ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(΄Αρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 131/2019

 

19 Σεπτεμβρίου, 2024

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΡΜΑΤΖΙΑΣ

Eφεσείων

και

 

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Εφεσίβλητοι

---------

 

Χρ. Σιακαλή (κα), για Αρ. Δαμιανού & Σ/τες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα

Ι. Μιχαήλ (κα), για Τ. Παπαδόπουλος & Σία ΔΕΠΕ για τους Εφεσίβλητους

-----------

 

Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα αυθημερόν)

 

Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων-Αιτητής προσέφυγε στο Δικαστήριο αιτούμενος την ακύρωση της μη απόδοσης σ΄αυτόν δύο προσαυξήσεων, ως εργοδοτούμενος των Εφεσίβλητων-Καθ'ων η αίτηση. Ο σχετικός νόμος που απασχόλησε ήταν ο περί της μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτουμένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2011, Ν.192(Ι)/2011.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, ασχολήθηκε με εγειρόμενο από τους Εφεσίβλητους-Καθ΄ων η αίτηση θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Το εν λόγω θέμα είχε βάση σύμφωνα με την απόφαση, τη βεβαιωτική πράξη, η οποία δεν μπορεί να είναι αντικείμενο προσφυγής με βάση τη νομολογία.

 

Χρήσιμο είναι να δούμε την αιτιολογία που το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει, αφού σημειώνει ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης δεν αμφισβητούνται. Ο Εφεσείων είχε ανέλθει στην ανώτατη βαθμίδα της κλίμακας του και στις 19.1.2010 εξασφάλισε, όπως, κατ΄εξαίρεση, παραχωρηθούν σ'αυτόν δύο προσαυξήσεις, η πρώτη τον Μάρτη του 2012 και η δεύτερη τον Μάρτη του 2014. Πλην όμως, τον Μάρτη του 2012 ο Εφεσείων ενημερώθηκε από τους Εφεσίβλητους πως δεν θα του παραχωρείτο τελικά η προσαύξηση λόγω της εφαρμογής του Ν.192(Ι)/2011. Το ίδιο εφαρμόστηκε για όλο το προσωπικό.

 

Ο Εφεσείων δεν αντέδρασε και δεν αμφισβήτησε την απόφαση. Ωστόσο επανήλθε, τέσσερα έτη μετά, ζητώντας «υλοποίηση των υποχρεώσεων». Οι Εφεσίβλητοι απέρριψαν το αίτημα.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Κρίνω ότι η αρχική έγκριση του αιτήματος του αιτητή για κατ' εξαίρεση παραχώρηση δύο προσαυξήσεων, ανακλήθηκε στη συνέχεια με την απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 22/2/2012, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 27/3/2012, στην οποία διευκρινίζετο ότι δεν μπορούσε να παραχωρηθεί η προσαύξηση που αναφερόταν στην επιστολή ημερομηνίας 29/1/2010.

Αυτή δε την απόφαση ο αιτητής δεν την αμφισβήτησε, και κατά συνέπεια η οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση των καθ' ων η αίτηση επί υποβληθέντος αιτήματος με ίδιο περιεχόμενο με το προηγούμενο αίτημα του αιτητή και βασιζόμενο επί των ιδίων δεδομένων, μόνο βεβαιωτική θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί προγενέστερης απόφασης, χωρίς εκτελεστό χαρακτήρα».

 

Πέραν αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Εφεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον θεμελιώνοντας το και ως εξής:

«Ειδικότερα, αποτελεί γεγονός ότι ο αιτητής είχε ανέλθει στην ανώτατη βαθμίδα της κλίμακας του και η έγκριση του αιτήματος του για παραχώρηση δύο προσαυξήσεων έγινε κατ' εξαίρεση και κατά παρέκκλιση. Συνεπώς, έχουν αποδοθεί στον αιτητή όλα τα δικαιώματα που αναλογούσαν εκ του Νόμου του Επιμελητηρίου.

Όπως δε ορθά υποδεικνύεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, με παραπομπή στα αποφασισθέντα στη υπόθεση Έλενα Παπαγεωργίου και ΕΤΕΚ, υπόθεση αρ. 885/2012, ημερομηνίας 25/2/2015, ECLI:CY:AD:2015:D135, ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να ζητήσει οτιδήποτε πέραν των δικαιωμάτων που έχει ως Ανώτερος Γραμματειακός Λειτουργός. Ο αιτητής επ' αυτού αντιτάσσει ότι στηρίζει το αίτημα του στην απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του Επιμελητηρίου που του κοινοποιήθηκε στις 29/1/2010. Πλην όμως, η απόφαση αυτή ανακλήθηκε και εναντίον της νομιμότητας της ανάκλησης ο αιτητής δεν άσκησε προσφυγή.

Υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη».

 

Ο Εφεσείων διατυπώνει τους εξής λόγους έφεσης:

Πρώτος λόγος έφεσης:

Η θέση ή/και κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η αρχική έγκριση του αιτήματος του αιτητή για κατ' εξαίρεση παραχώρηση δύο προσαυξήσεων, ανακλήθηκε στη συνέχεια με την απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 22/02/2012, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 27/03/2012, στην οποία διευκρινίζετο ότι δεν μπορούσε να παραχωρηθεί η προσαύξηση που αναφερόταν στην επιστολή ημερομηνίας 29/01/2010), είναι λανθασμένη ή/και εσφαλμένη ή/και πλημμελής και αντίθετη προς την δεσμευτική για το ίδιο νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης:

Η θέση ή/και κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ' ων η αίτηση / εφεσίβλητων ημερομηνίας 21/06/2016 και η οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα/αιτητή στις 27/07/2016, ήταν βεβαιωτική της απόφασης ημερομηνίας 22/02/2012 και συνεπώς χωρίς εκτελεστό χαρακτήρα, είναι λανθασμένη ή/και εσφαλμένη ή/και πλημμελής και αντίθετη προς την δεσμευτική για το ίδιο νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Τρίτος λόγος έφεσης:

Η θέση ή/και κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας/αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να ζητήσει οτιδήποτε πέραν των δικαιωμάτων του, που έχει ως Ανώτερος Γραμματειακός Λειτουργός, είναι λανθασμένη ή/και εσφαλμένη ή/και πλημμελής.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης, με την αιτιολογία ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν βεβαιωτική χωρίς εκτελεστό χαρακτήρα, παρέλειψε να εξετάσει τους λόγους ακύρωσης ή/και να διαγνώσει την ουσία της προσφυγής του εφεσείοντα/αιτητή.»

 

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης ως εκ της συνάφειας τους επιβάλλεται να εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο.

 

Ο πρώτος λόγος αναδεικνύει ιδιαίτερα ως λάθος το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αρχική έγκριση για απόδοση προσαύξησης ανακλήθηκε. Δεν μπορούμε να δούμε την προοπτική που έχει αυτός ο λόγος έφεσης.

 

Όπως και να χαρακτηρίζεται η τελική πράξη άρνησης της απόδοσης της προσαύξησης, σημασία είχε, αφενός ότι στηριζόταν σε πρόνοιες νόμου και αφετέρου - και κυρίως - στο ότι ουδέποτε τέθηκε σε αμφισβήτηση από τον ίδιο τον Εφεσείοντα. Και ομιλούμε για αδράνεια τεσσάρων και πλέον ετών. Όταν σ΄αυτό πλέον το χρονικό σημείο ο Εφεσείων επανήλθε, οι Εφεσίβλητοι επανέλαβαν την αρχική τους απόφαση για μη παραχώρηση οποιασδήποτε προσαύξησης για όσο χρόνο βρισκόταν σε ισχύ ο Ν.192(Ι)/11. Συνεπώς, είναι αδιάφορο το πώς χαρακτηρίζεται η πράξη από τους Εφεσίβλητους Το τι είναι η πράξη κρίνεται από το Δικαστήριο. (Βλ. Τhakis Costa Bettings Ltd v. Δημοκρατίας (2000)3 Α.Α.Δ. 466 και Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1988)3 Α.Α.Δ. 394).

 

Εν πάση περιπτώσει με δεδομένη τη θέσπιση του πιο πάνω Νόμου, οι Εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση συμμόρφωσης με άμεσο αποτέλεσμα την ανάκληση της πράξης, είτε χρησιμοποιείτο η λέξη ανάκληση είτε όχι.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την έννοια της βεβαιωτικής πράξης με αναφορά στη νομολογία και τα γεγονότα της υπόθεσης, καθότι αμφισβητείται η αιτιολογία και η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι διά της επιστολής των Εφεσιβλήτων προκύπτει ότι δεν πρόκειται για βεβαιωτική πράξη «διότι υφίσταται διαφοροποίηση στο διατακτικό των δύο αποφάσεων» και/ή «διότι η αιτιολογία παραπέμπει σε νέα έρευνα», θέση που απορρίπτει η πλευρά των Εφεσιβλήτων.

 

Οφείλουμε να θυμίσουμε την έννοια της βεβαιωτικής πράξης σύμφωνα με τα νομολογηθέντα.

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Καλακουτή ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 65/13, 2.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C274, από την οποία παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

«Η βεβαιωτική πράξη, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα με αποτέλεσμα απαραδέκτως να προσβάλλεται. (Βλ. Στέλιος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559 και Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851. Στην τελευταία υπόθεση γίνεται ανασκόπηση των εννοιών της εκτελεστής πράξης και της πράξης βεβαιωτικού χαρακτήρα). Κατά τον κλασσικό ορισμό του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, (14η έκδοση) σελ.121, βεβαιωτικές πράξεις «δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης, στερούνται εκτελεστότητας, και εκδίδονται συνήθως ύστερα από νέα αίτηση του διοικούμενου για το ίδιο θέμα ή άσκηση αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής.».

 

Πράξη ή απόφαση της διοίκησης που εμμένει σε προηγούμενη θέση της αποτελεί βεβαιωτική πράξη, (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 240 και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 507). Για να μη χαρακτηριστεί ως βεβαιωτική η δεύτερη και με όμοιο περιεχόμενο απόφαση, πρέπει να έχει ληφθεί μετά από δέουσα έρευνα κατά την οποία να εξετάστηκαν τα νέα πραγματικά ή νομικά στοιχεία. Το τι αποτελεί νέα έρευνα που να καθιστά τη νέα πράξη εκτελεστή, είναι ζήτημα πραγματικό. Σύμφωνα με την Κυπριακή νομολογία, η οποία έχει ακολουθήσει τα βήματα της Ελληνικής σχετικά με το υπό συζήτηση ζήτημα, νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπόψη νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Το χρησιμοποιηθέν, όμως, νέο υλικό κρίνεται αυστηρά για να μην υπάρχει καταστρατήγηση της προθεσμίας προσβολής εκτελεστής πράξης με τη δημιουργία νέας πράξης που εκδόθηκε κατ΄ επίφαση μεν νέας έρευνας, αλλά κατ΄ ουσία στη βάση των ίδιων στοιχείων. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση από τον διοικούμενο στοιχείων τα οποία δεν μεταβάλλουν την ουσία του πράγματος».

 

(Βλ. επίσης Φάνος ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 12/15, 8.4.2020), ECLI:CY:AD:2020:C121.

 

Δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε στην απόφαση 21.6.2016 κοινοποιηθείσα στις 27.7.2016 με το οποίο να διαφοροποιούνται τα πράγματα ώστε να κριθεί λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πρόκειται για βεβαιωτική πράξη, αφού ειδικά δεν έγινε καμία επανεξέταση ή νέα έρευνα. Οι Εφεσίβλητοι επιβεβαίωσαν απλά προηγούμενη απόφαση τους, με το ίδιο έρεισμα, και δη με το Ν.192(Ι)/2011.

 

Εξάλλου, δεν δόθηκαν από τον Εφεσείοντα νέα στοιχεία. Αναμφισβήτητα δε προκύπτει ότι η αναφορά στην απόφαση ημερ. 21.6.2016 στην πρόταση «έχουν αλλάξει ουσιωδώς τα δεδομένα και έχουν ανατραπεί οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν . (στην παραχώρηση) .» δεν αφορά την πρώτη άρνηση της παραχώρησης τέσσερα χρόνια πριν, η οποία σαφώς επιβεβαιούται με την ίδια αιτιολογία, ήτοι την ισχύ του πιο πάνω Νόμου. Η «αλλαγή των δεδομένων» προφανώς αναφερόταν στο διάστημα που μεσολάβησε από την αρχική απόφαση το έτος 2010 για την παραχώρηση προσαυξήσεων μέχρι την απόφαση για τη μη παραχώρηση στις 22.2.2012, όπως καταγράφεται πιο πάνω.

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Με βάση την πιο πάνω κατάληξη μας καθίσταται ακαδημαϊκή η ενασχόληση μας με τον τρίτο λόγο (ο οποίος αφορά την περαιτέρω αιτιολογία αποδοχής της προδικαστικής ένστασης).

 

Ατελέσφορος επίσης είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ο οποίος θα έχει υπόσταση μόνο εάν επιτύγχαναν οι λοιποί λόγοι.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με €2,500 έξοδα (πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει), υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον του Εφεσείοντα.

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                       ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/Σ.Θ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο