ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ Δ/ΡΙΟΥ ΑΡ. 119/19, 140/19 ΚΑΙ 163/19

 

15 Νοεμβρίου, 2024

 

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.Δ.

 

Ε.Δ.Δ. 119/19

(Συν. Υποθ. Αρ. 5660/2013, 5993/2013, 6275/2013, 6439/2013, 22/2014, 200/2014, 1576/2014, 840/2015, 1221/2015, 1470/2015)

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ

Εφεσείουσα

                                                   και

 

1.     ΑΡΓΥΡΟΥΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

2.     ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ

3.     ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ

4.     ΜΥΡΟΦΟΡΑΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ

5.     ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ - ΚΟΣΜΑ

6.     ΑΝΝΑΣ ΒΑΝΕΖΗ

7.     ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ

8.     ΦΑΝΗΣ ΠΕΝΤΑΛΙΩΤΟΥ

9.     ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ

10.  ΕΥΡΙΔΙΚΗΣ ΜΥΡΙΑΝΘΟΥΣ

Εφεσιβλήτων

----------------------------

Ε.Δ.Δ. 140/19

(Υπόθ. Αρ. 1232/2014)

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ

Εφεσείουσα

και

                              

                             ΙΩΑΝΝΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ

Εφεσίβλητης

----------------------------

Ε.Δ.Δ. 163/19

(Υπόθ. Αρ. 1696/2015)

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

     ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ

Εφεσείουσα

και

                              

                             ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΑΒΡΑΑΜ

Εφεσίβλητης

 

Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Ε. Ιωάννου (κα), Ασκούμενη Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την  Εφεσείουσα

 

Δ. Στεφανίδης για Δ. Στεφανίδης ΔΕΠΕ και Π. Σάββα, Ασκούμενο Δικηγόρο, για τους Εφεσίβλητους αρ. 1, 3, 4, 5, 7, 8, και 10 στην ΄Εφεση αρ. 119/2019

 

Δ. Καλλής για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους αρ. 2  και 6 στην Έφεση αρ.  119/2019

 

Στ. Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο αρ. 9 στην Έφεση αρ.   119/19 

 

Δ. Στεφανίδης για Δ. Στεφανίδης ΔΕΠΕ και Π. Σάββα, Ασκούμενο Δικηγόρο, προσωπικά και για Ι. Χριστίδη, για την Εφεσίβλητη στην Έφεση αρ. 140/2019

 

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη στην Έφεση αρ. 163/2019 

                 

                                                .......

 

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ.  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Οι Εφεσίβλητοι διετέλεσαν δημόσιοι υπάλληλοι και διορίστηκαν κατά τη χρονική περίοδο από το 1973 εώς και το 1992.  Κατά την αφυπηρέτηση τους, υπέβαλαν ο καθένας ξεχωριστά, αίτημα για επιστροφή των περιοδικών εισφορών τους που κατέβαλλαν μηνιαίως στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών,  σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 43 του περί Συντάξεων Νόμου (Ν.97(Ι)/97), επικαλούμενοι πλήρωση των προϋποθέσεων για επιστροφή τους,  επειδή κατά την αφυπηρέτηση τους ήταν είτε χήρες, είτε μη νυμφευμένοι/ες, είτε διαζευγμένοι/ες και χωρίς εξαρτώμενα τέκνα. 

 

          Το Γενικό Λογιστήριο, με επιστολές του απάντησε αρνητικά στα εν λόγω αιτήματα των Εφεσίβλητων, επεξηγώντας ότι το δικαίωμα επιστροφής είχε καταργηθεί με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 6 του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012 (Ν.216(Ι)/2012), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1.1.2013.

 

          Σημειώνεται πως την 1.10.2011, είχε τεθεί σε ισχύ ο περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημοσίου περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμος του 2011 (Ν.113(Ι)/2011), ο οποίος στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τον Τροποποιητικό Νόμο του 2011 (Ν.191(Ι)/2011), που τέθηκε σε ισχύ την 1.1.2012.  Στους εν λόγω Νόμους περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, πρόνοια για αύξηση των περιοδικών εισφορών που κατέβαλλε μηνιαία ο υπάλληλος στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών.  Τούτο, στα πλαίσια του στόχου του Υπουργείου Οικονομικών για συγκράτηση των δαπανών των Σχεδίων Συντάξεων του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα και σε μια προσπάθεια συμμόρφωσης με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και διασφάλισης της βιωσιμότητας των επαγγελματικών συστημάτων συνταξιοδότησης του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα.

 

          Περαιτέρω, στα πλαίσια της συμφωνίας μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Τρόικας (εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου), για σύναψη Μνημονίου Συναντίληψης, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων μέτρων και η προώθηση μέτρων για περαιτέρω συγκράτηση των δαπανών των επαγγελματικών συστημάτων συνταξιοδότησης του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα.

 

 Προς υλοποίηση των μέτρων αυτών, δημοσιεύθηκε στις 28.12.2012, ο προαναφερθείς Νόμος (Ν.216(Ι)/2012), ο οποίος κατάργησε και αντικατέστησε τους Νόμους Ν.113(Ι)/2011 και Ν.191(Ι)/2011.  Στον εν λόγω Νόμο, (Ν.216(Ι)/2012) περιλήφθηκε μεταξύ άλλων ρυθμίσεων και ειδικότερα στο Άρθρο  6, πρόνοια που αφορά την μη επιστροφή των περιοδικών εισφορών που κατέβαλλε ο/η υπάλληλος για σκοπούς μεταβίβασης της σύνταξης στη χήρα/ο ή και εξαρτώμενα τέκνα σε περίπτωση θανάτου του/της υπαλλήλου και η οποία επηρέαζε τις αφυπηρετήσεις της Κρατικής Υπηρεσίας και ευρύτερου δημοσιου τομέα, από 1.1.2013 και μετά.

 

          Συγκεκριμένα, το Άρθρο 6 του Ν.216(Ι)/2012, ορίζει ως ακολούθως:

 

  «Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε οικείου νόμου ή κανονισμών, οι περιοδικές εισφορές δεν είναι επιστρεπτέες.».

 

 

       Οι Εφεσίβλητοι, προσέβαλαν την νομιμότητα των πιο πάνω αποφάσεων της Εφεσείουσας να απορρίψει τα αιτήματα τους για επιστροφή των περιοδικών εισφορών τους, με την καταχώριση αριθμού Προσφυγών, από τις οποίες, αυτές με αρ. 5660/2013, 5993/2013, 6275/2013, 6439/2013, 22/2014, 200/2014, 1576/2014, 840/2015, 1221/2015 και 1470/2015 συνενώθηκαν πρωτόδικα.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο απασχόλησε ο κοινός λόγος ακύρωσης, τόσο στις πιο πάνω συνενωμένες Προσφυγές, όσο και στις Προσφυγές αρ. 1232/2014 και 1696/2015, ότι είχε παραβιαστεί το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης         Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διότι, με το Άρθρο 6 του Ν.216(Ι)/2012, καταργήθηκε από 1.1.2013, ένα περιουσιακό δικαίωμα τους και ειδικότερα το δικαίωμα ανάκτησης περιοδικών εισφορών κατά την αφυπηρέτηση, το οποίο είχε αναγνωριστεί επί μακρόν, με το Ν.97(Ι)/1997.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις θέσεις και επιχειρήματα των δύο πλευρών, κατέληξε πως:

 

«Η μετατροπή της αντιστοιχίας μεταξύ καταβολής υποχρεωτικών εισφορών με ανταποδοτικό χαρακτήρα, σε υποχρέωση καταβολής άνευ ετέρου και χωρίς επιστροφή στο παρά πέντε της επιστροφής του περιουσιακού αυτού δικαιώματος το οποίο δημιουργήθηκε ήδη (υπό όρους) από την έναρξη της καταβολής της πρώτης εισφοράς και ωρίμασε προς απόδοση του πριν την επέλευση της ισχύος του Ν.216(Ι)/2012, συνιστά στέρηση του περιουσιακού δικαιώματος δυνάμει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.»

 

          Η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου οδήγησε στην επιτυχία  όλων των Προσφυγών, στα πλαίσια των οποίων εκδόθηκαν ακυρωτικές αποφάσεις, με πανομοιότυπο σκεπτικό, ότι δηλαδή το Άρθρο 6 του Ν.216(Ι)/2012, που αποτέλεσε τη βάση έκδοσης όλων των πιο πάνω ατομικών διοικητικών πράξεων, παραβιάζει πρόνοιες του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

 

          Η Εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένες τις πρωτόδικες αποφάσεις και με τις παρούσες Εφέσεις επιδιώκει την ανατροπή τους.

 

          Κατά την ακρόαση των Εφέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσίβλητων εισηγήθηκαν, στα πλαίσια  προδικαστικής ένστασης, ότι οι υπό εκδίκαση  Εφέσεις δεν μπορούν να προχωρήσουν σε εξέταση επί της ουσίας τους και θα πρέπει να απορριφθούν σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας.  Προς υποστήριξη της θέσεως τους, παρέπεμψαν το Δικαστήριο στην πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου  Δέσπω Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, αρ. υπόθ 1549/2022 ημερ. 13.10.2023, με πανομοιότυπο αντικείμενο και έκδοση ακυρωτικής απόφασης με ίδιο σκεπτικό, ως οι επίδικες πρωτόδικες αποφάσεις, η οποία, ωστόσο, ουδέποτε εφεσιβλήθηκε από την Εφεσείουσα και συνεπώς κατέστη τελεσίδικη.  Με υπόβαθρο αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός, υποστήριξαν την προδικαστική τους ένσταση, κυρίως με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Δημοκρατία ν. Φλωρεντιάδης Κατασκευαί Λτδ κ.ά, Α.Ε, 34/2014, ημερ. 24.7.2020.

 

          Αντίθετα, οι ευπαίδευτες συνήγοροι της Εφεσείουσας, εισηγήθηκαν πως τα γεγονότα των υπό εκδίκαση Εφέσεων διαφοροποιούνται, εφόσον αυτές αφορούν ατομικές διοικητικές πράξεις και όχι διοικητική πράξη γενικού περιεχομένου, ως ήταν το αντικείμενο της Α.Ε.34/2014 (ανωτέρω), που συνίστατο σε τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.

 

          Είναι γεγονός ότι μας προβλημάτισε έντονα η πιο πάνω προδικαστική ένσταση, ειδικά υπό το πρίσμα των τροποποιήσεων που τα τελευταία χρόνια έλαβαν χώρα σε συνάρτηση με τα Άρθρα 146, 148 του Συντάγματος και τις εν γένει θεμελιώδεις αλλαγές ως προς τη δομή και την ιεράρχηση των Δικαστηρίων.

 

          Ωστόσο η συνολική μελέτη των Εφέσεων σε συνάρτηση με την εκκαλούμενη απόφαση, μας οδηγεί να μην επεκταθούμε επί της ως άνω νομικής θέσεως, αφού η κρίση μας για τους λόγους που θα εξηγήσουμε, είναι ταυτόσημη με την πρωτόδικη κρίση στην εκκαλούμενη απόφαση και κατ' ακολουθίαν στην απόφαση στην Προσφ. 1549/2022.

 

          Θα προχωρήσουμε λοιπόν να εξηγήσουμε γιατί οι Εφέσεις στην ουσία τους θα πρέπει να απορριφθούν.

 

          Εν πρώτοις, αναφέρουμε ότι παρά τους πολλαπλούς διατυπωθέντες  λόγους Έφεσης, η ουσία των Εφέσεων προσδιορίζεται στην κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι α) οι Εφεσείοντες είχαν αποκρυσταλλώσει δικαίωμα σε περιουσιακό στοιχείο που προστατεύεται από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ως και ότι β) η μη επιστροφή των περιοδικών εισφορών έγινε κατά παράβαση της αρχής της ισότητας μεταξύ ομοιογενών κατηγοριών.

 

          Σημειώνεται ότι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσίβλητων 1, 3, 4, 5 και 10 στην Έφεση αρ. 119/2019, καταχώρησαν Αντέφεση, επικαλούμενοι επιπρόσθετους λόγους ακύρωσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να τους εξετάσει. Σαφές είναι πως η αντέφεση θα αποκτούσε υπόσταση μόνο σε περιπτώσεις επιτυχίας της έφεσης.  

 

          Οι ευπαίδευτες συνήγοροι της Εφεσείουσας εισηγήθηκαν πως οι Εφεσίβλητοι ουδέποτε κατέστησαν δικαιούχοι επιστροφής των επίδικων εισφορών τους. Τούτο γιατί το δικαίωμα επιστροφής των εισφορών καταργήθηκε προτού οι Αιτητές καταστούν δικαιούχοι της επιστροφής, ζήτημα που θα μπορούσε να εξετασθεί μόνο κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης τους.  Ούτε και υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση την ισχύουσα κατά την ημέρα προσφυγής τους στο Δικαστήριο, εθνική νομοθεσία που να ικανοποιεί την απαίτηση τους για επιστροφή, εφόσον οι Εφεσίβλητοι δεν ήταν, με βάση το Νόμο, δικαιούχοι επιστροφής των εισφορών, είτε κατά την ημέρα ψήφισης του Ν.216(Ι)/2012, είτε κατά την ημέρα υποβολής της αίτησης τους στο Γενικό Λογιστήριο, είτε κατά την καταχώριση των Προσφυγών τους στο Δικαστήριο.  Συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε πως οι Εφεσίβλητοι είχαν αποκρυσταλλώσει δικαίωμα σε περιουσιακό στοιχείο που να προστατεύεται από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλου της ΕΣΔΑ.

 

          Περαιτέρω, εισηγήθηκαν πως ακόμα και αν ήθελε αποφασισθεί ότι το δικαίωμα επιστροφής των εισφορών τους αποτελεί «περιουσία» εντός της έννοιας του Άρθρου 1 (ανωτέρω), η επέμβαση αυτή ήταν νόμιμη, υπό την έννοια ότι  η περιουσία των Εφεσίβλητων υπέστη ένα νόμιμο περιορισμό, για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας/δημοσίου συμφέροντος.  Προς τούτο, παρέπεμψαν στο προκαταρκτικό Μνημόνιο Συναντίληψης - όπου εντοπίζεται και η πρόνοια που οδήγησε στη ψήφιση του Άρθρου 6 του Ν.216(Ι)/2012 - το οποίο ετοιμάστηκε κατόπιν ανάλυσης των τεχνοκρατών της Κύπρου και της Τρόικα, των δημοσίων οικονομικών και της οικονομίας της χώρας.  Η επιτακτική, όπως εισηγήθηκαν, και επιβαλλόμενη ανάγκη για δημοσιονομικό ορθολογισμό, συνιστούν σκοπό δημόσιας ωφέλειας. 

 

          Τέλος, προέβαλαν τον ισχυρισμό πως η αρχή της ισότητας, ουδόλως παραβιάζεται με το Άρθρο 6 του Ν.216(Ι0/2012.

 

          Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση των Εφεσίβλητων, οι οποίοι υποστηρίζουν την ορθότητα των πρωτόδικων αποφάσεων και απορρίπτουν τις εισηγήσεις των Εφεσειόντων.

 

          Είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε τα όσα προωθήσαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών.

 

          Η εισήγηση των Εφεσειόντων, πως οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν αποκρυσταλλώσει δικαίωμα σε περιουσιακό στοιχείο που προστατεύεται από το Άρθρο 1 του πιο πάνω Πρωτοκόλλου, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Προς τούτο παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, με το οποίο συμφωνούμε και υιοθετούμε:

 

«Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αφορά την προστασία της περιουσίας και έχει ως ακολούθως:

 

«Άρθρο 1 - Προστασία της ιδιοκτησίας

 

Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους.

 

Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσιν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.»

 

Τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, καλύπτονται από την προστασία που παρέχεται, εφόσον βασίζονται σε νόμο ή κανονισμούς, που ισχύουν μέχρι την προσφυγή στο δικαστήριο ή σε παγιωμένη νομολογία του εθνικού δικαστηρίου, η οποία δημιουργεί νόμιμη προσδοκία (legitimate expectation) ότι μπορούν να διεκδικηθούν δικαστικά. (Βλ. ΕΔΔΑ, Straus Greek Refineries and Stratis Andreadis v. Greece (1994) 19 EHRR, 293).

 

Εξετάζοντας τα κριτήρια καθορισμού της υποχρέωσης επιστροφής των περιοδικών εισφορών αλλά και το όλο νομοθετικό πλαίσιο του περί Συντάξεων Νόμου (Ν.97(Ι)/97) όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, διαπιστώνω ότι δημιουργούνται δύο κατηγορίες συντάξιμων υπαλλήλων. Από τη μία είναι η κατηγορία αυτών που με ανέκκλητη δήλωση τους δήλωσαν ότι δεν επιθυμούσαν να επωφεληθούν της προοπτικής μεταβίβασης της σύνταξής τους σε περίπτωση θανάτου τους στη σύζυγο και τα τέκνα οπότε αυτοί δεν υποχρεούντο ποτέ σε περιοδικές εισφορές. Από την άλλη είναι οι συντάξιμοι υπάλληλοι, που δεν προέβηκαν σε τέτοια δήλωση και υποχρεούντο σε περιοδικές εισφορές ώστε να επωφεληθούν οι εξαρτώμενοί τους σε περίπτωση θανάτου τους αλλά παράλληλα με βάση την ρητή διάταξη του άρθρου 43 και να μην ζημιωθούν από τη μη ανταπόδοση, σε περίπτωση αφυπηρέτησής τους χωρίς εξαρτώμενους (ως η περίπτωση των αιτητών) με την επιστροφή σε αυτούς των περιοδικών εισφορών.

 

Έχοντας αυτά κατά νου οι αιτητές δεν αποποιήθηκαν με ανέκκλητη δήλωσή τους τόσο των υποχρεώσεών τους (καταβολή εισφορών) αλλά και των δικαιωμάτων τους (είτε σύνταξη στους εξαρτώμενους τους σε περίπτωση θανάτου τους, είτε επιστροφή των εισφορών αν δεν προέκυπτε πλήρωση των προϋποθέσεων (για σύνταξη χηρείας ή τέκνου). Το άρθρο 6 του Ν. 216(Ι)/2012 τερμάτισε το δικαίωμα αυτό από 1/1/2013. Τουτέστιν παρά την ισχύ του Ν. 97(Ι)/97 (άρθρο 43) χωρίς την κατάργηση ή τροποποίησή του, ο νεότερος επίδικος Νόμος αρ. 216(Ι)/2012 ανέτρεψε την κατ' αυστηρότητα χαρακτηριζόμενη νόμιμη προσδοκία επιστροφής των περιοδικών εισφορών, που ουσιαστικά συνομολογήθηκε βάσει νόμου από τους αιτητές και τους καθ' ων η αίτηση, ήδη για μερικούς από το 1978 ή 1990 μέχρι και την αφυπηρέτησή τους (επί των λεπτομερειών χρήσιμος είναι ο Πίνακας Α΄ μέρος της δικαστικής απόφασης).

 

Επρόκειτο για δικαίωμα κατοχυρωμένο για πληρωμή κατά την αφυπηρέτηση, υπό τον όρο της αφυπηρέτησης χωρίς εξαρτώμενα τέκνα ή σύζυγο. Νοουμένου ότι η υποχρέωση εισφοράς βάσει του Νόμου προέκυπτε κάθε μέρα, αλλά αποκοπτόταν από τον μισθό μηνιαίως, οι αιτητές δικαιούντο από την πρώτη ημέρα έναρξης της καταβολής τις εισφορές τους υπό τον όρο πλήρωσης των προϋποθέσεων και με μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού στο μελλοντικό σημείο της ημέρας της αφυπηρέτησης. Η μετατροπή της αντιστοιχίας μεταξύ καταβολής υποχρεωτικών εισφορών με ανταποδοτικό χαρακτήρα, σε υποχρέωση καταβολής άνευ ετέρου και χωρίς επιστροφή στο παρά πέντε της επιστροφής του περιουσιακού αυτού δικαιώματος το οποίο δημιουργήθηκε ήδη (υπό όρους) από την έναρξη της καταβολής της πρώτης εισφοράς και ωρίμασε προς απόδοση του πριν την επέλευση της ισχύος του Ν.216(Ι)/2012, συνιστά στέρηση του περιουσιακού δικαιώματος δυνάμει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.»

 

 

          Σε σχέση με την εφαρμογή του Άρθρου 1 του πιο πάνω Πρωτοκόλλου, παραπέμπουμε στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Ζωή Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας ΕΔΔ 178/2018 ημερ. 13.5.2024 και στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Το άρθρο 1 του  Πρωτοκόλλου  προστατεύει την περιουσία και επιτρέπει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος για λόγους δημόσιας ωφελείας ενώ το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια στους λόγους περιορισμού του δικαιώματος ιδιοκτησίας που επιτρέπονται. Στο Σύνταγμα ρυθμίζονται περιπτωσιολογικά οι επιτρεπόμενοι περιορισμοί στο πιο πάνω δικαίωμα. Συνεπώς, το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει μεγαλύτερη προστασία από ότι το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου (Βλ. Δημοκρατία ν. Αυγουστή, Ε.Δ.Δ. 177/18 κ.ά., ημερ. 10.4.2020).

     

    Η υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 175 αφορούσε τις έκτακτες αποκοπές από τους μισθούς δημοσίων υπαλλήλων προς αντιμετώπιση της ακραίας οικονομικής κρίσης με βάση τον περί ΄Εκτακτης Εισφοράς Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2011 (Ν. 112(Ι)/2011).   Αναγνωρίστηκε ότι ο μισθός συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα το οποίο, δεν εκτείνεται και σε δικαίωμα σε μισθό συγκεκριμένου ύψους. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι, η μικρή αποκοπή που επιβλήθηκε υπό μορφή έκτακτης εισφοράς και η οποία κυμαίνεται μεταξύ 1,5% - 3,5%, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν επηρέαζε το πυρήνα του δικαιώματος επί του μισθού, ο οποίος πυρήνας παρέμεινε άθικτος και καθόλου δεν αδρανοποιήθηκε ώστε να πρόκειται για στέρηση ή περιορισμό, εκτός των αποδεκτών πλαισίων του Άρθρου 23.  Έτσι, κρίθηκε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 23 ενώ για τους ίδιους λόγους, απορρίφθηκε, a fortiori, και η εισήγηση για παράβαση του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου.   

 

    Ακολούθησε η υπόθεση Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 361, η οποία αφορούσε την αναστολή καταβολής σύνταξης σε αξιωματούχους που λάμβαναν μισθό από το αξίωμα το οποίο ανέλαβαν μετά την συνταξιοδότηση τους (άρθρο 3Β του περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμος του 2011 (Ν. 88(Ι)/2011). Στην πιο πάνω υπόθεση κρίθηκε ότι «η αναστολή» στην καταβολή σύνταξης, όπως προνοείται στο νόμο, είχε ουσιαστικά την έννοια πως οι εκεί εφεσείοντες έχαναν οριστικά, το δικαίωμα τους στη σύνταξη για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η θητεία ή η υπηρεσία τους στις συγκεκριμένες θέσεις. Η ουσία εστιάζετο πως επρόκειτο περί επιβολής στέρησης ή περιορισμού, του δικαιώματος ιδιοκτησίας, στο διηνεκές, που δεν εδικαιολογείτο από το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος.        

 

    Η μεταγενέστερη υπόθεση Δημοκρατία ν. Αυγουστή (ανωτέρω) αφορούσε την περιστολή των δαπανών του δημοσίου τομέα ενόψει της ακραίας οικονομικής κρίσης που ταλάνιζε τη χώρα. Ειδικότερα, προβλέφθηκε μείωση των μισθών και των συντάξεων.  Στην εν λόγω απόφαση έγινε ιστορική και νομολογιακή ανάλυση τόσο των αποφάσεων Κουτσελίνη και Χαραλάμπους (ανωτέρω) όσο και της πλούσιας ευρωπαϊκής νομολογίας. Κρίθηκε ότι, οι αποκοπές που έγιναν με συγκεκριμένες νομοθεσίες δεν επηρέαζαν τον πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό και σύνταξη ούτε και έθεταν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι να σημειωθεί δεν έθεσαν τέτοιο ζήτημα.      

         

    Στην υπόθεση Koufaki and Adedy v. Greece (απόφαση του ΕΔΔΑ στο πλαίσιο των Αιτήσεων 57657/12 και 57665/12, ημερ. 7.5.2013) ο συνταξιούχος δικηγόρος και η συνδικαλιστική οργάνωση αμφισβήτησαν ενώπιον του ΕΔΔΑ τη συμβατότητα των  περικοπών των μισθών, των επιδομάτων και συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων που επήλθε με νόμους, κατ'  εφαρμογή του πρώτου μνημονίου, προς τις διατάξεις της ΕΣΔΑ και ειδικότερα του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου.  Το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι, οι εν λόγω μειώσεις δεν αποτελούσαν στέρηση της ιδιοκτησίας αλλά συνιστούσαν  επέμβαση στην απόλαυση του δικαιώματος του σεβασμού της περιουσίας στο πλαίσιο του πιο πάνω άρθρου της Σύμβασης. Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι, το συγκεκριμένο άρθρο δεν αναγνωρίζει δικαίωμα σε συγκεκριμένο ποσό σύνταξης ή αμοιβής ενώ παρέχεται στον εθνικό νομοθέτη ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την ενάσκηση της κοινωνικής του πολιτικής.  Κρίθηκε ότι, η υιοθέτηση των προσβαλλόμενων μέτρων ήταν δικαιολογημένη «από την ύπαρξη μιας χωρίς προηγούμενο εξαιρετικής κρίσης στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας».  Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η ανάγκη αντιμετώπισης της δύσκολης αυτής κατάστασης συνιστούσε λόγο δημόσιας ωφελείας ικανό να στηρίξει την λήψη των προσβαλλόμενων με την προσφυγή μέτρων.»            

.............................. 

   Στην υπό εξέταση περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη την ακραία οικονομική κρίση που αντιμετώπιζε η χώρα μας, τα επίδικα μέτρα που λήφθηκαν και δη η τροποποίηση της φόρμουλας υπολογισμού της υπερωριακής εργασίας με την μείωση κατά 33% της αποζημίωσης καθώς και η μείωση της φόρμουλας υπολογισμού των επιδομάτων βάρδιας με κατάργηση του επιδόματος για απογευματινή εργασία και μείωση κατά 20% και 25% των υπολοίπων, νύχτας, Κυριακής και αργίας και σε ακολουθία των όσων αναφέρθηκαν στην Χαραλάμπους και Αυγουστή ανωτέρω αλλά και του λόγου της Koufaki and Adedy v. Greece (ανωτέρω), κρίνουμε ότι, τα προσβαλλόμενα με την αίτηση ακύρωσης μέτρα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης,  δεν παραβιάζουν τον πυρήνα του συγκεκριμένου δικαιώματος, μα ούτε και θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εφεσειόντων.»

 

 

          Υπό το πρίσμα των πιο πάνω νομολογιακά καθιερωμένων αρχών, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως οι Εφεσίβλητοι είχαν αποκρυσταλλώσει δικαίωμα σε περιουσιακό στοιχείο που προστατεύεται από το Άρθρο 1 του Πρωτόκολλου. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, κατά την κρίση μας,  διαφοροποιούνται από τα γεγονότα των υποθέσεων Χαραλάμπους, Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, Αυγουστή και Χριστοδουλίδου (ανωτέρω).  Τούτο γιατί, οι  εν λόγω υποθέσεις, αφορούσαν αποκοπές και μειώσεις μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, ως και αναστολή καταβολής σύνταξης λόγω της νόμιμης προσδοκίας απόκτησης του στο μέλλον. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, η απαίτηση των Εφεσίβλητων συνίσταται στην επιστροφή των περιοδικών εισφορών που ήδη κατέβαλλαν μηνιαίως στο ταμείο χηρών και ορφανών και έχουν ήδη αποκρυσταλλωθεί.    Ως εκ τούτου, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν τίθεται ζήτημα νόμιμης προσδοκίας καταβολής περιουσιακού δικαιώματος στο μέλλον, αλλά αυτή αφορά ήδη καταβληθέντα και αποκρυσταλλωμένα ποσά εισφορών, τα οποία αποκόπτονταν από το μισθό τους μηνιαίως και τα οποία δικαιούντο, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από την πρώτη ημέρα έναρξης της καταβολής των εισφορών τους, υπό τον όρο πλήρωσης των προϋποθέσεων και με μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού στο μελλοντικό σημείο της ημέρας της αφυπηρέτησης.

 

          Με αυτά τα δεδομένα, κρίνουμε ότι Εφεσίβλητοι, από την έναρξη καταβολής των μηνιαίων εισφορών τους, κατέστησαν δικαιούχοι περιουσιακού στοιχείου  που αδιαμφισβήτητα, συνίσταται σε ήδη καταβληθέντα ποσά εισφορών προς όφελος τους.  Ως εκ τούτου, η αντίθετη θέση της Εφεσείουσας ότι το ζήτημα της επιστροφής των εισφορών θα μπορούσε να λάβει υπόσταση μόνο κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης των Εφεσίβλητων, χρόνο κατά τον οποίο το δικαίωμα επιστροφής είχε καταργηθεί με βάση του Άρθρο 6 του Ν.216(Ι)/2012, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο των Εφεσίβλητων, δημιουργήθηκε από την έναρξη της καταβολής της πρώτης εισφοράς και ωρίμασε προς απόδοση, πριν την έναρξη ισχύος του Ν.216(Ι)/2012.  Είναι δε σημαντικό, ότι το Άρθρο 6 του Ν.216(Ι)/2012, τερμάτισε το δικαίωμα αυτό από 1.1.2013, χωρίς ωστόσο να καταργηθεί ή τροποποιηθεί το Άρθρο 43 του Ν.97(Ι)/1997Το δικαίωμα επιστροφής των περιοδικών εισφορών, ουσιαστικά γεννήθηκε με βάση το Ν.97(Ι)1997, κατά το χρόνο έναρξης καταβολής των εισφορών και πολύ πριν την θέσπιση του Ν.216(Ι)/2012.

 

          Σ' ό,τι αφορά τον επιτρεπτό περιορισμό περιουσιακών δικαιωμάτων για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και δημόσιας ωφέλειας, ως και το ζήτημα της ανισότητας που δημιουργείται, παραπέμπουμε στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και υιοθετούμε:

 

«Σε σχέση με το επιτρεπτό των περιορισμών, παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στις Συνεκδ. Υποθ. 441/2014 κ.ά. Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12/11/2018, στο οποίο διαπιστώνονται οι αρχές της νομολογίας του ΕΔΔΑ ως ακολούθως:

 

«Με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ τα περιθώρια του κράτους να προβεί σε περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων, ειδικότερα του μισθού, άλλων απολαβών και συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, με σκοπό την έξοδο από δημοσιονομικό έλλειμμα, εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και περιστολή των κρατικών δαπανών είναι ευρύτατα και θεωρούνται πως βασίζονται σε λόγους δημοσίου συμφέροντος και δημόσιας ωφέλειας. Επαφίεται σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ στον αιτητή να αποδείξει ότι δεν εξυπηρετείτο το δημόσιο συμφέρον ή ότι η επέμβαση δεν βασιζόταν σε λόγους δημόσιας ωφέλειας (Broniowski v. Poland 2004-V, 43 EHRR 1, § 149, James and Others v. UK A 98 (1986), 8 EHHR 123, § 46 PC, Pressos Compania Navierna SA and Others v. Belgium A 332 (1995), 21 EHRR 301 § 37). Όπως αναφέρθηκε στην James and Others (ανωτέρω) στην § 49:

 

«The taking of property in pursuance of a policy calculated to enhance social justice within the community can properly be described as being "in the public interest"».

           

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 

Σε αντίθεση με τον επιτρεπτό περιορισμό που κρίθηκε ανωτέρω σε ποσοστό επί των επιδομάτων βάρδιας των εκεί αιτητών, εν προκειμένω διαπιστώνεται στέρηση κεκτημένου περιουσιακού δικαιώματος χωρίς ανταπόδοση ή αντιστάθμισμα, κατά παράβαση και της αρχής της ισότητας μεταξύ ομοιογενών κατηγοριών, λόγω της ανισότητας που δημιουργείται μεταξύ των αιτητών και των άλλων συντάξιμων υπαλλήλων οι οποίοι είτε δεν κατέβαλαν ποτέ κατ' επιλογή τους εισφορές και απολάμβαναν τον μηνιαίο μισθό τους χωρίς τις περικοπές είτε με αυτούς που κατέβαλλαν αλλά επωφελήθηκαν του Ταμείου Χηρών και Ορφανών τα εξαρτώμενα τέκνα τους, καλυπτόμενοι από τον κίνδυνο θανάτου με δικαίωμα στη μεταβίβαση της σύνταξης. Το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ που παρέχει συμπληρωματική προστασία απαγορεύει τις διακρίσεις κατά την απόλαυση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κρίνω πως υπήρξε δυσμενής διάκριση πέραν του ανεπίτρεπτου της οριστικής στέρησης περιουσιακού δικαιώματος μεταξύ ομοιογενών υποκειμένων εδώ των συντάξιμων δημοσίων υπαλλήλων ως επεξηγήθηκαν οι δύο κατηγορίες ανωτέρω.»

 

 

           Για όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως οι λόγοι Έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.  Ως εκ τούτου δεν θα  ασχοληθούμε με τους λόγους Αντέφεσης. 

 

          Συνακόλουθα, οι Εφέσεις και η Αντέφεση απορρίπτονται.

 

          Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των Εφεσίβλητων και σε βάρος της Εφεσείουσας, σε έκαστη των Εφέσεων, ύψους €3.000 (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει).

 

          Σε ό,τι αφορά την Αντέφεση, ως εκ του αποτελέσματος, δεν εκδίδουμε καμιά διαταγή για έξοδα.

         

                                                                    Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                         

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

                                                         

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/Α.Λ.Ο  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο