ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Αρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 85/2017)
14 Δεκεμβρίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/στές]
ΣΑΒΒΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κοτσώνη (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Ο Εφεσείων προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο αξιώνοντας την ακύρωση απόφασης της Εφεσίβλητης με την οποία προάχθηκε στη μόνιμη θέση Προϊσταμένου Τεχνικών Υπηρεσιών, στο Υπουργείο ΄Αμυνας, το Ενδιαφερόμενο Μέρος, αντί του ιδίου. Η υπό αναφορά θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Προέβαλε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παραγνώρισε την έκδηλη υπεροχή του σε πείρα και παρέλειψε να δώσει αιτιολογία ως προς τα πρόσθετα προσόντα του και αυτά του Ενδιαφερομένου Μέρους και τη σχετικότητά τους με τα καθήκοντα της θέσης. Επιπρόσθετα, υποστήριξε ότι η κρίση της Εφεσίβλητης/Καθ΄ ης η αίτηση έπασχε καθότι στηρίχθηκε σε εσφαλμένη σύσταση του Διευθυντή αναφορικά με την αξιολόγηση των υποψηφίων και ότι παρέλειψε να αιτιολογήσει επαρκώς την κατάληξή της.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι οι προβληθέντες λόγοι ακύρωσης ήταν αβάσιμοι και απέρριψε την ενώπιόν της προσφυγή, επικυρώνοντας την προσβληθείσα απόφαση.
Μέσα από πέντε λόγους έφεσης επιχειρείται η ανατροπή της πρωτόδικης κατάληξης.
Ο πρώτος λόγος περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι δεν συνεκτιμήθηκε στο σωστό πλαίσιο η υπεροχή του Εφεσείοντα σε πείρα. Αφορούσε πείρα πέραν της απαιτουμένης από το σχέδιο υπηρεσίας, η οποία υπερέβαινε κατά δέκα έτη αυτή του Ενδιαφερομένου Μέρους.
Το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προβλέπει για, σχετική, δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση. Η πλευρά του Εφεσείοντα δεν αμφισβητεί ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος πληρούσε την πιο πάνω απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας. Τονίζει όμως ότι παραγνωρίστηκε η όλη σχετική πείρα του, που ήταν περίπου 26 χρόνια, ενώ του Ενδιαφερομένου Μέρους περίπου 17. Αυτή η επιπρόσθετη πείρα, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, καταδείκνυε σαφέστατη υπεροχή του Εφεσείοντα, αφού, ως γνωστό, η πείρα επαυξάνει την αξία.
Χωρίς αμφιβολία, πείρα η οποία είναι συναφής προς τα καθήκοντα και τις ευθύνες συγκεκριμένης θέσης, συνιστά ουσιαστικό στοιχείο της αξίας, την οποία και επαυξάνει (Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 468).
Όπως σημειώνεται στην Μακκουλή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 782:
«Σύμφωνα δε με την υπόθεση Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, η πείρα η οποία αποκτάται από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων, με την ευρύτερη έννοια, και μπορεί να συνεκτιμηθεί κατά την κρίση για την ανεύρεση του καταλληλότερου για τη θέση υποψηφίου. Η έννοια «προσόντα», όπως λέχθηκε στην Καλαϊτζής v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 214, «δεν περιορίζεται μόνο στους ακαδημαϊκούς τίτλους σπουδών αλλά και σε άλλα εφόδια, όπως πνευματικά και πείρα, και το τελευταίο στοιχείο προσμετρά στην αξία.
Δεν έχει σημασία αν το ίδιο στοιχείο προσμέτρησε και για άλλους σκοπούς, αφού η λαμβανόμενη υπόψη πείρα αποκτήθηκε πρόσθετα εκείνης που διαλαμβάνει το Σχέδιο Υπηρεσίας (βλ. Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47). Όπως εξηγήθηκε από την Ολομέλεια στην Πάντης v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1089, αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται η διπλή χρήση σε περίπτωση ταυτοσημίας του ενός με το άλλο, σημαίνει μόνο ότι «επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν εκείνο που υπερβαίνει το απαιτούμενο ώστε το καθένα να έχει την αυτοτέλεια του έστω και αν τα δύο έχουν την ίδια φυσιογνωμία.»
Υποχρέωση της Εφεσίβλητης, όπως και η νομολογία επιτάσσει, ήταν να εξετάσει το στοιχείο της επιπλέον πείρας και να το εντάξει στη συνολική αξιολόγηση, προκειμένου να καταλήξει στον καταλληλότερο προς διορισμό υποψήφιο. Αυτό και έπραξε η Εφεσίβλητη στην υπό κρίση περίπτωση. Όπως εντοπίζουμε στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταγράφεται και σημειώνεται η πολυετής πείρα σε σχετικά με τη θέση καθήκοντα του Εφεσείοντα. Συνακόλουθα, η Εφεσίβλητη, όπως αποτυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφασή της, παράρτημα 11 στην ένσταση, λαμβάνοντας υπόψη τις αναφορές της Συμβουλευτικής Επιτροπής, προχώρησε στην τελική αξιολόγησή της, εξετάζοντας και σταθμίζοντας σφαιρικά όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και χωρίς να παραγνωρίζει την επιπρόσθετη πείρα του Εφεσείοντα στις Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου ΄Αμυνας.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν έχει περιθώρια επιτυχίας.
Ο δεύτερος λόγος καλύπτει το ζήτημα της σύστασης του Διευθυντή. Τίθεται ότι πάσχει, καθότι, χωρίς καμιά αναφορά στις γνώσεις ή σε προηγούμενες εμπειρίες του Εφεσείοντα, προέκρινε το Ενδιαφερόμενο Μέρος, περιοριζόμενη σε αναιτιολόγητη αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης και μόνο. Εισηγείται, εν προκειμένω, ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι η σύσταση δεν ήταν αξιοκρατική, ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και μολυσμένη με εξωγενή κριτήρια «... αφού αναρμοδίως και αντίθετα προς το άρθρο 34 του Νόμου 1/90, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και υπό την επίδραση αυτή, ακολούθησε η σύστασή του.».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το υπό αναφορά ζήτημα, έκρινε, τελικά, ότι «... εφόσον η σύσταση που εξέφρασε ο διευθυντής δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων και εφόσον δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στις προφορικές συνεντεύξεις, καταλήγω ότι είναι νόμιμη.»
Στο πρακτικό της συνεδρίας της Εφεσίβλητης, ημερομηνίας 6.11.2014, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Στη συνέχεια, προσήλθε στη συνεδρία και ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Άμυνας, ο οποίος ενημερώθηκε για τις αποφάσεις της Επιτροπής αναφορικά με τις εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στη διάθεση του οποίου είχαν τεθεί οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Στη διάθεσή του, επίσης, ο Γενικός Διευθυντής είχε επαρκή χρόνο για να μελετήσει τους εν λόγω Φακέλους.
Κατά την προφορική εξέταση τόσο ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Άμυνας, όσο και η Επιτροπή υπέβαλαν στους υποψηφίους ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της διοικητικής και διευθυντικής ικανότητας των υποψηφίων, της ικανότητάς τους για επικοινωνία, περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας, και γενικά της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης.
Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Άμυνας, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτήν ως εξής:
1. Ματαίου Νίκος: Εξαίρετος
2. ...............
3. ...............
4. Χαραλαμπίδης Σάββας: Σχεδόν Εξαίρετος
Ακολούθως, ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Άμυνας, σύστησε για προαγωγή τον Ματαίου Νίκο.
Στο σημείο αυτό ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Άμυνας, αποχώρησε από τη συνεδρία.»
Η παρουσία διευθυντή στις συνεδρίες της ΕΔΥ, στα πλαίσια πλήρωσης κενών θέσεων, σκοπό έχει την υποβοήθησή της προς σχηματισμό της δικής της άποψης, με τελικό ζητούμενο την επιλογή του καταλληλότερου προς προαγωγή ή διορισμό. Η ιδιαίτερη γνώση του ως προς τις ανάγκες της υπηρεσίας, απόρροια της θέσης Προϊσταμένου που κατέχει, συντείνει στην επιτυχή εκπλήρωση της συνταγματικής υποχρέωσης της ΕΔΥ προς αξιοκρατική και άρτια στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας.
Υπό τα δεδομένα της υπό συζήτηση υπόθεσης, δεν διακρίνουμε οποιαδήποτε πλημμέλεια από την όλη παρουσία του Διευθυντή ενώπιον της ΕΔΥ.
Η παραπομπή του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα στο δικαστικό λόγο της Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 12, δεν συνιστά στέρεο θεμέλιο στήριξης του υπό συζήτηση λόγου έφεσης. Στην Καφά, η οποία αφορούσε θέση προαγωγής, η σύσταση συγκρουόταν με τα στοιχεία του φακέλου. Πρωτοδίκως κρίθηκε ότι η Γενική Διευθύντρια κατέληξε στη σύστασή της με βάση την αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, ενέργεια που χαρακτηρίσθηκε κατ΄ έφεση ως ανεπίτρεπτη, αφού η προφορική εξέταση γίνεται επ΄ ωφελεία της ΕΔΥ. Τονίσθηκε ότι η σύσταση θα πρέπει να στηρίζεται στις προηγούμενες εμπειρίες για τον συγκεκριμένο υποψήφιο, στις συστάσεις των άμεσων προϊστάμενών του και στην εξέταση των υπηρεσιακών φακέλων και πως η εντύπωση από τη συνέντευξη συνιστά εξωγενή παράγοντα.
Να υπομνήσουμε κατ΄ αρχάς ότι στην ενώπιόν μας περίπτωση, δεν τεκμηριώθηκε ότι η σύσταση του Διευθυντή βασίστηκε στην αξιολόγηση που ο ίδιος έκαμε ως προς την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, όπως προβάλλει ο Εφεσείων. Αντιθέτως, όπως εντοπίζεται από το σχετικό πρακτικό και σημειώνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Διευθυντής είχε ενώπιόν του τους υπηρεσιακούς φακέλους των υποψηφίων, τα στοιχεία των οποίων δεν βρίσκονταν σε σύγκρουση, αλλά ήταν ευθυγραμμισμένα, με τη σύσταση που δόθηκε προς όφελος του Ενδιαφερομένου Μέρους.
Πέραν των πιο πάνω, σε αντίθεση με την περίπτωση της υπόθεσης Καφά, η επίδικη θέση εμπίπτει στην κατηγορία του πρώτου διορισμού και προαγωγής, στη βάση του ΄Αρθρου 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90 (ο Νόμος), γεγονός που επέτρεπε την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων από το Διευθυντή. ΄Ηταν στοιχείο που συνιστούσε βοήθημα στο έργο της ΕΔΥ, προς σχηματισμό δικής της, ολοκληρωμένης, άποψης ως προς τον καταλληλότερο υποψήφιο, την οποία και αιτιολόγησε, όπως διαφαίνεται και από το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, παράρτημα 11 στην ένσταση.
Κατά προέκταση, απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 αναπτύχθηκαν σωρευτικά, λόγω της συνάφειάς τους. Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και αναιτιολόγητη και ότι παρέλειψε επίσης να εξετάσει και/ή να αποδεχθεί τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί έλλειψης έρευνας για τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων και την σχετικότητά τους με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερ. 16.11.2011, καθώς επίσης και στη συμπληρωματική της έκθεση, ημερ. 8.10.2012, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπό αναφορά Επιτροπή αξιολόγησε τα πρόσθετα προσόντα των δύο υποψηφίων με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τα προσέγγισε με όμοια μέθοδο. Με αυτό ως δεδομένο, έκρινε ότι ο σχετικός λόγος ακύρωσης του Αιτητή/Εφεσείοντα προβλήθηκε χωρίς το απαιτούμενο έννομο συμφέρον. Τούτο διότι, σε περίπτωση επιτυχίας του, η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής «... δεν θα ακυρωνόταν μεμονωμένα για το ενδιαφερόμενο μέρος και για τον αιτητή όχι, αλλά στο σύνολό της αφού τυχόν έλλειψη δέουσας έρευνας δεν περιορίζεται μόνο στην περίπτωση του ενδιαφερομένου μέρους αλλά στο σύνολο των υποψηφίων.».
Στη βάση της πιο πάνω προσέγγισης, ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα ότι αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν προσμέτρησε την αξία και τη σχετικότητα των πρόσθετων προσόντων, «.. είχε κάθε δικαίωμα ο Αιτητής, μετ΄ εννόμου συμφέροντος να ισχυριστεί ότι πάσχει το προπαρασκευαστικό αυτό στάδιο. .. αφού, παρόλο που συστήθηκε και ο ίδιος γιατί επηρεάστηκε δυσμενώς από τη νέα κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού με βάση τα στοιχεία των φακέλων οι δύο υποψήφιοι ΔΕΝ είναι ίσοι κατέχουν διαφορετικά επιπρόσθετα προσόντα ...».
Ως θέμα αρχής, η απλή συμπερίληψη του Εφεσείοντα στον κατάλογο των συστηθέντων δεν τον αποστερεί του εννόμου συμφέροντος, εάν εντοπίζεται δυσμενής επηρεασμός του λόγω μεμπτότητας στη σύσταση. Εν προκειμένω, η εισήγηση επικεντρώνεται στη θέση ότι η μη αξιολόγηση των επιπρόσθετων προσόντων των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή οδήγησε σε επηρεασμό της τελικής αξιολόγησής τους. Το στοιχείο αυτό, της κατά τον εφεσείοντα μη αξιολόγησης, που αφορούσε προπαρασκευαστικό στάδιο της όλης διαδικασίας, παρείχε την απαραίτητη νομιμοποίηση έγερσης του υπό συζήτηση σημείου.
Πλην όμως, στερείται βάσης η ουσία της θέσης του Εφεσείοντα, καθότι, όπως προκύπτει μέσα από τις δύο εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, παρέχονται επαρκείς λόγοι αιτιολόγησης της αξιολόγησης των υποψηφίων, με αναφορά και στα επιπρόσθετα προσόντα τους. Σύμφωνα με την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, λήφθηκαν υπόψη, στο στάδιο της συμπληρωματικής της έκθεσης, τα επιπρόσθετα σχετικά με τη θέση προσόντα και σε αυτά προσδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Τούτο μετά από σχετικές υποδείξεις της Εφεσίβλητης ΕΔΥ, προς την κατεύθυνση όπως η Συμβουλευτική Επιτροπή εξετάσει ως προς την σχετικότητα των επιπρόσθετων προσόντων και την επίδρασή τους στην τελική αξιολόγηση των υποψηφίων. Επί του σημείου αυτού ορθά εντοπίζεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων « . των δύο υποψηφίων έγινε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή, δεν ερεύνησε περισσότερο τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή και λιγότερο αυτά του ενδιαφερόμενου μέρους αλλά προσέγγισε και τις δύο περιπτώσεις με όμοια μέθοδο.».
Εναπόκειτο στην αρμόδια Αρχή να αξιολογήσει και να αποδώσει τη δέουσα βαρύτητα στα υπό αναφορά προσόντα. Με δεδομένη τη σημασία που πρέπει να δίδεται στα πρόσθετα, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, προσόντα, όπως έχει οριοθετηθεί από πάγια γραμμή της νομολογίας μας, η προσέγγιση επί του θέματος, τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και της Εφεσίβλητης, δεν παρέχει περιθώρια παρέμβασης του Δικαστηρίου. Καθότι κινήθηκαν εντός των ευλόγων, επιτρεπτών ορίων άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, τίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της προσφυγής, χωρίς να εξετάσει όλους τους λόγους ακύρωσης που ηγέρθηκαν και αφορούσαν: (α) την πάσχουσα αξιολόγηση της Εφεσίβλητης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις, αφού στηρίχθηκε σε εξωγενή κριτήρια, ήτοι την κρίση του Διευθυντή ως προς την απόδοση, (β) αναιτιολόγητη κρίση της Εφεσίβλητης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη και (γ) έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας αναφορικά με τα επιπρόσθετα σχετικά προσόντα του Εφεσείοντα και του Ενδιαφερόμενου Μέρους και παραγνώριση της δεκαετούς πείρας του Εφεσείοντα.
Με όλο το σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα, όπως αυτή αποτυπώνεται στον υπό συζήτηση λόγο έφεσης και είχε αναπτυχθεί ενώπιόν μας.
Πέραν των όσων έχουμε ήδη αναπτύξει και τα οποία απαντούν ουσιαστικά στα υπό (α) και (γ) ανωτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας, η Εφεσίβλητη παρέθεσε τους λόγους και κατέγραψε με λεπτομέρεια την εντύπωση που σχημάτισε σε ό,τι αφορούσε την απόδοση των υποψηφίων, αιτιολογώντας πλήρως την κατάληξή της.
Όπως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο, σε πλήρη ευθυγράμμιση με το ΄Αρθρο 34(10) του Νόμου, υποχρέωση της ΕΔΥ ήταν η καταγραφή της γενικής εντύπωσης σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και η, συνακόλουθη, αιτιολόγηση της κρίσης της. Δεν έχει βάρος καταγραφής του περιεχομένου της προφορικής εξέτασης ή των ερωτήσεων και απαντήσεων που λαμβάνουν χώραν κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, ούτε και ελέγχεται η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης που έλαβε χώραν (Εκτωρίδη ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 922).
Εντέλει, η Εφεσίβλητη, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της όλης διαδικασίας, διεξήγαγε δέουσα έρευνα και έδωσε πλήρη αιτιολογία. ΄Εχοντας ενώπιόν της όλα τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιακών φακέλων των υποψηφίων και εκθέτοντας με επάρκεια τις πραγματικές και νομικές παραμέτρους που οδήγησαν στην απόφασή της, καθώς επίσης και τα κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, κατέληξε στους συγκεκριμένους λόγους που οδήγησαν στην επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ως καταλληλότερου προς διορισμό στην επίδικη θέση.
Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης. Κατ΄ ακολουθίαν η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα, καθοριζόμενα στο ποσό των €3.000.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
ΣΦ.