ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 165/18)

2 Οκτωβρίου, 2024

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΑΛΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

   ν.

ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΟΥΣΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΥΤΟΥ,

Εφεσίβλητων.

______________________

 

Μ. Θεοδώρου (κα), για Αναστάσιος Μυλωνάς & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Α. Αιμιλιανίδης, για Αχιλλεύς & Αιμίλιος Κωνσταντίνος Αιμιλιανίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

______________________

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από την Καλλιγέρου, Δ.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων προήχθη με απόφαση των εφεσίβλητων σε Επίκουρο Καθηγητή του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου από 10/9/2015. O ίδιος αποδέχτηκε την προσφορά της θέσης με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του, εξηγώντας με επιστολή του ότι κατά την άποψή του η προαγωγή του θα έπρεπε να είχε αναδρομική ισχύ. Ακολούθησε η καταχώριση της προσφυγής του αρ. 1517/2015 στο Διοικητικό Δικαστήριο, με την οποία ο εφεσείων ζητούσε την έκδοση απόφασης και/ή διαταγής του δικαστηρίου για άρση της παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας των εφεσίβλητων ως παράνομης, καθ' ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να τον προάξουν από προγενέστερη ημερομηνία, ως κατά την άποψή του όφειλαν.

 

Σύμφωνα με τα ειδικότερα περιστατικά της υπόθεσης, ο εφεσείων είχε συμπληρώσει τα τρία χρόνια στη θέση Λέκτορα το 2013 και ζήτησε να ξεκινήσει η διαδικασία για προαγωγή του στην θέση Επίκουρου Καθηγητή. Αυτό πράγματι έγινε και μετά από εισήγηση του Εκλεκτορικού Σώματος η Διοικούσα Επιτροπή σε απόφασή της ημερομηνίας 26/3/2014, αποφάσισε την ανέλιξη του εφεσείοντα στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή, με την εξής σημείωση:

 

«Η Διοικούσα Επιτροπή αποφάσισε όπως η πράξη υλοποιηθεί με βάση τις σχετικές αποφάσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Πανεπιστήμιο θα ακολουθήσει όλες τις νόμιμες διαδικασίες ενόψει της συζήτησης του θέματος στο Υπουργείο Οικονομικών και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.»

 

Η απόφαση για ανέλιξη του εφεσείοντα υπό τις περιστάσεις της παγοποίησης βάσει νομοθεσίας των προαγωγών, δεν του κοινοποιήθηκε.

 

Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσίβλητων, με την οποία ο πρώτος ζητούσε ενημέρωση για το ζήτημά του, που εκκρεμούσε. Συγκεκριμένα, με επιστολή του ημερομηνίας 14/7/2014, ζήτησε την αναδρομική προαγωγή του.  

 

Η απάντηση που του δόθηκε από τους εφεσίβλητους, ήταν ότι δεν ήταν δυνατή οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια εκ μέρους τους, καθότι οι ανελίξεις μελών του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού, παρέμεναν παγοποιημένες, δυνάμει του περί Απαγόρευσης Πλήρωσης Κενών Θέσεων στο Δημόσιο και Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις) Νόμο (Ν.21(Ι)/2013), ο οποίος είχε τεθεί σε ισχύ από 18/4/2013. 

 

Ένα σχεδόν έτος αργότερα, η Διοικούσα Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 3/4/2015, κατέγραψε τα ακόλουθα σε σχέση με την διαδικασία αποπαγοποίησης ανελίξεων μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού και τη διαδικασία για την ανέλιξη του εφεσείοντα (με τον τονισμό να έχει προστεθεί):

 

«Ο Πρόεδρος ενημέρωσε τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπή ότι η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 24 Μαρτίου 2015 ενέκρινε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 14 Ιανουάριου 2015 (Πρόταση του Υπουργείου Οικονομικών με αρ. 1625Α/2014), αποφάσισε την εξαίρεση από την απαγόρευση πλήρωσης δεκατεσσάρων (14) θέσεων ανελίξεων ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου. Ανέφερε, επίσης, ότι οποιεσδήποτε ενέργειες που αφορούν σε ανέλιξη μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της περιόδου 18 Απριλίου 2013 (ημερομηνία δημοσίευσης του περί Απαγόρευσης Πλήρωσης Κενών Θέσεων στο Δημόσιο και Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις) Νόμο (Ν.21(Ι)/2013) και 14 Ιανουάριου 2015, είναι παράνομες και θα πρέπει να ανακληθούν.

 

Η Διοικούσα Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού (συνεδρία ημερομηνίας 24/3/2015) ενέκρινε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (συνεδρία ημερομηνίας 14/01/2015) για αποπαγοποίηση των ανελίξεων του ακαδημαϊκού προσωπικού, ανακάλεσε όλες τις ενέργειες που αφορούν σε ανελίξεις των μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού και έγιναν εντός της περιόδου 18 Απριλίου 2013 και 24 Μαρτίου 2015 και αποφάσισε όπως αυτές επαναληφθούν μέσω τηλεδιάσκεψης.

 

Η Διοικούσα Επιτροπή εισηγείται όπως το Εκλεκτορικό Σώμα κατά την έναρξη της νέας συνεδρίας του ανακαλέσει την προηγούμενή του σχετική απόφαση [.]»

 

 

Το Εκλεκτορικό Σώμα συμμορφούμενο με τα ανωτέρω, ανακάλεσε την απόφαση που είχε λάβει κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 5/3/2014, σύμφωνα με την οποία είχε εισηγηθεί την ανέλιξη του εφεσείοντα στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή και αποφάσισε όπως επαναληφθεί η διαδικασία.

 

Στη συνέχεια απέστειλε εκ νέου προς τη Διοικούσα Επιτροπή, φάκελο εργασιών ημερομηνίας 25/8/2015, με εισήγηση την ανέλιξη του εφεσείοντα στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή, εισήγηση την οποία η Διοικούσα Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 4/9/2015, υιοθέτησε, με την επισήμανση ότι η ανέλιξή του διέπεται από τις σχετικές νομοθεσίες περί μη παραχώρησης οποιωνδήποτε αυξήσεων. Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα στις 10/9/2015 και αυτός, ως προαναφέρθηκε, αποδέχτηκε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του.

 

Η προσφυγή του εφεσείοντα εκδικάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο και απορρίφθηκε. Κρίθηκε από το δικαστήριο πρωτόδικα, ότι δεν προσβαλλόταν οποιαδήποτε εκτελεστή παράλειψη, εκ του Νόμου επιβαλλόμενη, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Ακολούθησε η καταχώριση εκ μέρους του εφεσείοντα της ενώπιον μας έφεσης, με την οποία ο εφεσείων βάλλει, με επτά λόγους έφεσης, κατά της ορθότητας της εκκαλούμενης δικαστικής απόφασης. Στο περίγραμμα αγόρευσής του απέσυρε ρητά τους λόγους έφεσης αρ. 6 και 7 και ως εκ τούτου κατωτέρω δεν θα αναφερθούμε σε αυτούς. Παραμένουν για εξέταση οι πέντε πρώτοι λόγοι έφεσης ως ακολούθως περιγράφονται:

 

    Με τον πρώτο εξ αυτών, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του, αφού καθόλου δεν εξέτασε το θέμα της άνισης μεταχείρισης εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση, μεταξύ των ατόμων που τελούσαν κάτω από το ίδιο πραγματικό και νομικό καθεστώς. Mε τους λοιπούς λόγους έφεσης υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή του, αφού παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, η καλή πίστη και γενικά οι αρχές της χρηστής διοίκησης, καθώς και το άρθρο 10 του Ν.158(1)/1999 (2ος λόγος έφεσης), ότι το δικαστήριο δεν εξέτασε και δεν αποφάσισε για την παράλειψη της πλήρωσης της θέσης του Επίκουρου Καθηγητή αναδρομικά (3ος λόγος έφεσης), ότι το δικαστήριο ουδόλως εξέτασε τη σύνθεση της Διοικούσας Επιτροπής που ως γνωστό θέματα συνταγματικότητας και δημοσίου συμφέροντος εξετάζονται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (4ος λόγος έφεσης) και τέλος ότι το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αφού παραβιάστηκαν τα ατομικά δικαιώματα του εφεσείοντα από τον καθ' ου και ουδόλως εξετάστηκε το θέμα αυτό από το πρωτόδικο δικαστήριο (5ος λόγος έφεσης).

 

    Στο περίγραμμα αγόρευσής τους οι εφεσίβλητοι, ως θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο υπό τις περιστάσεις ανωτέρω, προέβαλαν προδικαστική ένσταση, ότι η παρούσα έφεση είναι αλυσιτελής και γι' αυτό τον λόγο θα πρέπει να απορριφθεί από το δικαστήριο. Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε ότι «ουδόλως προβάλλει λόγους Έφεσης που να προσβάλλουν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά αντιθέτως προβάλλει λόγους «Έφεσης» που δεν έτυχαν εξέτασης από το πρωτόδικο δικαστήριο ή/και που δεν εγέρθηκαν πρωτόδικα».

 

    Ό,τι διαπιστώνουμε, είναι πως με την πρωτόδικη απόφαση είχε κριθεί πως δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για εξέταση των λόγων ακυρώσεως αφού δεν υπήρξε οποιαδήποτε «παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας». Με τους λόγους έφεσης που ανέπτυξε ο εφεσείων δεν αμφισβητεί την βασική αυτή κατάληξη του Δικαστηρίου στην οποία βασίστηκε η απόρριψη της προσφυγής από το πρωτόδικο δικαστήριο ως απαράδεκτης, αφού όπως διαπιστώνουμε δεν προβάλλει λόγο έφεσης σχετικά με το καθοριστικό αυτό δικαστικό εύρημα. Ως εκ τούτου, δεν μας είναι επιτρεπτό να εξετάσουμε λόγους έφεσης για «παραλείψεις» του Δικαστηρίου να εξετάσει λόγους ακυρώσεως, είτε αυτοί εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Διοικητικό Δικαστήριο είτε όχι. Το Δικαστήριο πρωτόδικα κατέληξε ότι η προσφυγή δεν είχε αντικείμενο και ως εκ τούτου ήταν απαράδεκτη. Οι λόγοι εφέσεως προβάλλονται αλυσιτελώς και η έφεση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη, ως απαράδεκτη.

 

    Επισημαίνεται πως οι λόγοι ακύρωσης σε προσφυγή εξετάζονται από το Δικαστήριο αν ήθελε πρώτα κριθεί πως η προσφυγή είναι παραδεκτή, επειδή (ανάμεσα σε άλλα) προσβάλλει είτε εκτελεστή διοικητική πράξη, είτε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

 

 

 

 

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΓΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο