ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 31/18)
9 Ιανουαρίου, 2024
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτων,
_________________
Α. Αγγελίδης, για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Ο εφεσείοντας, οικοδόμος στο επάγγελμα και παράλληλα διευθυντής εταιρείας, τη 14.04.2011, ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα. Ένα περίπου έτος μετά το ατύχημα, τη 14.02.2012, υπέβαλε αίτηση για παροχή σύνταξης, λόγω αναπηρίας, στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επικαλούμενος ζημιά σε τρεις δίσκους της σπονδυλικής στήλης.
Την 25.09.2013, εξετάσθηκε από Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο διέγνωσε ότι παρουσίαζε «οσφυοϊσχυαλγία, χωρίς όμως νευρολογική σημειολογία». Το Συμβούλιο έκρινε ότι ο βαθμός αναπηρίας του ήταν 2% και κατ΄ επέκταση αυτός ήταν ικανός να ασκήσει «ολικώς ή μερικώς το επάγγελμα του ως οικοδόμος/διευθυντής εταιρείας». Ο Διευθυντής του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθέτησε το πιο πάνω πόρισμα και απόρριψε το αίτημα του καθότι ο βαθμός αναπηρίας του ήταν κάτω του 10%. Παροχή σύνταξης, λόγω αναπηρίας, καταβάλλεται όταν ο βαθμός αναπηρίας είναι άνω του 10%.
Τη 12.11.2013, άσκησε ιεραρχική προσφυγή και ζήτησε την επανεξέταση του αιτήματός του. Εξετάσθηκε από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο έκρινε, με βάση κλινική εξέταση και εργαστηριακά ευρήματα (μαγνητική τομογραφία), σχετική είναι η έκθεση ημερομηνίας 22.05.2014, ότι παρουσίαζε οσφυαλγία και ισχιαλγία, ευρήματα τα οποία προϋπήρχαν του ατυχήματος. Δεν παρουσίαζε παθολογικά ευρήματα εκ του ατυχήματος. Ο βαθμός αναπηρίας του υπολογίσθηκε σε 2%. Η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εξής Υπουργός), βάσει της εξουσίας που της παρείχε το άρθρο 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου και βασιζόμενη στην πιο πάνω έκθεση, έκρινε ότι η απόφαση του Διευθυντή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 9.10.2013, να απορρίψει την αίτηση για παροχή σύνταξης ήταν ορθή και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή.
Η πιο πάνω απόφαση προσβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την προσφυγή 1195/2014. Η προσφυγή αποσύρθηκε μετά την ανάκληση της επίδικης απόφασης από το αρμόδιο υπουργείο. Η απόφαση ανακλήθηκε λόγω πάσχουσας σύνθεσης και συγκρότησης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου.
Συγκλήθηκε στη συνέχεια νέο Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο εξέτασε τον εφεσείοντα, τη 14.04.2016. Το πιο πάνω Σώμα γνωμάτευσε ότι ο βαθμός αναπηρίας του παρέμεινε στο 2% και ήταν ικανός για εργασία. Εισηγήθηκε την απόρριψη της προσφυγής. Τη 31.05.2016 η Υπουργός, βασιζομένη στην πιο πάνω θέση, απόρριψε την ιεραρχική προσφυγή.
Ο εφεσείοντας πρόσβαλε την απόφαση με την προσφυγή αρ. 765/2016, η οποία καταχωρήθηκε τη 23.06.2016. Η πιο πάνω απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης. Πριν την καταχώρηση της ένστασης και συγκεκριμένα τη 24.10.2016, το αρμόδιο Υπουργείο γνωστοποίησε στον εφεσείοντα την ανάκληση της επίδικης απόφασης, ημερομηνίας 31.05.2016, λόγω μη ορθής συγκρότησης του πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου.
Η λανθασμένη «σύνθεση και η συγκρότηση» του πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ήταν ένας από τους λόγους επί του οποίου εδράζετο η προσφυγή.
Η ιεραρχική προσφυγή παραπέμφθηκε στο Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για εκ νέου εξέταση, από ορθά συγκροτημένο Πρωτοβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο.
Ο εφεσείοντας εξετάστηκε από το Πρωτοβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο στις 13.02.2017, σύμφωνα με το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, το οποίο και υπολόγισε το βαθμό αναπηρίας του σε 2%. Συνεπεία τούτου, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με απόφαση του, ημερομηνίας 21.08.2017, απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα για παροχή σύνταξης λόγω αναπηρίας. Κατά της απορριπτικής απόφασης του Διευθυντή, ο εφεσείοντας άσκησε ιεραρχική προσφυγή την 6.09.2017.
Παρενθετικά επισημαίνουμε ότι ουδείς εκ των διαδίκων ήταν σε θέση να πληροφορήσει το Δικαστήριο, με θετικό τρόπο, παρά την παρέλευση πέραν των έξι ετών, κατά πόσο η εν λόγω ιεραρχική προσφυγή έχει εν τω μεταξύ εξετασθεί.
Οι εφεσίβλητοι, καθ΄ων η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία, πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι το αντικείμενο της προσφυγής αρ. 765/2016 είχε εκλείψει, λόγω ανάκλησης της προσβαλλομένης απόφασης. Αυτό ήταν και το μοναδικό σημείο που τέθηκε προς κρίση από το Διοικητικό Δικαστήριο (εξής Δικαστήριο). Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείοντας δεν είχε αποδείξει εκ πρώτης όψεως κατάλοιπο ζημιάς, ως αποτέλεσμα της ανακληθείσας προσβληθείσας απόφασης, δεν είχε αυθύπαρκτο δικαίωμα σε επιτυχία της ιεραρχικής του προσφυγής και κατ' επέκταση στερείτο εννόμου συμφέροντος. Ως αποτέλεσμα, απόρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.
Ο εφεσείοντας θεωρεί εσφαλμένη την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου. Εισηγείται, με το μοναδικό πλέον λόγο έφεσης, ότι «η όλη διαδικασία», τού προκάλεσε ζημιά. Ως αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Η όλη διαδικασία με την ανάγκη να καταχωρήσει δύο προσφυγές προφανώς επέφερε βλαπτικές συνέπειες συναισθηματικά, υλικά και ηθικά στον Αιτητή όπως και έξοδα δικηγορικά και μεγάλη ταλαιπωρία αφού το αίτημά του, μετά από πέντε χρόνια, θα αρχίσει πλέον να εξετάζεται από το Πρωτοβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο.»
Κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση που η προσβαλλομένη πράξη ανακληθεί, το αντικείμενο της προσφυγής εκλείπει και η δίκη καταργείται. Η συνέχιση της εκδίκασης προσφυγής, η οποία έχει απωλέσει το αντικείμενο της, συναρτάται προς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο παγίως ο αιτητής θα πρέπει να έχει και να διατηρεί σωρευτικά σε όλα τα στάδια της διαδικασίας (βλ. Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643 και Νεοκλέους ν. Δήμου Αγλαντζιάς, υπ. αρ. 1183/2011, ημερομηνίας 29.10.2015, όπου παρατίθεται η σχετική νομολογία και σύγγραμμα Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 85 παράγραφος 457)
Η συνέχιση της δίκης επιτρέπεται όταν η προσβαλλομένη πράξη προκάλεσε στον αιτητή ζημιές, για τις οποίες μπορεί να αποζημιωθεί μόνο αφού εξασφαλίσει ακυρωτική απόφαση. Ως αναφέρθηκε σχετικά στην απόφαση Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω):
«Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η δίκη καταργείται για διάφορους λόγους στους οποίους περιλαμβάνεται η έλλειψη αντικειμένου. Κατά κανόνα η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώρηση και πριν την εκδίκασή της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της, όπως π.χ. η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της, η σιωπηρά ανάκλησή της η οποία εξυπακούεται από νέα πράξη του ίδιου οργάνου που ρυθμίζει το ίδιο θέμα και η πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή. Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη καταργείται γιατί η συνέχισή της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Στην περίπτωση όμως που έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται. Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν ήδη προκύψει σ' αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για τη συνέχιση της δίκης».
Σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Σπηλιωτόπουλου, (ανωτέρω), σελίδα 454:
«Η δίκη καταργείται (ΝΔ 170/1973 άρθρον 32) πλην της περιπτώσεως ελλείψεως υποκειμένου και λόγω ελλείψεως αντικειμένου εις τας ακολούθους περιπτώσεις: (i)....(ii)..(iii) ανακλήσεως της διοικητικής πράξεως εν τω συνόλω της μετά την κατάθεσιν της αιτήσεως ακυρώσεως ή της προσφυγής, ρητής (ΣΕ 3570/1978), (iν) λήξεως της ισχύος της διοικητικής πράξεως χωρίς να παραμένουν διοικητικής φύσεως συνέπειαι (ΣΕ 3958/1978).».
Ο αιτητής φέρει το βάρος να προσκομίσει στοιχεία, υποστηρικτικά της θέσης του ότι έχει υποστεί εκ πρώτης όψεως ζημιά η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση (βλ. Παπαδόπουλος και Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973, 984-985).
Στρεφόμενοι στην υπό κρίση υπόθεση, παρατηρούμε ότι καμιά αναφορά γίνεται, στην αίτηση ακυρώσεως, περί ύπαρξης ζημιών, είτε ως βέβαιο απότοκο της προσβαλλόμενης πράξης, είτε ως πιθανολόγηση. Το θέμα των ζημιών τέθηκε στο στάδιο των αγορεύσεων, σε απάντηση του προδικαστικού ζητήματος που τέθηκε στην ένσταση. Ο εφεσείοντας επικαλέσθηκε την ταλαιπωρία που υφίσταται καθότι « . τού στερούν άδικα απόφαση για πέντε και πλέον χρόνια», ενώ σε κάποιο άλλο στάδιο πρόβαλε τη θέση ότι:
« . η όλη διαδικασία επέφερε βλαπτικές συνέπειες συναισθηματικά, υλικά και ηθικά στον Αιτητή ως και έξοδα, του οποίου το τότε αίτημα θα αρχίσει να εξετάζεται και πάλι τώρα, μετά από πέντε χρόνια, από το Πρωτοβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο!».
Στο περίγραμμα αγόρευσης που καταχώρησε, στα πλαίσια της ενώπιον μας διαδικασίας, επανέλαβε τις πιο πάνω θέσεις και πρόσθεσε ότι αντιμετωπίζει, « . πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας και αδυναμία επιβίωσης», ενώ για πρώτη φορά έθεσε θέμα αδυναμίας του Ιατρικού Συμβουλίου να κρίνει, εκ των υστέρων, την κατάσταση της υγείας του, κατά τον επίδικο χρόνο, ήτοι το 2012. Παραθέτουμε τη σχετική αναφορά αυτούσια:
« . αλήθεια πως μπορεί η επανεξέταση τώρα να κρίνει πώς ήταν η κατάσταση της υγείας του, το 2012».
Η θέση περί πρόκλησης υλικής ζημίας τίθεται με τρόπο γενικό και αόριστο. Η διαπίστωση της εκ πρώτης όψεως ζημιάς δεν είναι θεωρητική, ώστε απλή και μόνο επίκληση της να είναι αρκετή για να θεμελιώσει έννομο συμφέρον συνέχισης της προσφυγής, παρά την εξάλειψη του αντικειμένου της (Nasser Farouk Ali Abdel Wahad v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 622 και Οικονόμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 57/2013, ημερομηνίας 31.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:C208), αλλά πραγματική (Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 242-243).
Η θέση που προβλήθηκε εκ των υστέρων, με τρόπο γενικό, χωρίς να υποστηρίζεται από οποιαδήποτε στοιχεία, περί αδυναμίας του Ιατρικού Συμβουλίου να κρίνει την κατάσταση του εφεσείοντα, όπως αυτή είχε το 2012, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος δεν καθιστά από μόνη της την επανεξέταση αδύνατη, δεδομένης της ύπαρξης εργαστηριακών ευρημάτων (μαγνητική τομογραφία).
Εν προκειμένω, δεν τέθηκαν ενώπιον μας στοιχεία, ικανά να αποδείξουν εκ πρώτης όψεως, ότι υπήρξαν ζημιογόνες συνέπειες που προέκυψαν από την προσβληθείσα διοικητική πράξη, πριν την ανάκληση της. Συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση ότι ο εφεσείοντας δεν έχει αποδείξει, εκ πρώτης όψεως, κατάλοιπο ζημίας, ως αποτέλεσμα της ανακληθείσας προσβληθείσας απόφασης.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Λαμβάνοντας υπόψη την αναθεωρητική φύση της διαδικασίας, υπό το φως των δεδομένων της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης της ανάκλησης της διοικητικής πράξης δύο φορές, κρίνουμε ορθό και δίκαιο να μην επιδικάσουμε έξοδα εναντίον του εφεσείοντα. Η κάθε πλευρά να επιβαρυνθεί με τα έξοδα της.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/ΓΓ.