ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ριου αρ. 105/2017.
(Υποθ. αρ. 278/2015)
6 Δεκεμβρίου, 2023
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ. Δ.Δ.]
1. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ KRÜGER - CYBARCO
2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ - ΑΜΑΘΟΥΝΤΟΣ
Εφεσείοντες
Και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Εφεσίβλητων
------------
Κ. Κακουλλή (κα), για Χρύσης Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες
Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Οι Εφεσείοντες 1, στα πλαίσια εκτέλεσης για λογαριασμό των Εφεσειόντων 2, του έργου της λειτουργίας και συντήρησης του Εργοστασίου Επεξεργασίας Λυμάτων στη Μονή, κατά την χρονική περίοδο από 1.10.2007 μέχρι 31.12.2012, επέβαλλαν στους Εφεσείοντες 2, για τις υπηρεσίες επεξεργασίας αποβλήτων, τον εκάστοτε εν ισχύι κανονικό συντελεστή ΦΠΑ.
Σε απάντηση επιστολής των Εφεσειόντων 1 ημερ. 5.2.2013, η Υπηρεσία ΦΠΑ, με επιστολή της ημερ. 27.2.2013, τους ενημέρωσε πως οι υπηρεσίες επεξεργασίας αποβλήτων επιβαρύνονται, από 15.2.2013, με μειωμένο συντελεστή 5%, βάσει της παραγράφου 2 του Πίνακα Β του Πέμπτου Παραρτήματος, των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2012, όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 51/2013.
Ως αποτέλεσμα, οι Εφεσείοντες 1, με επιστολή τους ημερ. 14.4.2014, υπέβαλαν προς την Υπηρεσία ΦΠΑ, αίτημα για διόρθωση του λάθους, με την έκδοση πιστωτικής σημείωσης προς τους Εφεσείοντες 2 και αναπροσαρμογής των μεριδίων του λογαριασμού ΦΠΑ για τις συγκεκριμένες φορολογικές περιόδους, στη βάση του Άρθρου 51 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 2000 (Ν.95(Ι)/2000) όπως τροποποιήθηκε και των Κανονισμών 24-26 της Κ.Δ.Π. 314/2001. Ειδικότερα, ως το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, αιτήθηκαν την επιστροφή του ΦΠΑ που είχαν καταβάλει χωρίς να είναι οφειλόμενος, δηλαδή τη διαφορά του καταβληθέντος κανονικού συντελεστή με το μειωμένο. Περαιτέρω, οι Εφεσείοντες 1 ανέφεραν ότι το ποσό που θα επιστραφεί, θα πιστωθεί στους Εφεσείοντες 2, οι οποίοι με τη σειρά τους, θα μετακυλήσουν το σχετικό όφελος στους πολίτες/πελάτες ή/και χρήστες, κατά τον καθορισμό των τελών της περιόδου διάρκειας 3-5 χρόνων που θα ακολουθούσε και ανάλογα με τα επιβαλλόμενα τέλη, όπως αυτά αναθεωρούνται και καθορίζονται από τους Εφεσείοντες 2 ετήσια, με βάση τις προβλεπόμενες χρηματοοικονομικές τους ανάγκες.
Ο Εφεσίβλητος 2, με επιστολή του ημερ. 6.6.2014, απάντησε στους Εφεσείοντες 1 ότι το αίτημα τους δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό διότι το Άρθρο 51, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ο αιτητής έχει υποστεί κόστος ή ζημιά λόγω της λανθασμένης εφαρμογής της Νομοθεσίας και το αίτημα του θα αντιστάθμιζε το εν λόγω κόστος ή ζημιά. Όμως η περίπτωση των Εφεσειόντων 1 διαφέρει, αφού αυτοί δεν είχαν υποστεί οικονομικό κόστος ή ζημιά από λανθασμένη επιβολή του ΦΠΑ, αλλά είχαν μετακυλήσει το ΦΠΑ στον πελάτη τους (δηλαδή τους Εφεσείοντες 2) επιβάλλοντας τον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ. Συνεπώς, το οικονομικό κόστος της λανθασμένης επιβολής ΦΠΑ είχε μετακυληθεί πλήρως από τον πελάτη τους (δηλ. τους Εφεσείοντες 2), στους τελικούς λήπτες της υπηρεσίας, δηλ. στους τελικούς καταναλωτές που είχαν επιβαρυνθεί έμμεσα με το οικονομικό κόστος του επιπλέον ΦΠΑ που είχε επιβληθεί, εφόσον οι Εφεσείοντες 2 δεν επιβάλλουν ΦΠΑ επί των συναλλαγών τους. Τέλος, ο Εφεσίβλητος 2 ανέφερε στους Εφεσείοντες 1, πως τυχόν επιστροφή του ΦΠΑ που καταβλήθηκε από αυτούς, δεν θα επέφερε άμεσο όφελος στον τελικό καταναλωτή, ο οποίος είχε υποστεί το έμμεσο κόστος της επιβολής του λανθασμένου συντελεστή ΦΠΑ από τους Εφεσείοντες 2.
Εναντίον της εν λόγω απόφασης του Εφεσίβλητου 2, οι Εφεσείοντες 1 και 2 υπέβαλαν ένσταση προς τον Εφεσίβλητο 1 ημερ. 30.7.2014, ο οποίος, με σχετική επιστολή του ημερ. 31.12.2014 την απέρριψε.
Εναντίον της νομιμότητας της ως άνω απόφασης του Εφεσίβλητου 1 ημερ. 31.12.2014, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση των Εφεσειόντων εναντίον της απόφασης του Εφεσίβλητου 2 ημερ. 6.6.2014 να απορρίψει το αίτημα τους για επιστροφή ΦΠΑ ύψους €1.154.055 ως αχρεώστητη καταβολή, οι Εφεσείοντες καταχώρησαν την προσφυγή με αρ. 278/2015.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την προδικαστική ένσταση των Εφεσίβλητων σε σχέση με το έννομο συμφέρον των Εφεσειόντων 1 να προωθήσουν την προσφυγή, προχώρησε στην εξέταση του εν λόγω ζητήματος, αυτεπάγγελτα σε σχέση και με τους Εφεσείοντες 2, ως ζήτημα δημόσιας τάξεως (βλ. Χ. ΝΙΚΟΛΑΣ ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 583) και κατέληξε ότι:
«... το συμφέρον των αιτητών δεν είναι άμεσο, αλλά επέρχεται δια αντανακλάσεως, αφού το συμφέρον που έχει θιγεί, δεν ανήκει ευθέως στους αιτητές, λόγω παρεμβολής συμφέροντος τρίτου, ήτοι των καταναλωτών, δημοτών και τελικών ληπτών των παρεχόμενων υπηρεσιών».
Συνακόλουθα, έκρινε πως οι Εφεσείοντες 1 και 2 στερούντο εννόμου συμφέροντος να εγείρουν και προωθήσουν την προσφυγή και λόγω έλλειψης της υποκειμενικής προϋπόθεσης παραδεκτού της προσφυγής, δεν προχώρησε στην εξέταση των λόγων ακύρωσης, με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής και την επικύρωση της επίδικης απόφασης ημερ. 31.12.2014.
Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκουν την ανατροπή της, στη βάση έξι (6) λόγων Έφεσης.
Ειδικότερα, οι Εφεσείοντες με τους 1ο, 4ο και 5ο λόγους Έφεσης προσβάλλουν ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτοί στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλουν την επίδικη απόφαση.
Περαιτέρω, οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει α) το Ευρωπαϊκό Δίκαιο (2ος λόγος Έφεσης) και β) το δικαίωμα εγκατάστασης και εργασίας σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από Ευρωπαίο Πολίτη/οντότητα (6ος λόγος Έφεσης), ως και ότι η πρωτόδικη απόφαση παραβιάζει το Άρθρο 30 και 146(1) του Συντάγματος (3ος λόγος Έφεσης).
Κατά την ενώπιον μας διαδικασία, η ευπαίδευτη συνήγορος ων Εφεσειόντων απέσυρε τον 6ο λόγο Έφεσης.
Προχωρούμε στην εξέταση των 1ου, 4ου και 5ου λόγων Έφεσης, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους και θα εξεταστούν σωρευτικά. Αυτοί περιστρέφονται γύρω από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες στερούνται έννομου συμφέροντος να προσβάλουν την απορριπτική απόφαση του Εφεσίβλητου 2, επί του αιτήματος των Εφεσειόντων 1 για επιστροφή ΦΠΑ που αυτοί κατέβαλαν αχρεωστήτως.
Στα πλαίσια αυτών των λόγων Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε πως η ως άνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντίθετη με τα Άρθρα 5(2), 6, 51, 51(Α), 52(Α)(ia) και 54 του Ν.95(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε, ως και το Άρθρο 1 του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου, τα οποία παρέχουν ρητά το δικαίωμα στο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, δηλ. στους Εφεσείοντες 1, να υποβάλουν αίτημα για επιστροφή του φόρου. Τούτο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του, ανεπίτρεπτα αδρανοποίησε ή κατάργησε το Νόμο, ως και το δικαίωμα του υποκείμενου στο φόρο προσώπου, να διεκδικεί επιστροφή ΦΠΑ που κατέβαλε, χωρίς αυτός να είναι οφειλόμενος.
Εξετάσαμε με κάθε προσοχή τις σχετικές εισηγήσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων, τις οποίες προέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο και ενώπιον μας. Αυτές δεν μας βρίσκουν σύμφωνους, για τους πιο κάτω λόγους:
Σύμφωνα με το Άρθρο 6(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 2000 (95(Ι)/2000) όπως τροποποιήθηκε:
«6.—(1) Υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο είναι κάθε πρόσωπο που είναι εγγεγραμμένο ή που απαιτείται να είναι εγγεγραμμένο με βάση τον παρόντα Νόμο.»
Σ' ό,τι αφορά την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ, σχετικό είναι το Άρθρο 51(1)(2)(3), το οποίο ορίζει ως ακολούθως:
«51.—(1) Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο έχει (είτε πριν είτε μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου) καταβάλει ποσό στον Έφορο ως Φ.Π.Α. το οποίο δεν ήταν Φ.Π.Α. οφειλόμενος, τότε ο Έφορος είναι υπόχρεος να επιστρέψει στο πρόσωπο αυτό το εν λόγω ποσό.
(2) Ο Έφορος είναι υπόχρεος να επιστρέψει ποσό δυνάμει του παρόντος άρθρου μόνο αν υποβληθεί σχετική απαίτηση.
(3) Ο Έφορος δύναται να αρνηθεί να ικανοποιήσει απαίτηση δυνάμει του παρόντος άρθρου αν η επιστροφή οποιουδήποτε ποσού θα πλούτιζε αδικαιολόγητα το πρόσωπο που υποβάλλει την απαίτηση.»
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι Εφεσείοντες 1 επέβαλλαν ΦΠΑ επί των χρεώσεων για τις υπηρεσίες που παρείχαν στους Εφεσείοντες 2. Συνεπώς, οι Εφεσείοντες 1 ενεργούσαν ουσιαστικά ως φοροεισπράκτορες, εφόσον κατέβαλλαν τον ΦΠΑ στον Εφεσίβλητο 2, τον οποίο εισέπρατταν από τους Εφεσείοντες 2, όχι όμως για δικό τους όφελος, αλλά εκ μέρους και προς όφελος της Δημοκρατίας και ο οποίος (ΦΠΑ) βάρυνε τελικά, τους τελικούς καταναλωτές, από τους οποίους είχε ήδη εισπραχθεί. Διευκρινίζεται πως οι Εφεσείοντες 2, με βάση το Άρθρο 31 του Νόμου, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν θεωρούνται υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, με αποτέλεσμα, να επιβαρύνουν έμμεσα τους δικούς τους πελάτες δηλ. τους καταναλωτές με το κόστος αυτό. Συνακόλουθα, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το κόστος της λανθασμένης επιβολής ΦΠΑ, ουσιαστικά το επωμίσθηκαν οι τελικοί λήπτες των παρεχόμενων υπηρεσιών, που είναι οι καταναλωτές δημότες της Επαρχίας Λεμεσού. Σχετική είναι η υπόθεση C-271/06 Netto Supermarket GmbΗ & Co. OHG v. Finanzamt Malchin ημερ. 21.2.2008 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων και το ακόλουθο απόσπασμα:
«Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, στον τομέα του ΦΠΑ, οι υποκείμενοι στον φόρο ενεργούν ως φοροεισπράκτορες για λογαριασμό του κράτους και προς το συμφέρον του Δημοσίου Ταμείου (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1993, C-10/92, Balocchi, Συλλογή 1993, σ. Ι-5105, σκέψη 25). Οι προμηθευτές αυτοί είναι υπόχρεοι για την καταβολή του ΦΠΑ ενώ ο φόρος αυτός, ως καταναλωτικός φόρος, βαρύνει, τελικώς, τον τελικό καταναλωτή (βλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-475/03, Banca popolare di Cremona Συλλογή 2006, σ. Ι-9373, σκέψεις 22 και 28»
Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως οι Εφεσείοντες 1 και 2 δεν είχαν οποιοδήποτε άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον να προωθήσουν την παρούσα προσφυγή, εφόσον αντικείμενο αυτής αποτελεί η είσπραξη ΦΠΑ από τους Εφεσείοντες 1, ο οποίος ήδη εισπράχθηκε από τους τελικούς καταναλωτές των Εφεσειόντων 2, μέσω αυτών και είναι σε συνάρτηση με αυτή την πράξη που πρέπει να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον των Εφεσειόντων. Παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, με το οποίο συμφωνούμε πλήρως, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να προσθέσουμε οτιδήποτε:
«Όλα τα πιο πάνω, φέρνουν στο προσκήνιο το ερώτημα εάν το συμφέρον των αιτητών είναι άμεσο, εάν δηλαδή συνδέεται ευθέως με τους ίδιους και εάν είναι οι ίδιοι οι αιτητές που έχουν υποστεί ζημιά από την προσβαλλόμενη πράξη. Απότοκο τούτου, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον η προσφυγή είναι λυσιτελής και εάν η ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, θα ωφελούσε πρωτίστως τους αιτητές και όχι κάποιους τρίτους.
Μελετώντας προσεκτικά όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και γεγονότα της υπόθεσης, δεν μπορώ να θεωρήσω ότι οι αιτητές, είτε η Κοινοπραξία, είτε το Σ.Α.Λ.Α., έχουν οποιοδήποτε άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον να προωθήσουν την παρούσα προσφυγή. Οι αιτητές, δεν έχουν τεκμηριώσει, ούτε αποδείξει συγκεκριμένη βλάβη που επέρχεται ευθέως και αμέσως από την προσβαλλόμενη, με την παρούσα προσφυγή, απόφαση. Αλλά ούτε και προκύπτει ωφέλεια την οποία θα προσποριστούν οι αιτητές από την ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Θεωρώ ότι υπάρχει απόλυτη διασύνδεση των αποφασισθέντων στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Sportsman Betting Company Ltd ν. Δημοκρατίας (2001) 3Β Α.Α.Δ. 1069 με τα υπό κρίση ζητήματα στην παρούσα προσφυγή. Η εκεί περίπτωση, αφορούσε σε φόρο για συλλογικά στοιχήματα στην οποία κρίθηκε ότι οι αποδέκτες του δεν νομιμοποιούνταν να ασκήσουν την προσφυγή, καθότι ο φόρος επιβάρυνε τους συμμετέχοντες στο στοίχημα και οι αποδέκτες ενεργούσαν απλά ως εισπράκτορες του φόρου.
Παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα από την Sportsman Betting Company Ltd (ανωτέρω):
«Μια προσεκτική εξέταση των προνοιών των άρθρων 4(δ) και 8(2) του Νόμου 75(Ι)/97 υποδεικνύει ένα σημαντικό στοιχείο που δεν μπορεί να παραβλεφθεί μέσα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Ότι δηλαδή η χρέωση του 25% επιβαρύνει τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο στοίχημα και ότι οι αποδέκτες ενεργούν απλά ως εισπράκτορες του πιο πάνω ποσοστού προς όφελος της Δημοκρατίας. Το ποσοστό του 25% εισπράττεται από τον αποδέκτη όχι προς δικό του όφελος ή λογαριασμό αλλά εκ μέρους και προς όφελος της Δημοκρατίας. Είναι ορθό ότι το θέμα εξετάστηκε πρωτόδικα και δεν αποτελεί λόγο έφεσης. Η σημασία του όμως στη όλη εξέλιξη της διαδικασίας της έφεσης μας έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι μπορούμε να το εξετάσουμε αυτεπάγγελτα. Μέσα δε στο σύνολο των γεγονότων που έχουμε περιγράψει πιο πάνω κρίνουμε ότι η εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει τις επίδικες αποφάσεις της Διοίκησης. Αν η προσφυγή γινόταν αποδεκτή αυτό θα σήμαινε ότι η εφεσείουσα μπορούσε να οικειοποιηθεί τα διάφορα ποσά που είσπραξε από τους πελάτες της, που βεβαίως ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Όπως έχουμε σημειώσει από την αρχή εκείνο που προσβάλλεται είναι η είσπραξη των ποσών από τους καθ'ων η αίτηση, χρημάτων που είχαν ήδη εισπραχθεί από την εφεσείουσα από πελάτες της που είχαν συμμετάσχει σε στοιχήματα, και βεβαίως είναι σε συνάρτηση προς αυτή την πράξη που πρέπει να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον της και όχι γενικά προς τις δυνητικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του νόμου, αφηρημένα.»
Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και μεταγενέστερα, στις Α.Ο.Μ.Μ. Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ ν. Δήμου Στροβόλου (2008) 3 Α.Α.Δ. 291, Α.Ε. 71/2008 Δήμος Στροβόλου ν. Α.Ο.Μ.Μ. Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ, ημερομηνίας 9.1.2014,D.J. Karapatakis & Sons Ltd ν. Δήμου Στροβόλου (2009) 4Α Α.Α.Δ. 143, Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Δήμου Στροβόλου, υπόθ. αρ. 1516/2012, ημερομηνίας 30.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:D470.
Με το ίδιο ακριβώς ζήτημα ασχολήθηκε και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 66/2010, Τσιμεντοποιία Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.6.2015, από την οποία μεταφέρω το ακόλουθο σχετικό απόσπασμα:
«Η ύπαρξη έννομου και άμεσου συμφέροντος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για προσβολή διοικητικής πράξης. Ο αιτητής πρέπει να πιθανολογήσει το έννομο συμφέρον του. (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 A.A.Δ. 73). Όπως αναφέρει ο Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η Έκδοση, στη σελίδα 577:
«.προσφυγή μπορεί να ασκήσουν μόνον εκείνοι που μπορούν εύλογα να ισχυριστούν (πιθανολογήσουν) ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει έννομο συμφέρον τους.»
Το έννομο συμφέρον πρέπει να προσδιορίζεται και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ή από εκείνα που υποβάλλει ο αιτητής (Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 14η Έκδοση, Δεύτερος Τόμος, σελ. 82).
Η εφεσείουσα προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι έχει έννομο συμφέρον στηρίζεται στις συμφωνίες που υπέγραψε με τους εργολάβους της.
Το συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή να συνδέεται ευθέως με τον αιτητή και ο ίδιος να υφίσταται ζημιά από την προσβαλλόμενη πράξη και όχι άλλο πρόσωπο με το οποίο συνδέεται. Η σχέση, δηλαδή, μεταξύ προσβαλλόμενης πράξης και προσφεύγοντος, πρέπει να είναι άμεση. (Οικονομίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Κάτω Ακουρδάλια (1990) 3 Α.Α.Δ. 928.)
Δεν πρέπει, συνεπώς, να παρεμβάλλεται συμφέρον τρίτου, σε τρόπο ώστε, η ζημιά του αιτητή να εμφανίζεται ως αντανακλαστική συνέπεια εκείνης που υφίσταται το πρόσωπο που θίγεται άμεσα από την πράξη. (Βλ. Μιχαήλ Δένδια "Διοικητικόν Δίκαιον", Τόμος Γ', σελ. 273-277, Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως", 3η Έκδοση, σελ. 53).
Στο σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", σελ. 199 και 201, αναφέρεται ότι:
«Προσωπικόν είναι το συμφέρον του αιτούντος όταν αφορά αυτόν προσωπικώς και ουχί τον γενικόν κύκλον των πολιτών ..... Το υπό του αιτούντος προβαλλόμενον προσωπικόν συμφέρον πρέπει να συνδέεται αμέσως προς το πρόσωπον αυτού. Τούτο σημαίνει ότι εις την αιτιώδη σχέσιν την υφιστάμενην μεταξύ της εκδόσεως της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως και της προκαλούμενης εις τον αιτούντα βλάβης δεν πρέπει να παρεμβάλληται συμφέρον τρίτου, απ' ευθείας υπό της πράξεως ταύτης θιγόμενον, εις τρόπον ώστε η βλάβη του αιτούντος να παρίσταται ως έμμεσος και κατ' αντανάκλασιν συνέπεια της βλάβης του αμέσως υπό της πράξεως θιγομένου.»
Στο σύγγραμμα Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, της Γλυκερίας Σιούτη, στη σελίδα 131 αναφέρεται:
«΄Οταν στην αιτιώδη σχέση μεταξύ της προσβαλλομένης πράξης και της βλάβης, που επικαλείται ο αιτών παρεμβάλλεται η ενέργεια και το συμφέρον τρίτου, τότε το έννομο συμφέρον δεν είναι άμεσο, ακόμη και εάν ενδέχεται να ζημιωθούν τα έννομα συμφέροντα του αιτούντος εμμέσως η αντανακλαστικώς.»
Προκύπτει συναφώς ότι το κόστος για τα καύσιμα βαρύνει τους εργολάβους. Οποιαδήποτε διαφοροποίηση ως προς το θέμα αυτό θα οδηγήσει σε αναθεώρηση των συμφωνηθέντων τιμών. Τυχόν απαλλαγή θα έχει, ως συνέπεια, τη μείωση του κόστους των καυσίμων, το οποίο όπως έχουμε αναφέρει καταβάλλεται από τους εργολάβους. Συνεπώς, η σχετική απαλλαγή θα έχει ως πρώτους αποδεκτές τους εργολάβους, οι οποίοι και θα ωφεληθούν πρωτίστως, όπως αναφέρθηκε και πρωτοδίκως. Στη συνέχεια, και εάν η διαφοροποίηση είναι τέτοιας έκτασης τότε αναμένεται ότι θα αναθεωρηθούν και οι τιμές και τα ποσά που θα καταβάλει η εφεσείουσα στους εργολάβους.
Το συμφέρον της εφεσείουσας κατά συνέπεια δεν είναι άμεσο άλλα κατ' αντανάκλαση. Το συμφέρον που έχει θιγεί δεν ανήκει απευθείας στην εφεσείουσα άλλα σε τρίτους - τους εργολάβους. Η εφεσείουσα δεν είναι πρόσωπο του οποίου το έννομο συμφέρον έχει προσβληθεί, ευθέως, με την προσβαλλόμενη πράξη.»
Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω ότι το συμφέρον των αιτητών δεν είναι άμεσο, αλλά επέρχεται δια αντανακλάσεως, αφού το συμφέρον που έχει θιγεί, δεν ανήκει ευθέως στους αιτητές, λόγω παρεμβολής συμφέροντος τρίτου, ήτοι των καταναλωτών, δημοτών και τελικών ληπτών των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, θα είναι αλυσιτελής για τους αιτητές, αφού αυτοί οι οποίοι θα ωφεληθούν πρωτίστως, είναι οι λήπτες των υπηρεσιών.»
Για όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως καθηκόντως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την προδικαστική ένσταση των Εφεσιβλήτων, ως ζήτημα του οποίου η εξέταση προείχε και μετά την πιο πάνω κατάληξη του, ορθά δεν προχώρησε στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που αφορούσαν την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στην ουσία της.
Κατά συνέπεια, οι 1ος, 4ος και 5ος λόγοι Έφεσης δεν γίνονται αποδεκτοί και απορρίπτονται.
Με τον 2ο λόγο Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε πως η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ειδικότερα, προέβαλε τον ισχυρισμό πως η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι Εφεσείοντες 1 δεν έχουν υποστεί οικονομικό κόστος ή ζημιά από την λανθασμένη επιβολή του ΦΠΑ, διότι έχουν μετακυλήσει πλήρως το κόστος αυτό στους πελάτες τους (Εφεσείοντες 2), οι οποίοι στη συνέχεια το μετακύλησαν στους τελικούς καταναλωτές της υπηρεσίας, δεν βρίσκει έρεισμα στο Άρθρο 51(3) του Νόμου (ανωτέρω), το οποίο επιτρέπει στον Έφορο να αρνηθεί την ικανοποίηση απαίτησης για επιστροφή ΦΠΑ, μόνο αν αυτή θα προκαλούσε αδικαιολόγητο πλουτισμό στο πρόσωπο που υποβάλλει την απαίτηση. Και τούτο, με βάση τη θέση των Εφεσειόντων, ότι το ποσό που θα επιστραφεί στους Εφεσείοντες 1, θα πιστωθεί στους Εφεσείοντες 2, οι οποίοι στη συνέχεια, θα μετακυλήσουν το σχετικό όφελος στους πολίτες/καταναλωτές κατά τον καθορισμό των τελών της επόμενης τριετίας -πενταετίας.
Προς υποστήριξη της θέσης αυτής παρέπεμψε και σε σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την σχετική επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων, προκύπτει ότι αυτή αφορά ουσιαστικά την κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη αιτιολογία και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά δεν εξέτασε τους σχετικούς λόγους ακύρωσης, μετά την ορθή κατάληξη του περί μη ύπαρξης έννομου συμφέροντος στους Εφεσείοντες για να προωθήσουν την προσφυγή ενώπιον του. Ως εκ τούτου οι εν λόγω εισηγήσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης ούτε και ενώπιον μας.
Συνακόλουθα και ο 2ος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Τέλος απορριπτέος είναι και ο 3ος λόγος Έφεσης με τον οποίο οι Εφεσείοντες εισηγούνται πως η πρωτόδικη απόφαση παραβιάζει το Άρθρο 30 του Συντάγματος διότι απολήγει σε αρνησιδικία, ως και το Άρθρο 146(1) του Συντάγματος, που θέτει τις διοικητικές πράξεις υπό τον ακυρωτικό έλεγχο του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Δεν συμφωνούμε ούτε και με αυτή την εισήγηση. Ενόψει της κατάληξης μας περί ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης ως προς το ζήτημα του έννομου συμφέροντος, δεν συμμεριζόμαστε την πιο πάνω θέση των Εφεσειόντων, αφού η ύπαρξη έννομου συμφέροντος αποτελεί την αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση παραδεκτού της προσφυγής, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.
Για όλα τα πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζεται ένα σετ εξόδων προς όφελος των Εφεσίβλητων και σε βάρος των Εφεσειόντων ύψους €3.500.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.