ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.72/2017
14 Noεμβρίου, 2023
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΗ
Εφεσείων
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης
------------------------
Ελ. Τόλλα (κα), για M.Ηλιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα
Θ.Χ΄Λούκας, για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη
Α.Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος
--------------------
Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων ως Αιτητής, προσέφυγε στο Δικαστήριο επιδιώκοντας την έκδοση απόφασης, ότι η πράξη προαγωγής του Ε.Μ. (Νικολαϊδη) στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τελωνείων, αναδρομικά από 1.11.2010 αντί του ιδίου ήταν παράνομη και άκυρη.
Σημειωτέον, ότι επρόκειτο για διαδικασία επανεξέτασης μετά από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ.1491/10 Χατζηκωστής ν. Δημοκρατίας, ημερ. 23.12.2013.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδοντας σχετική αιτιολογία, απέρριψε τους προβληθέντες λόγους ακυρότητος περί σαφούς υπεροχής του Εφεσείοντα, για τον παραμερισμό της θετικής σύστασης του Διευθυντή υπέρ του, ενώ ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων και ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη υπέρ του Ε.Μ. ώστε τελικά να μην επιλεγεί ο Εφεσείων.
Με τους λόγους έφεσης, ουσιαστικά ολόκληρο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου τίθεται σε αμφισβήτηση, εφόσον η κρίση του προσβάλλεται και επί της αξιολόγησης της σύστασης του Διευθυντή και των συναφών στοιχείων των φακέλων (πρώτος και τέταρτος λόγος), ότι λανθασμένα θεώρησε ότι οι αναφορές της Εφεσίβλητης «αντανακλούν το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων των υποψηφίων» και συνεπώς λανθασμένα εκρίθη πως δεν υπήρξε «σαφής υπεροχή» του Εφεσείοντα (δεύτερος και πέμπτος λόγος), ότι λανθασμένα αντιμετωπίστηκαν πρωτοδίκως οι λόγοι ακυρώσεως σε σχέση με την προφορική συνέντευξη (τρίτος λόγος).
΄Ολοι οι λόγοι είναι αλληλένδετοι και μπορούν να εξεταστούν σε ενιαίο πλαίσιο.
Αρχικά, θα ασχοληθούμε με το θέμα της σύστασης του Διευθυντή.
Είναι βεβαίως ορθή η νομολογιακή απεικόνιση του θέματος που γίνεται πρωτοδίκως, ότι δηλαδή η σύσταση του Διευθυντή πρέπει να εναρμονίζεται με τα στοιχεία των φακέλων διαφορετικά δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999)3 Α.Α.Δ. 549, Δημοκρατία κ.ά. ν. Αγγελή κ.ά. (1999)3 Α.Α.Δ. 161). Επίσης, ότι η εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής, αλλά βοήθημα για τη μόρφωση κρίσης από το διοικητικό όργανο, εν προκειμένω την ΕΔΥ, (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου κ.ά. (2006)3 Α.Α.Δ. 265).
Στην υπό κρίσιν περίπτωση, η σύσταση του Διευθυντή ήταν υπέρ του Εφεσείοντα αλλά δεν υιοθετήθηκε από την Εφεσίβλητη.
Σκόπιμο είναι, να εξετάσουμε ποία ήταν τα σχετικά σημεία επί της κρίσης του Διοικητικού Οργάνου, στο θέμα όπως είχαν μεταφερθεί στην πρωτόδικη απόφαση.
«Η Επιτροπή σημείωσε ότι δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή για τον Χατζηκωστή Δημήτριο και αντί αυτού επέλεξε τον Νικολαϊδη Κωνσταντίνο, καθότι ο Χατζηκωστής αξιολογήθηκε από την ίδια σε χαμηλότερο επίπεδο κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, η οποία, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, έχει αυξημένη βαρύτητα όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπου η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων προϋποθέτει πρόσωπα που διαθέτουν προσωπικότητα, καθώς και διευθυντικές και διοικητικές ικανότητες, όπως επανειλημμένως έχει νομολογηθεί (Κυπριακή Δημοκρατία v. Ανδρέα Ασσιώτη, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 201/2009 και 205/2009, 13.7.2010).
Συγκεκριμένα, ο επιλεγείς αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος από την Επιτροπή, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ενώ ο Χατζηκωστής ως Σχεδόν Εξαίρετος. Η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο επιλεγείς υπερτερεί του Χατζηκωστή Δημήτριου σε προσόντα, καθότι ο Νικολαϊδης διαθέτει, πέραν του απαιτούμενου πανεπιστημιακού διπλώματος, και εγγραφή ως δικηγόρος, ύστερα από σχετική άσκηση και επιτυχία σε σχετικές εξετάσεις, προσόν το οποίο θεωρείται ως ουσιαστικό από την Επιτροπή και λόγω της κατοχής μάλιστα του οποίου ο επιλεγείς κατείχε εξουσιοδότηση από τον Γενικό Εισαγγελέα όπως, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ως Λειτουργός της Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, εμφανίζεται, παρίσταται και ενεργεί εκ μέρους της Δημοκρατίας σε οποιαδήποτε διαδικασία Επαρχιακού Δικαστηρίου. Από το 1988 ο επιλεγείς εμφανίζετο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και ασκούσε την πιο πάνω δικαιοδοσία. Επιπλέον, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο επιλεγείς διαθέτει παρακολούθηση και επιτυχία σε γραπτή εξέταση μεταπτυχιακών σεμιναρίων, που είναι επίσης σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Επρόκειτο για δύο μεταπτυχιακά σεμινάρια, το ένα διαρκείας έξι μηνών και το άλλο τεσσάρων μηνών, με υποχρεωτικές παρακολουθήσεις. Στο εξάμηνο μεταπτυχιακό σεμινάριο, υπό την επιστημονική εποπτεία του Παντείου Πανεπιστημίου, ήταν υποχρεωτική η γραπτή εξέταση και η υποβολή επιστημονικής μελέτης. Το άλλο μεταπτυχιακό σεμινάριο, διάρκειας τεσσάρων μηνών, ήταν υπό την επιστημονική εποπτεία του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η Επιτροπή, ακόμη, σημείωσε ότι ο επιλεγείς διαθέτει και άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης συγγραφικό έργο (Ο Φ.Π.Α. στην εισαγωγή και εξαγωγή αγαθών, 1992 και το Νομικό Πλαίσιο της Τελωνειακής Αξίας, 1995) αλλά και προσόντα στη Δημοσιογραφία (διετής φοίτησης), τα οποία δεν είναι άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Ο υποψήφιος Χατζηκωστής Δημήτριος διαθέτει, εκτός από το βασικό πανεπιστημιακό δίπλωμα που απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα του CIIM, προσόν που είναι άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Όμως το μεταπτυχιακό αυτό πιστώθηκε ήδη στον υποψήφιο Χατζηκωστή ως πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας και δεν μπορεί να μετρήσει δύο φορές. Τόσο ο επιλεγείς όσο και ο Χατζηκωστής Δημήτριος κρίθηκαν ότι κατέχουν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σημασία έχει η κατοχή του πλεονεκτήματος από ένα υποψήφιο και όχι εάν ο υποψήφιος κατέχει αυτό με βάση τη μία διάζευξη της πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας (π.χ. μεταπτυχιακό) είτε την άλλη διάζευξη (π.χ. πείρα), είτε και με τις δύο διαζεύξεις του Σχεδίου Υπηρεσίας (Δημήτρης Φελλάς v. Δάφνης Φινοπούλου κ.ά., ΑΕ 145/2008, ημερομηνία 1.11.2013) Η Επιτροπή, προβαίνοντας σε μια συνεκτίμηση των προσόντων των Νικολαϊδη και Χατζηκωστή, έκρινε ότι ο Νικολαϊδης υπερτερεί σε προσόντα. Η Επιτροπή σημείωσε ότι ακόμη και εάν το μεταπτυχιακό του Χατζηκωστή δεν προσμετρούσε ως πλεονέκτημα και πάλιν η εικόνα ως προς την υπεροχή του Νικολαϊδη σε προσόντα δεν θα άλλαζε. Σ' ότι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο Νικολαϊδης υστερεί κατά 16 μήνες στην παρούσα θέση, αλλά παρατήρησε, ότι το στοιχείο αυτό για θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής ψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος, έχει περιορισμένη σημασία, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τη θέση του Διευθυντή. Όσον αφορά στην αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων προ του ουσιώδους χρόνου ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι Νικολαϊδης και Χατζηκωστής έχουν την ίδια αξία. Ωστόσο η Επιτροπή σημείωσε ότι ο παράγοντας αξία συντίθεται τόσο από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις όσο και από την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από την Επιτροπή, καθότι έχει νομολογηθεί ότι η εντύπωση από την προφορική εξέταση είναι παράγοντας σχετικός προς την αξία των υποψηφίων και μάλιστα στις θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία, όπου η προσωπικότητα των υποψηφίων διαδραματίζει βασικό ρόλο, δίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στη βαθμολογία των συνεντεύξεων σε συνάρτηση με το κριτήριο της αξίας (Γ. Μικελίδου v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2701, 27.2.01) Με δεδομένη την ισοδυναμία στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις και την υπεροχή του Νικολαϊδη στην προφορική εξέταση, η Επιτροπή κρίνει ότι ο Νικολαϊδης υπερέχει συνολικά σε αξία.
'Όσον αφορά την υψηλότερη αξιολόγηση του Χατζηκωστή από τον Γενικό Διευθυντή, κατά την προφορική εξέταση που έγινε κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, η εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής, αλλά ένα παράγοντα για τη μόρφωση της κρίσης της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων (Γ. Μιχαηλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Πρ. 755/90,21.10.92), αλλά και ότι η διαφορετική κρίση του Διευθυντή δεν δεσμεύει την Επιτροπή, ούτε δημιουργεί την υποχρέωση αιτιολογίας για διαφορετική εκτίμηση εκ μέρους της, για το λόγο, ότι ο ρόλος του είναι μόνο συμβουλευτικός.
Καταληκτικά, η Επιτροπή παρατήρησε, ότι ο Χατζηκωστής, ο οποίος συστήθηκε από το Γενικό Διευθυντή, δεν υπερέχει συνολικά από τα στοιχεία των φακέλων και, επιπλέον, αξιολογήθηκε χαμηλότερα από την Επιτροπή κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι δεν μπορεί να υιοθετήσει την υπέρ του Χατζηκωστή σύσταση του Γενικού Διευθυντή.»
Σε συσχετισμό, έχει εξεταστεί ακριβώς το σύνολο των δεδομένων (αξία, προσόντα, πείρα/αρχαιότητα) και η Εφεσίβλητη είχε αξιολογήσει όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, εύλογα.
Σίγουρα, δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή του Εφεσείοντα, αλλά ούτε εκτός θεμιτών ορίων αξιολόγηση των λοιπών στοιχείων. Ειδικά δε για την προφορική συνέντευξη, κατά την οποία κρίθηκε ότι υπερείχε το Ενδιαφερόμενο Μέρος ή τη σημασία της αρχαιότητας, η επίδικη κρίση του Δικαστηρίου ήταν αιτιολογημένη και δεν εντοπίζουμε σφάλμα.
Σημειωτέον, πως η αρχαιότητα - εδώ των 16 μηνών - υπέρ του Εφεσείοντα σε τέτοια διευθυντική θέση, έχει περιορισμένη σημασία (βλ. Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991)33 Α.Α.Δ. 47).
Εν αντιθέσει, όπως είναι εδραιωμένο νομολογιακά, το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης σε υψηλόβαθμες θέσεις, όπως η παρούσα, αποτελεί στοιχείο αυξημένης βαρύτητας. (Βλ. Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3Β Α.Α.Δ. 639).
Στη Γρουτίδη ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 95/13, 26.11.2019, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
«Όπως έχει κατ΄επανάληψη νομολογηθεί η εντύπωση που αποκομίζει η ΕΔΥ από την προφορική εξέταση αποτελεί ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου (αρθρ.34(9) του Ν.1/90) και αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης. Στην Παπασάββα ν. Κούλουμου κ.ά. (2005)3 ΑΑΔ 235, 249 λέχθηκαν τα εξής:
«Η εντύπωση που αποκόμισε η Ε.Δ.Υ. από την προφορική εξέταση αποτελεί ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψήφιου (βλ. άρθρο 34(9) του Ν. 1/90). Εφόσον η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης, δεν πρέπει να συμπλέκεται με τα ακαδημαϊκά προσόντα τους, την πείρα, ή τη διαχρονικά αξιολογημένη στις υπηρεσιακές εκθέσεις επαγγελματική κατάρτισή τους. Η προφορική εξέταση προσφέρει μια εικόνα για την προσωπικότητα και τις ικανότητες των υποψηφίων, παρέχοντας την ευχέρεια μιας καλύτερης εκτίμησης της αξίας και των προσόντων τους και στην παρούσα περίπτωση η αιτιολογία που έχει προβληθεί από την Ε.Δ.Υ. για την απόδοση της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης εξηγούν επαρκώς γιατί η εφεσίβλητη υστέρησε έναντι της εφεσείουσας».
Επιπρόσθετα, όπως έχει νομολογηθεί, για θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα θέση, το αρμόδιο όργανο μπορεί να δώσει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. (Βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Βασιλειάδη κ.ά. (Αρ.2) (2006)3 ΑΑΔ525, 529):
«Η επίδικη θέση ήταν θέση ψηλά στην ιεραρχία και σύμφωνα με τη νομολογία το αρμόδιο όργανο έχει διακριτική ευχέρεια όπως δώσει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Εδώ ο αιτητής αρ. 4 κρίθηκε πολύ κατώτερος από τη συστηθείσα. Η Ε.Δ.Υ. δεν έχει παραβιάσει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια. Επομένως ο λόγος αυτός απορρίπτεται».
Όπως έχει υποδειχθεί στη Γιωργούδη ν. Δημοκρατίας (2009)3 Α.Α.Δ. 116, το σύστημα αξιολόγησης πρέπει ακριβώς να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.
Εξετάζοντας ειδικά τα θέματα στις υπηρεσιακές εκθέσεις, το Ε.Μ. και ο Εφεσείων ισοδυναμούν, στα προσόντα το Ε.Μ. διαθέτει εγγραφή για άσκηση δικηγορίας σε συναφή θέματα, συγγραφικό έργο[1], άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, όπως κρίθηκε και από την ΕΔΥ, καθώς και μεταπτυχιακά σεμινάρια[2], ενώ ο Εφεσείων διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα του CIIM. Αναφορικά δε με την αρχαιότητα ο Εφεσείων ελαφρώς υπερείχε κατά 16 μήνες, από το Ε.Μ. Στην προφορική συνέντευξη δε το Ε.Μ. εκρίθη «εξαίρετος», και ο Εφεσείων «σχεδόν εξαίρετος».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με συγκεκριμένες αναφορές στη μακροσκελή απόφαση της Εφεσίβλητης κατέληξε ως εξής:
«Από τα πιο πάνω προκύπτει με σαφήνεια, ότι οι λόγοι επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους έναντι του αιτητή, κατά μη υιοθέτηση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή υπέρ του αιτητή, ήταν, συνοψίζοντας το αιτιολογικό που καταγράφηκε, η διαπιστωθείσα από την καθ' ης η αίτηση υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους, σε σχέση με τον αιτητή, στην προφορική εξέταση ενώπιον της, άρα και σε αξία, ενόψει και της ισοδυναμίας των διαδίκων σε ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, καθώς και η υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους έναντι του αιτητή σε προσόντα, διαφορές που υποσκελίζουν την υπεροχή 16 μηνών αρχαιότητα του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους στην προηγούμενη της επίδικης θέση.
Έχοντας διεξέλθει τις επιμέρους αναφορές της Επιτροπής προς υποστήριξη των πιο πάνω ευρημάτων, δεν έχω, καταρχήν, εντοπίσει αυτές να είναι λανθασμένες. Οι αναφορές δε, της καθ' ης η αίτηση, αντανακλούν το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων των υποψηφίων.
Περαιτέρω τονίζεται, ότι το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση, έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία βρίσκονται ενώπιον του. Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία εφόσον κριθεί εύλογη και δεν κινείται εκτός των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο».
Και παρακάτω, μετά από παραπομπή σε σχετική νομολογία, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει και τα ακόλουθα:
«Στην παρούσα περίπτωση, δεν θεωρώ, ότι η κρίση της καθ' ης η αίτηση κατά τον συνυπολογισμό του συνόλου των στοιχείων για τους υποψηφίους εδώ διαδίκους, τα οποία βρίσκονταν ενώπιον της, εκφεύγει των ακραίων επιτρεπτών ορίων, ώστε να τίθεται θέμα, ότι δεν ήταν εύλογη η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του αιτητή, κατά μη υιοθέτηση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή υπέρ του αιτητή, για να επιβάλλεται το Δικαστήριο να επέμβει. Ούτε η εφαρμογή των σχετικών νομολογιακών αρχών του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την διαμόρφωση κρίσης της καθ' ης η αίτηση επί των νενομισμένων κριτηρίων επιλογής, προκύπτει να ήταν λανθασμένη.
Ακόμη, όμως, και να μπορούσε να εντοπισθεί κάποια υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, αυτή σαφώς δεν είναι έκδηλη και συνεπώς η τυχόν παραγνώριση της δεν επιφέρει ακυρότητα.
Ως αναφέρθηκε στην Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755, 762:
«Και αν ακόμα θα μπορούσε να εντοπισθεί κάποια υπεροχή του εφεσείοντα έναντι του ενδιαφερόμενου αυτή δεν είναι "έκδηλη" και κατά συνέπεια η τυχόν παραγνώρισή της δεν επιφέρει ακυρότητα. Βλ. Κολοκασίδου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου,Υποθ. Αρ. 929/91, ημερ. 23.12.93. Εξάλλου, η Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει, για να δικαιολογήσει την επιλογή της ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν καταφανώς υπέρτερο του εφεσείοντα. Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 C.L.R. 74. Αντίθετα ο αιτητής πρέπει να αποδείξει όχι μόνο απλή υπεροχή αλλά έκδηλη υπεροχή έναντι του προαχθέντος. Βλ. Χατζησάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 C.L.R. 76, Χ"Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 C.L.R. 1041, Ευαγγελή ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 634 και ΡΙΚ ν. Λυγίας Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 634.»
Με βάση τα προαναφερθέντα, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρότητας απορρίπτονται και, νομοτελειακά και η παρούσα προσφυγή».
Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα επιχείρησε να «τοποθετήσει» εκ νέου όλα τα δεδομένα των δύο υποψηφίων, για να ισχυρισθεί έκδηλη υπεροχή. Αυτό σε συσχετισμό με αποφάσεις που πρότεινε ως σχετικές (ιδία, τη Δημοκρατία ν. Στυλιανού ν. Μιχαηλίδου, Ε.Δ.Δ. 83/20, και 85/20, 5.4.2022).
Επισημαίνεται, πως δεν είναι ορθό το Δικαστήριο πρωτογενώς να προβαίνει σε επαναξιολόγηση των στοιχείων, εάν και εφόσον η δοθείσα από τo διοικητικό όργανο αιτιολογία είναι επαρκής και έγκυρη. Ούτε βεβαίως η επίκληση νομολογίας, όπου διάφορα στοιχεία λήφθηκαν υπόψη, σε συνάρτηση πάντα με την αιτιολογία που δόθηκε από το διοικητικό όργανο, εξισώνει κατά απόλυτο τρόπο τα πράγματα, ώστε να είναι επωφελής.
Στην κρινόμενη περίπτωση, η ΕΔΥ έδωσε επαρκή και πλήρη αιτιολογία, αναφερόμενη ειδικά σ΄όλα τα στοιχεία του Εφεσείοντα και του Ε.Μ. με εκτενείς λεπτομέρειες και πειστικές εξηγήσεις. Στη συσχέτιση των στοιχείων, άσκησε συνολική κρίση, η οποία πρωτοδίκως έπεισε πως δεν παραβίαζε οποιανδήποτε αρχή στο πλαίσια των προβληθέντων λόγων ακύρωσης, που ως τέτοια, δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.
Τονίζουμε, αυτό που κατ΄επανάληψη έχει τεθεί από τη νομολογία. Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης με τη δική του εντύπωση (Vafeadis v. Republic (1964)3 C.L.R. 454, Republic v. Georghiades (1972)3 C.L.R. 594, Xαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ αρ.119/16, 14.9.2023 και Αρτεμίου-Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας ΕΔΔ αρ.84/16, 2.10.23).
Στη Παναγή ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής:
«Εκείνο που εν τέλει παραγνώρισε ο εφεσείων κατά την ανάπτυξη των θέσεών του, είναι ότι το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση, έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του. Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση, ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης, υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων.
Και εν προκειμένω κρίνουμε, ότι αυτό επιχειρήθηκε από την πλευρά του Εφεσείοντα.
Εν τέλει, δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό ή λανθασμένο στην πρωτόδικη κρίση, ώστε να χωρεί επέμβαση μας. Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2,500 υπέρ της Εφεσίβλητης.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
[1] «Ο ΦΠΑ στην εισαγωγή και εξαγωγή αγαθών, 1992» και το «Νομικό Πλαίσιο της Τελωνειακής Αξίας, 1995»
[2] Επρόκειτο για δύο μεταπτυχιακά σεμινάρια με υποχρεωτική παρακολούθηση και γραπτή εξέταση.