ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ Δ/ΡΙΟΥ ΑΡ. 141/19, (Αρ. Υποθ. 562/2017)
9 Οκτωβρίου, 2024
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.Δ.
ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Εφεσείουσα
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-----------------------
Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα
Ε. Παπαγεωργίου (κα), με Σ. Χαραλάμπους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη
Α. Κωνσταντίνου, για Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο
.......
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Με απόφαση της Εφεσίβλητης, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 17.3.2017, διορίστηκε η Π. Ρολάνδη (στο εξής το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο), στη μόνιμη θέση Αρχιφοροθέτη, Τμήμα Φορολογίας, από την 1.3.2017.
Η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26.3.2010. Υποβλήθηκαν 134 αιτήσεις οι οποίες αποστάληκαν στον Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, ως Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία στις 28.2.2012 υπέβαλε την Έκθεση της στην Εφεσίβλητη. Με την εν λόγω Έκθεση, συστήθηκαν τέσσερεις υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων η Εφεσείουσα και το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.
Η Εφεσίβλητη κάλεσε σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους, η οποία διεξάχθηκε σε δύο συνεδρίες και στην τελευταία την 1.2.2017, ο Έφορος Φορολογίας σύστησε για διορισμό το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο και αποχώρησε. Ακολούθως, η Εφεσίβλητη, αφού αξιολόγησε τους υποψηφίους, κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της Προσφυγής αρ. 562/2017.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την προδικαστική ένσταση της Εφεσίβλητης, ότι στα νομικά σημεία της Προσφυγής δεν περιλαμβανόταν η κατ' ισχυρισμό αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 4 του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου του 2014 Ν.70(Ι)/2014, κατέληξε ότι η Εφεσείουσα αναφερόταν στην Προσφυγή της, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, σε παράβαση του Συντάγματος και συνεπώς δεν προχώρησε στην εξέταση της προβληθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου θέσης περί αντισυνταγματικότητας.
Στη συνέχεια, αφού εξέτασε τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης, κατέληξε ότι «Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι η καθ' ης η αίτηση έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί της αιτήτριας στο θεσμοθετημένο κριτήριο της αξίας σε βαθμό που δεν θα μπορούσε να αντιστραφεί η υπεροχή αυτή του ενδιαφερομένου μέρους στη βάση και μόνο πρόσθετων προσόντων τα οποία, εν πάση περιπτώσει, κατείχαν και οι δυο υποψήφιες. Πρόσθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ της τη σύσταση του προϊσταμένου», με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής και επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η Εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκει την ανατροπή της, στη βάση πέντε (5) λόγων Έφεσης.
Με τον 1ο λόγο Έφεσης, η Εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένη την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει «τον ισχυρισμό ότι έπασχε η σύσταση αφού προήλθε από όργανο που διορίστηκε στη «θέση Εφόρου» με βάση Αντισυνταγματικό Νόμο και διαδικασία που παραβιάζει τη διάκριση των εξουσιών, γιατί δεν δικογραφείτο δήθεν στην αίτηση ακυρώσεως».
Προέχει η εξέταση αυτού του λόγου Έφεσης, στα πλαίσια του οποίου η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας, εισηγήθηκε πως είχε δικογραφηθεί τέτοιος ισχυρισμός και συγκεκριμένα παρέπεμψε στα νομικά σημεία 2, 23 και 12 της Αίτησης ακύρωσης. Εν πάση περιπτώσει, ισχυρίσθηκε ότι το ζήτημα της αρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση, αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα που άπτεται της δημόσιας τάξης και ως τέτοιο εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Επιπρόσθετα, επεσήμανε πως επί του συγκεκριμένου ζητήματος υπάρχει δεσμευτική τελεσίδικη δικαστική κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Δημοκρατία ν. Ποταμίτου Συνεκδ. Εφέσεις 59/2020 και 104/2020, ημερ. 7.6.2021, ότι ο διορισμός του κ. Τσαγγάρη στη θέση Εφόρου Φορολογίας στις 8.4.2016 ήταν αντισυνταγματικός, ως παραβιάζων τα Άρθρα 122, 123 124 και 125 του Συντάγματος.
Αντίθετα, οι ευπαίδευτες συνήγοροι της Εφεσίβλητης, υποστήριξαν πως ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του διορισμού του Εφόρου Φορολογίας, ο οποίος προέβη σε σύσταση, ορθά δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο διότι δεν εξειδικεύθηκε ρητά και αιτιολογημένα στην Αίτηση Ακύρωσης. Περαιτέρω, υποστήριξαν πως η νομιμότητα της προσβαλλόμενης με την Προσφυγή απόφασης, δεν επηρεάζεται από την εκ των υστέρων κήρυξη της αντισυνταγματικότητας του διορισμού του Εφόρου Φορολογίας, στα πλαίσια των Συνεκδ. Εφέσεων 59/2020 και 104/2020, ημερ. 5.6.2021 (ανωτέρω).
Εξετάσαμε με κάθε προσοχή την πιο πάνω εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσείουσας.
Προς τούτο, εξετάσαμε την Αίτηση Ακυρώσεως και διαπιστώνουμε πως στα νομικά σημεία αυτής, αλλά και στα συγκεκριμένα νομικά σημεία με αρ. 2, 12 και 23, στα οποία μας παρέπεμψε η δικηγόρος της Εφεσείουσας, καμιά ρητή και συγκεκριμένη αναφορά γίνεται περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 4 του Ν.70(Ι)/2014, ως αντιβαίνων την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και τα Άρθρα 122-125 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με την νομολογία, ζητήματα αντισυνταγματικότητας νομοθετικών προνοιών ή νόμων, πρέπει να εγείρονται ρητά στην Αίτηση Ακυρώσεως και να συγκεκριμενοποιούνται. Ως ουσιαστικό θέμα, το θέμα της συνταγματικότητας θα πρέπει να δικογραφείται με σαφήνεια και λεπτομέρεια. (βλ. Μ. Περικλέους ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών, Α.Ε. 37/2006 ημερ. 27.1.2009 και Δημοκρατίας ν. Ε. Σπύρου κ.ά. Α.Ε. 89/2005 ημερ. 12.11.2007).
Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνουμε πως η ασαφής, γενική και αόριστη αναφορά στο νομικό σημείο 2 της Αίτησης Ακύρωσεως, περί προσβαλλόμενης πράξης «παράνομης και αντίθετης προς το Σύνταγμα», χωρίς κανένα προσδιορισμό και εξειδίκευση, ως απαιτεί η νομολογία, της συγκεκριμένης νομοθετικής πρόνοιας, η οποία κατ' ισχυρισμό προσκρούει με συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος, δεν ισοδυναμεί με την απαιτούμενη επίκληση αλλά και αιτιολόγηση της, με αποτέλεσμα αυτή να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και κρίσης. Όπως επισημάνθηκε στην απόφαση της Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. S. Shalaeva (2010) 3 ΑΑΔ 598, σελ. 603:
«Ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο. (βλ. Ζωμενή-Παντελίδου ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.7.2007). Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα αυτοί να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Σε διαφορετική δε περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709).».
Το γεγονός ότι η επίκληση της αντισυνταγματικότητας, συνδέεται, ως άμεσο αποτέλεσμα, με την προβαλλόμενη «αναρμοδιότητα οργάνου» και «πάσχουσα σύσταση» στα νομικά σημεία 12 και 23 της Αίτησης Ακυρώσεως, δεν θεραπεύει την παράλειψη της Εφεσείουσας να δικογραφήσει με τον δέοντα τρόπο, το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, καταλήγουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν εξέτασε τον προβληθέντα λόγο περί αντισυνταγματικότητας, ως μη δεόντως δικογραφημένο.
Επομένως, ο 1ος λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Προχωρούμε, ωστόσο, να εξετάσουμε το προβληθέν, αλλά και δικογραφημένο ζήτημα της «αναρμοδιότητας οργάνου», το οποίο, όπως και η «νομιμότητα της σύνθεσης» σύμφωνα με την νομολογία, αποτελούν θεμελιώδη ζητήματα που άπτονται της δημόσιας τάξης και ως τέτοια, εξετάζονται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (βλ. Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 255, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314).
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας, με αναφορά στην απόφαση Ποταμίτου (ανωτέρω), εισηγήθηκε πως με δεδομένο τον αντισυνταγματικό διορισμό του Εφόρου Φορολογίας, η σύσταση που δόθηκε από αυτόν υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους, προήλθε από αναρμόδιο όργανο, γεγονός που συμπαρασύρει σε ακύρωση και την προσβαλλόμενη απόφαση. Πρόσθεσε και υποστήριξε, με αναφορά σε πρωτόδικες αποφάσεις, πως η δικαστική ακύρωση του παράνομου, ως αντισυνταγματικού διορισμού, του κ. Τσαγγάρη στη θέση του Εφόρου Φορολογίας, λειτουργεί αναδρομικά (ex tunc) και έναντι όλων (erga omnes). Συνεπώς, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το δόγμα του de facto διοικητικού οργάνου. Αντίθετα, όπως υποστήριξε, ο διορισμός του αντιμετωπίζεται ως να μην υπήρξε ποτέ και επειδή κρίθηκε ως αντισυνταγματικός, διακρίνεται από τις αποφάσεις Γρουτίδη ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 220/2012 ημερ. 18.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:C379 και Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 37/2014 ημερ. 6.10.2010.
Αντίθετη είναι η προσέγγιση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Εφεσίβλητης, οι οποίες υποστήριξαν πως ο Έφορος Φορολογίας, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης ήταν το κατά νόμω αρμόδιο όργανο, ως de facto διοικητικό όργανο, η δε μεταγενέστερη ακύρωση του διορισμού του ουδόλως επιδρά στο κύρος και στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία εκδόθηκε πριν την έκδοση της απόφασης Ποταμίτου (ανωτέρω). Προς υποστήριξη της θέσης τους, παρέπεμψαν στις υποθέσεις Γρουτίδης (ανωτέρω), Χατζηγεωργίου (ανωτέρω), Χατζηπροδρόμου κ.ά. ν. Κοντοπούλου Α.Ε. 81/2020 ημερ. 14.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:A420 και Π. Κατσαντώνης ν. Δημοκρατίας ΕΔΔ 35/2018, ημερ. 26.6.2024.
Εξετάσαμε τις θέσεις και εισηγήσεις των δύο παραγόντων της δίκης και καταλήξαμε ότι τα όσα προβλήθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορο της Εφεσείουσας δεν ευσταθούν για τους πιο κάτω λόγους:
Αποτελεί βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι αν η πράξη διορισμού ή της εκλογής προσώπου που αποτελεί μονομελές διοικητικό όργανο, δεν είναι ανυπόστατη αλλά απλώς παράνομη και συνεπώς πάσχει από ακυρότητα, αυτό δεν επιδρά στο κύρος των διοικητικών πράξεων που έχει εκδώσει. Το όργανο αυτό ονομάζεται de facto διοικητικό όργανο. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα των Ε. Π. Σπηλιωτόπουλος και Β. Θ. Κονδύλης, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, 16η έκδοση, παρ. 117, 118 και 119, κάτω από τον τίτλο «Η νόμιμη υπόσταση του οργάνου» και «De facto διοικητικό όργανο»:
Η νόμιμη υπόσταση του οργάνου
«117. Το μονομελές διοικητικό όργανο, για να είναι ικανό να εκδώσει τη διοικητική πράξη, πρέπει να έχει νόμιμη υπόσταση, δηλαδή πρέπει να έχουν τηρηθεί όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κανόνες δικαίου, με τις οποίες το φυσικό πρόσωπο που αποτελεί το όργανο αποκτά την ιδιότητα του διοικητικού οργάνου. Για να λάβει δε νόμιμη υπόσταση το διοικητικό όργανο, πρέπει να μεσολαβήσει μια ειδική πράξη, δηλαδή είτε εκλογή ή επικύρωσή της, είτε διορισμός του προσώπου που το αποτελεί.
Το όργανο δεν έχει νόμιμη υπόσταση, εάν i) δεν υπάρχει τέτοια πράξη ή ii) η πράξη είναι ανυπόστατη, διότι εκδόθηκε κατά παράβαση της κατά κλάδο αρμοδιότητας (κατωτ. αριθ. 133) ή έπρεπε να δημοσιευθεί και δεν δημοσιεύθηκε (κατωτ. αριθ. 164). ΟΙ πράξεις του προσώπου που εμφανίσθηκε ως διοικητικό όργανο χωρίς να λάβει νόμιμη υπόσταση δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης, είναι ανύπαρκτες ή ανυπόστατες από την άποψη του διοικητικού δικαίου (ΣΕ 531/1971). Η δε ενέργεια ενός προσώπου, που συνίσταται στην έκδοση πράξεων υπό την ιδιότητα διοικητικού οργάνου, την οποία όμως ποτέ δεν απέκτησε, ονομάζεται συνήθως «νόσφιση εξουσίας» ή «σφετερισμός εξουσίας» ή «αντιποίηση αρχής».
118. Η νόμιμη υπόσταση του μονομελούς διοικητικού οργάνου διαρκεί έως την ανάκληση ή την ακύρωση ή γενικά την παύση της ισχύος (π.χ. με παραίτηση ή έκπτωση κ.λ.π.) της πράξης εκλογής ή διορισμού του προσώπου που το αποτελεί ή έως τη λήξη της θητείας του. Πράξεις που εκδίδονται μετά τη λήξη της νόμιμης υπόστασης του οργάνου ή με συμμετοχή του οργάνου αυτού πάσχουν ακυρότητα. Επίσης, η νόμιμη υπόσταση του μονομελούς οργάνου διακόπτεται, όταν το πρόσωπο που το αποτελεί οφείλει να απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του λόγω διαθεσιμότητας ή αργίας ή προσωρινής παύσης. Οι διοικητικές πράξεις που εκδίδονται από δημόσιο υπάλληλο ευρισκόμενο σε τέτοια κατάσταση πάσχουν επίσης από ακυρότητα.
De Facto διοικητικό όργανο
119. Εάν η πράξη του διορισμού ή της εκλογής του προσώπου που αποτελεί το μονομελές διοικητικό όργανο δεν είναι, κατά τα προαναφερόμενα, ανυπόστατη, αλλά απλώς παράνομη, και συνεπώς πάσχει από ακυρότητα, αυτό δεν επιδρά στο κύρος των διοικητικών πράξεων που έχει εκδώσει. Το όργανο αυτό ονομάζεται συνήθως de facto διοικητικό όργανο. Αναγκαίος όρος, για να θεωρηθεί ένα όργανο ως de facto, είναι να υπάρχει πράξη διορισμού ή εκλογής του προσώπου που το αποτελεί, η οποία είναι μεν παράνομη, αλλά δημιουργεί αντικειμενική επίφαση νομιμότητας. Έχει δε επίφαση νομιμότητας, όταν με τις συνθήκες που ασκούσε τα καθήκοντά του το όργανο το οποίο είχε διορισθεί ή εκλεγεί παράνομα, ο καλόπιστος και σώφρων διοικούμενος μπορούσε εύλογα να θεωρήσει ότι το πρόσωπο αυτό είχε νόμιμα την ιδιότητα του διοικητικού οργάνου. Δεν υπάρχει επίφαση νομιμότητας, εάν η πράξη διορισμού ή εκλογής είναι ανυπόστατη και όχι απλώς παράνομη. Το de facto όργανο παύει να υπάρχει, μόνον όταν ακυρωθεί ή ανακληθεί η πράξη του διορισμού ή της επικύρωσης της εκλογής του προσώπου από το οποίο αποτελείται.
Οι πράξεις του de facto οργάνου είναι έγκυρες, εάν δεν πάσχουν από ακυρότητα για άλλο λόγο. Ο κανόνας αυτός ανταποκρίνεται στην ανάγκη της σταθερότητας και της ασφάλειας των νομικών καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί και της προστασίας όλων των διοικουμένων, οι οποίοι εύλογα πίστευαν ότι το διοικητικό όργανο είχε νόμιμη υπόσταση και συνεπώς δεν επιτρέπεται να υποστούν τις συνέπειες της υφιστάμενης, αλλά όχι εμφανούς, παρανομίας. Ο κανόνας αυτός προέρχεται από το ρωμαϊκό δίκαιο, εφαρμόζεται από τη νομολογία του ΣΕ (820/1949) και έχει καθιερωθεί νομοθετικά με το άρθρο 20 §. 3 ΥΚ.»
Στην προκειμένη περίπτωση, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Έφορος Φορολογίας είχε νόμιμη υπόσταση, δηλ. είχε μεσολαβήσει ειδική πράξη διορισμού του, ως και κατά πόσο, παρά την μεταγενέστερη δικαστική κήρυξη του διορισμού του ως αντισυνταγματική και συνεπώς παράνομη, εμπίπτει στην έννοια του de facto διοικητικού οργάνου, όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω.
Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, κατά το χρόνο διορισμού του Εφόρου Φορολογίας ίσχυε το Άρθρο 4 του Ν.70(Ι)/2014, με βάση το οποίο και διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως το αρμόδιο όργανο που είχε την εξουσία να το πράξει. Συνεπώς, το Υπουργικό συμβούλιο, όταν εξέδωσε την πράξη διορισμού του Εφόρου Φορολογίας, δεν υφάρπαξε από άλλο όργανο την αρμοδιότητα διορισμού, αλλά ενήργησε εντός των νομίμων πλαισίων που του παρείχε το πιο πάνω Άρθρο 4. Με αυτά τα δεδομένα, η πράξη διορισμού του Εφόρου Φορολογίας, δεν εκδόθηκε «κατά παράβαση της κατά κλάδο αρμοδιότητας» δηλ. από όργανο που κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε την εξουσία, με βάση το Νόμο, να το πράξει. Δημοσιεύθηκε δε, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 8.4.2016. Συνακόλουθα, προκύπτει ότι ο Έφορος Φορολογίας, είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο νόμιμη υπόσταση, εφόσον η πράξη διορισμού του δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ανυπόσταση.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 24.6.2019, ο διορισμός του Εφόρου Φορολογίας κρίθηκε στις 7.6.2021, με την απόφαση του Ανωτάτου Δικστηρίου Ποταμίτου (ανωτέρω), ως αντισυνταγματικός και συνεπώς παράνομος.
Με δεδομένη την παράνομη πράξη διορισμού του Εφόρου Φορολογίας - και όχι ανυπόστατη (όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω) -προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο ο Έφορος Φορολογίας μπορεί να θεωρηθεί ως de facto όργανο. Απαραίτητος όρος, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, είναι η δημιουργία αντικειμενικής επίφασης νομιμότητας.
Η απάντηση στο ερώτημα, κατά την κρίση μας, είναι θετική. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Έφορος Φορολογίας ασκούσε τα καθήκοντα του, μετά τον διορισμό του στη βάση ρητής νομοθετικής διάταξης και την δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εύλογα μπορούσαν να δημιουργήσουν στον καλόπιστο και σώφρονα διοικούμενο, την πεποίθηση ότι αυτός νόμιμα είχε την ιδιότητα του Εφόρου και νόμιμα ασκούσε τα καθήκοντα του.
Στη βάση των πιο πάνω, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, η απόφαση διορισμού του Εφόρου Φορολογίας ήταν νόμιμη με βάση το τεκμήριο συνταγματικότητας και νομιμότητας, καταλήγουμε πως ο Έφορος Φορολογίας, θεωρείται de facto όργανο. Συνεπώς, η κήρυξη του διορισμού του στις 7.6.2021 ως αντισυνταγματική και συνεπώς παράνομη, δεν επιδρά στο κύρος της προγενέστερης προσβαλλόμενης πράξης, στο βαθμό που θα μπορούσε να επηρεαστεί λόγω της σύστασης στην οποία είχε προβεί, του Ενδιαφερόμενου Μέρους.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, προχωρούμε στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων Έφεσης.
Με τους 2ο , 3ο και 4ο λόγους Έφεσης, η Εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι α) ορθά λήφθηκαν υπόψη από την Συμβουλευτική Επιτροπή η γραπτή και προφορική εξέταση των υποψηφίων β) ότι και οι δύο υποψήφιες ήταν ίσες, όσον αφορά τα προσόντα και το πλεονέκτημα και γ) ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερτερεί στο κριτήριο της αξίας. Τέλος, με τον 5ο λόγο Έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένη την παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας περί αναιτιολόγητης και πάσχουσας προφορικής συνέντευξης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ως και ότι πάσχει η σύσταση του Εφόρου Φορολογίας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας, στα πλαίσια του 2ου λόγου Έφεσης, ισχυρίστηκε ότι έπασχε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως αντίθετη με το Άρθρο 34(6) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 εώς (Αρ. 2) του 1996, διότι δεν αξιολογήθηκαν τα πρόσθετα προσόντα της Εφεσείουσας και υποβαθμίστηκε το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης.
Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε πως δεν αποδόθηκε η δέουσα σημασία στην κοινή γραπτή εξέταση όπου αναδείχθηκε σημαντικά καλύτερη η Εφεσείουσα και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερεύνησε γιατί και πως κρίθηκε στη συνέντευξη ότι η Εφεσείουσα υστέρησε σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να της δοθεί τελική βαθμολογία για την προφορική εξέταση, αναιτιολόγητα, με 20 μονάδες λιγότερες. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να σταθμίσει όλα τα προβλεπόμενα κριτήρια και να συγκρίνει δίκαια τις υποψήφιες.
Εξετάσαμε τις πιο πάνω θέσεις της Εφεσείουσας και κρίνουμε πως δεν ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τους πιο πάνω ισχυρισμούς της Εφεσείουσας ότι δηλ. έπασχε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και για τους λόγους που με λεπτομέρεια εξήγησε δεν τους αποδέχθηκε. Σχετικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ως ακολούθως:
«Η αιτήτρια ισχυρίζεται, επίσης, ότι σε αντίθεση με όσα προνοεί το άρθρο 34(6) του Νόμου η συμβουλευτική επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης αλλά απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη.
Η διαδικασία που ακολούθησε η συμβουλευτική επιτροπή καταγράφεται στην έκθεσή της ως ακολούθως:
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή στην πρώτη της συνεδρία στις 28/2/2011 εξέτασε τις αιτήσεις των υποψηφίων και αποφάσισε να καλέσει όλους τους υποψήφιους σε γραπτή και προφορική εξέταση με την επιφύλαξη ότι η τελική υποψηφιότητά τους θα κρινόταν σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού εξετάζονταν όλα τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα και πληρούσαν τις λοιπές προϋποθέσεις που θέτει ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος.
Επίσης, αποφάσισε ότι όσοι υποψήφιοι επιτύχουν στη γραπτή εξέταση και εκ των υστέρων διαπιστωθεί ότι δεν διαθέτουν αποδεκτό τεκμήριο της κατοχής της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής ή/και Αγγλικής γλώσσας, που είναι απαιτούμενο προσόν με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας, θα κληθούν να παρακαθίσουν σε γραπτή εξέταση στη γλώσσα αυτή. Ο ουσιώδης χρόνος συνδρομής των προσόντων ήταν στις 19/4/2010.
3. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε όπως επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση θεωρηθούν όσοι εξασφαλίσουν βαθμολογία τουλάχιστον 50%. Σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας (τροποποιητικού) Νόμου του 2006, η βαρύτητα που αποδίδεται στη γραπτή εξέταση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του 80%. Με βάση τα πιο πάνω, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε όπως η βαρύτητα του γραπτού είναι 80%, και η προφορική εξέταση 20%. Επίσης, αποφάσισε όπως η διετής τουλάχιστον λογιστική/ελεγκτική πείρα που αποτελεί πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, συνεκτιμηθεί στην Γενική Αξιολόγηση.
[.]
5. Τα βαθμολογημένα εξεταστικά δοκίμια τέθηκαν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όπου κατά την συνεδρία της είχαν αποκαλυφθεί τα στοιχεία της ταυτότητας των υποψηφίων και καταγράφηκαν τα αποτελέσματα της εξέτασης. Από τους 42 υποψήφιους που προσήλθαν στο Εξεταστικό Κέντρο είχαν επιτύχει στην γραπτή εξέταση πέντε (5) υποψήφιοι. Τα αναλυτικά αποτελέσματα όλων των υποψηφίων, επισυνάπτονται ως Παράρτημα 1, κατά σειρά βαθμολογίας. Ως Παράρτημα 2 επισυνάπτεται κατάλογος με τα ονόματα των πέντε (5) επιτυχόντων υποψηφίων, κατά αλφαβητική σειρά, και στο Παράρτημα 3, κατά σειρά επιτυχίας.
[.]
7. Για σκοπούς στάθμισης των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, η Συμβουλευτική Επιτροπή, στη προφορική εξέταση, αποφάσισε όπως η αποτίμηση της απόδοσης του κάθε υποψηφίου σε μονάδες και χαρακτηρισμούς γίνει με την ακόλουθη αντιστοιχία:
Εξαίρετος από 90 έως 100 μονάδες
Πάρα Πολύ Καλός από 79 έως 89 μονάδες
Καλός από 68 έως 78 μονάδες
Μέτριος από 57 έως 67 μονάδες
[.]
10. Για σκοπούς Συνολικής Αξιολόγησης (γραπτής και προφορικής εξέτασης) των υποψηφίων, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε όπως η αποτίμηση της απόδοσης του κάθε υποψηφίου σε μονάδες και χαρακτηρισμούς γίνει με την ακόλουθη αντιστοιχία:
Εξαίρετος από 81 και άνω
Πάρα Πολύ Καλός από 71 έως 80.90 μονάδες
Καλός από 61 έως 70.90 μονάδες
Μέτριος από 50 έως 60.90 μονάδες
Όσοι υποψήφιοι κατέχουν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας θα συνεκτιμηθεί στην Γενική Αξιολόγηση.
[.]
12. Στις 9/1/2011 μετά το πέρας των συνεντεύξεων, η Συμβουλευτική
Επιτροπή συνεδρίασε και αξιολόγησε τους υποψηφίους. Με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία, κατέγραψε και αιτιολόγησε την απόδοση καθενός από αυτούς στην προφορική εξέταση με χαρακτηρισμούς και αριθμητικές μονάδες, με επιφύλαξη την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων. Η εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση καταγράφεται στο Παράρτημα 11, με αλφαβητική σειρά.
13. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνυπολόγισε την απόδοση των υποψηφίων τόσο στη γραπτή όσο και στη προφορική εξέταση και κατέγραψε τα αποτελέσματα στο Παράρτημα 12, με σειρά βαθμολογίας.
14. Ύστερα από συνεκτίμηση όλων των ενώπιον της στοιχείων, δηλαδή του αποτελέσματος της γραπτής εξέτασης, της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, και τα πρόσθετα στοιχεία που αφορούν τους υποψηφίους, δηλαδή:
- Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, τα προσόντα της υπό πλήρωσης θέσης.
- Το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
- Την κατοχή από μέρους τους του πλεονεκτήματος, σύμφωνα με την παράγραφο 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωσης θέσης
- Τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων,
προέβη στη Γενική Αξιολόγηση των υποψηφίων η οποία καταγράφεται στο Παράρτημα 13, με αλφαβητική σειρά. Αναλυτικός πίνακας της γενικής βαθμολογίας των υποψηφίων επισυνάπτεται ως Παράρτημα 14, κατά σειρά βαθμολογίας.»
Στο παράρτημα 3, καταγράφονται με σειρά βαθμολογίας οι πέντε υποψήφιοι που πέτυχαν στις γραπτές εξετάσεις. Η αιτήτρια κατατάσσεται δεύτερη με τελικό βαθμό 56,50 και το ενδιαφερόμενο μέρος τέταρτη με τελικό βαθμό 51,25. Βαθμολογική διαφορά μεταξύ τους 5,25 μονάδες. Στην προφορική εξέταση, ως καταγράφεται στο παράρτημα 11, η αιτήτρια βαθμολογήθηκε με 75 μονάδες και το ενδιαφερόμενο μέρος με 95 μονάδες.
Δηλαδή, στο 80% βαρύτητα που αποφάσισε η συμβουλευτική επιτροπή ότι έχει η γραπτή εξέταση η διαφορά είναι 4,2 μονάδες υπέρ της αιτήτριας και οι 20 μονάδες διαφορά στο 20% της βαρύτητας της προφορικής εξέτασης είναι 4 μονάδες υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους. Αυτά καταγράφονται και στο παράρτημα 12 της έκθεσης της συμβουλευτικής επιτροπής.
Όσον αφορά τα προσόντα και οι δύο υποψήφιες κρίθηκαν ότι τα κατέχουν ως επίσης ότι κατέχουν το πλεονέκτημα. Πρόκειται, δηλαδή, ουσιαστικά για δυο ίσες υποψήφιες.
Αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα, στο παράρτημα 13 της έκθεσής της η συμβουλευτική επιτροπή καταγράφει τα εξής:
«1. Αρ.Υποψ. 63 Λάμπρου ΧΧΧ - Καλή
Αξιολογήθηκε ως «Καλή» με βαθμολογία 75 στην προφορική εξέταση και στην γραπτή εξέταση είχε την 2Π σειρά κατάταξης με βαθμολογία 56.50. Από το 2005 εργάζεται ως Λειτουργός Εσωτερικών Προσόδων, στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων. Είναι μέλος του ΣΕΛΚ από το Μάρτιο 2006 και μέλος του Association of Chartered Certified Accountants (ACCA) από τον Αύγουστο 2005. Κατέχει πτυχίο Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων-Λογιστική από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, καθώς είναι κάτοχος και άλλων προσόντων που αναφέρονται στην αίτηση της. Στη Συνολική Αξιολόγηση είχε βαθμολογία 60.20 και αξιολογήθηκε ως Μέτρια.
4. Αρ.Υποψ. 104 Ρολάνδη ΧΧΧ - Καλή
Αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετη» με βαθμολογία 95 στην προφορική εξέταση και στην γραπτή εξέταση είχε την 4η σειρά κατάταξης με βαθμολογία 51.25. Από το 2007 εργάζεται ως Δασκάλα Λογιστικής στο G.C School of Careers. Επίσης εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα σε διάφορες εταιρίες και τράπεζες. Είναι μέλος του ΣΕΛΚ από τον Σεπτέμβριο 2000 και μέλος του Institute of Chartered Accountants in England and Wales από τον Δεκέμβριο 1994. Κατέχει πτυχίο BSc Hotel Management από το Πανεπιστήμιο του Surrey, καθώς και άλλα προσόντα που αναφέρονται στην αίτηση της. Διαθέτει το πλεονέκτημα της θέσης καθώς έχει 9 χρόνια λογιστική/ελεγκτική πείρα από την ημερομηνία που απόκτησε το επαγγελματικό της προσόν. Στην Συνολική αξιολόγηση είχε βαθμολογία 60, και χαρακτηρίστηκε ως Μέτρια. Ως εκ του γεγονότος ότι διαθέτει το πλεονέκτημα, συνεκτιμήθηκε στην Γενική Αξιολόγηση και αξιολογήθηκε ως Καλή.»
Στον πίνακα, καταγράφεται ότι η αιτήτρια κατέχει ως «Άλλα Προσόντα» LCCI Accounting 3rd level (pass), G.C.E. O Level Accounting (A) και TOEFL 597. Το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού 11/2002, Securities Institute Exam Subject: Securities Representative (pass) και ECDL.»
Στην προφορική εξέταση ενώπιον της καθ' ης η αίτηση, η αιτήτρια αξιολογήθηκε ως καλή και το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετη. Οι εντυπώσεις που κατέγραψε η καθ' ης η αίτηση ήταν οι ακόλουθες:
«1. ΛΑΜΠΡΟΥ ΧΧΧ: Καλή. Έδωσε ορθές απαντήσεις σε ορισμένες μόνο από τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Κατά την προφορική εξέταση επέδειξε σοβαρή αδυναμία ν' ανταποκριθεί σε βασικά ερωτήματα που άπτονταν καίρια των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης που διεκδικεί ως Αρχιφοροθέτης. Οι γνωστικές της αδυναμίες επηρέασαν αρνητικά την όλη παρουσία της στην προφορική εξέταση. Συμπαθής προσωπικότητα.
4. ΡΟΛΑΝΔΗ ΧΧΧ: Εξαίρετη. Απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν σε εξαίρετο επίπεδο και με σωστά επιχειρήματα επί της ουσίας των θεμάτων. Με απόλυτη άνεση στη χρήση του λόγου, ψυχραιμία, ευρηματικότητα και αυτοπεποίθηση έδωσε σαφείς και ολοκληρωμένες απαντήσεις σε όλες τις υποβληθείσες ερωτήσεις. Όλες οι απαντήσεις της ήταν πλήρεις και πειστικά τεκμηριωμένες. Μέσα από τις απαντήσεις της φάνηκε η άριστη γνώση στα θέματα που της ζητήθηκε να τοποθετηθεί. Είναι άτομο με ταχύτητα σκέψης, υψηλού επιπέδου κριτική ικανότητα καθώς και υψηλού επιπέδου οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες. Ώριμη, συγκροτημένη και δυναμική προσωπικότητα.»
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, αδιαμφισβήτητα συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία κρίσης και ουδόλως απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, ούτε και υποβάθμισε τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης. Αντίθετα, προέβηκε σε εκτενή αναφορά στην Εφεσείουσα, στα προσόντα και στην πείρα που διέθετε και έλαβε υπόψη της κατά την αξιολόγηση, όλα τα ενώπιον στοιχεία της. Αιτιολόγησε επίσης, δεόντως την τελική κρίση της.
Συνακόλουθα, ο 2ος λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Στα πλαίσια των 3ου και 4ου λόγου Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας, ισχυρίστηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή και ακολούθως η Εφεσίβλητη, παρέλειψαν να ερευνήσουν και κρίνουν αιτιολογημένα ότι τα επιπρόσθετα προσόντα της Εφεσείουσας ήταν σχετικά και να τους αποδώσουν την κατάλληλη βαρύτητα. Ισχυρίστηκε επίσης, πως παραγνωρίστηκε η κατοχή του πλεονεκτήματος και η υπεροχή της στην γραπτή εξέταση κατά 5.25 μονάδες. Περαιτέρω, εισηγείται πως η επιλογή από την ΕΔΥ ενός εξωτερικού υποψηφίου, έναντι ενός υπαλλήλου που έχει μακρά και εξαίρετη αποδεδειγμένη προσφορά και πείρα, επέβαλλε ειδική και πειστική εξήγηση και αιτιολογία.
Κρίνουμε πως και αυτοί οι λόγοι δεν ευσταθούν και θα πρέπει να απορριφθούν.
Από την παράθεση της εικόνας της Εφεσείουσας και του Ενδιαφερόμενου Προσώπου (ανωτέρω), όπως προκύπτουν από τους διοικητικούς φακέλους, τόσο η Εφεσείουσα, όσο και το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο κατέχουν ακαδημαϊκούς τίτλους και ισοβαθμούν στα προσόντα, διαθέτουν το πλεονέκτημα και ισοβαθμούν στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αφού αξιολογήθηκαν και οι δύο ως Καλές. Το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο υπερέχει, στις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της Εφεσίβλητης και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στις οποίες αξιολογήθηκε και στις δύο ως Εξαίρετη, σε αντιδιαστολή με την Αιτήτρια που αξιολογήθηκε ως Καλή και είχε υπέρ του τη σύσταση του Εφόρου Φορολογίας. Η Εφεσείουσα υπερείχε μόνο κατά 5,25 μονάδες στην γραπτή εξέταση. Συνεπώς το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο υπερείχε σαφώς σε αξία, αφού υπερείχε στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Εφεσίβλητης και διέθετε υπέρ της τη σύσταση του Εφόρου Φορολογίας.
Όπως είναι νομολογημένο, η προφορική εξέταση ρίπτει φως στην αξία των υποψηφίων (βλ. Στυλιανού κ.ά. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3ΑΑΔ 387. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα προκειμένου για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως εν προκειμένω, όπου η προφορική εξέταση μπορεί να διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο και να έχει σημαντική βαρύτητα (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χ"Στεφάνου κ.ά. (2001) 3 ΑΑΔ 374.) Περαιτέρω στην υπόθεση Αντωνίου, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Μιχαήλ Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 411, κρίθηκε ότι η σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας, προσθέτει στην ήδη, έστω οριακή, υπέρτερη, με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, αξία του Ενδιαφερόμενου Προσώπου.
Προκύπτει συνεπώς, τόσο από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και από τα πρακτικά της Εφεσίβλητης, ότι προέβησαν στη δέουσα και επαρκή έρευνα, καθώς εξέτασαν ενδελεχώς και στο σύνολο τους, όλα τα ενώπιον τους στοιχεία, περιλαμβανομένων και των προσόντων και αποδίδοντας σε έκαστο τη δέουσα βαρύτητα, διαμόρφωσαν την εύλογη και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας κρίση τους. Καταδεικνύεται ότι η Εφεσίβλητη, προτού διορίσει το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο, αξιολόγησε πλήρως και επαρκώς όλα τα στοιχεία ενώπιον της και προέβη στην επιλογή της υποψήφιας που εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας έκρινε ως καταλληλότερη για την θέση.
Αβάσιμος κρίνεται και ο 5ος λόγος Έφεσης, ο οποίος θα πρέπει επίσης να απορριφθεί.
Συγκεκριμένα, σ' ό,τι αφορά τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσείουσας περί πάσχουσας και αναιτιολόγητης προφορικής συνέντευξης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο σχετικό παράρτημα της Έκθεσης της, σε σχέση με την εντύπωση της για την απόδοση των υποψηφίων στη προφορική εξέταση και ειδικότερα της Εφεσείουσας και του Ενδιαφερόμενου Προσώπου, η οποία ήταν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και προφανώς την έλαβε υπόψη του. Όπως είναι δε νομολογημένο, η νοητική λειτουργία των μελών του οργάνου, αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο. (βλ. Σ. Σωτηρίου ν. Χ. Κολοκοτρώνη (1998) 3 ΑΑΔ 452).
Σε ό,τι αφορά την σύσταση του Εφόρου Φορολογίας και τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας περί γενικής και αναιτιολόγητης, σχετικό είναι το Άρθρο 34(9) του Νόμου, το οποίο ρυθμίζει την διαδικασία για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως η παρούσα, το οποίο δεν απαιτεί η σύσταση να είναι αιτιολογημένη. Όπως είναι νομολογημένο, σε καμιά περίπτωση δεν εκμηδενίζεται η αξία της σύστασης που δεν είναι αιτιολογημένη, όταν δεν απαιτείται από το Νόμο να είναι αιτιολογημένη (βλ. ΡΙΚ ν. Ν. Νικολάου (2006) 3 ΑΑΔ 303).
Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της Εφεσίβλητης και σε βάρος της Εφεσείουσας ύψους €3.000.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο