ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 197/19)
23 Σεπτεμβρίου, 2024
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
Κ. Α. ΠΥΘΕΥΣ ΛΤΔ
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Εφεσιβλήτων,
_________________
Χρ. Χριστάκη μαζί με κ. Στ. Μεστάνα, για Χριστάκης Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Θ. Χατζηλούκας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης είναι η επιβολή από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες στην εφεσείουσα, δικαιωμάτων για την έκδοση κτηνιατρικών πιστοποιητικών. Η εφεσείουσα είναι εταιρεία που δραστηριοποιείται στο εμπόριο «ζώων συντροφιάς» και αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την εξαγωγή τους στο εξωτερικό. Την 5.08.2016 και την 3.09.2016 η εφεσείουσα κατέβαλε στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες τα ποσά των €68,34 και €205,02, αντίστοιχα, για την έκδοση πιστοποιητικών υγείας, οκτώ συνολικά κατοικιδίων ζώων. Τα πιστοποιητικά, τα οποία ήταν αναγκαία για την εξαγωγή των κατοικιδίων, εκδόθηκαν μετά την εξέταση τους από κτηνιατρικό λειτουργό.
Η εφεσείουσα προσέβαλε τις πιο πάνω αποφάσεις με την προσφυγή 1245/2016. Το πρωτόδικο δικαστήριο, (στο εξής «Δικαστήριο») απόρριψε την προσφυγή και επικύρωσε την απόφαση της διοίκησης. Περαιτέρω αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου θα γίνει σε κατοπινό στάδιο.
Η εφεσείουσα αμφισβητεί την πρωτόδικη απόφαση με τρείς λόγους έφεσης, οι οποίοι είναι διατυπωμένοι με τρόπο συγκεχυμένο. Κάποιοι λόγοι καλύπτουν πέραν του ενός σημείου, ενώ κάποια σημεία εγείρονται πέραν της μια φοράς.
Ο λόγοι έφεσης 1 και 2 εστιάζονται στις πρόνοιες του περί Μεταδοτικών Νόσων των Ζώων Νόμου, Ν.319/1987, στο πλαίσιο του οποίου εκδόθηκε η Γνωστοποίηση του Διευθυντή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, αρ. 820, ημερομηνίας 23.02.2001, δυνάμει της οποίας καθορίσθηκαν και επιβλήθηκαν στην εφεσείουσα, τα επίδικα δικαιώματα. Προβάλλεται η θέση ότι η πιο πάνω Γνωστοποίηση εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και ο Διευθυντής των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, στο εξής «Διευθυντής», δεν νομιμοποείτο με βάση το Νόμο 319/1987 να καθορίσει τα εισπρακτέα δικαιώματα.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, ότι τα ποσά που κατέβαλε η εφεσείουσα δεν ήταν ανάλογα προς το ειδικό όφελος που της παραχωρήθηκε.
Η αρχή της αναλογικότητας αναλύεται με εύστοχο τρόπο από τον Γ. Π. Δαγτόγλου, στο σύγγραμμα του, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 6η έκδοση, σελίδα 394, όπου αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι:
«Η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει ότι μεταξύ του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση. Η σχέση αυτή υπάρχει μόνον όταν το λαμβανόμενο μέτρο είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (καταλληλότητα), συνεπάγεται κατ' ένταση και διάρκεια τα λιγότερα δυνατά μειονεκτήματα για τον ιδιώτη και το κοινό (αναγκαιότητα) και, τέλος, τα συνεπαγόμενα μειονεκτήματα δεν υπερσκελίζουν τα πλεονεκτήματα (αναλογικότητα).»
Στην απόφαση Ν.Κ.Μ. ν. Hungary, Appl. No. 66529/11, ημερ. 14.5.2013, το ΕΔΑΔ καθόρισε την αρχή της αναλογικότητας ως εξής:
«Even if it has taken place subject to the conditions provided for by law - implying the absence of arbitrariness - and in the public interest, an interference with the right to the peaceful enjoyment of possessions must always strike a "fair balance" between the demands of the general interest of the community and the requirements of the protection of the individual's fundamental rights. In particular, there must be a reasonable relationship of proportionality between the means employed and the aim sought to be realized by the impugned measure (see Scordino v. Italy (no. 1) [GC], no. 36813/97, par. 93 ECHR 2006-v).»
Στρεφόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαπιστώνουμε ότι ο λόγος αυτός δεν έχει στην ουσία προωθηθεί από την εφεσείουσα. Κανένα στοιχείο δεν έχει θέσει ενώπιον του δικαστηρίου προς τεκμηρίωση της πιο πάνω θέσης, πλην της γενικής και αόριστης αναφοράς στην προσφυγή της ότι έχει « ... υποστεί οικονομική ζημία από παρόμοιες αποφάσεις των καθ' ων η αίτηση».
Ούτε η θέση που προβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας στην αγόρευση του, με αναφορά σε σχετική νομολογία, ότι « ... το ποσό του τέλους δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το κόστος της παροχής», εδράζεται στο αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο, ήτοι στερείται τεκμηρίωσης.
Η εισήγηση περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας απορρίπτεται.
Με τους λόγους έφεσης 1 και 2 αμφισβητείται η εξουσία της διοίκησης να επιβάλλει δικαιώματα για την έκδοση πιστοποιητικών υγείας, για κατοικίδια ζώα που θα εξαχθούν στο εξωτερικό. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα επίδικα δικαιώματα καθορίσθηκαν και επιβλήθηκαν στην εφεσείουσα, δυνάμει της Γνωστοποίησης, αρ. 820. Η πιο πάνω Γνωστοποίηση εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 7 του περί Μεταδοτικών Νόσων των Ζώων Νόμου, Ν.319/1987. Ο Ν.319/1987 καταργήθηκε το 2001 και αντικαταστάθηκε από τον περί Υγείας των Ζώων Νόμο, Ν.109(Ι)/2001.
Η εφεσείουσα προβάλλει τη θέση ότι η μόνη εξουσία που παρείχετο στον Διευθυντή, βάσει του άρθρου 7 του Ν.319/87, ήταν ο καθορισμός των νόσων και η γνωστοποίησή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ο πιο πάνω Νόμος δεν επέτρεπε στο Διευθυντή, να καθορίσει τα δικαιώματα για την έκδοση των κτηνιατρικών πιστοποιητικών υγείας των κατοικίδιων ζώων που επρόκειτο να εξαχθούν στο εξωτερικό. Η Γνωστοποίηση, αρ. 820, ήταν κατ' επέκταση εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου και των εξουσιών του Διευθυντή. Το γεγονός ότι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 16 του Νόμου Ν.109(Ι)/2001, παρέμειναν σε ισχύ οι Γνωστοποιήσεις που εκδόθηκαν στην βάση του καταργηθέντος Νόμου, Ν.319/87, δεν σημαίνει ότι οι Γνωστοποιήσεις που εκδόθηκαν άνευ εξουσίας, όπως η υπό κρίση, θεραπεύονται και καθίστανται νόμιμες.
Στο σημείο αυτό έγκειται και η διαφωνία της εφεσείουσας με την κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο αποφάσισε ότι « . εφόσον ο περί Υγείας των Ζώων Νόμος έδιδε εξουσία στον διευθυντή να εκδίδει γνωστοποιήσεις ως η επίμαχη και δεδομένου ότι το άρθρο 16 του ιδίου νόμου έδιδε συνέχεια σε όποια γνωστοποίηση προηγήθηκε ως αν να είχε εκδοθεί στη βάση των διατάξεων του παρόντος νόμου, καθιστούσε σύννομη και εντός του νόμου την επίμαχη γνωστοποίηση».
Ο εκπρόσωπος της Δημοκρατίας πρόβαλε μια εντελώς διαφορετική θέση. Αντιτείνει ότι ο διευθυντής είχε εξουσία να καθορίσει τα επίδικα δικαιώματα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 7 του Ν.319/87 και του άρθρου 8(γ)ι του περί Υγείας των Ζώων Νόμου του 2001, Ν.109(Ι)/2001. Επεσήμανε ότι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 16 του Ν.109(Ι)/2001, η επίδικη Γνωστοποίηση συνεχίζει να ισχύει και μετά την κατάργηση του Ν.319/87 και εφαρμόζεται ως εάν να είχε εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του Ν.109(Ι)/2001. Η εξουσία της Δημοκρατίας να εισπράττει τέλη και επιβαρύνσεις, για την κάλυψη του κόστους των επισήμων ελέγχων, παρέχεται, σύμφωνα πάντα με την εισήγηση και εκ των διατάξεων του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 882/2004.
Ως αναφέραμε ανωτέρω, τα επίδικα δικαιώματα επιβλήθηκαν και υπολογίσθηκαν κατ' εφαρμογή της Γνωστοποίησης αρ. 820, ημερομηνίας 23.2.2001. Η Γνωστοποίηση, όπως αναφέρεται στο σώμα της, εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του άρθρου 7 του περί Μεταδοτικών Νόσων των Ζώων Νόμου, Ν.319/87, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«Ο Διευθυντής δια γνωστοποιήσεως δημοσιευομένης εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, δύναται να καθορίζη τας νόσους των ζώων αι οποίαι είναι γνωστοποιητέαι».
Διαπιστώνουμε ότι στο άρθρο 7, ανωτέρω, καμία πρόνοια γίνεται για τον καθορισμό των δικαιωμάτων, για την έκδοση κτηνιατρικών πιστοποιητικών υγείας. Το άρθρο περιορίζει τις εξουσίες του Διευθυντή στην έκδοση Γνωστοποίησης για καθορισμό των νόσων των ζώων. Παρατηρούμε ότι η Γνωστοποίηση, αρ. 820, στην έκταση που αφορά τον καθορισμό των πιο πάνω δικαιωμάτων, είναι εκτός του πλαισίου του Ν.319/87 καθότι έχουν συμπεριληφθεί σε αυτή εξουσίες προς τον Διευθυντή που δεν προβλέπονται από τον πιο πάνω Νόμο.
Αποτελεί θεμελιακή αρχή ότι ένας κανόνας δικαίου είναι δεσμευτικός όταν και στο βαθμό που έχει τεθεί από το αρμόδιο πολιτειακό όργανο και σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες που το ίδιο το όργανο ορίζει. Η νομοθετική εξουσία της διοίκησης δεν είναι «αυτόνομη», τέτοια εξουσία θα αντιστρατευόταν τη διάκριση των εξουσιών, αλλά εκχωρείται από συγκεκριμένους νόμους.
Η Νομοθετική Εξουσία μπορεί γενικά να θεσπίζει κανόνες δικαίου χωρίς περιορισμούς, (πέρα από αυτούς που προκύπτουν από το Σύνταγμα), τα όργανα της διοίκησης όμως επιτρέπεται να θέτουν κανόνες δικαίου μόνο εφόσον ο νομοθέτης τα «έχει ρητώς εξουσιοδοτήσει προς τούτο και τηρούνται τα όρια αυτής της εξουσιοδότησης». Κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που έχουν εκδοθεί χωρίς να υπάρχει ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση νόμου ή καθ' υπέρβαση της υπάρχουσας εξουσιοδότησης, είναι ανίσχυρες.
Βλέπετε σχετικά σύγγραμμα Α. Γεωργιάδη, «Τί είναι Δίκαιο», 2η έκδοση, σελ. 41 -42.
Το Δικαστήριο όταν αποφασίζει για τη δεσμευτικότητα ενός κανονισμού ή μιας γνωστοποίησης, το πρώτο που θα πρέπει να ελέγξει είναι κατά πόσο η εκτελεστική εξουσία συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις του Νομοθέτη, ως αυτές διατυπώνονται στο νόμο. Σχετική επί τούτου είναι η πιο κάτω αναφορά από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας, στην υπόθεση R (Reilly) v. Work and Pensions Secretary (SC(E)) (2013) UKSC 68:
«The courts have no more important function than to ensure that the executive complies with the requirements of Parliament as expressed in a statute. Further, particularly where the statute concerned envisages regulations which will have a significant impact on the lives and livelihoods of many people, the importance of legal certainty and the impermissibility of sub-delegation are of crucial importance. The observations of Scott LJ in Blackpool Corpn v. Locker (1948) I KB 349, 362 are in point: «John Citizen» should not be "in complete ignorance of what rights over him and his property have been secretly conferred by the minister", as otherwise "For practical purposes, the rule of law . breaks down because the aggrieved subject' s legal remedy is gravely impaired"».
Στην ιδίαν απόφαση τονίζεται ότι εξίσου σημαντικό είναι όπως τα δικαστήρια εξετάζουν το θέμα της συμμόρφωσης, με τρόπο «ρεαλιστικό». Παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
«However, while it is a fundamental duty of the courts to ensure that the executive carries out its functions in accordance with the requirements of Parliament, as expressed in primary legislation, it is also incumbent on courts to be realistic in the standards they set for such compliance.»
Στρεφόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, διαπιστώνουμε ότι κατά το χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης, ήτοι το 2016, ο Ν.319/87 είχε ήδη καταργηθεί, εκ της διατάξεως του άρθρου 16 του Ν.109(Ι)/2001. Το άρθρο 16 του Νόμου κατήργησε επίσης την ισχύ επτά διαταγμάτων, τα στοιχεία των οποίων παρατίθενται αναλυτικά.
Στο Νόμο, Ν.109(Ι)/2001, ο νομοθέτης περιέλαβε ρητή πρόνοια, άρθρο 8, ότι ο Διευθυντής έχει εξουσία να εκδίδει Γνωστοποιήσεις που αφορούν «τα δικαιώματα για την άσκηση των κτηνιατρικών ελέγχων».
Το 2007 ο Ν.109(Ι)/2001 τροποποιήθηκε με τον περί της Υγείας των Ζώων (Τροποποιητικό) Νόμο, Ν.116(Ι)/2007 και προστέθηκε στο άρθρο 16 επιφύλαξη που προνοεί, μεταξύ άλλων, για τη διατήρηση των Γνωστοποιήσεων που εκδόθηκαν βάσει του καταργηθέντος Ν. 319/87. Ειδικότερα, αναφέρεται:-
«... Νοείται ότι, Κανονισμοί, Διατάγματα και Γνωστοποιήσεις που εκδόθηκαν δυνάμει του ανωτέρω καταργηθέντος νόμου και που δεν καταργούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ως εάν να είχαν εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.»
Το ζήτημα που καλούμαστε να αποφασίσουμε είναι κατά πόσον ο Διευθυντής νομιμοποιείτο να επιβάλει τα επίδικα δικαιώματα, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτά καθορίστηκαν στη Γνωστοποίηση αρ. 820, η οποία, στην έκταση που αφορούσε το συγκεκριμένο θέμα, ήταν εκτός του πλαισίου του Ν.319/87. Η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση υπόθεσης έγκειται στο γεγονός ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων, το αρμόδιο Νομοθετικό Σώμα, το 2001 προνόησε για την εξουσία του Διευθυντή να καθορίζει τα επίδικα δικαιώματα (Ν.109(Ι)/2001) και το 2007, με τον τροποποιητικό Νόμο, Ν.116(Ι)/2007, περιέλαβε με το μανδύα της νομιμότητας όλες τις Γνωστοποιήσεις που εκδόθηκαν κατ' επίκληση του Ν.319/87, συμπεριλαμβανομένης και της Γνωστοποίησης αρ. 820. Αμφότεροι οι πιο πάνω νόμοι τέθηκαν σε ισχύ πριν την έκδοση των επίδικων αποφάσεων.
Καθοδηγητική επί του θέματος είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Μυρτιώτη κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 39. Το ερώτημα που εγέρθηκε στην πιο πάνω απόφαση ήταν κατά πόσο συγκεκριμένοι Κανονισμοί, που είχαν κηρυχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ως ultra vires, το 1979 και στη συνέχεια, το 1985, αναριθμήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 71/85, ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η αναρίθμηση των επίδικων Κανονισμών δεν τους κατέστησε έγκυρους γι' αυτό και δεν έπρεπε να υιοθετηθούν, ενώ οι εφεσίβλητοι αντίτειναν ότι οι Κανονισμοί ήταν έγκυροι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθότι είχαν ήδη επανεκδοθεί με την Κ.Δ.Π. 71/85.
Η Ολομέλεια αφού αναφέρθηκε στη βασική αρχή ότι δευτερογενής νομοθεσία που εκδίδεται με υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης κηρύσσεται άκυρη ως ultra vires, δε διαγράφεται, αλλά δεν έχει ισχύ, πρόσθεσε ότι μεταγενέστερη νομοθεσία, η οποία απονέμει νομοθετική εξουσιοδότηση για έκδοση των Κανονισμών που έγιναν με υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης, εκτός εάν ρητά προβλέπεται στο νόμο, δεν καθιστά έγκυρους, ex post facto τους εν λόγω Κανονισμούς και κατ' επέκταση δεν αποτελούν ισχύον δίκαιο.
Αποφάνθηκε ότι στην υπό εξέταση υπόθεση, υπήρχε η απαιτούμενη ρητή πρόβλεψη στο νόμο. Υιοθέτησε την εισήγηση των εφεσιβλήτων που παρατίθεται ανωτέρω και κατέληξε ότι η αναρίθμηση ονομαστικά των επίδικων Κανονισμών στη Κ.Δ.Π. 71/85 φανέρωνε, «εκδήλωση πρόθεσης επανέκδοσης τους» και συνιστούσε «νομοθεσία με αναφορά». Ο τρόπος επανέκδοσης των Κανονισμών δεν ήταν «ο ιδεώδης», αλλά αυτό δεν επηρέαζε την εγκυρότητά τους. Στην απόφαση γίνεται αναφορά σε Κυπριακή νομολογία και συγκεκριμένα στις αποφάσεις, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Λτδ (1994) 2 Α.Α.Δ. 84, Savva v. Republic (1986) 3 C.L.R. 445, Papaioannou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 474) και στο
σύγγραμμα Wade on Administrative Law, 4η Έκδοση, σελ. 41, 42.
Παρενθετικά αναφέρουμε ότι στην παρούσα υπόθεση η υπό κρίση Γνωστοποίηση κηρύχθηκε ultra vires από Δικαστήριο, το 2021, στα πλαίσια της προσφυγής Κ. Α. Πυθεύς Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 1040/2019, ημερομηνίας 14.06.2021, μετά τη θέσπιση του Νόμου, Ν.109(Ι)/2001 και του τροποποιητικού νόμου, Ν.116(Ι)/2007, ο οποίος προνόησε για τη διατήρηση των Γνωστοποιήσεων που εκδόθηκαν βάσει του καταργηθέντος Ν.319/87. Στο σημείο αυτό η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από τη Δημοκρατία ν. Μυρτιώτη (ανωτέρω) καθότι, ως προαναφέραμε, σε εκείνη την υπόθεση το Δικαστήριο είχε κηρύξει τους κανονισμούς ultra vires, πριν την έκδοση της Κ.Δ.Π. 71/85.
Σχετική και στο πλαίσιο της ίδιας προσέγγισης με το σκεπτικό της απόφασης Μυρτιώτη (ανωτέρω), είναι και η αναφορά στο σύγγραμμα Bennion, Bailey and Nordbury on Statutory Interpretation, 18th ed, ότι ένας νόμος δύναται να επικυρώσει αναδρομικά μια νομική πράξη που είναι ultra vires. Παρατίθεται αυτούσια η αναφορά από τη σελίδα 120:
«. An act may retrospectively validate an instrument that is ultra vires».
Στο σύγγραμμα γίνεται παραπομπή στις αποφάσεις, R (Reilly) v. Work and Pensions Secretary, ανωτέρω, και Re, ex p Fletcher v. Official Receiver (1956) Ch 28.
Στη Re, ex p Fletcher v. Official Receiver, ανωτέρω, ηγέρθηκε παρόμοιο θέμα, σχεδόν πανομοιότυπο με την υπό κρίση υπόθεση. Το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει κατά πόσο συγκεκριμένος κανονισμός ήταν intra ή ultra vires. Και σε εκείνη την περίπτωση, όπως στην παρούσα, νόμος που εκδόθηκε μετά την έκδοση του κανονισμού, προέβλεπε ότι οποιοιδήποτε κανονισμοί εκδόθηκαν στο παρελθόν αναγνωρίζονταν ότι ήταν σε ισχύ, ως εάν να είχαν εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του νόμου που εκδόθηκε μεταγενέστερα. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο κανονισμός ήταν intra vires παρά το γεγονός ότι κατά το χρόνο θέσπισης του ήταν εκτός του πλαισίου του σχετικού νόμου. Παρατίθεται αυτούσιο το σκεπτικό του δικαστηρίου, σελ 49:
«In my judgment, all doubt as to the validity of the rule is set at rest by the terms of section 168 (3) of the Act of 1914. [His Lordship read the subsection and continued:] The effect of the subsection is to declare that the previous rules are recognized as being in force and that they shall continue in force, and shall have effect as if made under this Act until revoked or altered. It would not, I think, be legitimate to read section 168 (3) as confined to rules which must necessarily, apart from this subsection, have been within the strict jurisdictional limits of the Act. The language is quite general in its reference to the rules, and describes and identifies those which are to continue in force and effect, and so cannot have been regarded by Parliament as made in breach of section 132 of the same Act. The reference to rules includes those of 1866 and 1890 in which rule 192 appears. The revocation of the rules of 1886 and 1890 by rule 2 of the rules of 1915, which contained a fresh rule, namely, rule 223, in the same terms as the previous rule 192, merely confirmed the existing position, and was itself replaced by the present rule 219 of the rules of 1952, which also, by rule 2, revoked the rules of 1915.
It would, to my mind, be wrong to hold that a rule expressly declared to have force and effect in 1914 until revoked, should, when later published in the same terms in further rules, be regarded as invalid as being in excess of jurisdiction, while its predecessor was expressly declared to be effective and so necessarily not in excess of jurisdiction. I agree, therefore, that the appeal should be dismissed.»
Στρεφόμενοι στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης διαπιστώνουμε ότι στο άρθρο 16 του Ν.109(Ι)/2001, ως τροποποιήθηκε, το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης των επιδίκων αποφάσεων, καταγράφεται με τρόπο σαφή, ο οποίος δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας ότι, « ... οι Γνωστοποιήσεις που εκδόθηκαν δυνάμει του ανωτέρω καταργηθέντος νόμου και που δεν καταργούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ως εάν να είχαν εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου». Στις πιο πάνω Γνωστοποιήσεις περιλαμβάνεται και η Γνωστοποίηση αρ.820. Προκύπτει αβίαστα ότι πρόθεση του Νομοθέτη ήταν η πιστοποίηση της εγκυρότητας, η επανέκδοση όλων των Γνωστοποιήσεων που είχαν εκδοθεί μέχρι τότε, κατ' επίκληση του Ν.319/87, περιλαμβανομένης και της Γνωστοποίησης αρ.820.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε κατά την προφορική αγόρευση του ενώπιον μας, με αναφορά σε νομολογία ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει η αρχή του δεδικασμένου και δημιουργίας «issue estoppel». Η διοίκηση κατά την εξέταση του θέματος δεσμευόταν από την απόφαση στην προσφυγή Κ. Α. Πυθεύς Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 1040/2019, (ανωτέρω), η οποία αφορούσε το ίδιο θέμα και ήταν μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Επισημαίνουμε ότι στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως η Γνωστοποίηση αρ.820 ήταν ultra vires καθότι, « .ο νομοθέτης με τις μεταβατικές διατάξεις του νεότερου νόμου, δεν μπορούσε να ισχυροποιήσει Γνωστοποιήσεις που εκδόθηκαν καθ' υπέρβαση της εξουσιοδότησης του Νόμου».
H απόφαση στην προσφυγή 1040/2019, ως ορθά επεσήμανε ο εκπρόσωπος της Δημοκρατίας, εκδόθηκε μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης και κατ' επέκταση η διοίκηση δεν θα μπορούσε να την είχε λάβει υπόψη της όταν επέβαλλε τα επίδικα τέλη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αντικείμενο της προσφυγής 1040/2019 ήταν η επιβολή δικαιωμάτων το 2019, τρία περίπου χρόνια μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Η εισήγηση που προβλήθηκε δεν υποστηρίζεται από τη νομολογία. Καθοδηγητική επί του θέματος είναι η απόφαση Αλέκος Ν. Κληρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 575, στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσείουσας, όπου τονίσθηκε ότι η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι πάντων ως προς το αποτέλεσμά της, όχι ως προς τον λόγο της (ratio decidendi).
Ο εφεσείοντας, στην πιο πάνω υπόθεση, υποστήριξε πως παράχθηκε «δεδικασμένο» που δέσμευε τη διοίκηση και πως η ορθή σημασία - ερμηνεία του Κανονισμού, όπως την καθόρισε το Ανώτατο Δικαστήριο, συνιστούσε, από την έκδοση της δικαστικής απόφασης, νέο νομικό καθεστώς, υπό το φως του οποίου θα έπρεπε να επανεξεταστεί το θέμα. Εδικαιούτο, σύμφωνα με την εισήγηση του, σε εξέταση του αιτήματός του κατά το δίκαιο όπως το διαμόρφωσε ή το αποκατέστησε η ακυρωτική απόφαση, που ως τέτοια ίσχυε έναντι πάντων.
Η εισήγηση του δεν έγινε αποδεκτή. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας, σελ. 580 και 581:
«. Το δεδικασμένο αφορούσε σε αυτόν και μόνο. Η κρίση ως προς την έλλειψη εξουσιοδότησης εκ του Νόμου για θέσπιση Κανονισμού που να προβλέπει παραγραφή του δικαιώματος σε σύνταξη ήταν η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης. Ο Κανονισμός δεν ήταν ούτε θα μπορούσε να ήταν, αφ' εαυτού, αντικείμενο των διαδικασιών εκείνων. Το ζήτημα της εξουσιοδότησης προς θέσπιση του Κανονισμού εξετάστηκε παρεμπιπτόντως και συνιστούσε ζήτημα κριθέν με την έννοια του όρου όπως την δίδει η απόφαση της Ολομέλειας στη Γεωργίου (ανωτέρω). Υπενθυμίζουμε συναφώς και την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Πικής Π. στην Γεώργιος Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 49. Είχαν συζητηθεί παρεμφερή θέματα και εξηγήθηκε ότι:
«ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελειώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης, σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο».
Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας, περί δεδικασμένου και δημιουργίας issue estoppel, στην υπό κρίση υπόθεση, απορρίπτεται.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η Γνωστοποίηση αρ.820, στη βάση της οποίας καθορίστηκαν και επιβλήθηκαν τα επίδικα δικαιώματα ήταν intra vires, σύννομη, είναι, για τους λόγους που αναλύσαμε ανωτέρω, ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
/ΓΓ.