ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 123/19)

20 Νοεμβρίου, 2024

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

YIOUPIS DEVELOPMENTS & CONSTRUCTIONS LTD,

Εφεσείουσα,

   ν.

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Φ.Π.Α.,

Εφεσιβλήτων.

______________________

 

Λ. Λυσάνδρου, για Λ. Λυσάνδρου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ., για την Εφεσείουσα.

 

Φρ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

______________________

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από την Καλλιγέρου, Δ.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα ενεγράφη στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας από τις 13/5/2004, με επιχειρηματική δραστηριότητα την ανάπτυξη γης και παροχής οικοδομικών υπηρεσιών με εργολαβίες.

 

Στα πλαίσια ελέγχου, αρμόδιοι λειτουργοί του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λεμεσού πραγματοποίησαν φορολογικό έλεγχο των βιβλίων και αρχείων της εφεσείουσας για να διαπιστωθεί η ορθότητα των στοιχείων των φορολογικών δηλώσεων που υπέβαλε στον Έφορο Φορολογίας (στο εξής «ο Έφορος») σε σχέση με τα βιβλία και αρχεία που τηρούσε για τις φορολογικές περιόδους από 1/8/2007 - 31/10/2012.

 

Από τη διερεύνηση διαπιστώθηκε ότι οι φορολογικές δηλώσεις τις οποίες υπέβαλε η εφεσείουσα κατά τις πιο πάνω φορολογικές περιόδους, ήταν είτε ελλιπείς είτε ανακριβείς. Κατά συνέπεια, ο Έφορος προέβη σε βεβαίωση φόρου, συνολικού ύψους €226.983,74, βάσει του άρθρου 49(1) και (2) του περί Φ.Π.Α. Νόμου, Ν.95(Ι)/2000).

 

Η εφεσείουσα υπέβαλε ένσταση στον Έφορο, βάσει των διατάξεων του άρθρου 51Α του σχετικού Νόμου. Ο τελευταίος υιοθέτησε εν μέρει την ένσταση της εφεσείουσας, μειώνοντας το αρχικό ποσό, το οποίο τελικά ανήλθε στις €221.938,75.

 

Ακολούθησε η καταχώριση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία η εφεσείουσα αμφισβήτησε μόνο μερικές και όχι όλες από τις επιμέρους αποφάσεις για προσδιορισμό του συνολικού ποσού του φόρου.

 

Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ελλιπή έρευνα σε σχέση με την κρίση του Εφόρου ότι η ενοικίαση των τριών διαμερισμάτων, που στην συνέχεια πωλήθηκαν στους ενοικιαστές τους, δεν συνιστούσε πραγματική συναλλαγή. Βάσει της σχετικής εισήγησης, λανθασμένα επιβλήθηκε φόρος ύψους €87.007,24, ενώ τα διαμερίσματα πριν την πώλησή τους είχαν ενοικιαστεί.

 

Περαιτέρω υποστηρίχθηκε πρωτόδικα σε σχέση με την οικία Γ στο τεμάχιο 2116 στον Άγιο Αθανάσιο, ότι είχε εξασφαλιστεί έγκριση από τους ίδιους τους εφεσίβλητους για επιβολή μειωμένου συντελεστή και κατ' επέκταση το οφειλόμενο ποσό θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί σε €500 και όχι €1.700. Αντίστοιχα σε σχέση με το τιμολόγιο με αρ. 0078, το οποίο αφορούσε την πώληση κατοικίας Α στο τεμάχιο 2116, αυτό είχε συμπεριληφθεί στη μεταγενέστερη του ελέγχου φορολογική περίοδο, από 1/11/2012-31/1/2013 και αφορούσε Φ.Π.Α. για το ποσό των €61.843, κάτι που όφειλε η λειτουργός να διαπιστώσει στην έκθεσή της, την οποία υπέβαλε το 2013.

 

Το Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή και επικυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 49 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, (Ν.95(Ι)/2000) και στην απόφαση Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21, καταλήγοντας ότι, με δεδομένο ότι η παρεχόμενη εξουσία του Εφόρου αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου είναι ευρεία, στην προκειμένη περίπτωση οι εφεσίβλητοι ενήργησαν εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας με τα δεδομένα που βρίσκονταν ενώπιον τους και συνακόλουθα δεν χωρούσε οποιαδήποτε επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

    Ακολούθησε η καταχώριση της ενώπιον μας έφεσης. Η εφεσείουσα βάλλει με τους δύο λόγους έφεσής της μόνο κατά της ορθότητας της εκκαλούμενης δικαστικής απόφασης σε σχέση με την ενοικίαση των τριών διαμερισμάτων που προηγήθηκε της πώλησής τους.  

 

  Υποστηρίζει εν πρώτοις, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι προέβησαν στη δέουσα έρευνα όσον αφορά τον υπολογισμό του Φ.Π.Α. Περαιτέρω ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφόρου περιείχε επαρκή αιτιολογία για τον τρόπο με τον οποίον ενήργησε ο Έφορος και ότι αυτή συμπληρωνόταν από το σύνολο των στοιχείων που περιέχονταν στο διοικητικό φάκελο.  

 

    Δεν διαπιστώνεται κανένας λόγος επέμβασής μας. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται ορθή. Τα συμπεράσματα της λειτουργού σε σχέση με την προηγηθείσα ενοικίαση των πωληθέντων διαμερισμάτων ότι δηλαδή αυτή δεν ήταν πραγματική συναλλαγή, ορθά κρίθηκε πως ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις, οι οποίες περιγράφονται στην απόφαση, ως ακολούθως:

 

«Για παράδειγμα και όπως καταγράφεται στο σχετικό Σημείωμα της αρμόδιας λειτουργού, σε σχέση με οικία στον Άγιο Αθανάσιο, αυτή ενοικιάστηκε στις 30/5/2011 έναντι €1.200 το μήνα.  Η λογίστρια των αιτητών καταχώρησε στον Λογαριασμό Ενοικίων στις 30/5/2011, ποσό ύψους €2.400 (2 χ €1.200). Δεν εντοπίστηκε όμως καμία κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, αλλά και δεν επιβεβαιώθηκε ότι εισπράχθηκαν τα συγκεκριμένα χρήματα.  Η μοναδική δε κατάθεση που εντοπίσθηκε, έγινε στις 28/7/2011 για το ποσό των €415.000 που αντιπροσωπεύει το τίμημα της πώλησης της οικίας.  Δεν έγινε επίσης επιστροφή των €2.400 που είχαν εισπραχθεί ή μείωση του τιμήματος της πώλησης κατά τα δύο ενοίκια.  Όταν δε ρωτήθηκε η ενοικιάστρια, η οποία στη συνέχεια ήταν και η αγοραστής της οικίας, διαπιστώθηκαν ανακρίβειες σε σχέση με το πότε έγινε το πωλητήριο έγγραφο και την ημέρα που τελικά η ενοικιάστρια κατοίκησε στην εν λόγω οικία.

 

Αλλά και στο Σημείωμα του Προϊσταμένου Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λεμεσού ημερομηνίας 18/2/2014, ο οποίος εξέτασε την ένσταση της αιτήτριας στη βεβαίωση φόρου, αναφέρεται σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα, ότι γίνεται εκτενής αναφορά στην έκθεση ελέγχου και στην επιστολή βεβαίωσης φόρου, στους λόγους που συνέτειναν στο να θεωρηθεί ότι τα ενοικιαστήρια έγγραφα που έχει επισυνάψει η αιτήτρια, δεν αφορούν πραγματικές συναλλαγές.  Καταλήγει δε το Σημείωμα επ' αυτού ότι:

 

«Οι πραγματικές συναλλαγές στις συγκεκριμένες περιπτώσεις συνίστανται σε πωλήσεις κτιρίων με το συνεχόμενο οικόπεδο οι οποίες σύμφωνα με τις πρόνοιες των παραγράφων 1 και 4 του Όγδοου Παραρτήματος των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2013 (Ν.95(Ι)/2000)είναι φορολογητέες με τον κανονικό ισχύοντα συντελεστή Φ.Π.Α.»»

 

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη δικαστική απόφαση, ότι η εξουσία του Εφόρου αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου είναι ευρεία, ότι στην προκείμενη περίπτωση, οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας και ότι συνακόλουθα δεν χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση του Δικαστηρίου. Πράγματι είχαν συνομολογηθεί συμβάσεις ενοικίασης των διαμερισμάτων. Η έρευνα όμως κατέδειξε, ότι τα διαμερίσματα παραδόθηκαν το πρώτον μετά την πώλησή τους και ήταν τότε που συνδέθηκαν τα ακίνητα με την ΑΗΚ και εγκαταστάθηκαν σε αυτά και οι ηλεκτρικές συσκευές και όχι προηγουμένως κατά την ενοικίασή τους.

 

Η αντίκρουση των συμπερασμάτων στην ένσταση (ότι δηλαδή τα ενοίκια δεν κατατέθηκαν σε τράπεζα, αλλά σε μετρητά στο ταμείο της εταιρείας και ότι τα διαμερίσματα κατά τον ουσιώδη χρόνο έπαιρναν ρεύμα από γειτονικά διαμερίσματα και ότι ήταν κατά λάθος που δηλώθηκε και τρίτου μήνα ενοίκιο από την λογίστρια, ενώ είχε ήδη πωληθεί το διαμέρισμα) ότι αυτές ήταν εξηγήσεις που δεν μπορούσαν να ανατρέψουν το συμπέρασμα περί παράδοσης κατά την αγορά και όχι προηγουμένως, κρίθηκε εύλογη και καλόπιστη από το Δικαστήριο. Και σε αυτό συμφωνούμε. Ορθά αντικρίστηκε το ζήτημα, αφού κατά πάγια νομολογία το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την δική του κρίση στην κρίση του Εφόρου αν κρίνει πως τα συμπεράσματά του είναι εύλογα και εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.   

 

Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

 

 

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

/ΓΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο