ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 206/19)
13 Νοεμβρίου, 2024
[ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΝΙΚΟΣ ΤΡΥΦΩΝΟΣ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσίβλητων.
_________________
Χρ. Τιμοθέου, για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_________________
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή 364/2018, αντικείμενο της οποίας ήταν η απόφαση της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης του Διευθυντή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για παροχή σύνταξης ανικανότητας. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα τη 3.1.2018.
Ο εφεσείοντας, γεωργός στο επάγγελμα, αντιμετώπιζε προβλήματα στην οσφυϊκή μοίρα από το 2001. To 2002 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και λίγους μήνες αργότερα, την 11.02.2003, υπέβαλε αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας. Την 9.06.2003, εξετάστηκε από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι δεν ήταν ικανός να ασκεί το επάγγελμα του. Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στο εξής «Διευθυντής», υιοθέτησε την πιο πάνω γνωμάτευση και ενέκρινε την αίτησή του για παροχή σύνταξης ανικανότητας, σε ποσοστό 75%, από τη 7.12.2002.
Τη 7.2.2005 και τη 26.06.2006 ο εφεσείοντας εξετάστηκε εκ νέου από Ιατροσυμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε και στις δύο περιπτώσεις ότι δεν ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματός του, με αποτέλεσμα να συνεχίσει η παροχή σύνταξης ανικανότητας σε αυτόν.
Η κατάστασή του επιδεινώθηκε και τη 9.06.2010 υποβλήθηκε σε επέμβαση σπονδυλοδεσίας και αποπίεσης νωτιαίου μυελού.
Τη 17.10.2011, Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο που εξέτασε τον εφεσείοντα, γνωμάτευσε ότι αυτός ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του. Ο Διευθυντής υιοθέτησε την πιο πάνω γνωμάτευση και τερμάτισε την παροχή σύνταξης ανικανότητας. Ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης.
Το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο που τον εξέτασε, την 23.02.2012, έκρινε ότι αυτός ήταν ικανός μόνο για ελαφριά εργασία. Στην έκθεση που ετοίμασε καταγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι παρουσίαζε κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου, οσφυϊκή δυσκαμψία και υπόφερε από οσφυοϊσχιαλγία και σακχαρώδη διαβήτη. Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στο εξής «Υπουργός», υιοθέτησε την πιο πάνω γνωμάτευση και ενέκρινε την παραχώρηση στον εφεσείοντα σύνταξης ανικανότητας, σε ποσοστό 75%.
Λίγα χρόνια αργότερα ο εφεσείοντας εξετάστηκε εκ νέου από το Ιατροσυμβούλιο το οποίο ετοίμασε σχετική έκθεση, με την οποία τον έκρινε ικανό για εργασία. Η έκθεση του Ιατροσυμβουλίου παρουσιάζει το εξής παράδοξο. Ενώ πρόκειται για μια έκθεση, φέρει δύο ημερομηνίες, τη 17.09.2015 και τη 16.01.2017. Ενόψει τούτου παραμένει άγνωστος τόσο ο χρόνος εξέτασης του εφεσείοντα όσο και ο χρόνος σύνταξης της έκθεσης.
Εύλογο είναι και το ερώτημα που έθεσε ο εφεσείοντας στην αγόρευσή του στα πλαίσια της προσφυγής, πως ήταν δυνατό να του παρέχεται σύνταξη ανικανότητας μέχρι και την 1.02.2017, ενώ από το 2015 κρίθηκε ικανός για εργασία.
Ο Διευθυντής υιοθέτησε την πιο πάνω γνωμάτευση και τερμάτισε τη σύνταξη ανικανότητας του εφεσείοντα από την 1.02.2017 με την αιτιολογία ότι δεν θεωρείτο νόμιμα ανίκανος για εργασία. Ο τελευταίος καταχώρισε την 29.03.2017, ιεραρχική προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης.
Εξετάστηκε στη συνέχεια και συγκεκριμένα τη 8.06.2017, από Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο, το οποίο ετοίμασε σχετική έκθεση. Στην έκθεση κατέγραψε ότι ο εφεσείοντας πάσχει από «αυχενική επώδυνη δυσκαμψία» και με βάση τις εργαστηριακές εξετάσεις παρουσίαζε «κήλη Α3 - Α4 δεξιά κεντρικοπλάγια» και «ριζοπάθεια Α5 + 6». Στην παράγραφο 6 του εγγράφου που φέρει τον τίτλο, «διάγνωση», καταγράφεται «κήλη Α3 - Α4 δεξιά κεντρικοπλάγια σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα αριστερά». Παρενθετικά αναφέρουμε ότι τα ίδια και ή παρόμοια ευρήματα περιλαμβάνονται και στις προηγούμενες εκθέσεις των Ιατροσυμβουλίων. Στην παράγραφο 8 του εγγράφου, η απάντηση στην ερώτηση κατά πόσο «ο αιτητής είναι σήμερα ανίκανος για εργασία», είναι θετική. Στη συνέχεια όμως και συγκεκριμένα στην παράγραφο 10, που φέρει τον τίτλο «αιτιολόγηση της απόφασης», καταγράφεται ότι ο εφεσείοντας «Δεν έχει απωλέσει τα 2/3 της ικανότητας του για εργασία».
Η Υπουργός υιοθέτησε το πόρισμα του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, ως καταγράφεται στην παράγραφο 10 ανωτέρω και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή.
Η πιο πάνω απόφαση προσβλήθηκε, ως προαναφέραμε, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, με την προσφυγή 364/2018. Το Διοικητικό Δικαστήριο (στο εξής Δικαστήριο) αποφάνθηκε ότι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας δεν ευσταθούσαν. Σε σχέση δε με τη συγκρότηση του πρωτοβάθμιου ιατρικού συμβουλίου, αφού έλαβε υπόψη έγγραφο που επισύναψε η εκπρόσωπος της Δημοκρατίας στην γραπτή αγόρευση της ως παράρτημα, απόρριψε την εισήγηση για πλημμελή σύνθεση.
Ο εφεσείοντας θεωρεί εσφαλμένη την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου. Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 αφορούν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλομένη απόφαση ήταν το προϊόν δέουσας έρευνας και ήταν δεόντως αιτιολογημένη, ενώ ο λόγος έφεσης 3, την αποδοχή από το Δικαστήριο, εγγράφου, αναφορικά με τη σύνθεση του πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, το οποίο δεν συμπεριλαμβανόταν στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 είναι συναφείς και ως εκ τούτου θα εξετασθούν σωρευτικά. Με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η Υπουργός έλαβε την επίδικη απόφαση στηριζόμενη στα στοιχεία του φακέλου και στη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου.
Όπως είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία να τονίσουμε στην απόφαση μας στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 176/18, Μάριος Σωτηρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 10.04.2024, τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με της παρούσας και είχαν εγερθεί τα ίδια θέματα:
«Tο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, ούτε προβαίνει σε πρωτογενή εκτίμηση γεγονότων (βλ. Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253). Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης. Επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται πλάνη ως προς τα γεγονότα ή ανεπαρκής έρευνα ή κατάχρηση εξουσίας. (Βλ. σχετικά Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 659 και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175).
Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας, έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 189).
Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφασή της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων η τελευταία άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια. Η πιο πάνω ανάγκη απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Ως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο σύγγραμμα H. R. Wade Administrative Law, 5th edition, p. 486, «. the giving of reasons is required by the ordinary man' s sense of justice and is also a healthy discipline for all those who exercise power over others».
Οι αρχές που αφορούν την αιτιολογία των διοικητικών αποφάσεων επιβάλλουν ότι οι λόγοι που δίδονται δεν πρέπει να αφήνουν καμιά αμφιβολία για το σκεπτικό της απόφασης (βλ. Constantinides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 7 και άρθρο 28(1) και (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99). Η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας (άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/99), νοουμένου ότι τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο. Διαφορετικά, τα δικαστήρια θα έπρεπε να υποκαθιστούν τη διοίκηση στην αναζήτηση και στάθμιση των στοιχείων (βλ. Παναγιωτίδης ν. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων (1998) 3 Α.Α.Δ. 342).
Τόσο η μορφή της έρευνας όσο και η αιτιολογία της απόφασης, είναι άμεσα συνυφασμένες με τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476 και Ράφτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366)».
Η διοίκηση στην υπό κρίση υπόθεση, αναθεώρησε την απόφασή της σε σχέση με την ικανότητα του εφεσείοντα να εργασθεί. Ενώ για 14 περίπου έτη, έκρινε τον εφεσείοντα ανίκανο για εργασία, το 2017 η Υπουργός τον έκρινε ικανό να ασκεί το επάγγελμα του γεωργού. Η διοίκηση δύναται να μεταβάλει τακτική ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής της εξουσίας, αλλά η μεταβολή αυτή δεν πρέπει να αποτελεί «. εκδήλωση ασυνέπειας, αυθαιρεσίας.» (Βλ. Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, έκδοση 1977, σελ. 107). Η μεταβολή τακτικής χρήζει ειδικής αιτιολογίας, ιδίως όταν είναι δυσμενής για το διοικούμενο, όπως στην υπό κρίση υπόθεση. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1959, σελ. 1825 και σύγγραμμα Μ. Στασινόπουλου, Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων, ανατύπωση 1982, σελ. 339).
Το άρθρο 80 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Ν.59(Ι)/2010, προβλέπει με ρητό τρόπο την εξουσία του Διευθυντή να αναθεωρήσει κάθε απόφαση που εξέδωσε για παροχή, συμπεριλαμβανομένης και της σύνταξης ανικανότητας, προϋποθέτει όμως μεταβολή των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η έκδοση της απόφασης ή που αποτελούσαν, σύμφωνα με το νόμο την προϋπόθεση για την έκδοσή της.
Κατά πόσο «επήλθε μεταβολή των πραγματικών συνθηκών» είναι καθήκον της διοίκησης να προσδιορίσει στην απόφαση της, για να γνωρίζει ο κάθε επηρεαζόμενος πολίτης τους λόγους επί των οποίων στηρίχθηκε η κρίση της και η απόφαση να είναι δικαστικά ελέγξιμη. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης σε σχέση με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. (βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Προσφυγή 1179/03, Ιωάννης Παπαδόπουλος ν. Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 31.03.2006, σελ. 7[1]:
Κανένα στοιχείο τέθηκε που να καταδεικνύει μεταβολή της κατάστασης του εφεσείοντα και συγκεκριμένα ότι υπήρξε βελτίωση της υγείας του, γεγονός που ενδεχομένως να δικαιολογούσε την αναθεώρηση της απόφασης της διοίκησης.
Η έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου επί της οποίας στηρίχτηκε η επίδικη απόφαση της Υπουργού, δεν δίδει απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα. Αντιθέτως, προκαλεί σύγχυση καθότι το περιεχόμενο της, ως επισημάναμε ανωτέρω, είναι σε κάποιο βαθμό αντιφατικό. Ενώ καταγράφονται τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο εφεσείοντας, στην παράγραφο 8 δε του εγγράφου χαρακτηρίζεται ως «ανίκανος να εκτελέσει το επάγγελμα του γεωργού», προφανώς λόγω των προβλημάτων που καταγράφονται στο ίδιο έγγραφο και εστιάζονταν στην οσφυϊκή του μοίρα, στην παράγραφο 10 του ιδίου εντύπου, για λόγους που παρέμειναν ανεξήγητοι, το Ιατροσυμβούλιο γνωμάτευσε ότι, «Δεν έχει απωλέσει τα 2/3 της ικανότητας του για εργασία».
Καταλήγουμε ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, συμπεριλαμβανομένου και του διοικητικού φακέλου, μεταβολή των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η προηγούμενη απόφαση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, ούτως ώστε να δικαιολογούσε την αναθεώρηση από τη διοίκηση της παροχής σύνταξης στον εφεσείοντα. Καμία αιτιολογία δίδεται για την αλλαγή της στάσης της διοίκησης σε βάρος του διοικουμένου. (Βλ. Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298 και Φράγκου (ανωτέρω)). Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν προϊόν δέουσας έρευνας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι δικαιολογείται η παρέμβασή μας.
Ενόψει της κατάληξής μας, παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης.
Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, όπως και η διαταγή για τα πρωτόδικα έξοδα. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται. Επιδικάζονται €3.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος του εφεσείοντα, περιλαμβανομένων των πρωτόδικων εξόδων και εναντίον των εφεσιβλήτων.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Σ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
/ΓΓ.
[1] Η απόφαση είναι δημοσιευμένη μόνο στο Cylaw και στο Leginet.