ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E154/2017)
13 Νοεμβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ICC CHEMICAL CORPORATION
Εφεσείουσα,
ν.
POLYPACK LLC
Εφεσίβλητης.
........
Μ. Παναγίδης για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Μ. Γιωρκάτζη για Ανδρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη η αίτηση της Εφεσείουσας για τη διαγραφή της αγωγής εναντίον της λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, τον παραμερισμό του διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας και την αναστολή της διαδικασίας καθότι η διαφορά έπρεπε να παραπεμφθεί σε διαιτησία ή υπάγεται στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Αμερικής.
Η Εφεσείουσα είναι η εναγομένη 2 στην αγωγή η οποία ηγέρθη από την Εφεσίβλητη (ενάγουσα) εναντίον της και εναντίον της Ελληνικής Τράπεζας (εναγομένης 1). Με την αγωγή η Εφεσίβλητη αξίωνε αναγνωριστική απόφαση ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι της πληρωμής της ενέγγυας πίστωσης (letter of credit) η οποία εκδόθηκε από την Τράπεζα προς όφελος της Εφεσείουσας και ή ότι η πληρωμή αυτής έγινε κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Τράπεζας έναντι της Εφεσίβλητης. Αξιώνει επίσης αναγνωριστική απόφαση ότι η πληρωμή από την Τράπεζα του ποσού των US$205.605 προς την Εφεσείουσα έγινε χωρίς η τελευταία να εκπληρώσει τους όρους για την πληρωμή της ενέγγυας πίστωσης και διάταγμα εναντίον της Εφεσείουσας για επιστροφή του εν λόγω ποσού. Τέλος, αξίωνε από την Τράπεζα το ανωτέρω ποσό ως αποζημιώσεις συνεπεία παράβασης σύμβασης και ή καθήκοντος και αποζημιώσεις για αμέλεια.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης, τόσο η Εφεσίβλητη όσο και η Εφεσείουσα είναι εταιρείες συσταθείσες στη Νέα Υόρκη και ασχολούνται με την εμπορία χημικών, πλαστικών και φαρμακευτικών προϊόντων. Η εναγομένη 1 είναι τράπεζα συσταθείσα στην Κύπρο. Στην έκθεση απαίτησης η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι συνήψε συμφωνία με την Εφεσείουσα για την αγορά εμπορευμάτων έναντι συγκεκριμένης τιμής ανά μετρικό τόνο, τα οποία η Εφεσίβλητη μεταπώλησε σε εταιρεία στη Ρωσία. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, η πληρωμή του τιμήματος αγοράς θα γινόταν μέσω πιστωτικής επιστολής (letter of credit) για το συνολικό ποσό των US$612.175, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, της παρουσίασης από την Εφεσείουσα στην Τράπεζα συγκεκριμένων εγγράφων. Η Εφεσίβλητη εξασφάλισε πιστωτική επιστολή για το εν λόγω ποσό προς όφελος της Εφεσείουσας, στην οποία αναγράφονταν οι ίδιες προϋποθέσεις. Η Εφεσείουσα παρέλειψε να παρουσιάσει ένα εκ των εν λόγω εγγράφων, ήτοι της τελωνειακής δήλωσης εξαγωγών. Η Εφεσίβλητη ζήτησε από την Τράπεζα να μην πληρώσει την πιστωτική επιστολή. Παρά την ενημέρωση της τράπεζας - συμβούλου Standard Chartered Bank (SCB) της Νέας Υόρκης προς την Εφεσίβλητη ότι δεν θα προέβαινε στην πληρωμή λόγω παράβασης των όρων της επιστολής, τελικώς η SCB κάλεσε την Τράπεζα να εξαργυρώσει την πιστωτική επιστολή, όπως και έγινε. Σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης, η Τράπεζα προέβη στην πληρωμή της πιστωτικής επιστολής ενώ δεν είχαν τηρηθεί οι όροι αυτής, κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων και ή της τραπεζικής πρακτικής και ή του καθήκοντος επιμέλειας της προς την Εφεσίβλητη. Λόγω της κατ' ισχυρισμό αντισυμβατικής συμπεριφοράς της Εφεσείουσας να μην παρουσιάσει το συγκεκριμένο έγγραφο, η Εφεσίβλητη με τη σειρά της δεν το προμήθευσε στην εταιρεία στη Ρωσία και έτσι αναγκάστηκε να της πληρώσει το ποσό των US$66.111.14. Εξού και η Εφεσίβλητη εγείρει τις πιο πάνω αναφερόμενες αξιώσεις.
Στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς ανέφερε ότι άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δίδεται με βάση τη Δ.6 θ.1 και 4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών νοουμένου ότι η υπό κρίση περίπτωση εμπίπτει εντός μιας εκ των προϋποθέσεων του θ.1(a)-(h) και το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ο ενάγων έχει εκ πρώτη όψεως καλή αιτία αγωγής και ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς παρέπεμψε στις υποθέσεις Her Brittanic Majesty's Secretary of State for Defence v. A. P. Lanitis Investments Ltd (1999) 1(B) A.A.Δ. 995 και Amathus Navigation Co. Ltd. V. Concord Express Liners κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 1030, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η ικανοποίηση των προϋποθέσεων της Δ.6 θ.4 αποφασίζεται αποκλειστικά με βάση το υλικό που τίθεται με την αίτηση για τη χορήγηση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Ακολούθως ορθώς άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση S.P.P. Projects Limited v. Integral Equipment Sarl (1993) 1 Α.Α.Δ. 762, στην οποία αναφέρθηκε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας για επίδοση στο εξωτερικό αποτελεί η ύπαρξη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της διαφοράς. Η απόφαση ως προς την ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας είναι το αποτέλεσμα της αντιπαραβολής των επίδικων θεμάτων όπως αυτά προσδιορίζονται από τα δικόγραφα, όπως λέχθηκε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Μούρτζινος v. Global Cruises SA. (1992) 1(Β) A.A.Δ. 1160, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015 και Powertools Electro SRL v. Black & Decker (Ελλάς) Α.Ε. (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2182.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την αγωγή. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται πως είναι εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη κατέδειξε εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής, ότι είναι αναγκαία διάδικος, ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για επίδοση εκτός Κύπρου και ως προς την ερμηνεία της Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Λόγω της συνάφειας αυτών των δύο λόγων, οι δικηγόροι των δύο πλευρών τους ανέπτυξαν μαζί και η εξέταση τους θα γίνει ενιαία και από το Δικαστήριο.
Με βάση το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης, ήταν απολύτως ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η βάση αγωγής δεν είναι η συμφωνία αγοραπωλησίας των εμπορευμάτων, αλλά η πιστωτική επιστολή η οποία φέρεται να είχε εκδοθεί από την Τράπεζα, κατόπιν αιτήματος της Εφεσίβλητης και προς όφελος της Εφεσείουσας. Στην έκθεση απαίτησης η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η Τράπεζα προέβη στην πληρωμή της πιστωτικής επιστολής προς την Εφεσείουσα, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις αυτής καθότι η τελευταία παρέλειψε να παρουσιάσει τα απαιτούμενα έγγραφα. Έτσι αποδίδεται στην Τράπεζα παράβαση συμφωνίας και ή καθήκοντος επιμέλειας, εξού και εγείρονται οι αξιώσεις εναντίον της για αναγνωριστικές αποφάσεις και αποζημιώσεις, ενώ ταυτόχρονα εγείρεται και η αξίωση εναντίον της Εφεσείουσας για επιστροφή του ποσού το οποίο εισέπραξε από την Τράπεζα δυνάμει της πιστωτικής επιστολής.
Είναι καθόλα εύστοχη η παραπομπή του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπόθεση Hellenic Bank Public Company Limited v. Alpha Panareti Public Limited (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1235, στην οποία λέχθηκε ότι η πιστωτική επιστολή συνιστά αυτοτελή σύμβαση στην οποία μέρη είναι η εκδότρια τράπεζα και ο δικαιούχος. Σε εκείνη την υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι «μια εγγυητική επιστολή εκδιδόμενη από τραπεζικό ίδρυμα αποτελεί στη βάση σαφούς νομολογίας ανέκκλητη επιβεβαίωση ότι θα πληρωθεί στη βάση των όρων της» και μόνο για ισχυρότατο λόγο, όπως η ύπαρξη δόλου εκ μέρους του δικαιούχου αυτής και μάλιστα εν γνώσει της τράπεζας, νοείται η μη πληρωμή ή άρνηση εκτέλεσης της.
Εδώ αξίζει να λεχθεί ότι η εισήγηση της Εφεσείουσας πως η πιστωτική επιστολή εκδόθηκε από τράπεζα του εξωτερικού, εννοώντας τη SCB, δεν βρίσκει έρεισμα στο ίδιο το περιεχόμενο της επιστολής την οποία παρουσιάζει ως τεκμήριο στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση διαγραφής. Σε αυτή αναγράφεται καθαρά ότι εκδότρια είναι η εναγομένη 1 και η SCB φαίνεται να είναι η τράπεζα - σύμβουλος η οποία ενημερώνει τη δικαιούχο, Εφεσείουσα, για την έκδοση της επιστολής.
Αναφορικά με την πιστωτική επιστολή, χρήσιμη καθοδήγηση προσφέρουν και οι Αγγλικές υποθέσεις Edward Owen Engineering Ltd. v. Barclays Bank International Ltd. And Another [1977] Q.B. 159 και Hamzeh Malas & Sons v. British Imex Industries Ltd. [1958] 2 Q.B. 127. Σε αυτές επιβεβαιώνεται η αρχή ότι όταν μια πιστωτική επιστολή εκδίδεται από την τράπεζα, τότε η τράπεζα έχει υποχρέωση να την πληρώσει αν τα έγγραφα είναι τα ορθά και ικανοποιούνται οι όροι της και ότι οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ αγοραστή και πωλητή θα πρέπει να διευθετηθεί μεταξύ τους. Αναφέρθηκε περαιτέρω ότι η πιστωτική επιστολή είναι ανεξάρτητη από την αρχική συμφωνία πώλησης μεταξύ αγοραστή και πωλητή και ότι η εκδότρια τράπεζα συμφωνεί να πληρώσει με την παρουσίαση των εγγράφων και όχι των εμπορευμάτων. Εξαίρεση αποτελεί η ύπαρξη δόλου από τον πωλητή ο οποίος είναι εν γνώσει της τράπεζας.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να παρεμβληθεί ότι η εισήγηση της Εφεσείουσας πως δεν προβάλλεται ισχυρισμός περί συνωμοσίας μεταξύ των εναγομένων και δόλου εκ μέρους τους κρίνεται άστοχη. Εκείνο το οποίο αποδίδεται είναι η πληρωμή της πιστωτικής επιστολής, κάτι το οποίο δεν έπρεπε να είχε γίνει επειδή δεν τηρήθηκαν οι όροι της και ζητείται η επιστροφή του πληρωθέντος ποσού και από τις δύο εναγόμενες.
Ως εκ τούτου είναι σαφές ότι η αγωγή βασίζεται στην πιστωτική επιστολή η οποία αποτελεί μια ανεξάρτητη και αυτοτελή σύμβαση, τα μέρη της οποίας είναι η Εφεσίβλητη και η εναγομένη 1. Η Τράπεζα είναι ουσιαστική διάδικος εφόσον είναι η εκδότρια αυτής και της αποδίδεται ότι την πλήρωσε κατά παράβαση των συμβατικών και άλλων υποχρεώσεων της έναντι στην Εφεσίβλητη. Επειδή την πλήρωσε στην Εφεσείουσα, από την οποία αξιώνεται η επιστροφή του ποσού αυτής, η Εφεσείουσα καθίσταται αναγκαία διάδικος.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο κινήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει ότι η υπό κρίση περίπτωση εμπίπτει εντός της Δ.6 θ.1(h) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι από τη στιγμή που αποδίδεται στην Εφεσείουσα η παράλειψη παρουσίασης των απαιτούμενων εγγράφων και στην Τράπεζα παράβαση καθήκοντος στην πληρωμή της επιστολής με αποτέλεσμα η Εφεσίβλητη να διεκδικεί το ποσό και από τις δύο εναγόμενες, τότε ορθώς κατέληξε ότι η Εφεσείουσα είναι αναγκαία διάδικος, παρόλο που δεν είναι μέρος στη σύμβαση που αφορά στην πιστωτική επιστολή. Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο ότι η Εφεσείουσα είναι αναγκαία διάδικος με περισσή σπουδή και η εισήγηση πως αυτή η κατάληξη στερείται αιτιολόγησης είναι παντελώς ανυπόστατη.
Περαιτέρω ορθώς έκρινε ότι οι όροι της συμφωνίας πώλησης δεν αφορούν και δεν έχουν ισχύ σε σχέση με την πιστωτική επιστολή η οποία έχει ήδη λεχθεί ότι αποτελεί μια αυτοτελή σύμβαση και μεταξύ άλλων μερών. Ως εκ τούτου, είναι ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι όροι της συμφωνίας πώλησης για παραπομπή των διαφορών των μερών σε διαιτησία, για την εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου και για την αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Αμερικής δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.
Επομένως, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την αγωγή, ότι η Εφεσίβλητη κατέδειξε ότι έχει καλή αιτία αγωγής και ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για να διαταχθεί η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.
Ως εκ τούτου οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε ειλικρινής και πλήρης αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων.
Η υποχρέωση για ειλικρινή αποκάλυψη όλων των σημαντικών στοιχείων με βάση τα οποία το Δικαστήριο θα κληθεί να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία σε αιτήσεις για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας αναφέρεται μεταξύ άλλων στην υπόθεση The Cyprus Potato Marketing Board v. Primlaks (Pacific Violet) BV κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 219.
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να αποκαλύψει τη συμφωνία αγοραπωλησίας και τους όρους αυτής, εφόσον ουδεμία σχέση έχει με το αγώγιμο δικαίωμα της εναντίον της Εφεσείουσας και της Τράπεζας.
Ως εκ τούτου και ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις περί ύπαρξης καταλληλότερης δικαιοδοσίας (forum conveniens) για εκδίκαση της αγωγής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς ανέφερε πως, δεδομένης της ύπαρξης δικαιοδοσίας, το βάρος απόδειξης ότι η Κύπρος δεν είναι το κατάλληλο μέρος εκδίκασης της επίδικης διαφοράς φέρει αυτός που το εισηγείται και ο οποίος πρέπει να δείξει ότι υπάρχει άλλο κατάλληλο βήμα (forum) στο οποίο μπορεί να απονεμηθεί δικαιοσύνη με λιγότερη δυσκολία και έξοδα και ότι η αναστολή δεν αποστερεί από τον ενάγοντα οποιοδήποτε νόμιμο προσωπικό ή διαδικαστικό πλεονέκτημα που θα ήταν διαθέσιμο σε αυτόν στην Κύπρο. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Zeeland Navigation Company Limited v. Banque Worms (2000) 1(B) Α.Α.Δ. 707 και Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168.
Αυτός ο λόγος απορρίπτεται καθότι προς υποστήριξη αυτής της θέσης η Εφεσείουσα επικαλείται και πάλι τη συμφωνία αγοραπωλησίας, τα μέρη αυτής και την έδρα τους, καθώς επίσης τους όρους αυτής. Έχει ήδη λεχθεί ότι αυτή η συμφωνία δεν αποτελεί αντικείμενο και δεν σχετίζεται με τη βάση της αγωγής. Ούτε και το γεγονός της έκδοσης της επιστολής από τη SCB υποστηρίζει αυτή τη θέση, καθότι αυτό δεν ισχύει εφόσον εκδότρια φέρεται η εναγομένη 1.
Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι προβαλλόμενοι από την Εφεσείουσα λόγοι, ήτοι η χώρα σύστασης της και η συμφωνία αγοραπωλησίας, δεν συνηγορούν υπέρ της αναστολής. Αντιθέτως εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι η ουσιαστική διάδικος, η εναγομένη 1, είναι Κυπριακό τραπεζικό ίδρυμα, η παράβαση της σύμβασης έγινε στην Κυπριακή Δημοκρατία και η μαρτυρία βρίσκεται στην Κύπρο.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο η λανθασμένη μετατόπιση του βάρους απόδειξης περί ύπαρξης δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων στην Εφεσείουσα.
Είναι γεγονός ότι μετά την πιο πάνω αναφερόμενη διαπίστωση του για το θέμα της κατάλληλης δικαιοδοσίας (forum conveniens), το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως θεωρεί ότι η Εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος που είχε να αποδείξει ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την αγωγή.
Μια προσεκτική ανάγνωση του συνόλου της προσβαλλόμενης απόφασης καταδεικνύει χωρίς δυσκολία ότι αυτή η αναφορά περιορίζεται στο ζήτημα της κατάλληλης δικαιοδοσίας (forum conveniens) και όχι της ύπαρξης ή μη δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν την αγωγή. Με βάση τα όσα αναφέρονται ανωτέρω, προκύπτει χωρίς δυσκολία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεξε στην προσαχθείσα από την Εφεσίβλητη μαρτυρία στην αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας για να αποφασίσει κατά πόσο πληρούνταν οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Το γεγονός ότι κατά την άσκηση αυτής της διεργασίας αφενός αναφέρθηκε στην απουσία μαρτυρίας από πλευράς Εφεσείουσας η οποία να αντικρούει κάποιες θέσεις της Εφεσίβλητης, όπως π.χ. την έδρα και τη διεξαγωγή των εργασιών της εναγομένης 1 στην Κύπρο και αφετέρου εξέτασε και τις προβληθείσες θέσεις της Εφεσείουσας ουδόλως ισοδυναμεί ή έστω καταδεικνύει με οποιονδήποτε τρόπο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέφερε το βάρος απόδειξης στην τελευταία για το ζήτημα της ύπαρξης ή μη δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων. Επιπλέον, η ανωτέρω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρουσιάζεται στο τέλος του κειμένου της απόφασης, μετά τη διαπίστωση του περί ύπαρξης δικαιοδοσίας και αμέσως μετά την εξέταση του ζητήματος του πιο κατάλληλου βήματος (forum), ούτως ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε μετέθεσε το βάρος απόδειξης στην Εφεσείουσα για το θέμα της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, παρά το ατυχές της διατύπωσης αυτής της πρότασης του.
Επομένως και ο πέμπτος λόγος κρίνεται αβάσιμος.
Η Έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα της Έφεσης €3.000,00 επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ