ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 70/2020)
6 Φεβρουαρίου, 2025
[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσείουσα / Καθ' ης η Αίτηση
v.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΤΣΑΛΟΥ
Εφεσίβλητου / Αιτητή
.........
Α. Κουντούρη (κα) μαζί με Θ. Παναγή (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Eφεσείουσα
Δ. Νικολετόπουλος για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τη Δ. Σωκράτους, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης αποτελεί η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου («το Δικαστήριο»), ημερομηνίας 31.3.2020, με την οποία ακύρωσε την, προσβληθείσα με σχετική προσφυγή, πράξη της Εφεσείουσας, δια της οποίας, ο Εφεσίβλητος, κρίθηκε ένοχος διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Διαπιστώθηκε, από το Δικαστήριο, η μη διενέργεια δέουσας έρευνας, από την Εφεσείουσα, κατά τη λήψη της απόφασης, με αποτέλεσμα και το ενδεχόμενο συνακόλουθης πλάνης να μην μπορεί να αποκλειστεί, αλλά και ζήτημα μη επαρκούς και ελλιπούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης. Λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην ακύρωσή της. Η μη δέουσα έρευνα εντοπίστηκε σε σχέση με την έκθεση και το πόρισμα του Ερευνώντος Λειτουργού, το οποίο, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν αξιολογήθηκε και δεν λήφθηκε υπόψη, από την Εφεσείουσα.
Κατά τα άλλα, δεν έχει προσβληθεί, με αντέφεση, η απόρριψη, από το Δικαστήριο, των υπολοίπων λόγων ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, ότι η Αρχή (η Εφεσείουσα) δεν λειτουργούσε υπό καθεστώς πλάνης αναφορικά με την ιδιότητα υπό την οποία, ο Εφεσίβλητος, ενεργούσε όταν απεστάλησαν τα επίδικα ηλεκτρονικά μηνύματα. Υπογράμμισε, περαιτέρω, το Δικαστήριο, ότι ήταν ξεκάθαρο πως λήφθηκε υπόψη ότι ενεργούσε ως Πρόεδρος της Συντεχνίας των Υπαλλήλων. Επισήμανε, όμως, πως:
«. το ζήτημα του κατά πόσον σε μια συγκεκριμένη περίπτωση έχει όντως λάβει χώρα η διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από κάποιον υπάλληλο και/ή έχουν συντελεστεί τα συστατικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης αυτού, είναι ανεξάρτητο από το ζήτημα της ιδιότητας υπό την οποία ενήργησε ο υπάλληλος και/ή το σκοπό που αυτός επεδίωκε. Η δε επίκληση της συντεχνιακής ιδιότητας δεν μπορεί να παρέχει, άνευ ετέρου, προστασία για οποιαδήποτε ενέργεια του υπαλλήλου. Συνεπώς, και στην παρούσα περίπτωση, το κατά πόσον με τις ενέργειες του ο αιτητής επεδίωκε την προαγωγή των οικονομικών συμφερόντων της Αρχής, ως ισχυρίζεται, δεν συνδέεται κατ' ανάγκη με το κατά πόσον ο τρόπος που αυτός ενήργησε στοιχειοθετεί ή όχι την υπ' αυτού διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων, ως τελικά κρίθηκε από την καθ'ης η αίτηση ότι συνέβαινε.»
Έκρινε, επίσης, ότι ήταν εις γνώση της Εφεσείουσας σε ποιους απεστάλησαν τα προαναφερθέντα ηλεκτρονικά μηνύματα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός περί ύπαρξης πλάνης και μη δέουσας έρευνας, όπως εισηγήθηκε ο Εφεσίβλητος. Επισήμανε, περαιτέρω, με παραπομπή στον Κανονισμό 45(1)(ε) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1997 (στο εξής «ΚΔΠ 114/1997»), πως κάθε υπάλληλος της Αρχής οφείλει να μην ενεργεί ή συμπεριφέρεται κατά τρόπο που δυνατό (υπογραμμίζοντας το δυνατό) να δυσφημήσει το κύρος της Αρχής ή να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτήν.
Κατέληξε, δε, πως:
«. είναι δε αυτήν ακριβώς την, λόγω των ενεργειών του αιτητή, δυνατότητα και/ή πιθανότητα πρόκλησης δυσφήμισης και/ή κλονισμού της εμπιστοσύνης προς την Αρχή και/ή το Συμβούλιο αυτής που κατέγραψε η Καθ' ης η αίτηση στο υπό αναφορά πρακτικό. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα πλάνης της Καθ'ης η αίτηση, ούτε ως προς το ζήτημα αυτό.»
Η παράθεση των γεγονότων, τα οποία οδήγησαν στην επίδικη διαφορά, όπως αυτά, αναντίλεκτα, προκύπτουν από τη δικογραφία, την πρωτόδικη απόφαση και τον διοικητικό φάκελο, θα βοηθήσει στην κατανόησή της, καθώς και στην επεξήγηση των λόγων έφεσης.
Ο Εφεσίβλητος κατείχε τη θέση του Προϊσταμένου Λογιστηρίου της Εφεσείουσας και, ταυτόχρονα, ήταν Πρόεδρος της Συντεχνίας των Υπαλλήλων της.
Στις 3.4.2014, απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα προς την Ολλανδική εταιρεία «VTTV», συνεργάτη και αντισυμβαλλόμενη της Εφεσείουσας, στην οποία σχολίαζε χειρισμούς της τελευταίας σχετικά με την ανάθεση και τη συνομολόγηση συμφωνίας, με τρίτη ιδιωτική εταιρεία, για τη διαχείριση της πλοήγησης και ρυμούλκησης πλοίων στις εγκαταστάσεις της «VTTV» στο Βασιλικό. Αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, πως όταν διερευνηθεί το θέμα, η Αρχή (Εφεσείουσα) θα καταλήξει να φαίνεται ως μία «φωλιά ηλιθίων» και ότι η εταιρεία τους (VTTV) συνεργάστηκε με «ανθρώπους που εκμεταλλεύτηκαν το δημόσιο συμφέρον» («The Cyprus Ports Authority will be made to look as a nest of idiots and VTTV working with people who took advantage of the Public Interest.») Κατέληξε ότι ο ίδιος γνωρίζει πως η Εφεσείουσα είναι ανίκανη να δομήσει μία κερδοφόρα συμφωνία και διερωτήθηκε εάν και η ίδια η συνεργάτιδα εταιρεία είναι επίσης «ανίκανη». («I know that the Cyprus Ports Authority is un-capable of structuring profitable deals for itself; my question is. Is VTTV unable either?»).
(Παράρτημα Α Ένστασης)
Απέστειλε, επίσης, επιστολή προς εκπροσώπους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κύπρο, στους οποίους εξέθετε την πολιτική της Εφεσείουσας για ανάθεση, σε ιδιωτική εταιρεία, της ρυμούλκησης και πλοήγησης πλοίων στο λιμάνι Βασιλικού και Λάρνακας, την οποία και καυτηρίαζε ως επιβλαβή, ενώ προέβαινε σε παρόμοιες δηλώσεις στα ΜΜΕ.
(Παράρτημα Β και Γ Ένστασης)
Η Εφεσείουσα, πιστεύοντας ότι ο Εφεσίβλητος επέδειξε διαγωγή η οποία έπληττε το κύρος του Διοικητικού Συμβουλίου της και ενείχε έλλειψη σεβασμού, όχι μόνο προς το Διοικητικό Συμβούλιο αλλά και προς τη Γενική Διευθύντρια, κάλεσε τον Εφεσίβλητο, προς τον οποίο προέβη σε συστάσεις, και τον ενημέρωσε ότι εξετάζει το θέμα υπό το πρίσμα της διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων. Ενεργοποιώντας τις διατάξεις του Κανονισμού 71(5) της «ΚΔΠ 114/1997», προέβη στις δέουσες ενέργειες και διόρισε, ως Ερευνώντα Λειτουργό, τον Διευθυντή του Κέντρου Παραγωγικότητας Κύπρου, με οδηγίες όπως προβεί σε έρευνα «αναφορικά με πειθαρχικό παράπτωμα που ενδεχομένως να διαπράχθηκε από υπάλληλο της Αρχής». Ζητείτο, συγκεκριμένα, να εξακριβωθεί κατά πόσο διαπράχθηκαν από τον Εφεσίβλητο πειθαρχικά παραπτώματα σε σχέση με:
(1) αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στις 3.4.2014 προς την εταιρεία «VTTV»
(2) αποστολή ηλεκτρονικού/ών μηνύματος/ων προς εκπροσώπους της Τρόϊκας ή/και άλλους φορείς και
(3) διάφορες δηλώσεις σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
(Παράρτημα 1Β Ένστασης, επιστολή ημερ. 8.4.2015).
Στις 3.11.2015, ο Ερευνών Λειτουργός, απέστειλε, στην Εφεσείουσα, την Έκθεση με τα πορίσματα και τις εισηγήσεις του «βασισμένη στις καταθέσεις και το υλικό» που του δόθηκε.
Επί του προκειμένου, ο Ερευνών Λειτουργός, στο πόρισμα του, αφού κατέγραψε τις διαπιστώσεις του και την παραδοχή του Εφεσίβλητου για αποστολή του ηλεκτρονικού μηνύματος προς την εταιρεία VTTV και τις επιστολές προς την Τρόϊκα, κατέληξε πως:
«. δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε ο κ. Πάτσαλος είναι δυνατό να δυσφημίσει το κύρος της Αρχής γενικά ή να τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στην Αρχή. Παρά το γεγονός ότι σαφώς τα όσα αναφέρει ο κ. Πάτσαλος στις επιστολές του δεν αποτελούν θετικά σχόλια για την Αρχή Λιμένων Κύπρου, δεν μπορεί, με απτά στοιχεία, να τεκμηριωθεί ότι το κύρος της Αρχής Λιμένων Κύπρου υπέστη πλήγμα ή/και ότι η εμπιστοσύνη του κοινού προς την Αρχή Λιμένων Κύπρο κλονίστηκε εξαιτίας του.»
Γι' αυτό, εισηγείτο, «επειδή το θέμα είναι νομικό και σχετίζεται τόσο με την ερμηνεία Νόμων και Κανονισμών, όσο και με νομολογία, το θέμα να τεθεί ενώπιον της Νομικής Υπηρεσίας.». Προκύπτει ότι ο εν λόγω Ερευνών Λειτουργός είχε αμφιβολία για την απόδειξη ενοχής του Εφεσίβλητου, η οποία προέκυπτε από την ανάγκη ερμηνείας του Νόμου και των Κανονισμών και όχι από τα αναντίλεκτα γεγονότα. Τα ίδια επανέλαβε κατά τη μαρτυρία του κατά την ακροαματική διαδικασία.
Μετά τη λήψη του εν λόγω πορίσματος, η Εφεσείουσα, παρέπεμψε το θέμα στον Νομικό της Σύμβουλο, η γνωμάτευση του οποίου ήταν πως ο Εφεσίβλητος διέπραξε πειθαρχικά παραπτώματα και επισύναψε σχετικό κατηγορητήριο. Οι εκεί περιεχόμενες κατηγορίες αφορούσαν στην παράλειψη καταβολής κάθε δυνατής προσπάθειας για την προαγωγή της εύρυθμης λειτουργίας της Αρχής, απρεπή συμπεριφορά, ενέργεια και/ή παράλειψη και/ή συμπεριφορά, με τρόπο που δυνατό να δυσφημίσει το κύρος της Αρχής και/ή δυνατό να τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στην Αρχή, κατά παράβαση διατάξεων του άρθρου 45 της «ΚΔΠ 114/1997».
Προνοεί το εν λόγω άρθρο, υπό τον τίτλο «Καθήκοντα, υποχρεώσεις και δικαιώματα των υπαλλήλων»:
«45.-(2) Κάθε υπάλληλος οφείλει:
..........................
(ε) να μην ενεργεί ή παραλείπει ή συμπεριφέρεται με τρόπο που δυνατό να δυσφημίσει το κύρος της Αρχής γενικά ή τη θέση του ειδικά ή που δυνατό να τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στην Αρχή.»
Η παράβαση οποιουδήποτε καθήκοντος συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα και ο υπάλληλος υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη (άρθρο 63 της «ΚΔΠ 114/1997»).
Ακολούθησε εκδίκαση της υπόθεσης, στα πλαίσια της οποίας κλήθηκαν και κατέθεσαν μάρτυρες εκ μέρους της Εφεσείουσας, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Ερευνών Λειτουργός. Στη διαδικασία κατέθεσε και ο Εφεσίβλητος, ο οποίος επίσης κάλεσε μάρτυρα, προς υποστήριξη των θέσεών του.
Το Συμβούλιο της Εφεσείουσας, στις 13.6.2016, έκρινε τον Εφεσίβλητο ένοχο διάπραξης των πειθαρχικών παραπτωμάτων που αντιμετώπιζε και του επιβλήθηκε χρηματική ποινή.
Αντιδρώντας, ο Εφεσίβλητος, καταχώρησε προσφυγή, η οποία, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, είχε επιτυχή κατάληξη.
Οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης πλήττουν την πρωτόδικη κρίση περί μη δέουσας έρευνας, συναρτώμενης με τη μη αξιολόγηση και ενασχόληση με το πόρισμα του Ερευνώντος Λειτουργού, το οποίο, σύμφωνα με την απόφαση, δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη.
Κρίνουμε πως η Εφεσείουσα εξέτασε, υπό το πρίσμα των πραγματικών αδιαμφισβήτητων γεγονότων και του λεκτικού του Κανονισμού, την νομική υπόσταση του ζητήματος και αποφάσισε, εντός του εύρους της εξουσίας της.
Υπενθυμίζουμε πως σε μια πειθαρχική, όσο και σε μια ποινική διαδικασία, το Δικαστήριο, ή το Συμβούλιο, είναι εκείνο το οποίο θα αποφασίσει περί της απόδειξης διάπραξης των παραπτωμάτων ή αδικημάτων. Δεν είναι υποχρεωμένο να αποδεχθεί το πόρισμα του Ερευνώντος Λειτουργού, η γνώμη του οποίου δεν έχει δεσμευτικό, άνευ άλλου τινός, χαρακτήρα. Αποτελεί την προκαταρκτική μελέτη ή την προϋπόθεση (όπως εν προκειμένω) για έναρξη της δικαστικής / πειθαρχικής διαδικασίας, και όχι την τελική κρίση. Άλλως πως, εάν η κρίση του ήταν υποχρεωτικά δεσμευτική, θα ήταν άσκοπη και δεν θα εξυπηρετούσε κανένα στόχο η μετέπειτα δικαστική ή πειθαρχική διαδικασία.
Εν προκειμένω, το Διοικητικό Συμβούλιο της Εφεσείουσας άκουσε τη μαρτυρία του Ερευνώντος Λειτουργού, όπως και των υπολοίπων μαρτύρων, και διαμόρφωσε τη δική του κρίση, η οποία, ως ακολουθεί, κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή.
Η Εφεσείουσα, το Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας διεξήγαγε τη διαδικασία, υπό το φως των λεχθέντων ενώπιόν της, έκρινε πως η συμπεριφορά του Εφεσίβλητου ήταν δυνατό να δυσφημίσει την Αρχή και να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτήν.
Η διάταξη της πρόνοιας του άρθρου 45(ε) μιλά για δυνητική και όχι αποδεδειγμένη «υπόσκαψη του κύρους της Αρχής». Εξάλλου, αυτό υπογράμμισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο σε προγενέστερο σημείο της απόφασης του.
Στην επίδικη απόφαση του, το Διοικητικό Συμβούλιο της Εφεσείουσας, καταγράφει τα μηνύματα, τις επιστολές και το επίμαχο λεκτικό, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, καθιστώντας σαφές, τόσο το περιεχόμενο των κατηγοριών, όσο και το αιτιολογητικό, στο οποίο στήριξε την απόφασή του. Αφού υπογραμμίζει τις επίμαχες φράσεις, διαπιστώνει πως αυτές «αντιβαίνουν στην προαγωγή της εύρυθμης λειτουργίας της Αρχής και συνιστούν απρεπή συμπεριφορά.» Διαπίστωσε ότι υπήρχαν διατυπώσεις εναντίον της Γενικής Διεύθυνσης και του Διοικητικού Συμβουλίου που δυνατό να δυσφημίσουν το κύρος της Αρχής, και συνέχισε:
«Και πάλι το ερώτημα που τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου ήταν κατά πόσον αυτό το μήνυμα ή η επιστολή επρόσθετε κάποιαν αξία. Ένα μήνυμα που στάληκε προς πιθανό τον μεγαλύτερο επενδυτή στην Κυπριακή Δημοκρατία, ο οποίος είναι και πελάτης της Αρχής. Πρόσθετε αυτό το μήνυμα οποιανδήποτε αξία για την Αρχή ή πιθανόν να προκαλούσε μια δυσφήμιση στο κύρος της Αρχής; Σίγουρα, δεν προσθέτει κάποιαν αξία, και εφόσον το ίδιο το μήνυμα και η ίδια η επιστολή δεν εστάληκε στην Αρχή από την εταιρεία την ίδια, αυτό δυνατό να προκαλούσε δυσφήμηση στο κύρος της Αρχής. Επίσης, όσον αφορά το θέμα για κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού. Αυτό που ενδιαφέρει την Αρχή είναι και οι άμεσοι συνεργάτες της. Όχι μόνον οι πελάτες της, ο Γενικός Ελεγκτής, οι Βουλευτές, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος έλαβε αυτές τις επιστολές και το ερώτημα είναι τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης αυτών των ατόμων ή των οργάνων του Κράτους; Σίγουρα δεν κάνει το αντίθετο, δεν επιφέρει κάτι θετικό. Οι πιθανότητες είναι ότι ναι, τείνει σε κλονισμό προς την εμπιστοσύνη και προς το Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων.»
Η μη παράθεση των Κανονιστικών Διατάξεων, επί των οποίων οι κατηγορίες εδράζοντο, δεν είχε την καταλυτική σημασία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε, αφού, πριν την έκδοση της απόφασης, όπως αυτή περιέχεται στην παράγραφο 599 των πρακτικών της διαδικασίας, ημερ. 13.6.2016 (Παράρτημα ΚΗ Ένστασης), προηγήθηκαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων, στις παραγράφους 596 και 597, στις οποίες γίνεται εκτενής ανάλυση και ειδική αναφορά στις πρόνοιες της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης. Η επανάληψη τους, όπως αναφέρθηκε και στην επίδικη πράξη, ήταν αχρείαστη. Εξάλλου, στην παράγραφο 599, γίνεται εξειδίκευση των κατηγοριών, με αναφορά στις πρόνοιες του Κανονισμού και ανάλυση των συστατικών στοιχείων των κατηγοριών. Συνεπώς, η επίδικη απόφαση παρουσιάζεται να διαμορφώθηκε αφού η Εφεσείουσα έλαβε υπόψη και εξέτασε όλα τα ουσιώδη στοιχεία και γεγονότα πριν καταλήξει στο εύρημά της.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση, στο μέρος που αυτή θίγεται, παραμερίζεται, καθώς και η διαταγή για έξοδα.
Η επίδικη διοικητική πράξη επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος.
Επιδικάζονται έξοδα €4.000, πρωτόδικα και κατ' έφεση, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Α. Ρ. Λιάτσος, Π.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Τ. Καρακάννα, Δ.
/μσ