ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ.2/20)
25 Νοεμβρίου, 2024
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση,
ν.
ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΗ,
Εφεσιβλήτου/Αιτητή.
------------------------
Ν. Κλεάνθους (κα), για Χρίστος Μ. Τριανταφυλίδης ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες/Καθ' ων η Αίτηση
Μ. Αριστοδήμου, για Δημοσθένης Στεφανίδης, για Εφεσίβλητο/Αιτητή
------------------------
Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος/Αιτητής διορίστηκε στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τουρισμού στις 24.5.09, του τότε υπάρχοντος Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (ΚΟΤ). Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν προσφυγές από δυο άλλους υποψήφιους στα πλαίσια των οποίων στις 4.4.12 εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση. Στη διαδικασία επανεξέτασης και συγκεκριμένα σε συνεδρία των Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση[1] ημερομηνίας 11.4.12 αποφασίστηκε όπως μέχρι την ολοκλήρωση της επανεξέτασης η επίδικη θέση επαναπροκηρυχθεί αφού ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στον προϋπολογισμό του ΚΟΤ για το 2012 και η εν τω μεταξύ τοποθέτηση του Εφεσίβλητου σ' αυτή επί προσωρινής βάσης. Σε συνεδρία ημερομηνίας 5.12.12 οι Εφεσείοντες αποφάσισαν όπως επαναπροκηρύξουν την επίδικη θέση της οποίας τα προσόντα ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο δηλαδή το έτος 2009.
Η θέση επαναπροκηρύχθηκε και μετά από την ολοκλήρωση των προφορικών συνεντεύξεων, οι Εφεσείοντες σε συνεδρία τους ημερομηνίας 3.4.13, αποφάσισαν κατά πλειοψηφία τον διορισμό του Εφεσίβλητου από 13.4.09. Στις 18.4.13 η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφάσισε την κατάργηση της συγκεκριμένης θέσης από τον προϋπολογισμό του ΚΟΤ. Ο σχετικός περί Προϋπολογισμού Νόμος Ν.13(ΙΙ)/13 (ο Νόμος) δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 23.4.13. Εν όψει της εξέλιξης αυτής, το Συμβούλιο του ΚΟΤ αποφάσισε, μεταξύ άλλων, σε συνεδρία του ημερομηνίας 30.4.13 όπως ανακαλέσει τον προσωρινό διορισμό του Εφεσίβλητου από 16.5.13. Σε συνεδρία του ημερομηνίας 15.5.13 αποφάσισε την ανάκληση της απόφασής του ημερομηνίας 21.1.13 για προκήρυξη της επίδικης θέσης και την ενημέρωση του Εφεσίβλητου μέσω επιστολής ότι η διαδικασία επιλογής δεν ολοκληρώθηκε ενόψει της κατάργησης της θέσης.
Ο Εφεσίβλητος, με την προσφυγή του, όπως τροποποιήθηκε, με σχετική Διαταγή του Δικαστηρίου, επιδίωκε την ακόλουθη θεραπεία:
«Α. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση του Καθ' ου η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 16/5/2013 (Παράρτημα Α στην παρούσα) με την οποία ανακλήθηκε ο διορισμός του αιτητή στη θέση Διευθυντή Τουρισμού, δυνάμει της αποδοχής από τον αιτητή της προσφοράς του διορισμού και των όρων υπηρεσίας της θέσης, με επιστολή ημερομηνίας 4.4.2013 (Παράρτημα Γ στην παρούσα) δυνάμει απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού ημ. 3.4.2013, τα πρακτικά της οποίας επικυρώθηκαν στη συνεδρία του ημερομηνίας 17.4.2013, ήτοι μία ημέρα πριν την ψήφιση του περί της Απαγόρευσης Πλήρωσης Κενών Θέσεων στο Δημόσιο και στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 2013, Ν.21(Ι)/2013, την οποία υπέγραψε και την παρέδωσε προσωπικά και αυθημερόν ο αιτητής, στις 17.4.2013, στον τότε Γενικό Διευθυντή του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Μάριο Χαννίδη, πλην όμως αποκρύφτηκε ή απωλέσθη από τον τότε Γενικό Διευθυντή του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Μάριο Χαννίδη και, αφετέρου και/ή συνακόλουθα και/ή κατ' επέκταση το Καθ' ου η Αίτηση αποφάσισε και την ανάκληση της απόφασης του για επαναπροκήρυξη της εν λόγω θέσης, είναι άκυρη, αντισυνταγματική και παράνομη.»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε πρώτα τους λόγους ακύρωσης που εστιάζοντο στην κακή σύνθεση του αποφασίζοντος οργάνου κατά την επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασης. Αφού απέρριψε τις θέσεις αυτές, προχώρησε να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρότητας που αφορούσαν στη διαδικασία επανεξέτασης και τι όφειλε η Διοίκηση να εφαρμόσει ως προς το νομικό καθεστώς για την επίδικη πράξη. Αυτό σε σχέση με τον ως άνω Νόμο με τον οποίο καταργήθηκε μια θέση Διευθυντή Τουρισμού από τον Προϋπολογισμό του 2013.
Η θέση που καταργήθηκε, μεταξύ άλλων που αφορούσαν άλλες ειδικότητες, ήταν μια θέση Διευθυντή Τουρισμού και σύμφωνα με την πλευρά του Εφεσίβλητου, κατά το χρόνο έναρξης του Νόμου, οι Εφεσείοντες είχαν στη διάρθρωση τους τέσσερις θέσεις Διευθυντή Τουρισμού.
Ο Εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε πως πεπλανημένα οι Εφεσείοντες θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να καταργήσουν την επίδικη θέση, εφόσον η θέση αυτή, ως αντικείμενο επανεξέτασης, αναγόταν στο 2009 και επομένως η διαδικασία θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί με τον διορισμό του Εφεσίβλητου, ως ήταν η σχετική απόφαση και η όποια απόφαση κατάργησης θέσης συνεπεία του Νόμου θα έπρεπε να αφορά το 2013.
Η ευπαίδευτη Πρωτόδικη Δικαστής συμφώνησε με την πλευρά του Εφεσίβλητου. Συγκεκριμένα έκρινε πως:
«Ο καθ' ου η αίτηση ορθά θεώρησε ότι πρέπει να λάβει απόφαση ως προς το ποια από τις τέσσερεις υφιστάμενες θέσεις Διευθυντή Τουρισμού καταργείται αλλά η διαδικασία αυτή θα έπρεπε να ήταν ανεξάρτητη και διακριτή από τη διαδικασία επανεξέτασης της επίδικης θέσης και θα έπρεπε να ληφθεί μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανεξέτασης της επίδικης θέσης. Αυτό επειδή η επανεξέταση ανατρέχει στον ουσιώδη χρόνο δηλαδή το 2009 και εσφαλμένα θεώρησε ο καθ' ου η αίτηση ότι θα μπορούσε να την καταργήσει στη βάση νέας νομοθετικής πρόνοιας η οποία δεν είχε ισχύ παρά μόνο από τις 23.4.2013.»
Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με ένα λόγο έφεσης. Να σημειωθεί πως η επέκταση που γίνεται στο περίγραμμα των Εφεσειόντων «σε δεύτερο λόγο έφεσης» δεν είναι επιτρεπτή, εξάλλου ορθά η κα Κλεάνθους μας ζήτησε να τον αγνοήσουμε.
Συγκεκριμένα, με τον μοναδικό λόγο έφεσης πλήττεται ως λανθασμένη η κρίση ότι η επανεξέταση ανατρέχει στο 2009, αλλά και το όλο, ως άνω σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης.
Είναι γεγονός πως τόσο οι Εφεσείοντες αλλά και ο Εφεσίβλητος, στα αντίστοιχα περιγράμματα τους, περιλαμβάνουν πληθώρα ισχυρισμών που αφορούν κάποια περιστατικά που απασχόλησαν πρωτοδίκως μέσω μαρτυρίας που ακούστηκε. Παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρεται οτιδήποτε στην πρωτόδικη απόφαση επ' αυτών, προκύπτει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι τα περιστατικά αυτά ήσαν αδιάφορα για την τελική του κρίση. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνουμε ότι αφενός δεν υφίσταται λόγος έφεσης για τα σημεία αυτά και αφετέρου η δοθείσα αιτιολογία δεν τα καλύπτει. Συνεπώς και δεν θα μας απασχολήσουν.
Το κύριο επιχείρημα της πλευράς των Εφεσειόντων είναι ότι κατ' εξαίρεση τυγχάνει εφαρμοστέο το νεότερο νομοθέτημα ως το ισχύον νομικό καθεστώς κατά την επανεξέταση όταν προκύπτει από αυτό αναδρομικότητα ή ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται εφεξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.
Στην αντίπερα όχθη ο Εφεσίβλητος προωθώντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ισχυρίζεται ότι μ' αυτή την ερμηνεία των Εφεσειόντων, πλήττεται η εκ του Συντάγματος υποχρέωση ενεργού συμμόρφωσης (146.5 του Συντάγματος) με επανεξέταση και λήψη νέας απόφασης.
Συγκεκριμένα, η εισήγηση των Εφεσειόντων είναι πως εφαρμοστέο κατά το χρόνο της επανεξέτασης, ήταν το περιεχόμενο του νέου Νόμου, καθότι, όπως ισχυρίζονται, ο Νομοθέτης με τον νέο νόμο ήτοι τον Ν.13(ΙΙ)/13 κατέστησε σαφές πως «δεν ανέχεται τις παλαιές διατάξεις».
Ο κανόνας για την επανεξέταση Διοικητικής Πράξης που ακυρώθηκε, όπως εδώ ο διορισμός του Εφεσίβλητου, είναι ότι εφαρμόζεται το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο πριν την ακύρωση (βλ. Άρθρο 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν.158(Ι)/99)). Στενό περιθώριο διαφυγής από την αρχή αυτή, υπάρχει όταν διαφαίνεται από το νεότερο νομοθέτημα πως είναι αναδρομικής ισχύος και/ή όταν προκύπτει απ' αυτό ότι ο Νομοθέτης δεν ανέχεται πλέον την εφαρμογή παλαιών διατάξεων. (Κυριάκος Αλεξάνδρου v. Κυπριακού Συμβουλίου Αγροτικών Πληρωμών (ΚΟΑΠ) (2017) 3 Α.Α.Δ.86).
Προς επίρρωση της θέσης τους οι Εφεσείοντες επικαλούνται το προοίμιο και διάφορα άρθρα του περί Απαγόρευσης Πλήρωσης Κενών Θέσεων στο Δημόσιο και Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις Νόμου) του 2013, Ν.21(Ι)/13. Δεν θα μας απασχολήσει όμως ο νόμος αυτός γιατί, όπως σωστά παρατηρεί η Πρωτόδικη Δικαστής, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης βασίζεται αποκλειστικά στο Ν.13(Ι)/13. Εξάλλου ούτε στην αιτιολογία του λόγου έφεσης βρίσκουμε σχετική αναφορά.
Οπότε, το θέμα θα πρέπει να κριθεί με βάση τα δεδομένα, όπως έχουν αναντίλεκτα αποκρυσταλλωθεί, ενώπιον μας δυνάμει της πρωτόδικης απόφασης. Το πρωταρχικό το οποίο προκύπτει είναι ότι οι Εφεσείοντες όφειλαν να συμμορφωθούν με την απόφαση ημερομηνίας 4.4.12. Είναι ορθό πως η συμμόρφωση συντελείται όχι μόνο με την έναρξη της διαδικασίας επανεξέτασης αλλά με τη λήψη απόφασης. (ΚΟΑ ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ.1110, όπου λέχθηκαν: «Η επανεξέταση έχει ως αντικείμενο την πλήρωση του κενού που δημιουργείται από την ακυρωθείσα απόφαση. Μέσω της επέρχεται η πλήρωση του κενού, με την έκδοση νέας απόφασης. Αποδοχή της εξαφάνισης της πρώτης αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση νέας διοικητικής απόφασης.»).
Στα πιο πάνω πλαίσια οι Εφεσείοντες προκήρυξαν την επίδικη θέση, επιλέγοντας μέσα από τις προνοούμενες διαδικασίες, τον Εφεσίβλητο και προσφέροντας του σχετικό διορισμό.
Δεν θα ήταν θεμιτή η αναστολή ή ανάκληση αυτής της διαδικασίας η οποία αφορούσε διαδικασία συμμόρφωσης με βάση το Άρθρο 146.5 (όπως ήταν τότε) του Συντάγματος[2].
Η κα Κλεάνθους εισηγήθηκε πως ήταν μάταιη η ολοκλήρωση της διαδικασίας ενόψει της έκδοσης του ως άνω Νόμου. Δεν έχουμε πεισθεί από τα επιχειρήματα των Εφεσειόντων πως θα μπορούσε να αναχαιτισθεί η ολοκλήρωση της διαδικασίας με οποιοδήποτε νόμο, ενόψει του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος. Σίγουρα, δε, δεν μπορεί να ισχύσει η εισήγηση πως δεν θα έπρεπε να συντελεστεί η επανεξέταση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του 2009. Δεν αποκαλύπτεται από το νόμο καμία αναδρομικότητα, ούτε ότι δεν γίνεται ανεκτή η εφαρμογή παλαιών διατάξεων. Και αυτό ανεξάρτητα από το ότι ο προϋπολογισμός που αφορά είναι για το έτος 2013. Αφού κάτι τέτοιο στην πράξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανατροπή της υποχρέωσης που πηγάζει από συνταγματική επιταγή. Και ο ουσιώδης χρόνος ελέγχου της επανεξέτασης είναι το 2009.
Χρήσιμο είναι να παραθέσουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ.608 όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Μια από τις σταθερότερες κατευθύνσεις του δημόσιου δικαίου, που βρήκε γόνιμο έδαφος στη δικαιοδοσία που ασκείται με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 146 του Συντάγματος, είναι η αρχή της αναδρομής της ακύρωσης. Όπως δέχθηκε από την αρχή το Ανώτατο Δικαστήριο και έκτοτε εφήρμοσε με συνέπεια, η ακύρωση διοικητικής πράξης συνεπάγεται στροφή στο παρελθόν, στο χρόνο έκδοσης της. Η αναδρομικότητα έχει δύο σοβαρές συνέπειες. Η διοίκηση επανακρίνει με γνώμονα το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ήταν σε ισχύ όταν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή σημειώθηκε η ακυρωθείσα παράλειψη και όχι το υφιστάμενο κατά το χρόνο της επανεξέτασης, που πραγματοποιούνται οι ενέργειες συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση.
Η άλλη διάσταση της αναδρομής είναι ότι οι νομοθετικές αλλαγές που δυνατό να επήλθαν στο αναμεταξύ ή η μεταγενέστερη μεταβολή συνθηκών αφήνουν άθικτη την υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να κρίνει την υπόθεση με το καθεστώς του χρόνου που αρχικά εκδόθηκε η πράξη. Η νομολογία στα ζητήματα αυτά είναι αρκετά ογκώδης. Απηχεί, ωστόσο, χωρίς διακυμάνσεις ή παρεκκλίσεις, τους παραπάνω κανόνες. Ενδεικτικά και μόνο θα παραπέμψουμε στις αποφάσεις Χαρής v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ.147, Λύωνας κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ.2038, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ.145.»
Τα πιο πάνω έχουν πλήρη εφαρμογή εν προκειμένω, καθότι διαφορετικά θα επλήττετο άμεσα η αρχή της συμμόρφωσης μετά από δικαστική απόφαση, η οποία αρχή είναι συνταγματική επιταγή.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3.500, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει) υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειόντων.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Σ.Θ.
[1] Τότε Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΟΤ.
[2] «Η κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ών πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.»