ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 46/18)
16 Ιανουαρίου, 2024
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΛΩΝΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΗΛΕΚΤΡΟΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
_________________
Η. Ταλιαδώρος με Α. Σούσακ (κα), για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Α. Καλησπέρα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Ο εφεσείοντας είναι κάτοχος Bachelor of Science in Electrical Engineering του Frederick Institute of Technology, το οποίο αναγνωρίστηκε από το Κυπριακό Ινστιτούτο Αναγνώρισης Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ), ως πανεπιστημιακό δίπλωμα και Master of Science του Rwthaachen University. Την 21.10.2014 αιτήθηκε από τους εφεσίβλητους την έκδοση Πιστοποιητικού Ικανότητας Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, στη βάση των περί Ηλεκτρισμού Κανονισμών 1941-2004. Η αίτηση του απορρίφθηκε, τη 29.12.2014, καθότι δεν ήταν εγγεγραμμένο μέλος του Επιστημονικού και Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (στο εξής «ΕΤΕΚ»), στην ηλεκτρολογική μηχανική.
Ο εφεσείοντας καταχώρησε την προσφυγή 145/2015, εναντίον της πιο πάνω απόφασης. Πρόβαλε, μεταξύ άλλων, τη θέση ότι η απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των Κανονισμών και είναι αποτέλεσμα νομικής και πραγματικής πλάνης. Οι εφεσίβλητοι λανθασμένα έθεσαν ως προϋπόθεση για την απόκτηση του επιδίκου Πιστοποιητικού, την εγγραφή του στο ΕΤΕΚ. Εκείνο που αυτός αιτήθηκε ήταν την έκδοση Πιστοποιητικού, με βάση τους Κανονισμούς και όχι την έκδοση άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του ηλεκτρολόγου μηχανικού, με βάση το άρθρο 25 του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Νόμου 224/1990, ως τροποποιήθηκε.
Το πρωτόδικο δικαστήριο (στο εξής «Δικαστήριο») απόρριψε την προσφυγή, συμπεριλαμβανομένων και των πιο πάνω λόγων, αποφαινόμενο ότι η διοίκηση ορθά έλαβε υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 25 του πιο πάνω Νόμου. Έκρινε ότι η έκδοση του Πιστοποιητικού Ικανότητας αποτελεί την βασική προϋπόθεση παροχής δικαιώματος και δυνατότητας άσκησης της εργασίας του ηλεκτρολόγου μηχανικού και είναι ο σκοπός της έκδοσης του. Το πλαίσιο δράσης της διοίκησης, «. δεν προσδιορίζεται και περιορίζεται, με βάση τις υποχρεώσεις ή προϋποθέσεις, που τίθενται αποκλειστικά και μόνο στην οικεία νομοθεσία ή τους Κανονισμούς της καθ΄ ης η αίτηση, αλλά και με βάση τις υποχρεώσεις και δικαιώματα που απορρέουν από το γενικότερο και συνολικό πλέγμα δικαίου, στο οποίο η καθ΄ ης η αίτηση υποχρεούται, με βάση την αρχή της νομιμότητας, να κινείται. Σε αυτό το συνολικό πλέγμα δικαίου, στην παρούσα περίπτωση, ανήκει και η υποχρέωση για εγγραφή στο ΕΤΕΚ, με βάση τον περί ΕΤΕΚ νόμο, πριν και προς παροχή πιστοποιητικού ικανότητας προς απόκτηση δικαιώματος άσκησης συγκεκριμένης ηλεκτρολογικής εργασίας.»
Με την υπό κρίση έφεση, ο εφεσείοντας προσβάλλει την νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης με τρεις λόγους, οι οποίοι έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς την προϋπόθεση που έθεσε η διοίκηση, για την έκδοση του επίδικου Πιστοποιητικού, όπως αυτός είναι εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ. Ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω προϋπόθεση δεν συμπεριλαμβάνεται στους Κανονισμούς και έγινε λανθασμένη ερμηνεία αυτών, λόγοι έφεσης 1 και 3 αντίστοιχα. Ο δεύτερος λόγος έφεσης εστιάζεται στην ερμηνεία που δόθηκε από το δικαστήριο στις πρόνοιες του Κανονισμού 51(1) των περί Ηλεκτρισμού Κανονισμών 1941 - 2004. Το δικαστήριο, σύμφωνα με την εισήγησή του, λανθασμένα ερμήνευσε το συγκεκριμένο Κανονισμό ωσάν να παρέχει «αυτόματο δικαίωμα», σε όποιον αποκτήσει το επίδικο Πιστοποιητικό, να ασκήσει το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου μηχανικού.
Οι τρεις λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους και ως εκ τούτου θα εξετασθούν σωρευτικά.
Η υπό κρίση αίτηση για έκδοση Πιστοποιητικού, εδράζεται, ως προαναφέραμε, στους περί Ηλεκτρισμού Κανονισμούς 1941 - 2004. Διαπιστώνουμε ότι οι εν λόγω Κανονισμοί τροποποιήθηκαν το 2012, με την Κ.Δ.Π. 80/2012 και ως εκ τούτου οι Κανονισμοί που ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο ήταν οι περί Ηλεκτρισμού Κανονισμοί 1941 - 2012 (στο εξής «οι Κανονισμοί»).
Οι Κανονισμοί εκδόθηκαν δυνάμει του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170. Το άρθρο 10(1) του πιο πάνω Νόμου δίδει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδώσει Κανονισμούς για τον καθορισμό των προσόντων, της εξέτασης, της άδειας και της εγγραφής των ηλεκτρολόγων μηχανικών. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται επίσης, άρθρο 12 του Νόμου, να εξουσιοδοτήσει το Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας, ή να διορίσει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ή να καταρτίσει Συμβούλιο, για να εξετάσει, χορηγήσει άδεια και πιστοποιητικά ικανότητας σε ηλεκτρολόγους μηχανικούς.
Ο Κανονισμός 51(1), ως τροποποιήθηκε από τη Κ.Δ.Π. 80/2012, προνοεί ότι:
«Εξαιρουμένων των οικιακών ηλεκτρικών συσκευών, εκπόνηση σχεδίων και μελετών εγκατάστασης, τοποθέτησης ηλεκτρικών συρμάτων και λειτουργίας οποιασδήποτε ηλεκτρικής συσκευής και εξοπλισμού, διενεργείται μόνο από κάτοχο πιστοποιητικού ικανότητας και πιστοποιητικού εγγραφής που παρέχεται από την Αρχή Αδειών σύμφωνα με τον Κανονισμό 53 και τηρουμένων των διατάξεων του περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου.»
Επισημαίνουμε ότι η ουσιαστική τροποποίηση που επέφερε η Κ.Δ.Π. 80/2012 στον Κανονισμό 51(1), ανωτέρω, η προσθήκη της φράσης «και τηρουμένων των διατάξεων του περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου». Η τροποποίηση ουδόλως επηρεάζει την ουσία της υπό κρίση υπόθεση.
Τα Πιστοποιητικά Ικανότητας Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, που εκδίδονται από την Αρχή Αδειών, διαχωρίζονται, βάσει του Κανονισμού 53, σε τρεις τάξεις, ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας του αιτητή στην ηλεκτρομηχανική. Για την πρώτη τάξη ο αιτητής πρέπει να έχει υπηρεσία πέντε τουλάχιστο ετών, για τη δεύτερη, δύο ετών και για τη τρίτη, ενός έτους. Ο εγγεγραμμένος ηλεκτρολόγος μηχανικός, πρώτης τάξεως, δύναται να αναλάβει την ευθύνη της εκπονήσεως σχεδίων και μελετών, της εγκαταστάσεως και λειτουργίας παντός είδους ηλεκτρικών συσκευών και εξοπλισμού πάσης τάσεως και απεριορίστου ισχύος. Ο εγγεγραμμένος μηχανικός, δεύτερης τάξης, δύναται να αναλάβει τις πιο πάνω εργασίες, απεριορίστου ισχύος, η τάση όμως θα πρέπει να είναι χαμηλή ή μέση. Ο εγγεγραμμένος μηχανικός, τρίτης τάξης, δύναται να αναλάβει μόνο έργα χαμηλής ή μέσης τάσεως, εντός των υπό του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων καθορισθησομένων δια διατάγματος ορίων.
Απαραίτητη προϋπόθεση και για τις τρεις τάξεις είναι όπως ο αιτητής κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου περί την Ηλεκτρομηχανικήν και είναι ή δύναται να γίνει Αντεπιστέλλον Μέλος (Associate Member) του Ινστιτούτου Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Ηνωμένου Βασιλείου ή να κατέχει δίπλωμα του Μετσοβείου Πολυτεχνείου περί την Ηλεκτρομηχανικήν (κύκλος σπουδών ηλεκτρολόγου).
Στον ίδιο Κανονισμό, παράγραφος 14, ρητά προβλέπεται ότι ουδείς κέκτηται δικαίωμα εξασκήσεως επαγγέλματος ηλεκτρολόγου μηχανικού εκτός εάν κατέχει το ανάλογο ετήσιο πιστοποιητικό εγγραφής, συμφώνως των Κανονισμών.
Με βάση τις πρόνοιες των πιο πάνω Κανονισμών, κρίνουμε ορθή την κρίση του Δικαστηρίου ότι το αιτηθέν Πιστοποιητικό Ικανότητας δεν αποτελεί κάποιου είδους «ακαδημαϊκής ή θεωρητικής και in abstracto αναγνώρισης προσόντος ικανότητας του αιτουμένου προσώπου να διεκπεραιώσει εργασία ηλεκτρολόγου μηχανικού», αλλά βασικό προαπαιτούμενο προτού αναλάβει την εκτέλεση ηλεκτρομηχανολογικής εργασίας. Κατ΄ επέκταση ο λόγος έφεσης 2, που αφορά το συγκεκριμένο θέμα, απορρίπτεται.
Μετά την έκδοση των πιο πάνω Κανονισμών και συγκεκριμένα το 1990, εκδόθηκε ο περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Νόμος, Ν.224/1990, ο οποίος στη συνέχεια τροποποιήθηκε (στο εξής «ο Νόμος»). Ο Νόμος ρυθμίζει μεταξύ άλλων τους όρους άσκησης του επαγγέλματος στους κλάδους της ηλεκτρικής επιστήμης, συμπεριλαμβανομένης και της ηλεκτρομηχανικής. Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Νόμου, κανένας δεν δικαιούται να ασκεί το επάγγελμα σε οποιοδήποτε κλάδο μηχανικής επιστήμης εκτός εάν είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο του εν λόγω κλάδου ως μηχανικός και του έχει εκδοθεί ετήσια άδεια άσκησης του επαγγέλματος.
Το ερώτημα που εγείρεται στην υπό κρίση έφεση είναι κατά πόσο η διοίκηση νομιμοποιείτο να λάβει υπόψη της, τις πιο πάνω πρόνοιες και να απορρίψει την επίδικη αίτηση, επικαλούμενη το γεγονός ότι ο εφεσείοντας δεν ήταν εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ. Το βασικό επιχείρημα του εφεσείοντα είναι ότι στους Κανονισμούς δεν περιλαμβάνεται ως προϋπόθεση για την έκδοση του επίδικου Πιστοποιητικού, η εγγραφή του αιτητή στο ΕΤΕΚ.
Τόσο οι Κανονισμοί όσο και ο Νόμος, ρυθμίζουν την άσκηση του επαγγέλματος του ηλεκτρολόγου μηχανικού. Οι Κανονισμοί εκδόθηκαν προγενέστερα του Νόμου και είναι πρόδηλο ότι στην έκταση που οι δύο αυτές πηγές δικαίου αφορούν το συγκεκριμένο θέμα, ήτοι τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του ηλεκτρολόγου μηχανικού, υπάρχει διάσταση μεταξύ τους.
Αποτελεί βασική αρχή ότι ο μεταγενέστερος νόμος υπερέχει του προγενέστερου, εφόσον διαπιστώνεται σύγκρουση μεταξύ τους. Θεωρείται ότι ο προγενέστερος νόμος καταργήθηκε σιωπηρά, στην έκταση που είναι ασυμβίβαστος με το μεταγενέστερο. Το τεκμήριο είναι πως, όποτε ο νομοθέτης θέλει να καταργήσει νόμο, το λέγει ρητά. Ο νόμος δεν θεωρείται ότι καταργήθηκε σιωπηρά, εκτός αν είναι τόσο αντιφατικός ή ασυμβίβαστος προς μεταγενέστερο ώστε να είναι αδύνατο να συνυπάρχουν. (Βλ. Attorney-General v. Pouris & Others (1979) 2 C.L.R. 15, Vassiliko Cement Works v. Republic (1983) 3 C.L.R. 719, Louca & Another v. Republic (1984) 2 C.L.R. 386, Εύρηκα Λτδ v. Unilever Plc (1994) 1 C.L.R. 124 και Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1 Α.Α.Δ 1551).
Στο σύγγραμμα Bennion, Bailey and Norbury on Statutory Interpretation, 8η έκδοση, σελ. 292, διαβάζουμε σχετικά τα πιο κάτω:
«If provisions are inconsistent only in their application to particular cases, the provisions of the earlier Act are impliedly repealed or overridden only to the extent necessary to resolve the inconsistency. (Thoburn v. Sunderland City Council (2002) EWHC 195 (Admin) per Laws LJ at [43]; R (O'Byrne) v. Secretary of State for the Environment, Transport and the Regions (2002) UKHL 45 per Lord Scott at [45]. See also Hamnett v. Essex County Council (2017) EWCA Civ 6 per Gross LJ at [28].).»
Το άρθρο 25 του Νόμου, όσο και ο Κανονισμός 51(1) που ρυθμίζουν, ως προαναφέραμε, την άσκηση του επαγγέλματος του ηλεκτρολόγου μηχανικού, δεν συμβαδίζουν μεταξύ τους και είναι αδύνατο να συνυπάρξουν. Το άρθρο 25 του Νόμου εκδόθηκε μεταγενέστερα του Κανονισμού 51(1) και ως εκ τούτου, στο βαθμό που οι συγκεκριμένες πρόνοιες είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους, οι πρόνοιες του Νόμου υπερισχύουν των προνοιών του Κανονισμού.
Παρατηρούμε περαιτέρω ότι οι δύο συγκεκριμένες πηγές δικαίου δεν είναι ισότιμες, αλλά έχουν διαφορετική «τυπική ισχύ». Στο σύγγραμμα του Απόστολου Γεωργιάδη, «Τί είναι δίκαιο; Η νομική επιστήμη για όλους», 2η έκδοση, αναφέρονται σχετικά, στη σελίδα 51, τα πιο κάτω:
«Κάθε κανόνας ορισμένης βαθμίδας δεν επιτρέπεται να αντιβαίνει στους ιεραρχικά ανώτερους κανόνες. Αν το περιεχόμενο ενός κανόνα έρχεται σε αντίθεση με έναν κανόνα ανώτερης βαθμίδας, ο τελευταίος υπερισχύει (lex superior derogat legi inferiori). πράγμα που συνήθως σημαίνει ότι ο κατώτερος κανόνας καθίσταται ανίσχυρος.»
Καθοδηγητικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» β΄έκδοση (1994), σελ. 43-45:
«Σε μια δημοκρατία ο καθορισμός της ταυτότητας και της ιεραρχίας των πηγών του δικαίου συνδέεται με τον καθορισμό των οργάνων και της διαδικασίας παραγωγής κανόνων δικαίου. Η ιεραρχία των οργάνων συμβαδίζει με την ιεραρχία των πηγών δικαίου και συνεπάγεται την ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Ιεραρχία σημαίνει ότι οι πηγές του δικαίου δεν είναι ισότιμες. Αντιθέτως έχουν, όπως λέγεται, διαφορετική "τυπική ισχύ", είναι δηλαδή καταταγμένες σε διάφορες βαθμίδες μιας ιδεατής πυραμίδας, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το σύνταγμα, ακολουθεί ο νόμος και έπεται η κανονιστική διοικητική πράξη. Κάθε πηγή δικαίου υπάρχει μόνο στο πλαίσιο που της ορίζουν οι πηγές δικαίου ανώτερων βαθμίδων. Αρνητικά διατυπούμενος ο κανόνας αυτός σημαίνει, ότι μια πηγή δικαίου δεν μπορεί (εκτός ρητών εξαιρέσεων) να περιορίσει ή καταργήσει πηγή δικαίου ανώτερης βαθμίδας.
Η ιεραρχία αυτή των πηγών δικαίου είναι, όπως είπαμε, συνδεδεμένη με μια ιεραρχία οργάνων παραγωγής κανόνων δικαίου. Και εδώ υπάρχει μια νοητή πυραμίδα, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο συνταγματικός νομοθέτης, έπεται ο απλός ή κοινός νομοθέτης (η Βουλή), και ακολουθούν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και τα άλλα διοικητικά όργανα εκδόσεως κανονιστικών πράξεων.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η ιεραρχία των κανόνων δικαίου είναι ταυτόσημη με την ιεραρχία των πηγών δικαίου, οι οποίες τους περιέχουν και των οργάνων που τους εξέδωσαν. Κανόνες δικαίου περιεχόμενοι σε ένα (τυπικό) νόμο πρέπει να είναι σύμφωνοι με το σύνταγμα, ενώ κανονιστικές πράξεις της διοικήσεως πρέπει να συμβιβάζονται με το σύνταγμα και τους νόμους. Με άλλα λόγια: ένας κανόνας δικαίου δεν μπορεί (χωρίς ρητή εξουσιοδότηση) να αναστείλει, τροποποιήσει ή καταργήσει κανόνα δικαίου περιεχόμενο σε πηγή δικαίου ανώτερης βαθμίδας.»
Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Νόμος, ως τροποποιήθηκε, που ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, είναι ιεραρχικά ανώτερος των Κανονισμών 1941 - 2012, που εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο. Στην έκταση που οι δύο πιο πάνω πηγές δικαίου δεν συμβαδίζουν μεταξύ τους, υπερισχύουν οι πρόνοιες της ιεραρχικά ανώτερης πηγής δικαίου, ήτοι του άρθρου 25 του Νόμου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι δεν υφίσταται περιθώριο παρέμβασης προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί. Η κρίση του δικαστηρίου ότι η εγγραφή του αιτητή στο ΕΤΕΚ αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την παροχή του επιδίκου πιστοποιητικού, είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €3.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/ΓΓ.