ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.77/2017

 

21 Noεμβρίου, 2023

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ  ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ  ΥΓΕΙΑΣ

Εφεσείων

και

1.    ΑΝΔΡΕΑΣ  ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

2.   ΤΑΚΗΣ ΚΑΝΑΡΗΣ

Εφεσίβλητοι

------------------------

Ρ.Πασιουρτίδη, (κα), για Α.Τριανταφυλλίδης  & Υιοί ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα

Α.Κωνσταντίνου, για Εφεσίβλητο 1

Γ.Χ΄Μιχαήλ-Κορακοβούνη, (κα), για Εφεσίβλητο 2

                                               --------------------

Δικαστήριο:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ακυρώθηκε απόφαση του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας («ο Εφεσείων») να τερματίσει τη διαδικασία επανεξέτασης πλήρωσης της θέσης Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού αναδρομικά από το 2003.  Παράπονο επί της  απόφασης τερματισμού εξέφρασαν οι Εφεσίβλητοι-Αιτητές 1 και 2 στις δύο προσφυγές που καταχώρισαν (9/2016 και 197/2016) αντίστοιχα, οι οποίες και συνεκδικάσθησαν.

 

Σημειωτέον, πως ο Εφεσείων αποτελεί νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και ασκεί τις αρμοδιότητες του δυνάμει του περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου, Ν.89(I)/2001 (ο Νόμος) και των σχετικών Κανονισμών.

 

Απαραίτητη κρίνεται η παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης, που αναγκαστικά είναι εκτενές λόγω του ότι ανάγεται αρχικά στο έτος 2003.

 

Ο Εφεσείων, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 2.5.2003 προχώρησε στην προκήρυξη της ως άνω θέσης, για την οποία ενδιαφέρθησαν υποβάλλοντας αίτηση και οι Εφεσίβλητοι.

 

Τελικά, διορίσθηκε από τον Εφεσείοντα, ο Α.Δημητριάδης και κατά της (πρώτης) απόφασης οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν τις προσφυγές υπ΄αριθμ.885/2003 (Πολυνείκης-Εφεσίβλητος 1)  και 1070/2003 (Κανάρης-Εφεσίβλητος 2), όπου στις 16.6.2005 εξεδόθη ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ οι εφέσεις που καταχωρίθηκαν, απορρίφθηκαν στη συνέχεια. Πρόκειται για τις ΑΕ82/2005 και 86/2005 (Δημητριάδης ν. Πολυνείκη κ.ά. ν. Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας, (2008) 3 Α.Α.Δ. 1).   

 

Σημειωτέον, ότι η Προσφυγή 885/2003 επέτυχε λόγω παράνομης συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού κατά τον ουσιώδη χρόνο, «εξαιτίας του Προέδρου του, που δεν ήταν ανεξάρτητος», ενώ η Προσφυγή 1070/03 επιπρόσθετα επέτυχε λόγω λανθασμένης διαδικασίας επιλογής κατά παράβαση του Νόμου.

 

Ακολούθησε επανεξέταση, η οποία απέληξε στην απόφαση του Διοικητικού  Συμβουλίου του Οργανισμού, ημερ. 16.1.2008, δια της οποίας διορίστηκε στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 1.10.2003 το ίδιο πρόσωπο.  Οι Εφεσίβλητοι σε απάντηση καταχώρισαν τις προσφυγές 422/2008 και 623/2008 αντίστοιχα.  Οι δυο προσφυγές συνεκδικάστηκαν και στις 30.6.2010 εξεδόθη νέα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς την υπό των υποψηφίων κατοχή του απαιτούμενου προσόντος της «Πολύ καλή γνώση της σχετικής με το Γενικό Σύστημα Υγείας της Κύπρου νομοθεσίας», Ο Εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και στις 10.7.2015 εκδόθηκε απορριπτική απόφαση του Εφετείου στην ΑΕ 122/2010, (Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας ν.  Πολυνείκης κ.ά. (2015) 3 Α.Α.Δ. 394).  Κρίσιμο είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την ως άνω απόφαση:

«Παρέμεινε προς εξέταση ο τρίτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας στοιχείο της πολύ καλής γνώσης της σχετικής με το ΓΕΣΥ νομοθεσίας που δεν εξετάστηκε κατά την (κρίσιμη) συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 16.1.08. Είχε όμως εξεταστεί κατά την αρχική συνεδρία ημερ. 18.7.03 και όπως (τότε) αποφασίστηκε όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν το υπό συζήτηση προσόν. Με αυτό ως δεδομένο, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων είχαν εισηγηθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ανεπιτυχώς, ότι εφόσον η απόφαση 18.7.03 ακυρώθηκε για άλλους λόγους, για το θέμα της γνώσης της σχετικής με το ΓΕΣΥ νομοθεσίας ίσχυε η αρχή του δεδικασμένου. Εισήγηση που επανέφεραν και ενώπιόν μας για παραμερισμό της επί του θέματος πρωτόδικης απόφασης.

 

Εξετάσαμε και επ' αυτού του ζητήματος τις εκατέρωθεν θέσεις και καταλήξαμε πως, ορθώς, γενικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι το «Το Συμβούλιο, υπό την νέα συγκρότηση του, δεν θα μπορούσε να στηριχθεί στα συμπεράσματα και υποκειμενικές κρίσεις του προηγούμενου Συμβουλίου, το οποίο κρίθηκε παράνομα συγκροτημένο. (βλ. ΕΔΥ ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437).  Η εισήγηση του κ. Τριανταφυλλίδη θα ήταν ορθή, αν η ακύρωση της προηγούμενης απόφασης δεν γινόταν για λόγους παράνομης συγκρότησης, αλλά για άλλους λόγους ακύρωσης. Τότε θα ίσχυε το δεδικασμένο και η αρχή ότι δεν μπορούν να εγερθούν ζητήματα που θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως ενώπιον νόμιμα συγκροτημένου οργάνου. (βλ. Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38). Όμως η παρούσα περίπτωση δεν είναι τέτοια αφού το διοικητικό όργανο κηρύχθηκε παράνομα συγκροτημένο».

(τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Τελικά, μετά και από την πιο πάνω εξέλιξη, στη συνεδρία του ημερ. 15.10.2015, το Διοικητικό Συμβούλιο του Εφεσείοντα αποφάσισε να τερματίσει τη διαδικασία επανεξέτασης πλήρωσης της επίδικης θέσης, αφού έκρινε ότι η κατοχή του υπό του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας απαιτούμενου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της σχετικής με το ΓΕ.Σ.Υ. νομοθεσίας, μπορούσε να διερευνηθεί μόνο μετά από προφορική ή/και γραπτή εξέταση, η οποία υπό τις περιστάσεις, ήταν αδύνατο να γίνει, γιατί θα παραβιαζόταν το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. 

 

Οι Εφεσίβλητοι πληροφορήθηκαν την απόφαση με επιστολή του Εφεσείοντα ημερ. 1.12.2015 και καταχώρισαν τις τελευταίες προσφυγές που οδήγησαν στην εκκαλούμενη απόφαση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εν εκτάσει παρέθεσε τα νομικά επιχειρήματα των δύο πλευρών κατέληξε ότι, παρά την ορθή διαπίστωση πως κατά την εν λόγω επανεξέταση δεν ήταν επιτρεπτή η διενέργεια προφορικής ή και γραπτής εξέτασης, γιατί κάτι τέτοιο θα παραβίαζε το πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, εστίασε την προσοχή του στο ερώτημα, κατά πόσο η απόφαση τερματισμού της διαδικασίας επανεξέτασης ήταν η μοναδική επιλογή λόγω του ότι το προσόν της πολύ καλής γνώσης της νομοθεσίας του ΓΕ.Σ.Υ. μπορούσε, να διερευνηθεί μόνο μετά από προφορική συνέντευξη ή/και γραπτή εξέταση.

 

Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο, σε απάντηση του πιο πάνω ερωτήματος ανέφερε και τα ακόλουθα:

«Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, θεωρώ ότι είχε ο καθ' ου η αίτηση και τα μέσα και τη δυνατότητα να εξετάσει περαιτέρω την υπό των υποψηφίων κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος και θα μπορούσε, μετά την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, να παραθέσει εμπεριστατωμένα, ποια στοιχεία έλαβε υπόψη του για την κατάληξή του, καθώς και τους λόγους της τελικής του απόφασης. Αυτό, τόσο ενόψει του πιο πάνω ευρήματος του Δικαστηρίου ότι το Συμβούλιο όφειλε να ερευνήσει κατά πόσον οι υποψήφιοι πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα, όσο και λόγω του γεγονότος ότι υπήρχαν ενώπιον του Οργανισμού στοιχεία, τα οποία συνηγορούσαν υπέρ της θέσης των αιτητών περί της κατοχής του προσόντος της πολύ καλή γνώσης της νομοθεσίας του ΓΕ.Σ.Υ.

 

Συγκεκριμένα, δεν είναι μόνο η, σε δυο προηγούμενες περιπτώσεις, κρίση του Οργανισμού επί του συγκεκριμένου θέματος, ότι οι αιτητές κατείχαν το εν λόγω προσόν, η οποία βεβαίως ακυρώθηκε για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Αναφέρω ιδιαίτερα το βιογραφικό σημείωμα του αιτητή στην προσφυγή αρ. 9/2016, κ. Α. Πολυνείκη, το οποίο είχε τεθεί ενώπιον του Οργανισμού ήδη από το 2003 δια σχετικής επιστολής του αιτητή, στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας πλήρωσης της θέσης (επισυνάπτεται και στην γραπτή απαντητική αγόρευση του αιτητή), και στο οποίο αναφέρεται ότι από την περίοδο από το έτος 1993 μέχρι το 2000, ο αιτητής ασχολήθηκε με τη σύνταξη της νομοθεσίας για το ΓΕ.Σ.Υ., σε συνεργασία με τον Επίτροπο Νομοθεσίας ("Drafting the legislation for the NHIS in collaboration with the law commissioner"), ενώ από το 1995 μέχρι το 2000, υπήρξε ο γενικός συντονιστής σε θέματα εναρμόνισης με το κοινοτικό κεκτημένο στον τομέα της υγείας ("General coordinator for the alienation of Cyprus with European Union, in the acquis communitaire, in the health field"). Ωστόσο, από τα ενώπιον μου στοιχεία, δεν προκύπτει κατά πόσον έχει ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο του Οργανισμού το συγκεκριμένο δεδομένο. Οι αμφιβολίες ως προς τούτο ενισχύονται από το γεγονός ότι το Συμβούλιο, στη συνεδρία του ημερομηνίας 15.10.2015, ειδικά ως προς τον κ. Πολυνείκη, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι δεν παρέβλεψε πως αυτός είχε διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ως Πρόεδρος της Τεχνικής Επιτροπής για τη μελέτη του ΓΕ.Σ.Υ. Ωστόσο, ουδέν αναφέρεται για το πιο πάνω στοιχείο, ήτοι το γεγονός της ενασχόλησης του αιτητή με τη σύνταξη της νομοθεσίας του ΓΕ.Σ.Υ., το οποίο σαφώς και είναι άμεσα σχετικό με το υπό εξέταση απαιτούμενο προσόν, ούτως ώστε εύλογα να τίθεται το ερώτημα αν αυτό λήφθηκε υπόψη και, συνακόλουθα, το ενδεχόμενο πλάνης να μην μπορεί να αποκλειστεί».

 

Και παρακάτω:

«Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως μη επαρκώς αιτιολογημένη, έτσι που και ο δικαστικός έλεγχος επ' αυτής να καθίσταται ανέφικτος (βλ. ενδεικτικά Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 720). Ούτε και μπορεί εν προκειμένω να συμπληρωθεί η αιτιολογία της πράξης από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου, όπως ορθώς επισημαίνει και η συνήγορος του αιτητή στην προσφυγή αρ. 197/2016 δια της απαντητικής της αγόρευσης (βλ. Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. και Τσίγκης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 418).

 

 Επιπρόσθετα, με βάση τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω, δεν μπορεί να αποκλειστεί ούτε και το ενδεχόμενο πλάνης του καθ' ου η αίτηση ως προς την υπό του αιτητή στην προσφυγή αρ. 9/2016, κ. Α. Πολυνείκη, κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος. Ως έχω δε ήδη αναφέρει, κατά πάγια νομολογία, η πιθανολόγηση πλάνης είναι αρκετή για να καταστήσει την προσβαλλόμενη πράξη υποκείμενη σε ακύρωση (βλ. Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 546 και Ζένιος ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1181). Όπως χαρακτηριστικά τέθηκε το ζήτημα αυτό από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228, «Η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού βάθρου της προσβαλλόμενης πράξης αρκεί για να ακυρωθεί αυτή και να επανεξετασθεί το θέμα από το αρμόδιο διοικητικό όργανο».

 

 Δεδομένου λοιπόν ότι και η πιθανότητα πλάνης οδηγεί σε ακύρωση, αφού δεν μπορεί το Δικαστήριο να πιθανολογήσει ή να υποθέσει ποια θα ήταν η άποψη της Διοίκησης, αν είχε ενώπιον της και λάμβανε υπόψη το σύνολο των δεδομένων, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να θεωρήσω και γι' αυτό το λόγο τρωτή την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί στην παρούσα υπόθεση».

 

Ο Εφεσείων επικαλείται εννιά συναφείς μεταξύ τους λόγους έφεσης, για να πλήξει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Ο πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης συνδέονται άμεσα και αφορούν ουσιαστικά το εύρημα του Δικαστηρίου, ότι είναι λάθος η προσέγγιση του Οργανισμού πως μόνο με την προφορική ή και γραπτή εξέταση (και άρα τον τερματισμό της διαδικασίας), μπορεί να διαπιστωθεί η πολύ καλή γνώση της νομοθεσίας του ΓΕ.Σ.Υ.

 

Είναι σημαντικό, να θέσουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος του πρακτικού της επίδικης συνεδρίας ημερ.15.10.2015, (Παράρτημα Η΄ επί της ένστασης).  Αφού το Συμβούλιο άκουσε τη γνώμη των νομικών του συμβούλων, κατέληξε ως εξής:

«Μετά την αποχώρησή τους το Συμβούλιο προχώρησε σε μελέτη των στοιχείων των υποψηφίων και όλων των σχετικών στοιχείων περιλαμβανομένων των προνοιών του σχετικού Σχεδίου Υπηρεσίας και των θέσεων που κατείχαν οι υποψήφιοι πριν τον ουσιώδη χρόνο. Κατά την μελέτη των στοιχείων διαπιστώθηκε ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να καταλήξει σε απόφαση αναφορικά με την κατοχή ή όχι του προσόντος της κατοχής της πολύ καλής γνώσης της περί του γενικού συστήματος υγείας της Κύπρου νομοθεσίας με βάση τα στοιχεία των φακέλων. Το Συμβούλιο έκρινε ότι η πιο πάνω απαίτηση μπορεί να διερευνηθεί μόνο μετά από προφορική συνέντευξη ή/και γραπτή εξέταση, η οποία υπό τις περιστάσεις, είναι αδύνατο να γίνει γιατί παραβιάζεται το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το Συμβούλιο δεν παρέβλεψε το γεγονός άτι ο υποψήφιος Ανδρέας Πολυνείκης είχε διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο Πρόεδρος της Τεχνικής Επιτροπής για τη μελέτη του ΓεΣΥ, έκρινε όμως ότι η πολύ καλή γνώση της περί του γενικού συστήματος υγείας της Κύπρου νομοθεσίας μπορεί να διαπιστωθεί μόνο μετά από προφορική συνέντευξη ή/και γραπτή Εξέταση».

 

 

Προηγουμένως, γίνεται αναφορά στη γνωμοδότηση των νομικών συμβούλων του Οργανισμού, οι οποίοι επισήμαναν ότι:

 

«.σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία ο Οργανισμός υποχρεούται να επανεξετάσει την υπόθεση σύμφωνα με το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης και να διορίσει τον καταλληλότερο υποψήφιο...σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου αναφορικά με το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας στοιχείο της πολύ καλής γνώσης της σχετικής με το γενικό σύστημα υγείας της Κύπρου νομοθεσίας που δεν εξετάστηκε κατά την συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 16.1.08 και είχε εξεταστεί κατά την αρχική συνεδρία ημερ. 18.7.03, το Συμβούλιο δεν μπορεί να στηριχθεί στα συμπεράσματα του τότε Συμβουλίου του οποίου η απόφαση ακυρώθηκε λόγω κακής συγκρότησης και θα πρέπει να εξετάσει εκ νέου κατά πόσο οι υποψήφιοι πληρούν το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της σχετικής με το γενικό σύστημα υγείας της Κύπρου νομοθεσίας».

 

Είναι σημαντικό, να παρατηρήσουμε πως κατά την πρώτη διαδικασία, οι υποψήφιοι (μεταξύ των οποίων οι Εφεσίβλητοι και ο Α.Δημητριάδης), κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας  για «Πολύ καλή γνώση της σχετικής με το Γενικό Σύστημα Υγείας της Κύπρου, νομοθεσίας», κατόπιν προφορικής εξέτασης στην οποία υποβλήθηκαν.  Όμως, όπως ήδη κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, στις προσφυγές και ακολούθως στις Α.Ε. 82/2005 και 86/2005 ημερ.14.1.2008, (ανωτέρω), εφόσον  η συγκρότηση του Συμβουλίου που διεξήγαγε την προφορική εξέταση κατά την πρώτη διαδικασία, ήταν πάσχουσα, η πράξη ήταν άκυρη.

 

Στη δε δεύτερη διαδικασία, κατά την οποία το Συμβούλιο στηρίχθηκε στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης στην πρώτη διαδικασία, η επιλογή αυτή εκρίθη ως πλημμελής από το Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον δεν ήταν επιτρεπτή η αναφορά σε συμπεράσματα παρανόμως συγκροτημένου οργάνου με δεδομένο ακριβώς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ακυρωθεί λόγω κακής συγκρότησης του Συμβουλίου.

 

Με βάση αυτό το ιστορικό και αφού λάβαμε υπόψη τα αντίστοιχα επιχειρήματα των διαδίκων, θεωρούμε ότι δεν ήταν ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του πρακτέου.  Είναι φανερό, πως ο λόγος ακύρωσης στην πρώτη διαδικασία ανέτρεχε στη ρίζα της και ορθά δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης, που διενεργήθηκε από κακώς συγκροτημένο όργανο.  Για αυτό ακριβώς το λόγο δεν ήταν εφαρμόσιμη, εν προκειμένω, η Κόκκινος ν. Παπαϊωάννου (2009)3 Α.Α.Δ. 562, από την οποία άντλησε βοήθεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Παρατηρούμε, ότι η απόφαση του Εφεσείοντα να τερματίσει τη διαδικασία για να μπορέσει να διενεργήσει προφορική ή και γραπτή εξέταση, δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», ούτε προσπάθεια «ανατροπής δεδικασμένου» ή των αρχών της επανεξέτασης.  Σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα «μη δέουσας έρευνας» ή «πλάνης», όπως θεωρήθηκε πρωτοδίκως.  (Βλ. Αθανασούλια ν. Δημοκρατίας, (2015) 3 Α.Α.Δ. 473).

 

Υπό τις περιστάσεις, εύλογα εκρίθη από το αρμόδιο όργανο η ανάγκη τερματισμού της διαδικασίας, ως η μόνη αρμόζουσα λύση για να μην ανατραπεί το δεδικασμένο ή οι προβαλλόμενες αρχές ενόψει μάλιστα του ειδικού ιστορικού της υπόθεσης. 

 

Επιχειρηματολογούν, περαιτέρω, οι Εφεσίβλητοι ότι τα στοιχεία ήταν εκεί και θα μπορούσε ο Εφεσείων να προβεί στη σχετική αξιολόγηση τους.  Όμως, όπως και στην πρώτη διαδικασία κατά την οποία θεωρήθηκε από το αρμόδιο όργανο, πως έπρεπε να διεξαχθούν εξετάσεις για να διαπιστωθεί η πολύ καλή γνώση της νομοθεσίας, ομοίως και εν προκειμένω, αυτό έπρεπε να γίνει συνολικά - και όχι μόνο βεβαίως για τον Εφεσίβλητο 1. Υπήρχε συνεπώς, ανάγκη εξεύρεσης μιας λύσης.  Η λύση αυτή καθορίστηκε, σύμφωνα με την αιτιολογία που δόθηκε σαφώς και ήταν συναρτώμενη με το ιστορικό, χωρίς να τίθεται στο περιθώριο η θέση του Εφεσίβλητου 1, ως η εισήγηση της πλευράς του, ότι κυρίως είχε γνώση του αντικειμένου από την ενασχόληση του με τη σύνταξη της σχετικής νομοθεσίας.  Ακριβώς, η λύση αυτή προέκυψε από την ανάγκη να κριθούν όλοι οι υποψήφιοι ισότιμα.

 

Η δε ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εν εκτάσει, με τα δεδομένα - προσόντα του Εφεσίβλητου 1, δεικνύει λάθος προσανατολισμό, διότι παραγνωρίζει την ανάγκη να κριθούν όλοι οι υποψήφιοι και όχι «φωτογραφικά» ένας εξ αυτών.

 

Η διαπίστωση κατοχής ενός προσόντος που απαιτείται από το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας κρίνεται με αντικειμενικά κριτήρια.  ΄Οπως δε ορθώς παρατηρεί η πλευρά του Εφεσείοντα, δεν είναι δυνατό η απόφαση αυτή του διορίζοντος οργάνου να συναρτάται ή να επηρεάζεται από τα καθήκοντα που μπορεί να ασκούσε στο παρελθόν ένας μεμονωμένος υποψήφιος.   Το ζητούμενο ακριβώς ήταν η εξεύρεση αντικειμενικών κριτηρίων, σε σχέση με όλους τους υποψηφίους.  Να επαναλάβουμε το αυτονόητο, πως το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας και η διαπίστωση κατοχής των απαιτούμενων απ΄αυτών προσόντων αποτελεί καθήκον του αρμοδίου οργάνου.  Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ερμηνεία που δίδεται, εκτός αν αυτή δεν είναι εύλογα επιτρεπτή.  Ούτε υποκαθιστά την κρίση του αρμοδίου οργάνου.  (Βλ. Petsas v. The Republic 3 R.S.C.C. 60, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Δημοκρατία ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93 και Τίκκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας ΑΕ38/2015, 40/2015 27.1.2022).

 

Με βάση τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι  έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο στην ουσία εισήλθε εν τοις πράγμασι στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφεσείοντα υποκαθιστώντας την κρίση του. 

 

Οι λόγοι έφεσης 1-3 πρέπει να επιτύχουν.  Ως εκ της επιτυχίας τους καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση μας με τους λοιπούς λόγους έφεσης, οι οποίοι εξάλλου είναι παρεπόμενοι των πρώτων.

 

Η πρωτόδικη απόφαση (ομού με τη διαταγή για έξοδα) παραμερίζεται. 

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται. 

 

Τα έξοδα της έφεσης (ομού με τα πρωτόδικα έξοδα) εκ συνολικού ποσού €5.000 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα.  Ο κάθε Εφεσίβλητος θα είναι υπόλογος για το ήμισυ των εξόδων και του ΦΠΑ.

 

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

                                                                   Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο