κοινό («Μέτρο 1.7: Ενίσχυση πρώτης εγκατάστασης νέων γεωργών») (Έκδοση Ε.Ε. 15/2004).
Στο εν λόγω Έντυπο καταγράφονται καταρχάς τα κριτήρια επιλεξιμότητας, μεταξύ των οποίων:
· Η δημιουργία βιώσιμης μονάδας εντός τριών ετών από την ημερομηνία ένταξης στο Μέτρο.
(Ως βιώσιμη μονάδα ορίζεται η εκμετάλλευση που αποδίδει γεωργικό εισόδημα στην οικογένεια αντίστοιχο τουλάχιστο προς το μισθολόγιο του ανειδίκευτου εργάτη λαμβανομένων υπόψη και ορισμένων ιδιαιτεροτήτων που αφορούν την έλλειψη υπαλλακτικών ευκαιριών απασχόλησης στις μειονεκτικές περιοχές της χώρας.)
· Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να παραμείνουν μόνιμοι κάτοικοι της αγροτικής περιοχής (που βρίσκεται στα όρια της ευρύτερης περιοχής της εκμετάλλευσης), ως αρχηγοί στις εκμεταλλεύσεις τους τουλάχιστον για μια δεκαετία.
Προνοείται επίσης διαδικασία επιτόπιων ελέγχων που αποσκοπούν στη διερεύνηση και/ή επαλήθευση των πληροφοριών που έχουν δηλωθεί σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται από τους αιτητές. Ορίζεται ειδικότερα ότι οι αιτητές ενημερώνονται για τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου 24 ώρες το μέγιστο πριν από τη διενέργεια του ελέγχου και ότι εάν οι αιτητές αρνηθούν ή την παρεμποδίσουν τότε η αίτηση τους απορρίπτεται.
Τέλος, ορίζεται ότι:
«7.4 Κυρώσεις.
7.4.1 Γενικά: [.] Οι κυρώσεις μπορεί να είναι καθαρά οικονομικές και να αφορούν μείωση ή μηδενισμό της επιδότησης που δικαιούται ο αιτητής. Σε σοβαρότερες κατηγορίες, όπως π.χ. ο δόλος, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να προχωρήσει και στην ποινική δίωξη των αιτητών.»
Ως νομική βάση του Μέτρου 1.7 ορίζεται στο Έντυπο το Άρθρο 8 του Κανονισμού 1257/1999. Δεν τέθηκε θέμα έλλειψης ασφάλειας δικαίου.
Τα επίδικα γεγονότα.
Ο εφεσείων στις 12.8.2004 υπέβαλε αίτηση για ενίσχυση πρώτης εγκατάστασης ως νέος γεωργός, υπογράφοντας ταυτόχρονα υπεύθυνη δήλωση ως ακολούθως:
«Δηλώνω υπεύθυνα και εν γνώσει των συνεπειών του Νόμου αναφορικά με ψευδείς δηλώσεις ότι όλες οι πληροφορίες που δίδονται στην αίτηση αυτή είναι αληθείς και ορθές. Επίσης δηλώνω ότι έχω διαβάσει τις οδηγίες για συμπλήρωση της αίτησης και τους όρους του σχεδίου. Συμφωνώ να συμμορφώνομαι πλήρως με αυτούς τους όρους. Αποδέχομαι οποιουσδήποτε ελέγχους η Αρμόδια Αρχή ήθελε να διεξάγει για την ορθότητα των δηλωθέντων στοιχείων. Αποδέχομαι τα κριτήρια και τους όρους που καθορίζει το Μέτρο 1.7 του Σχεδίου Αγροτικής Ανάπτυξης και τις συμβατικές υποχρεώσεις μου.»
Η αίτηση του εγκρίθηκε «προκαταρκτικά» στις 10.6.2005, υπό την έννοια ότι τα στοιχεία που είχε δηλώσει, κατά την ολοκλήρωση των ελέγχων θα ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και ότι θα τηρούνταν οι απαιτούμενοι όροι και κριτήρια. Άλλως θα εφαρμόζονταν οι κυρώσεις που προνοούνται στο Σχέδιο. Το ποσό της επιδότησης ανήλθε σε €24.945,58.
Ο εφεσείων στην αίτηση του είχε δηλώσει ότι θα εξέτρεφε 500 πρόβατα. Για σειρά ετών διατηρούσε ολόκληρο ή το μεγαλύτερο μέρος του ζωικού κεφαλαίου για το οποίο είχε εγκριθεί η αίτηση του και συνεπώς διατηρούσε «βιώσιμη μονάδα». Λ.χ. σύμφωνα με βεβαίωση των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ημερ. 4.4.2013 που εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο, τότε κατείχε 347 ζώα και η Αρμόδια Αρχή θεώρησε ότι συνέχιζε να τηρεί τις βασικές του υποχρεώσεις.
Παρόμοια όμως βεβαίωση με ημερομηνία 20.5.2014 καταγράφει ότι κατ' εκείνη την ημερομηνία ο αιτητής διατηρούσε πλέον μόνο 37 ζώα. Η Αρμόδια Αρχή διαπίστωσε ότι είχε πωλήσει τα υπόλοιπα. Ως αποτέλεσμα τούτου ο Τομέας Εξουσιοδότησης Πληρωμών του Τμήματος Γεωργίας με επιστολή του ημερ. 14.7.2014 τον ενημέρωσε για τη μείωση του αριθμού των ζώων και τον κάλεσε όπως εντός τριών μηνών αυξήσει τον αριθμό τους ώστε να επανέλθει η βιωσιμότητα της μονάδας. Συνεπώς τότε είχε κριθεί ότι δεν ήταν βιώσιμη. Δεν υπήρξε συμμόρφωση, ούτε καν ανταπόκριση στην επιστολή.
Αντ' αυτού ο εφεσείων προχώρησε σε καταγγελία προς την Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων του Τμήματος Γεωργίας, των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών και των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ισχυριζόμενος ότι παρανόμως ζητήθηκε και είχε εκδοθεί πιστοποιητικό από το Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών για τον αριθμό των ζώων που κατείχε στη μονάδα του, παρανόμως τον ρωτούσαν κατά πόσο πλήρωνε κοινωνικές ασφαλίσεις ως νέος γεωργός και παρανόμως τον παρενοχλούσαν στο προσωπικό του τηλέφωνο συνεχώς, πιστεύοντας ότι με όλα αυτά παραβίαζαν τα προσωπικά του δεδομένα.
Πέραν τούτου, παρά τις επανειλημμένες ειδοποιήσεις και προσπάθειες δια τηλεφώνου των αρμοδίων ώστε να παρουσιαστεί για έλεγχο της μονάδας, αυτός δεν το έπραττε. Τελικά ο έλεγχος διενεργήθηκε στις 23.10.2014 στην απουσία του, παρά το ότι είχε ειδοποιηθεί από την προηγούμενη ημέρα. Στη φάρμα δεν υπήρχε κανένας. Η φάρμα ήταν κλειδωμένη. Υπήρχαν 3 ή 4 πρόβατα. Από επιτόπου διερεύνηση οι αρμόδιοι του Τμήματος Γεωργίας, Τομέας Εξουσιοδότησης Πληρωμών, Σώμα Επιτοπίων Ελέγχων, πληροφορήθηκαν ότι η μονάδα είχε κλείσει. Αυτή άλλωστε ήταν η δική τους εκ των πραγμάτων διαπίστωση. Στην σχετική Έκθεση του Ελεγκτή επισυνάπτονται φωτογραφίες οι οποίες απεικονίζουν μια περιφραγμένη κλειστή και ερημωμένη φάρμα χωρίς ανθρώπους ή ζώα.
Τελικά η Διευθύντρια του Τμήματος Γεωργίας με επιστολή της ημερ. 21.11.2014 προς τον εφεσείοντα τον ενημέρωσε ότι «η αίτηση του για συμμετοχή στο εν λόγω Μέτρο απορρίπτεται», τόσο διότι η κτηνοτροφική του εκμετάλλευση έπαυσε να θεωρείται βιώσιμη, όσο και διότι παρεμπόδισε τη διενέργεια ελέγχου από τον επιτόπιο Ελεγκτή, εφόσον παρά το ότι είχε ενημερωθεί εγκαίρως παρέλειψε να παρευρεθεί στην κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Εν όψει τούτου πληροφορήθηκε ότι θα ακολουθήσει η διαδικασία ανάκτησης του χρηματικού ποσού που του είχε καταβληθεί από τον ΚΟΑΠ. Ενημερώθηκε επίσης ότι θα μπορούσε να υποβάλει ένσταση εντός 30 ημερολογιακών ημερών.
Το κατά πόσον ο αιτητής υπέβαλε ένσταση είναι αμφισβητούμενο. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι υπέβαλε ένσταση δια ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι δεν την έχουν παραλάβει. Σημειώνουμε ότι η ένσταση θα έπρεπε, όπως είχε γνωστοποιηθεί στον εφεσείοντα με το εν λόγω Έντυπο και ο εφεσείων αποδέχθηκε, να υποβληθεί δια επιστολής στο Επαρχιακό Γεωργικό Γραφείο όπου είχε υποβάλει αρχικά την αίτηση του. Εν πάση περιπτώσει, έχοντας καταχωρίσει στις 30.1.2015 προσφυγή είχε κάθε ευχέρεια να υποβάλει τα παράπονα του ενώπιον του δικαστηρίου. Σημειώνουμε, τέλος, ότι μετά την καταχώριση της προσφυγής απέστειλε email παραπονούμενος προς τη Directorate-General for Agriculture and Rural Development και έλαβε απάντηση.
Η προσφυγή και η έφεση.
Τα παράπονα του δια της προσφυγής, όπως τα συνόψισε στην απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε υπό νομική πλάνη καθότι αντίκειται στις πρόνοιες του Σχεδίου Αγροτικής Ανάπτυξης 2004 - 2006 και κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση, αφού δεν προκύπτει από πουθενά η υποχρέωση του για διατήρηση του ίδιου αριθμού ζώων για 10 συνεχή χρόνια. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι είχε στερηθεί του δικαιώματος ακρόασης στα πλαίσια μιας δυσμενούς απόφασης για τον ίδιο.
Υπήρχε όμως και άλλος λόγος ακυρότητας ο οποίος παραλείφθηκε από την παραπάνω σύνοψη: Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Ως αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το λόγο αυτό και να καταλήξει σε σχετική κρίση. Η παράλειψη εγείρεται με την έφεση. Είναι σημαντική και θα επανέλθουμε.
Το ζήτημα του δικαιώματος ακρόασης.
Ανεξάρτητα από το κατά πόσον ο εφεσείων είχε δικαίωμα ακρόασης ή όχι, δεδομένης ιδιαίτερα της αντικειμενικής ευθύνης που δημιουργείται σε περίπτωση παρατυπίας όπως κατωτέρω θα αναφέρουμε, το γεγονός είναι ότι του δόθηκε κάθε ευκαιρία να εκθέσει τις θέσεις του τις οποίες και εξέθεσε. Στις 16.10.2014 οι δικηγόροι του είχαν αποστείλει επιστολή προς τον τότε Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος προβάλλοντας κατά κύριο λόγο τη θέση ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόνοια στα καθορισθέντα κριτήρια περί διατήρησης ιδίου αριθμού ζώων για δέκα χρόνια. Επίσης καταγγέλλουν εκ μέρους του λειτουργό του Υπουργείου για το ότι προσπαθούσε να περισυλλέξει στοιχεία από τον εφεσείοντα και από άλλες υπηρεσίες παραβιάζοντας τη νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Συνεπώς και τις θέσεις του προέβαλε και καταγγελίες προωθούσε. Περιπλέον, όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο παραλείποντας να εμφανιστεί στον επιτόπιο έλεγχο στις 23.10.2014 είxε απεμπολήσει το δικαίωμα του να ακουστεί σε σχέση με ισχυρισμούς που θα μπορούσε να θέσει ενώπιον του αρμόδιου αξιολογητή κατά τον επιτόπιο έλεγχο.
Το ζήτημα της δεκαετίας.
Το ζήτημα που πρωταρχικά εγείρεται με την έφεση είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων είχε υποχρέωση να παραμείνει για μια δεκαετία στην εκμετάλλευση. Τούτο διότι στον Κανονισμό και δη στο Άρθρο 8 δεν προβλέπεται τέτοια δεκαετής υποχρέωση. Αντίθετα, σύμφωνα με το Άρθρο 30.4 του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου ης 21ης Ιουνίου 1999 περί των γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά ταμεία,[2] που ίσχυε κατά τον χρόνο που είχε εγκριθεί η ενίσχυση, μια πράξη διατηρεί το δικαίωμα της στη συμμετοχή των Ταμείων, μόνον εάν, επί διάστημα πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της αρμόδιας εθνικής αρχής ή της διαχειριστικής αρχής σχετικά με τη συμμετοχή των Ταμείων, η πράξη αυτή δεν υποστεί σημαντική τροποποίηση η οποία: (α) να επηρεάζει τη φύση της ή τους όρους πραγματοποίησής της ή να παρέχει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση ή δημόσιο οργανισμό και (β) να απορρέει είτε από μεταβολή της φύσης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος μιας υποδομής είτε από τη διακοπή ή τη μετεγκατάσταση μιας παραγωγής δραστηριότητας.
Συνεπώς, εισηγήθηκε η ευπαίδευτη δικηγόρος του εφεσείοντα, ο προβλεπόμενος ορίζοντας, με βάση τον γενικό Κανονισμό (ΕΚ) 1260/1999, ήταν η πενταετία.
Σημειώνουμε, τέλος, ότι παρέπεμψε και στην προαναφερθείσα απάντηση από την Directorate-General for Agriculture and Rural Development, την οποία παρουσίασε στην τελική της αγόρευση πρωτοδίκως. Αυτή δεν αποτελούσε στοιχείο μαρτυρίας. Σημασία έχει, εν πάση περιπτώσει, πως εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να επιλύσουν τη διαφορά.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσιβλήτων απάντησε ότι ο εφεσείων αποδέχθηκε ότι θα πληρούσε τα ειδικά κριτήρια του Μέτρου στα οποία ρητά αναφέρεται ότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να παραμείνουν αρχηγοί στις εκμεταλλεύσεις τους για τουλάχιστον μια δεκαετία.
Αμφότερα τα μέρη είχαν την αντίληψη ότι δημιουργήθηκε συμβατική σχέση μεταξύ τους. Έχουν δίκαιο. Στην υπόθεση 1278/2019 του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕλΣυν) η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η έγκριση για ένταξη του αναιρεσείοντος σε παρόμοιο Μέτρο, μετά την έγγραφη αποδοχή του από τον τελευταίο, επείχε πλέον θέση σύμβασης μεταξύ αυτού και του Υπουργείου και ότι ο αναιρεσείων ανέλαβε τις συμβατικές υποχρεώσεις που περιγράφονταν στην έγγραφη αποδοχή.
Συμφωνούμε και υιοθετούμε την προσέγγιση αυτή. Υπενθυμίζουμε την υπεύθυνη δήλωση του εφεσείοντα ότι έχοντας γνώση των όρων του σχεδίου, συμφώνησε πλήρως με αυτούς και αποδέχθηκε τα κριτήρια και τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Μια εξ αυτών ήταν να παραμείνει μόνιμος κάτοικος της αγροτικής περιοχής που βρισκόταν στα όρια της ευρύτερης περιοχής της εκμετάλλευσης, ως αρχηγός της εκμετάλλευσης του, τουλάχιστον για μια δεκαετία. Αυτή του η δεσμευτική υπόσχεση ήταν το ουσιώδες αντάλλαγμα για το ποσό της πριμοδότησης που έλαβε, έχοντας πλήρη γνώση των υποχρεώσεων του.
Πέραν της συμβατικής σκοπιάς σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Οι πρόνοιες του Άρθρου 30.4 του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999, διατυπώνουν την αρχή της διάρκειας της χρηματοδοτούμενης πράξης (απόφαση ΕλΣυν 2475/2020). Παράλληλα, όμως, το Άρθρο 35.3(β) του ίδιου Κανονισμού ορίζει ότι η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό Εθνική Επιτροπή Παρακολούθησης εξετάζει και εγκρίνει εντός έξι μηνών από την έγκριση της παρέμβασης, δηλαδή την έγκριση του σχετικού Μέτρου, τα «κριτήρια επιλογής των πράξεων που χρηματοδοτούνται βάσει εκάστου μέτρου».
Σκοπός του Κανονισμού 1257/1999 δεν είναι απλώς η εγκατάσταση νέων γεωργών, αλλά η διαρθρωτική προσαρμογή των εκμεταλλεύσεων τους μετά την πρώτη τους εγκατάσταση, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα των επενδύσεων και η συμμετοχή τους στα οικονομικά οφέλη της δράσης που έχει αναληφθεί (αιτιολογικές σκέψεις 20 και 34). Άλλωστε, η παροχή ενίσχυσης προϋποθέτει, ως άνω, ότι η εγκατάσταση μπορεί να καταδειχθεί ως οικονομικά βιώσιμη. Προκύπτει ότι η γενική πρόνοια του Κανονισμού 1260/1999 για επταετία αποσκοπεί στον καθορισμό ενιαίου ελάχιστου μέτρου, προς αποκλεισμό χρηματοδότησης πρόσκαιρων και ως εκ τούτου μη βιώσιμων εκμεταλλεύσεων. Εναπόκειται στις εθνικές αρχές να καθορίσουν «τα κριτήρια επιλογής των πράξεων που χρηματοδοτούνται βάσει εκάστου μέτρου» έχοντας ένα επταετή καταρχήν ορίζοντα, αλλά και ευχέρεια να καθορίζουν τη διάρκεια του μέτρου που ευλόγως κρίνεται αναγκαία με βάση τις τοπικές συνθήκες με σκοπό την αποτελεσματικότερη εφαρμογή του. Παρατηρούμε ότι δεκαετής ήταν η διάρκεια του μέτρου και στην υπόθεση ΕλΣυν 913/2010.
Στην προαναφερθείσα απόφαση ΕλΣυν 2475/2020 ελέχθη ότι η υποχρέωση διατήρησης της επένδυσης εκκινεί από την έκδοση της απόφασης των εθνικών αρχών περί της συμμετοχής των Ταμείων στην επένδυση. Στην υπό κρίση υπόθεση δεχόμαστε ότι ο σχετικός χρόνος άρχισε από την έγκριση της αίτησης του εφεσείοντα στις 10.6.2005. Είχε συνεπώς υποχρέωση να παραμείνει στην εκμετάλλευση μέχρι τις 9.6.2015.
Ο χρόνος επέλευσης της παρατυπίας.
Στις 20.5.2014 βρίσκονταν στην εκμετάλλευση μόνο 37 ζώα. Σε σχετικό σημείωμα στο φάκελο της υπόθεσης καταγράφεται ότι το αποτέλεσμα του σχεδίου βελτίωσης προέκυπτε αρνητικό. Δεν επιβλήθηκε τότε οποιαδήποτε διόρθωση, παρά μόνο δύο σχεδόν μήνες μετά, στις 14.7.2014, δόθηκε περαιτέρω χρόνος τριών μηνών ώστε ο εφεσείων να καταστήσει την εκμετάλλευση βιώσιμη. Η «απόρριψη της αίτησης» έγινε στις 21.11.2014 και αφού είχε μεσολαβήσει ο επιτόπιος έλεγχος στις 23.10.2014, ο οποίος κατέδειξε πλήρη ερήμωση. Εν πάση περιπτώσει, παρά την ανοχή της Αρμόδιας Αρχής, είναι φανερό ότι η εκμετάλλευση ήδη από 20.5.2014 ήταν εγκαταλελειμμένη ή, εν πάση περιπτώσει, μη βιώσιμη, εφόσον εδίδετο προθεσμία στον εφεσείοντα για να την καταστήσει βιώσιμη. Συνεπώς έκτοτε έπαυσε να πληρούται η σχετική υποχρέωση που είχε αναλάβει ο εφεσείων και η σχετική προϋπόθεση του Κανονισμού.
Η υποχρέωση αυτή συνεχιζόταν μέχρι τις 10.6.2015, δέκα χρόνια μετά την ένταξη του στο Μέτρο. Δεν την παρέβη, όμως, εις ολόκληρον, αλλά στις 20.5.2014. Ο εφεσείων είχε θέσει ζήτημα παράβασης της αρχής της αναλογικότητας πρωτοδίκως, το οποίο δεν εξετάστηκε. Θα πρέπει η υπόθεση να επιστρέψει στο πρωτόδικο δικαστήριο ώστε να εξεταστεί το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα.
Γενική θεώρηση του ζητήματος της αρχής της αναλογικότητας.
Το ζήτημα, σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης, θα εξεταστεί και θα κριθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, στα πλαίσια της επανεκδίκασης της υπόθεσης.
Δεν είναι όμως χωρίς σημασία να αναφέρουμε, υπό μορφή γενικής καθοδήγησης, ότι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) Αρ. 2988/1995, ο οποίος ρυθμίζει τις συνέπειες παρατυπίας των Ευρωπαϊκών Κανονισμών. Δια των Άρθρων 4 και 5 δημιουργείται γνήσια αντικειμενική ευθύνη, χωρίς να απαιτείται πρόθεση ή αμέλεια (C-743/2018, LSEZ SIA «Elme Messer Metalurgs» κατά Latvijas Investīciju un attīstības aģentūra, ημερ. 1.10.2020, ΕλΣυν 1791/2018, ΕλΣυν 273/2019). Πρόκειται για ευθύνη η οποία μπορεί να συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος ποσού, υπό την έννοια διοικητικού μέτρου το οποίο έχει ως αντικείμενο την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους χωρίς ωστόσο να έχει χαρακτήρα κυρώσεως (C-341/2013, Cruz & Companhia Lda κατά Instituto de Financiamento da Agricultura e Pescas, IP (IFAP), ημερ. 17.9.2014). Πρόκειται για δημοσιονομική διόρθωση και όχι για «απόρριψη της αίτησης», όπως ο όρος που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα υπόθεση. Ενώ δε η υπαιτιότητα δεν αποτελεί αναγκαίο όρο για την στοιχειοθέτηση της σχετικής ευθύνης η οποία δημιουργείται μόνο από το αντικειμενικό γεγονός της παρατυπίας, τα μέτρα της επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης και ανάκτησης των χρηματοδοτήσεων που επιβάλλονται σε κάθε περίπτωση αθέτησης των όρων χορήγησης τους, πρέπει να είναι ανάλογα της παράβασης που διαπιστώνεται (απόφαση ΕλΣυν 1791/2018).
Υπεισέρχεται έτσι η αρχή της αναλογικότητας η οποία αποτελεί θεμελιακή αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου (Άρθρο 5, παρ. 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση). Αποτελεί επίσης θεσμοθετημένη αρχή του κυπριακού διοικητικού δικαίου (Άρθρο 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999).
Με αναφορά, μεταξύ άλλων, στην προαναφερθείσα ΕλΣυν 913/2010 διαβάζουμε τα εξής στο άρθρο «Νέες Μορφές Ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο μετά τον ν. 4055/2012» της Άννας Λιγωμένου, Αντιπροέδρου Ελεγκτικού Συνεδρίου:
«Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου επεσήμανε επίσης ότι με την εφαρμογή της αρχής της Αναλογικότητας συντελείται μια θεμιτή διεύρυνση των ορίων του ελέγχου της νομιμότητας προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής δικαιοσύνης και ο έλεγχος που διενεργείται είναι κατ' ουσίαν έλεγχος της προφανούς δυσαναλογίας του μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.»
Οι δύο προαναφερθείσες αποφάσεις του ΕλΣυν, η 1278/2019 και η 913/2010, αφορούσαν υποθέσεις εγκατάστασης νέων γεωργών και αμφότερες εξετάστηκαν υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, με διαφορετική, όμως, κατάληξη επί τη βάσει των δεδομένων εκάστης.
Στην ΕλΣυν 1278/2019, όπου με βάση τα δικά της περιστατικά κρίθηκε ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, τονίστηκε ότι το μέτρο της ολικής δημοσιονομικής διόρθωσης συνιστά άμεση απόρροια της αθέτησης ουσιώδους δέσμευσης που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την εκπλήρωση των στόχων του Επιχειρησιακού Προγράμματος. Επιπροσθέτως η ανάκτηση αυτή ως διοικητικό μέτρο αποκαταστατικού χαρακτήρα είναι πρόσφορη και αναγκαία για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού εφόσον αποσκοπεί στην επαναφορά των πραγμάτων στην προ της καταβολής της ενίσχυσης κατάσταση ώστε να αποτρέπονται στρεβλώσεις κατά τους όρους ανάπτυξης του ανταγωνισμού στον τομέα της γεωργίας.
Στην ΕλΣυν 913/2010, ο νέος γεωργός έχοντας υποχρέωση παραμονής στην εγκατάσταση για δέκα έτη, παρέμεινε για περίοδο που αντιστοιχούσε περίπου στα 8/10 της χρονικής περιόδου δέσμευσης. Αποφασίστηκε ότι ο καταλογισμός σε βάρος του με το συνολικό ποσό που εισέπραξε ως οικονομική ενίσχυση παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας και η προσβαλλόμενη πράξη μεταρρυθμίστηκε ώστε το ποσό που καταλογίστηκε σε βάρος του εκκαλούντος να περιοριστεί στο 1/4 του συνολικού ποσού κατ' εφαρμογή της εν λόγω αρχής.
Η κάθε περίπτωση κρίνεται υπό το φως των δικών της γεγονότων και υπό το πρίσμα των καλά θεμελιωμένων αρχών.
Η κατάληξη.
Ο πρώτος λόγος έφεσης που αφορά την δεκαετή περίοδο απορρίπτεται. Ο δεύτερος λόγος έφεσης που αφορά το δικαίωμα ακρόασης απορρίπτεται. Ο τρίτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. H πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται μαζί με τη διαταγή για έξοδα.
Διατάσσεται επανεκδίκαση για επανεξέταση της επιβληθείσας δημοσιονομικής διόρθωσης υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας.
Λαμβάνοντας υπόψη τη μερική επιτυχία της έφεσης επιδικάζονται €2.000 έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Η. Γεωργίου, Δ.
/φκ
[1] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών, ο οποίος ίσχυε κατά την επίδικη περίοδο. Καταργήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1698/2005 ο οποίος καταργήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1305/2013, που βρίσκεται σήμερα σε ισχύ.
[2] Ο Κανονισμός (ΕΚ) 1260/1999 καταργήθηκε στις 31.12.2006 και αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2006, ο οποίος με τη σειρά του καταργήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006.