ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 98/17)

 

 

6 Δεκεμβρίου, 2023

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΑΓΝΗ ΣΑΚΚΑ

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.)

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η αίτηση

_________________

 

     Α. Σ. Αγγελίδης με Στ. Αγγελίδου (κα), για Α. Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

   Ειρ. Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Κ. Ονησίλου και Ερ. Νικολάου, Ασκούμενους Δικηγόρους εκ μέρους του Γ-Ε, για τους Εφεσίβλητους.

_________________

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία, απέρριψε την προσφυγή αυτής.   Με την τελευταία, η εφεσείουσα, ζητούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι, η απόφαση του εφεσίβλητου Συμβουλίου (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), που κοινοποιήθηκε σ'  αυτή με επιστολή ημερ. 12.2.2015, με την οποία αποφάσισε να μην εξετάσει το αίτημα της για αναθεώρηση της μη αναγνώρισης του διπλώματος της σε επίπεδο μεταπτυχιακού (master) και της κατάταξης αυτού μόνον προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διαταχθεί ώστε να πραγματοποιηθεί.       

 

     Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση σε συντομία έχουν ως ακολούθως:

 

    Η εφεσείουσα, στις 6.8.2013, υπέβαλε στο  ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αίτηση για αναγνώριση του τίτλου σπουδών της «Diplôme Supérieur» στο πιάνο, το οποίο της απονεμήθηκε από το Conservatoire Royal de Musique de Bruxelles, του Βελγίου.

 

     Ακολούθως, λειτουργοί του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. επικοινώνησαν με τους αρμόδιους φορείς αναγνώρισης του Βελγίου με σκοπό την εξασφάλιση σχετικών πληροφοριών. Το Συμβούλιο του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αφού εξέτασε την πιο πάνω αίτηση της εφεσείουσας, «αποφάσισε  να αναγνωρίσει τους τίτλους σπουδών «Diplome de Premieur Prix/Πιάνο», «Diplome de Premieur Prix/Μουσική Δωματίου», Diplome de Premieur Prix/Ιστορία της Μουσικής και «Diplome Superieur/Πιάνο», κατά συνεκτίμηση, ως τίτλο ισότιμο και αντίστοιχο προς Πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Πιάνο .».  Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ημερ. 21.11.2014.

 

      Ακολούθως, η εφεσείουσα απέστειλε στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.  επιστολή, ημερ. 11.1.2015, με την οποία ζητούσε όπως επανεξεταστεί η αίτηση της, χωρίς να καταβάλει το τέλος ύψους €170,86.   Στη εν λόγω επιστολή της η εφεσείουσα ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι λειτουργός του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. «. αποφάσισε τελείως αυθαίρετα να συμπληρώσει στη δική  μου αίτηση για ισότιμο/ανάλογο του διπλώματος μου, τη λέξη Πτυχίο.  Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα.   Ο λόγος για τον οποίο δεν συμπλήρωσα εκείνο το σημείο είναι διότι θεώρησα ότι  μετά από έξι χρόνια σπουδών, το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. θα μπορούσε να αξιολογήσει τα διπλώματα μου ή τουλάχιστον να επικοινωνήσει με το ανάλογο γραφείο στις Βρυξέλλες για να πάρει τη σωστή αντιστοιχία του διπλώματος».   Επιπρόσθετα, με την εν λόγω επιστολή της, απέστειλε τον  σχετικό Νόμο του Βελγίου ο οποίος, κατά τη θέση της, αναγνωρίζει το δίπλωμα της και το αντιστοιχεί σε μεταπτυχιακό (master) και επίσης, ως αναφέρει σ΄ αυτή «. δεν μπορ(εί) να πληρώσ(ει) για κάτι που δεν έγινε από δικό (της) λάθος».   Εν κατακλείδι, ζητούσε όπως γίνει διόρθωση χωρίς περαιτέρω χρέωση.      

 

     Η πιο πάνω επιστολή της, εξετάστηκε από το Συμβούλιο του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., σε συνεδρία του, ημερ. 20.1.2015, και με επιστολή του, ημερ. 12.2.2015, η οποία  κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα, την  πληροφόρησε  ότι ισχύει η απόφαση που της έχει  κοινοποιηθεί με την αρχική επιστολή, ημερ. 21.11.2014, ικανοποιώντας πλήρως το αίτημα της και  επιπρόσθετα, χαρακτήρισε την επιστολή της «απαράδεκτη τόσο ως προς το ύφος όσο και ως προς το περιεχόμενο».  Την πιο πάνω απόφαση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είναι που προσέβαλε στο Διοικητικό Δικαστήριο η εφεσείουσα. 

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι, ορθά το εφεσίβλητο Συμβούλιο δεν αντιμετώπισε την τελευταία επιστολή της εφεσείουσας, ημερ. 11.1.2015, ως αίτημα επανεξέτασης καθότι το σχετικό αίτημα της δεν είχε υποβληθεί με βάση το νενομισμένο έντυπο, μα ούτε και καταβλήθηκε το καθορισμένο τέλος επανεξέτασης.   Ως επισημαίνεται, η όποια παράθεση νέων στοιχείων εκ μέρους της εφεσείουσας θα μπορούσε να δημιουργήσει  υποχρέωση εξέτασης τους από το Συμβούλιο, μόνο στην περίπτωση  που ακολουθείτο η προβλεπόμενη διαδικασία και καταβάλλετο το νενομισμένο τέλος επανεξέτασης. Ως αναφέρθηκε, η τήρηση των νομοθετικά και κανονιστικά προβλεπόμενων για τη διενέργεια επανεξέτασης, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία υποχρέωσης επανεξέτασης στο εφεσίβλητο Συμβούλιο. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει ότι, ανεξάρτητα  της μη ύπαρξης υποχρέωσης του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. να επανεξετάσει την αίτηση της εφεσείουσας, το πρώτο δεν τροποποίησε καθ' οιονδήποτε τρόπο την αρχική απόφαση του αλλά απλά την βεβαίωσε.   Έτσι, η προδικαστική ένσταση που υποβλήθηκε από το εφεσίβλητο Συμβούλιο, ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική, έγινε αποδεκτή.

 

    Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης του  πρωτόδικου Δικαστηρίου με αριθμό λόγων έφεσης.  Ειδικότερα, είναι η θέση της ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο:  (α) αποφάσισε ότι το εφεσίβλητο Συμβούλιο δεν είχε οποιαδήποτε νομοθετική ή κανονιστική υποχρέωση να επανεξετάσει την αίτηση της εφεσείουσας, με δεδομένη τη μη χρήση εκ μέρους της του  προβλεπόμενου εντύπου και καταβολής καθορισμένου τέλους επανεξέτασης, ώστε να διενεργηθεί τέτοια επανεξέταση (λόγος έφεσης αρ. 1), (β) αποφάσισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική (λόγος έφεσης αρ. 2), (γ)  αποφάσισε ότι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας περί αλλοίωσης της αίτησης της έμεινε στα επίπεδα του απλού ισχυρισμού,  χωρίς οποιαδήποτε υποβολή στοιχείων προς υποστήριξη ή τεκμηρίωση του (λόγος έφεσης αρ. 3) και τέλος (δ) απέρριψε την προσφυγή χωρίς να εξεταστούν οι νομικοί ισχυρισμοί της εφεσείουσας που αναπτύχθηκαν στις γραπτές αγορεύσεις της και οι οποίοι συνεχίζουν να εκκρεμούν  προς εξέταση. Ενόψει της συνάφειας  τους, οι πιο πάνω λόγοι έφεσης θα εξεταστούν σωρευτικά.

 

     Όπως έχει πρόσφατα επισημανθεί στην υπόθεση Τσιήσσιου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Ε.Δ.Δ. αρ. 107/16, ημερ. 3.10.2023, για να είναι προσβλητή η παράλειψη της διοίκησης να συμμορφωθεί με το Άρθρο 29 του Συντάγματος, το αντικείμενο του αιτήματος ή του παραπόνου πρέπει να αφορά εκτελεστή διοικητική πράξη ή παράλειψη.  Η εκτελεστότητα μιας διοικητικής πράξης αποτελεί την προϋπόθεση άσκησης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου.  

 

    Όπως δε έχει τονιστεί στην υπόθεση Χειμωνίδης κ.α v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 47, στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας που μπορεί να οδηγήσει στην καταχώριση προσφυγής σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος «. οσάκις δια σαφούς διατάξεως η διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένη ενέργεια προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως». 

   

    Στην υπόθεση Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 400 σημειώθηκε ότι:

«Παράλειψη διοικητικού οργάνου να εκπληρώσει καθήκον υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου αυτή συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης την οποία επιβάλλει ο νόμος. Σ' εκείνη την περίπτωση, η αδράνεια ελέγχεται εφόσον η παράλειψη της Διοίκησης την εκτρέπει από το νομοθετημένο καθήκον της. Αυτή είναι η έννοια την οποία ενέχει ο όρος "παράλειψη" στο άρθρο 146.1 του Συντάγματος, γιατί μόνο σ' εκείνη την περίπτωση η παράλειψη είναι αφ' εαυτής παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων και, συνεπώς, εκτελεστή.

Όπως επίσης σημειώνεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 243,

"Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας προσβλητή επί ακυρώσει δι' αιτήσεως προς το Συμβούλιον Επικρατείας δύναται να υπάρξη μόνον οσάκις διά σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως. Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής διά την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενέργεια ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλομένης ενεργείας." ....

Έχει επίσης τονισθεί ότι η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο μόνο στις περιπτώσεις όπου το διοικητικό όργανο έχει υποχρέωση να ενεργήσει και όχι στις περιπτώσεις όπου το διοικητικό όργανο έχει διακριτική ευχέρεια να ενεργήσει. (ΒλSophocles Demetriades & Son v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 727, 734, Police Association and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 1, 23, Mavrommatis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1006, 1022, 1023 και Πετούσης ν. Α.Η.Κ. (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1234, 1235).»

 

    Στο στάδιο τούτο κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε τις πρόνοιές της σχετικής νομοθεσίας. Το άρθρο 11(1) του περί  Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996 (Ν. 68(Ι)/96)  ρητά διαλαμβάνει ότι αιτητής ο οποίος δεν ικανοποιείται από την απόφαση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αναφορικά με τον τίτλο σπουδών που υπέβαλε για αναγνώριση, δικαιούται να υποβάλει στο Συμβούλιο αίτηση για επανεξέταση του θέματος, μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης του Συμβουλίου, παραθέτοντας τους λόγους της αίτησης για επανεξέταση και  προσκομίζοντας νέα στοιχεία αν έχει.

 

     Ο Κανονισμός 8(3) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμοί του 1999 μέχρι 2015 (στο εξής «ο Κανονισμός»)  ρητά προνοεί ότι:  «Η αίτηση επανεξέτασης υποβάλλεται σε έντυπο ο τύπος του οποίου καθορίζεται από το Συμβούλιο.  Για κάθε αίτημα επανεξέτασης τίτλου υποβάλλεται ξεχωριστή αίτηση»[1].   Τα δε τέλη εξέτασης αιτήσεων για επανεξέταση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα του Κανονισμού 10(2) καθορίζονται σε €170.86 (Λ.Κ.100) για κάθε τίτλο[2].   

    Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είχε υποχρέωση δυνάμει του ΄Αρθρου 29 του Συντάγματος αλλά και του άρθρου 33(1) (β) του περί  των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999) να εξετάσει την αίτηση επανεξέτασης παρά το ότι, η τελευταία δεν υπέβαλε το αίτημα της για επανεξέταση με το έντυπο, ο τύπος του οποίου καθορίστηκε από το Συμβούλιο, και παρά το ότι δεν κατέβαλε τα  προβλεπόμενα τέλη αφού, κατά την θέση του το Σύνταγμα και ο Νόμος υπερτερεί των πιο πάνω Κανονισμών. 

 

    Το  ΄Αρθρο 29 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα υποβολής γραπτών αιτήσεων ή παραπόνων στις Αρχές. Διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ' άλλων να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημοσίαν αρχήν δικαιούμενος ν' απαιτήση, όπως αύτη επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως. Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως εις τον υποβαλόντα την αίτησιν ή τα παράπονα εν πάση περιπτώσει ενός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας.

2. Εφ' όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας δύναται ο ενδιαφερόμενος ν' αγάγη ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου διά προσφυγής την υπόθεσιν, εις ην αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού.»

   

To δε άρθρο 33(1) (β) Ν. 158(I)/1999 προνοεί τα ακόλουθα:

«(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 29 του Συντάγματος, το δικαίωμα αναφοράς -

................................

(β) καλύπτει την υποβολή παραπόνου ή αιτήματος για να προβεί η διοίκηση σε διοικητική ενέργεια ή για την ανάκληση ή τροποποίηση πράξης που έχει ήδη εκδοθεί ή για την αποτροπή ή επανόρθωση ηθικής ή υλικής βλάβης· ..»

         

     Όπως έχει ήδη αναφερθεί με βάση τον σχετικό Κανονισμό η αίτηση επανεξέτασης υποβάλλεται σε έντυπο ο τύπος του οποίου καθορίζεται από το Συμβούλιο και τα τέλη εξέτασης αιτήσεων για επανεξέταση καθορίζονται σε € 170.86 (Λ.Κ.100 ) για κάθε τίτλο.   Η υποβολή εντύπου και η καταβολή τέλους συνιστούν προϋποθέσεις της αίτησης επανεξέτασης. Εναπόκειται στον προσφεύγοντα να επιδείξει την προσήκουσα επιμέλεια έτσι ώστε, να συμμορφωθεί με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που απαιτεί ο Κανονισμός, πράγμα που δεν έπραξε η εφεσείουσα.  Ως αναφέρθηκε, η τελευταία όχι μόνο δεν υπέβαλε την αίτηση επανεξέτασης της σε έντυπο, ο τύπος του οποίου καθορίστηκε από το Συμβούλιο, αλλά και περαιτέρω, για δικούς της λόγους, αρνήθηκε να καταβάλει το προβλεπόμενο τέλος. Η υποβολή του προβλεπόμενου εντύπου και η καταβολή τέλους δεν πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος αναφοράς όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Κατ' αναλογία ισχύουν τα όσα έχουν επισημανθεί από το  ΕΔΑΔ στην  υπόθεση Kreuz κ.ά. ν. Πολωνίας,[3] ότι η καταβολή δικαστικών εξόδων ή τελών σε υποθέσεις «αστικής φύσης» είναι συμβατή με το δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο, στο μέτρο που δεν προσβάλλει το πυρήνα του δικαιώματος . Παρά το ότι δεν τέθηκε, στην υπό εξέταση περίπτωση, το συγκεκριμένο ύψος των τελών που απαιτούνται για επανεξέταση ουδόλως προσβάλλει τον πυρήνα του δικαιώματος αναφοράς όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 29 του Συντάγματος.

 

    Στη  βάση όλων των πιο πάνω, ορθά το  πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν είχε υποχρέωση το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. να εξετάσει το αίτημα της, αφού δεν έχει υποβληθεί σύμφωνα με το νενομισμένο έντυπο μα ούτε και είχε καταβληθεί το καθορισμένο τέλος επανεξέτασης. Και επιπρόσθετα, δεν υφίσταται οποιαδήποτε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από μέρους της διοίκησης.

 

    Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., με την τελευταία απόφαση του, δεν τροποποίησε καθ'  οιονδήποτε τρόπο την αρχική του απόφαση αλλά απλά την βεβαίωσε.

 

   Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η γένεση από αυτή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί, πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεστεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεση τους.  Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης.  Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής  πράξης, συνιστούν πράξη εκτέλεσης και συνιστούν μοχλό για την υλοποίηση της αρχικής πράξης ή απόφασης (Βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Limited (1994) 3 Α.Δ.Δ.  26).

 

    Όπως έχει  νομολογηθεί, βεβαιωτική  είναι η πράξη εκείνη με την οποία η διοίκηση βεβαιώνει ή επαναλαμβάνει το περιεχόμενο μιας άλλης προγενέστερης εκτελεστής πράξης, δηλώνοντας έτσι την εμμονή της σε αυτή. Η νέα πράξη που θα εκδοθεί, για να είναι εκτελεστή και όχι βεβαιωτική, απαιτείται όπως προηγηθεί νέα έρευνα.   Η ρητή ή σιωπηρή άρνηση της διοίκησης να ανακαλέσει παράνομη πράξη της, δεν θεωρείται εκτελεστή πράξη (Βλ. Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 338). 

 

    Η εφεσείουσα, με επιστολή της ημερ. 11.1.2015, πέραν των αναφορών της, ως με λεπτομέρεια εκτίθενται ανωτέρω, και της διατύπωσης της διαφωνίας της με την απόφαση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., επισύναψε τον σχετικό Νόμο του Βελγίου.  Τίποτε άλλο.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική  πράξη αλλά βεβαιωτική, καθότι το διοικητικό όργανο με την απάντηση του, ημερ. 12.2.2015, πληροφόρησε  την εφεσείουσα ότι ισχύει η απόφαση που της είχε κοινοποιηθεί με την αρχική του επιστολή ημερ. 21.11.2014, ικανοποιώντας πλήρως το αίτημα της.  Τονίζεται ότι εκείνο που ουσιαστικά έπραξε το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ήταν να επαναλάβει το περιεχόμενο της προηγούμενης πράξης.

 

    Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική, ορθά δεν εξέτασε οτιδήποτε άλλο αφού η εκτελεστότητα μιας διοικητικής πράξης αποτελεί προϋπόθεση άσκησης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

    Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.   Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3.000, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

         

                                                Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

/ΕΑΠ.



[1] Βλ. Κ.Δ.Π. 172/99.

[2] Βλ. Κ.Δ.Π. 172/99.

[3] App. No. 28249/95, ημερ. 19.6.2001, παρ. 58 επ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο