ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 126/2019)
23 Σεπτεμβρίου, 2024
[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΛΛΗΣ
Εφεσείων/Αιτητής
v.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ TEXNIKOY ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητοι / Καθ'ων η Αίτηση
.........
Κ. Καλλής, για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για τον Eφεσείοντα
Αλ. Κουντουρή (κα) μαζί με Ι. Μιχαήλ, για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους / Καθ' ων η Αίτηση
.......
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τη Δ. Σωκράτους, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων είναι απόφοιτος Πολυτεχνικής Σχολής, κάτοχος διπλώματος Πολιτικού Μηχανικού, το οποίο απέκτησε στις 20.7.1993. Είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Μελών του Εφεσίβλητου, δηλαδή του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ), στον Κλάδο Πολιτικής Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Μηχανικής Τοπίου, από τις 30.6.1995 και στο Μητρώο του Συμβουλίου Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών, ως Πολιτικός Μηχανικός, από τις 30.11.1994.
Μετά από σχετικά αιτήματα του, το ΕΤΕΚ, εξέδωσε, αρχικά για το έτος 2006, έγγραφη βεβαίωση δυνάμει του άρθρου 8Α του περί Ρυθμίσεων Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, βάσει της οποίας του παρείχετο το δικαίωμα/άδεια για εκτέλεση αρχιτεκτονικής εργασίας.
Το 2008, το ΕΤΕΚ, ανακάλεσε την ως άνω απόφασή του, πλην όμως, κατ' ακολουθίαν επιστολών και παραστάσεων εκ μέρους του Εφεσείοντα και των δικηγόρων του, επανεξέτασε το θέμα, με αποτέλεσμα την έκδοση τέτοιων έγγραφων βεβαιώσεων για τα έτη 2008-2016.
Με επιστολή του, ημερομηνίας 4.4.2017, το ΕΤΕΚ, κοινοποίησε προς τον Εφεσείοντα, τη ληφθείσα, σε συνεδρία του ημερομηνίας 5.7.2016, απόφασή του, να μην εκδώσει μελλοντικά παρόμοιες σχετικές βεβαιώσεις, η οποία είχε το κάτωθι περιεχόμενο:
«Σε συνεδρία της Διοικούσας Επιτροπής του Επιμελητηρίου ημερομηνίας 05/07/2016, αποφασίστηκε όπως το Επιμελητήριο σταματήσει να χορηγεί βεβαιώσεις στον κο Παναγιώτη Καλλή διότι δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της Νομοθεσίας και ειδικά του άρθρου 7 (1Β) του Νόμου του Επιμελητηρίου, λόγω του ότι, αφενός, δεν είναι πολίτης άλλου κράτους μέλους με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής το εν λόγω άρθρο και, αφετέρου, δεν ικανοποιείται επιπρόσθετα η προϋπόθεση που προνοείται στο άρθρο αυτό σε σχέση με τα έτη φοίτησης για την απόκτηση του διπλώματός του.
Ως εκ τούτου, το αίτημά σας για έκδοση Έγγραφων Βεβαιώσεων για Αρχιτεκτονική Εργασία για το έτος 2017 προς τον κο Παναγιώτη Καλλή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.»
O Εφεσείων, αντιδρώντας στην αρνητική, γι΄αυτόν, απόφαση του ΕΤΕΚ, προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο, αιτούμενος δήλωση ότι:
«.. Η απόφαση του Καθ' ου η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε με επιστολή τους ημερ. 4.4.2017 (Παράρτημα Α) και με την οποία απέρριψαν το αίτημα του για έκδοση Έγγραφων Βεβαιώσεων για Αρχιτεκτονική Εργασία για το έτος 2017, είναι άκυρη, παράνομη και αντισυνταγματική και χωρίς οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα.».
Οι λόγοι, οι οποίοι υποστήριζαν την αίτηση ακυρώσεως, εστιάζοντο, κατά κύριο λόγο, στην παραβίαση των αρχών του διοικητικού δικαίου, οι οποίες διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων, στην παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς την Διοίκηση και την αρχή της αναλογικότητας. Προέβαλαν, επίσης, πως η εν λόγω απόφαση ήταν το προϊόν αντιφατικής, ασυνεπούς και κακόπιστης συμπεριφοράς έναντί του.
Το ΕΤΕΚ, αρνούμενο όσα ο Αιτητής του καταλόγιζε περί καταπάτησης των αρχών της χρηστής διοίκησης και των αρχών του Διοικητικού Δικαίου αναφορικά με την ανάκληση διοικητικών πράξεων, ισχυρίστηκε ότι ενήργησε μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος, της Εθνικής και Κοινοτικής Νομοθεσίας και των Αρχών του Δημοσίου Δικαίου.
Επιπροσθέτως, ήγειρε τρεις προδικαστικές ενστάσεις, ήτοι, έλλειψη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης, εκπρόθεσμη καταχώρηση της αίτησης ακυρώσεως και έλλειψη εννόμου συμφέροντος του Εφεσείοντα.
Το Διοικητικό Δικαστήριο («Το Δικαστήριο»), εξετάζοντας την Αίτηση Ακυρώσεως, απέρριψε τις προβληθείσες, εκ μέρους του ΕΤΕΚ, προδικαστικές ενστάσεις. Επί της ουσίας, επικύρωσε την προσβληθείσα απόφαση και απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως.
Αποτέλεσμα της εν λόγω κατάληξης, ήταν η καταχώριση Έφεσης εκ μέρους του Εφεσείοντα, αλλά και αντέφεσης εκ μέρους του ΕΤΕΚ.
Με τον ένα και μοναδικό λόγο έφεσης πλήττεται, ως εσφαλμένη, η απόφαση του Δικαστηρίου, το οποίο «κατά πλήρη παραγνώριση του ενώπιον του πραγματικού υλικού και κατά παράβαση των σχετικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου και της νομιμότητας έκρινε ότι η «ανάκληση (άρση) της προηγούμενης ευμενούς απόφασης του Καθ' ου η αίτηση με την επίδικη απόφαση έστω μετά από πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος ήταν νόμιμη και επιτρεπτή για λόγους δημόσιου συμφέροντος ήτοι της δημόσιας ασφάλειας και υγείας.»
Με δύο λόγους αντέφεσης, το ΕΤΕΚ προσβάλλει την κρίση του Δικαστηρίου, ότι ο Αιτητής έχει πιθανολογήσει επαρκώς το έννομο συμφέρον του (λόγος αντέφεσης 1) και ότι η προσφυγή δεν ήταν εκπρόθεσμη (λόγος αντέφεσης 2).
Κρίνουμε πως, για λόγους λογικής συνέπειας, η εξέταση του πρώτου λόγου αντέφεσης προέχει, αφού η ύπαρξη έννομου συμφέροντος αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση για το παραδεκτό μιας Αίτησης Ακυρώσεως, αφού, κατά ρητή επιταγή του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος, ο Αιτητής πρέπει να έχει ίδιον, ενεστώς έννομο συμφέρον. Όπως επεξηγείται στο Σύγγραμμα του Επ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 16η Έκδοση, σελ. 103:
«.. Το έννομο συμφέρον συνίσταται στη χρησιμότητα που έχει για τον αιτούντα η νομική ρύθμιση (αποκατάσταση της νομικής του κατάστασης που έχει διαταραχθεί από μια διοικητική πράξη), η οποία μπορεί να επέλθει με την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης πράξης ή την ακύρωση της παράλειψης. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως (Δ/μα 18/1989, άρθρο 47 § 1) υπάρχει, όταν συντρέχουν οι εξής δύο προϋποθέσεις: α) η προσβαλλόμενη πράξη έχει προκαλέσει ηθική ή υλική βλάβη στον αιτούντα και β) ο αιτών υφίσταται τη βλάβη αυτή με ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου, δηλαδή, υπάρχει μια ειδική έννομη σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και αν αυτή δεν απευθύνεται ευθέως προς αυτόν (ΣΕ 3317/2014). Εξάλλου, το συμφέρον δεν πρέπει να αντίκειται στο δίκαιο, ούτε στην καλή πίστη (ΣΕ 1517/1980).»
Η, αναφερόμενη στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος, προδικαστική ένσταση προέβαλλε πως «. η προσφυγή είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν έχει επιφέρει άμεσα κανένα έννομο αποτέλεσμα και/ή δεν έχει επηρεάσει δυσμενώς και άμεσα τα έννομα συμφέροντα του αιτητή και/ή το συμφέρον του αιτητή δεν είναι έννομο καθότι δεν έχει έρεισμα στον Νόμο και/ή αντίκειται στον Νόμο».
Το Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική προδικαστική ένσταση, κρίνοντας πως ο Εφεσείων είχε «επαρκώς πιθανολογήσει το έννομο του συμφέρον, αφού στηρίζει την υπόθεση του στη δημιουργία και επίκληση δικαιωμάτων του βάσει ευνοϊκής κατάστασης, η οποία δημιουργήθηκε για τον ίδιο από τη μακροχρόνια χορήγηση, σε αυτόν, βεβαιώσεων της φύσεως αυτών που ζήτησε και για το έτος 2017 και απορρίφθηκε η χορήγησή τους, με την επίδικη απόφαση.»
Προς επίρρωση της κρίσης του επικαλέστηκε το κάτωθι απόσπασμα από το Σύγγραμμα Δ.Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2η Έκδοση, 1994, Παρ. 549:
«...Για τη θεμελίωση της εξουσίας ασκήσεως ένδικου βοηθήματος αρκεί ο εύλογος (δηλαδή όχι προφανώς ασύστατος) ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος. δεν απαιτείται δηλαδή απόδειξη, αλλ' αρκεί η πιθανολόγηση, η οποία και αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής. Για την θεμελίωση της νομιμοποιήσεως απαιτείται, αντιθέτως, να αποδειχθεί ότι το θιγόμενο έννομο συμφέρον ανήκει πράγματι στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα (ενεργητική νομιμοποίηση) και ότι εθίγει πράγματι από την εναγόμενη διοίκηση (παθητική νομιμοποίηση). Επομένως η νομιμοποίηση ανήκει στην ουσιαστική θεμελίωση της προσφυγής και η έλλειψή της καθιστά το ένδικο βοήθημα όχι απαράδεκτο, αλλά αβάσιμο.»
Το ΕΤΕΚ αμφισβητεί την ορθότητα της κρίσης αυτής και, με τον πρώτο λόγο αντέφεσης, τη χαρακτηρίζει εσφαλμένη.
Ως αιτιολογία αυτού, η οποία αποτέλεσε και τον βασικό κορμό των επιχειρημάτων της συνηγόρου του ΕΤΕΚ, ήταν πως το άρθρο 8Α του Κεφ. 96 θέτει ως προϋπόθεση για την έκδοση Έγγραφης Βεβαίωσης για εκτέλεση αρχιτεκτονικής εργασίας την εγγραφή προσώπου στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου, ως Αρχιτέκτονα-Μελετητή. Ο Εφεσείων κατέχει πτυχίο Πολιτικού Μηχανικού και είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ ως Πολιτικός Μηχανικός και κατέχει άδεια άσκησης του επαγγέλματος του Πολιτικού Μηχανικού και όχι του Αρχιτέκτονα.
Συνεπώς, από τη στιγμή που ο Εφεσείων δεν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ ως Αρχιτέκτονας, δεν μπορεί και δεν δικαιούται, εκ του Νόμου, να υπογράφει ή να εκπονεί έργα για τα οποία απαιτείται Αρχιτέκτονας-Μελετητής, με αποτέλεσμα το συμφέρον του Εφεσείοντα να στερείται νομικού ερείσματος και, όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιο, αλλά αντίκειται στο δίκαιο.
Συμφωνούμε με όσα η συνήγορος του ΕΤΕΚ προβάλλει.
Αποτελεί αναντίλεκτο και παραδεκτό, από τον συνήγορο του Εφεσείοντα, γεγονός, αλλά και αδιαμφισβήτητο εύρημα της πρωτόδικης απόφασης ότι ο ίδιος κατέχει δίπλωμα Πολιτικής Μηχανικής και, υπό αυτή του την ιδιότητα είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου. Όχι ως Αρχιτέκτονας. Παραδεκτό - δεν μπορεί εξάλλου να αμφισβητηθεί, αφού αποτελεί νομική προϋπόθεση - ότι δεν δικαιούται να εγγραφεί ως Αρχιτέκτονας. Και ότι οι εκδοθείσες, δυνάμει του άρθρου 8Α(2)(α) και (5) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, βεβαιώσεις αφορούσαν αρχιτεκτονική εργασία, την οποία, ο Εφεσείων, δεν εδικαιούτο και δεν επιτρέπετο να εκτελεί, αφού το ανωτέρω άρθρο επιτρέπει την έκδοση τέτοιων βεβαιώσεων για εκτέλεση αρχιτεκτονικών εργασιών μόνο από Αρχιτέκτονα, εγγεγραμμένο στο Μητρώο του ΕΤΕΚ.
Προκύπτει, επίσης, ότι ο Εφεσείων δεν αμφισβητεί πως, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 8Α του Κεφ. 96, εκδίδονταν οι επίδικες βεβαιώσεις, γεγονός που τις καθιστούσε παράνομες.
Οι επιτακτικές πρόνοιες, τόσο του άρθρου 8Α του Κεφ. 96 όσο και του άρθρου 25(i) του περί Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου του 1990 (224/1990), δεν αφήνουν περιθώρια άλλης ερμηνείας, πλην εκείνης η οποία προσδίδει στο ΕΤΕΚ την υποχρέωση διαφύλαξης της ιδιότητας των Μελών του και προστασίας του επαγγέλματος για το οποίο εγγράφησαν.
Το άρθρο 25(1) του Ν.224/90 προβλέπει πως, μετά την παρέλευση δεκαοκτώ μηνών από την έναρξη της ισχύος του Νόμου (ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 7.12.1996), κανένας δεν θα δικαιούται να ασκεί το επάγγελμα σε οποιονδήποτε κλάδο μηχανικής επιστήμης, εκτός εάν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο του εν λόγω κλάδου ως Μηχανικός, δυνάμει του προαναφερόμενου Νόμου και του έχει εκδοθεί ετήσια άδεια άσκησης επαγγέλματος υπό τύπο τον οποίο θα καθορίσει το ΕΤΕΚ. Το Εδάφιο 4, μάλιστα, του άρθρου 25, ποινικοποιεί την άσκηση επαγγέλματος χωρίς την εγγραφή στον συγκεκριμένο κλάδο μηχανικής, καθιστώντας το πρόσωπο που ενεργεί κατ' αντίθεση προς τις πρόνοιες του Νόμου ένοχο αδικήματος, υποκείμενο σε ποινή φυλάκισης και προστίμου.
Η έννοια του εννόμου συμφέροντος διασφαλίζει ότι αυτό αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως άξιο προστασίας και ερείδεται σε αυτό. Δεν αντίκειται ούτε αντιστρατεύεται το δίκαιο. Παρόλο που πρόκειται για φαινομενικά απλή έννοια, εντούτοις είναι πολυδιάστατη, όντας συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα περιστατικά κάθε περίπτωσης. Και γι' αυτό είναι φορτισμένη, όσο λίγες έννοιες του διοικητικού δικαίου, με νομολογιακές κρίσεις. Τα σταθερά, όμως, στοιχεία του όρου αυτού συνοψίζονται με ενάργεια στο παρακάτω απόσπασμα του Συγγράμματος του Ι.Δ. Σαρμά «Η συνταγματική και η διοικητική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», σελ. 233.
«.. τα κριτήρια του εννόμου συμφέροντος είναι τα ακόλουθα:
1ον. Προβολή υπό του αιτούντος μιας εννόμου και ενεστώσης ιδιότητος ή καταστάσεως αυτού.
2ον. Προσβολή υπό τούτου μιας διοικητικής πράξεως που να τελή σε νομική συνάρτηση προς την έννομη και ενεστώσα ιδιότητα ή κατάσταση του.
3ον. Βλαπτικός, κατά κοινή πείρα, επηρεασμός της ιδιότητος ή καταστάσεως αυτής υπό της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως.»
Σχετικά επί του θέματος που συζητάμε αναφέρεται στο σύγγραμμα Π.Α. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 6η έκδοση, παρ. 459:
«. ενώ το Σύνταγμα μιλάει για δικαστική προστασία (υποκειμενικών) δικαιωμάτων και συμφερόντων, ο κυριώτερος δικαστικός έλεγχος διοικητικών πράξεων, ο ακυρωτικός έλεγχος του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι κατά τον νόμο έλεγχος άμεσων ή έμμεσων παραβάσεων του αντικειμενικού δικαίου. Σε ένα τέτοιο σύστημα δικαστικής προστασίας (που έχει εισαχθεί από την Γαλλία) ο αιτών δεν επιδιώκει απευθείας την προστασία δικαιωμάτων ή συμφερόντων του, αλλά την αποκατάσταση της νομιμότητας της διοικήσεως με την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως που θίγει δικαιώματα ή συμφέροντά του. Μ' αυτόν τον έμμεσο τρόπο και σε δικονομικό κυρίως πλαίσιο εξετάζονται ακόμη στην χώρα μας τα δημόσια δικαιώματα. Πρόκειται για μια νομική κατασκευή από την εποχή που δεν είχαν ακόμη πλήρως αναγνωριστεί νομικώς δεσμευτικά και δικαστικώς εξαναγκαστά δημόσια δικαιώματα των ιδιωτών. Εν πάση περιπτώσει ο νόμος δεν επιτρέπει την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως σε οποιονδήποτε, αλλά μόνο σε όποιον έχει έννομο συμφέρον. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο νόμος υποκειμενικοποιεί την έννομη προστασία και φθάνει ουσιαστικά στην έμμεση αναγνώριση του δημόσιου δικαιώματος.»
«Το συμφέρον, για να είναι έννομο, πρέπει να δημιουργεί μια ειδική νομική βάση του αιτούντος με τον Νόμο. Για να δικαιούται να ασκήσει διοικητική προσφυγή κάποιος αιτητής θα πρέπει να έχει υποστεί βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου. Θα πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει μια ειδική έννομη σχέση μεταξύ του και της προσβαλλόμενης πράξης. Το συμφέρον δεν είναι ταυτόσημο με το δικαίωμα.
Η έννοια του συμφέροντος στην περίπτωση της άσκησης της αίτησης ακύρωσης είναι ευρύτερη από την έννοια του νομικού δικαιώματος. Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ' αυτόν. (Σεργίδου Λουκία Α. v. Δήμου Λευκωσίας κ.α.,(1998) 3 Α.Α.Δ. 189).»
Συνεπώς, ο Εφεσείων, χωρίς κανένα έρεισμα στον Νόμο, αλλά κατά παράβαση αυτού, και χωρίς δικαίωμα, αιτείτο τις σχετικές βεβαιώσεις για άσκηση αρχιτεκτονικής εργασίας, χωρίς να διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα και, κατ' επέκταση, τις κατάλληλες, προς τούτο, γνώσεις.
Ενόψει της παντελούς έλλειψης νομικής σχέσης του Εφεσείοντα με την προσβαλλόμενη πράξη, ελλείπει και το αναγκαίο έννομο συμφέρον για αμφισβήτησή της.
Αποτελεί κατάληξή μας ότι ο Εφεσείων στερείτο του εννόμου συμφέροντος προσβολής της επίδικης πράξης. Ενόψει της ως άνω κατάληξής μας, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου αντέφεσης και της Έφεσης.
Συνεπώς, ο λόγος αντέφεσης 1 επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση επί του συγκεκριμένου σημείου παραμερίζεται.
Επιδικάζονται έξοδα €3.000, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.
Α. Ρ. Λιάτσος, Π.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Τ. Καρακάννα, Δ.
/μσ