ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Αρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 68/2017
7 Νοεμβρίου, 2023
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
ΠΑΝΑΓIΩΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ
Eφεσείων
Και
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητη
---------
Ε.Τόλλα (κα), για Μ. ΗΛΙΑΔΗΣ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσείοντα
Ρ.Πασιουρτίδου (κα), με Κ.Αμβροσίου, (κα), για ΑΝΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ & ΥΙΟΙ ΔΕ.Π.Ε., δικηγόροι για την Εφεσίβλητη
-----------
Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων-Αιτητής προσέφυγε στο Δικαστήριο επιδιώκοντας ακύρωση απόφασης της Εφεσίβλητης-Καθ΄ης η αίτηση ημερ. 5.11.2012 κοινοποιηθείσα σ΄αυτόν στις 19.2.2013, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε εκ νέου αίτημα του για αναβάθμιση της μισθοδοσίας του (με τοποθέτηση του στην 9η βαθμίδα της κλίμακας Α8 αναδρομικά από την 1.6.2009, ημερομηνία εγγραφής του στο Institute of Chartered Accountants of England and Wales), σε διαδικασία επανεξέτασης μετά από ανάκληση της απόφασης, την οποία ο Εφεσείων είχε προσβάλει με την Προσφυγή 17/2010.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
Στις 3.8.2008 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η προκήρυξη μόνιμων θέσεων Λειτουργών (Θέση Πρώτου Διορισμού) στην Εφεσίβλητη. Με απόφαση της ημερομηνίας 18.2.2009, η Εφεσίβλητη αποφάσισε να προσφέρει εργοδότηση στη θέση Λειτουργού στον Εφεσείοντα και σε ακόμη ένα υποψήφιο. Με επιστολή της ημερομηνίας 19.2.2009, η Εφεσίβλητη προσέφερε τη θέση Λειτουργού της Επιτροπής από 2.4.2009, με μισθολογική τοποθέτηση στην αρχική βαθμίδα της Κλίμακας Α8 και ο Εφεσείων, με επιστολή του ημερομηνίας 25.2.2009, αποδέχθηκε τη θέση που του προσφέρθηκε. Στη συνέχεια, o Εφεσείων με επιστολή του ημερομηνίας 21.4.2009, ζήτησε από την Εφεσίβλητη να επανεξετάσει το ζήτημα της μισθολογικής του τοποθέτησης και να τον τοποθετήσει στην 9η βαθμίδα της Κλίμακας Α8. Σε συνεδρίαση της ημερομηνίας 12.10.2009 η Εφεσίβλητη απέρριψε το εν λόγω αίτημα του και τον ενημέρωσε για την απόφαση της με επιστολή ημερομηνίας 5.11.2009. Στη συνέχεια, στις 8.1.2010, ο Εφεσείων καταχώρησε εναντίον της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, την προσφυγή Αρ. 17/2010. Ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 12.8.2011, η οποία εκδόθηκε στην προσφυγή Αρ. 1589/09 Aspis Holdings Public Company Ltd και Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία αφορούσε την παράνομη συγκρότηση του συμβουλίου της Εφεσίβλητης, η τελευταία ανακάλεσε την απόφαση της σε σχέση με τον Εφεσείοντα ημερομηνίας 12.10.2009 (ανωτέρω). Ως εκ τούτου, η προσφυγή 17/10 αποσύρθηκε. Στις 29.10.2012 ο Εφεσείων υπέβαλε προς την Εφεσίβλητη σημείωμα σε σχέση με το αίτημα του για τοποθέτηση του στην 9η βαθμίδα της Κλίμακας αναδρομικά από την 1.6.2009. Η Εφεσίβλητη, στη συνεδρίαση της ημερομηνίας 5.11.2012 εξέτασε το αίτημα του και αποφάσισε την απόρριψη του. Με επιστολή της δε ημερομηνίας 19.2.2013 τον ενημέρωσε σχετικά για την εν λόγω απόφαση της. Ο Εφεσείων, στις 30.4.2013, καταχώρησε την προσφυγή αρ.1101/2013 εναντίον της εν λόγω απόφασης, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, η οποία προσφυγή απορρίφθηκε, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως ο Εφεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
«Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής επικαλείται αφενός, ως νομικό του δικαίωμα για την υποβολή (και έγκριση) του απορριφθέντος αιτήματος του, την κατ' ισχυρισμό του διαφορετική ρύθμιση άλλων περιπτώσεων άλλων προσώπων, για τις οποίες ισχυρίζεται ότι είναι όμοιες με την δική του και στις οποίες αποδόθηκε (κατά δέσμια πάγια πρακτική/πολιτική, δηλαδή, με κάποια μορφή αυτοδέσμευσης της διοίκησης, η οποία δίνει και στον αιτητή νομικό δικαίωμα στο αίτημα του, βλ. Hydrotech Water and Environmental Engineering και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2002) 4 Α.Α.Δ. 1015) η ζητούμενη μισθολογική αναβάθμιση. Επικαλείται, δηλαδή, ο αιτητής ως νομικό δικαίωμα, από το οποίο εκπορεύεται (και) το έννομο συμφέρον του, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (άρθρο 28 του Συντάγματος). Εξέτασα, κατά πόσο ο αιτητής έχει πιθανολογήσει επαρκώς τέτοιο έννομο του συμφέρον, με βάση όσα έχει αναφέρει αναλυτικά στις γραπτές του αγορεύσεις του, για αυτά τα ζητήματα. Η απάντηση είναι αρνητική. Ο αιτητής δεν προσέφερε οποιαδήποτε μαρτυρία προς απόδειξη της ομοιότητας της περίπτωσης του με αυτές που επικαλείται. Αντίθετα, για τις περιπτώσεις που επικαλείται, η πλευρά της καθ' ης η αίτηση εξέφρασε αντίλογο για τα αναφερόμενα ως δεδομένα κάθε τέτοιας, επικληθείσας από τον αιτητή ως όμοιας, περίπτωσης, και αυτή, επίσης, χωρίς την παράθεση μαρτυρίας. Όμως, ως προαναφέρθηκε, το βάρος απόδειξης της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος βαραίνει τον αιτητή και όχι την καθ' ης η αίτηση (Βλ. ενδεικτικά MAKRIDES ν. REPUBLIC (1967) 3 C.L.R. 147, ΔΗΜΟΣ ΕΓΚΩΜΗΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Α.Ε. 1988 30.9.97 ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΓΕΡΙΟΥ Κ.Α., Α.Ε. 2156 ΚΑΙ 2158 27.2.1998).
Ούτε υφιστάμενη και ισχύουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης πάγια πολιτική της καθ' ης η αίτηση τέτοιων καθ' υποχρέωση (δέσμια δηλαδή) μισθολογικών αναβαθμίσεων προσώπων σε περιπτώσεις απόκτησης από αυτά επαγγελματικού τίτλου κατάφερε να αποδείξει ο αιτητής, στην οποία να μπορεί να θεμελιώσει ή έστω πιθανολογήσει επαρκώς τέτοιο νομικό δικαίωμα του. Αντίθετα, φαίνεται ότι τέτοια πολιτική παλαιότερα υπήρχε, αλλά διαφοροποιήθηκε, με απόφαση της καθ' ης η αίτηση ημερομηνίας 9.10.2002, η οποία μετέτρεψε τέτοιο «δικαίωμα» σε απόφαση (κατόπιν αιτήσεως), κατά την κρίση της καθ' ης η αίτηση. Η οποία διαφοροποιημένη πολιτική, σε συνδυασμό με την μη απόδειξη ή έστω επαρκή πιθανολόγηση από τον αιτητή της ομοιότητας της περίπτωσης του με άλλες (βλ. ανωτέρω) δεν μπορεί να αναχθεί σε αντανάκλαση δικαιώματος (Rechtsreflex) του αιτητή, το οποίο να πιθανολογεί επαρκώς και να του αποδίδει έννομο συμφέρον.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος».
Παρατηρείται ως άνω, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ουσία διαπίστωσε ότι ο Εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που τον βάρυνε να θεμελιώσει ή να πιθανολογήσει νομικό δικαίωμα για μισθολογική αναβάθμιση σε περίπτωση απόκτησης επαγγελματικού τίτλου, η οποία να του προσδίδει έννομο συμφέρον. Γι΄αυτό και απέρριψε την προσφυγή.
Ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης: επί το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε, να θεωρήσει πως δεν έχει έννομο συμφέρον προσβολής της επίδικης απόφασης, επειδή δεν έχει προσφέρει «οποιαδήποτε μαρτυρία προς απόδειξη της ομοιότητας της περίπτωσης του με αυτές που επικαλείται», και πως «Η όποια διαφοροποιημένη πολιτική, σε συνδυασμό με την μη απόδειξη ή έστω επαρκή πιθανολόγηση από τον αιτητή της ομοιότητας της περίπτωσης του με άλλες δεν μπορεί να αναχθεί σε αντανάκλαση δικαιώματος (Rechtsreflex) του αιτητή, το οποίο να πιθανολογεί επαρκώς και να του αποδίδει έννομο συμφέρον» εφόσον η κατάληξη αυτή δεν είναι ζήτημα που ανάγεται στο έννομο συμφέρον αλλά στην ουσία των ισχυρισμών της προσφυγής (πρώτος λόγος), όταν αποφάσισε να εξετάσει την τεκμηρίωση του Εφεσείοντα για την ομοιότητα του με τις άλλες περιπτώσεις που πρόβαλε, ενώ ο προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός αφορούσε την πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο ως αποτέλεσμα κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Εφεσίβλητης τη στιγμή που λάμβανε την επίδικη απόφαση, αφού άλλαξε πρακτική χωρίς να δοθεί επαρκής αιτιολογία, (δεύτερος λόγος) και όταν αποφάσισε να δεχτεί την προδικαστική ένσταση της Εφεσίβλητης, ότι ο Εφεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον προσβολής της επίδικης απόφασης, αναφερόμενο στο ότι ο Εφεσείων δεν είχε προσφέρει μαρτυρία για να αποδείξει την παραβίαση της αρχής της ισότητας προς απόδειξη της ομοιότητας του με άλλες περιπτώσεις που επικαλέστηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία (τρίτος λόγος).
Για να απαντηθούν όλοι οι λόγοι έφεσης θα πρέπει, εν πρώτοις, να ασχοληθούμε με την έννοια του εννόμου συμφέροντος, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη νομολογία.
Στην Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998)3 Α.Α.Δ. 707 λέχθηκαν τα εξής:
«Έχει νομολογηθεί ότι η στοιχειοθέτηση του συμφέροντος, το οποίο νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο δικαστήριο, βαρύνει τον προσφεύγοντα, όπως εξυπακούει το Άρθρο 146.2 και αναγνωρίζει η νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Rallis Makrides v. Republic (Minister of Finance) (1967) 3 C.L.R. 147, Δήμος ΄Εγκωμης ν. Δημοκρατίας, (1997) 3 Α.Α.Δ. 346). Το συμφέρον το οποίο απαιτείται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, δηλαδή πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος (Βλ. K. and M. (Transport) Ltd κ.ά. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225 (απόφαση Πική, Π.) και Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., (1997) 3 Α.Α.Δ. 81).
Όπως παρατηρεί ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος στο "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 5η έκδοση, 1991, σελ. 433:
"Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτών, βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια η οποία θίγεται αμέσως ή εμμέσως από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη δηλαδή μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ΄ αυτόν."
Η πλευρά του Εφεσείοντα αντέτεινε, πως αφ΄ης στιγμής υπήρχε βλάβη, υπάρχει και έννομο συμφέρον. Όμως αυτό, όπως ελέχθη στη Κ. and M. (Transport) Ltd κ.ά. v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225, δεν αρκεί για τη θεμελίωση δικαιώματος προσφυγής. Το συμφέρον το οποίο απαιτείται από το ΄Αρθρο 146.2 του Συντάγματος για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, (New Dimensions Property Developments Ltd ν. Δημοκρατίας, EΔΔ αρ. 164/18, 4.10.2021).
Ο Π.Δ.Δαγτόγλου στο Σύγγραμμα του «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 2η έκδοση, 1994, αναφέρει στην παρ.537:
«΄Εννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας το συμφέρον δηλαδή που δεν είναι μια απλή προσδοκία οικονομικών ωφελημάτων, ένα απλό ενδιαφέρον για πολιτικά, κοινωνικά ή θρησκευτικά θέματα. ΄Εννομο συμφέρον είναι βέβαια πάντοτε το δικαίωμα που παρέχει ο Νόμος.»
Kαι οι τρεις λόγοι έφεσης, παρά τη διαφορετική εν μέρει διατύπωση τους, καταλήγουν να προσβάλλουν τον πυρήνα του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δηλαδή κακώς θεώρησε, πως ο Εφεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον για την προσφυγή του έναντι της άρνησης της Εφεσίβλητης να του αποδώσει μισθολογική αναβάθμιση.
΄Εχουμε μελετήσει τόσο την πρωτόδικη απόφαση όσο και τα επιμελή περιγράμματα των δύο πλευρών.
Σημασία, κατά την κρίση μας, έχουν τα κάτωθι:
Υπήρχε τω όντι, μια πρακτική την οποία ο Εφεσείων επικαλέστηκε, βάσει της οποίας απεδόθη αντίστοιχη βαθμολογική αναβάθμιση κατά όμοιο τρόπο, σε άλλα πρόσωπα, όπως ο Εφεσείων ζητούσε.
Όμως, αυτή η πρακτική ήταν παλαιότερη αλλά το κυριότερο, σαφώς αναιρέθηκε με συγκεκριμένη απόφαση της Εφεσίβλητης πολύ παλαιότερη του επίδικου χρόνου. Η Εφεσίβλητη είχε επικαλεσθεί σχετικά επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών προς Πρόεδρο Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερ. 25.6.2001. (Παράρτημα Η στην πρωτόδικη δικογραφία).
Το κύριο περιεχόμενο της επιστολής αυτής, κρίνουμε σκόπιμο να μεταφέρουμε:
«΄Εχω οδηγίες να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω και γραπτώς, σε συνέχεια των προηγούμενων προφορικών συνεννοήσεων μας, ότι η προβλεπόμενη στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού ευχέρεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να τοποθετεί τους διοριζομένους σ΄οποιαδήποτε βαθμίδα της Κλ.Α8 ή της Κλ.Α9 ή της Κλ.Α10, ανάλογα με τα προσόντα και την πείρα τους, θα πρέπει να τερματιστεί.
Η εν λόγω διάταξη, που όπως γνωρίζετε είναι αντίθετη με την κυβερνητική πολιτική και αποτελεί μοναδικό προηγούμενο που επικαλούνται και άλλες Υπηρεσίες είχε γίνει αποδεκτή από το Υπουργείο Οικονομικών, όταν η μισθοδοσία της θέσης Λειτουργού ήταν καθορισμένη στις Κλίμακες Α6, Α9 και Α10, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η προσέλκυση κατάλληλων υποψηφίων. Δεδομένου ότι οι λόγοι αυτοί δεν συντρέχουν πλέον, εφόσον με τον Προϋπολογισμό του 2001 η μισθοδοσία της θέσης έχει αναβαθμιστεί στις Κλ.Α8, Α10 και Α11, θα πρέπει να προωθήσετε άμεσα τη διαδικασία τροποποίησης του Σχεδίου Υπηρεσίας, με την απάλειψη της επίμαχης αυτής διάταξης..»
Επίσης, προβλήθηκε σχετικό Σημείωμα ημερ.12.4.2012, εκ μέρους της Εφεσίβλητης (Παράρτημα 1 στην πρωτόδικη δικογραφία) στο οποίο αναφέρονται τα ακόλουθα:
«ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ
Μετά από πολλές αλλαγές στα σχέδια υπηρεσίας της Επιτροπής, το 2001 ψηφίστηκε από τη Βουλή το Σχέδιο Υπηρεσίας Λειτουργού. H σημείωση 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας αναφέρει: «Σε κάθε περίπτωση, ο διοριζόμενος δυνατό να τοποθετείται σε οποιαδήποτε βαθμίδα της κλίμακας Α8 ή της κλίμακας Α10 ή της κλίμακας Α11, με βάση τα προσόντα και την πείρα του κατά την κρίση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».
H Επιτροπή λόγω των αναγκών της να προσλάβει κατάλληλο και έμπειρο προσωπικό με ειδίκευση στα λογιστικά εφάρμοσε από 7/6/2001 πολιτική τοποθέτησης των ατόμων που κατείχαν τον επαγγελματικό τίτλο του λογιστή στην 9η βαθμίδα της κλίμακας Α8 σύμφωνα με την πιο πάνω σημείωση 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Στα πλαίσια της εν λόγω πολιτικής, όλοι οι λειτουργοί οι οποίοι προσλαμβάνονταν και οι οποίοι κατείχαν τον επαγγελματικό τίτλο του λογιστή τοποθετούνταν στην 9η βαθμίδα της κλίμακας Α8. Επίσης, ως κίνητρο για την επιμόρφωση του προσωπικού και για εξυπηρέτηση των αναγκών της Επιτροπής, στις περιπτώσεις όπου μόνιμο προσωπικό, λειτουργοί της Επιτροπής, αποκτούσαν τον λογιστικό τίτλο τοποθετούνταν στην 9η βαθμίδα της Α8.
H Επιτροπή στη συνεδρία της, ημερομηνίας 9 Οκτωβρίου 2002 (Παράρτημα 1) αποφάσισε όπως διαφοροποιήσει την πολιτική που ακολουθούσε μέχρι τότε. Πιο συγκεκριμένα, αποφάσισε ότι η τοποθέτηση στην 9η βαθμίδα όσων κατείχαν ή αποκτούσαν τον επαγγελματικό τίτλο του Λογιστή δεν θα γινόταν αυτόματα. Από την απόφαση αυτή εξαιρέθηκαν οι τότε υφιστάμενοι υπάλληλοι αφού θεωρήθηκε ως κεκτημένο δικαίωμα τους να τοποθετηθούν στην 9η βαθμίδα αν αποκτούσαν τον επαγγελματικό τίτλο του λογιστή».
Στη βάση του γεγονότος ότι η πρακτική την οποία επικαλείτο ο Εφεσείων, σαφώς αναιρέθηκε σε ανύποπτο χρόνο και εν πάση περιπτώσει δεν υπήρξε χρονικός συσχετισμός των αναφερομένων υπό του Εφεσείοντα λειτουργών στην αναβάθμιση τους, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν αποδείχθηκε υφιστάμενη και ισχύουσα τέτοια πρακτική της Εφεσίβλητης, ώστε να μπορεί να θεμελιωθεί ή έστω πιθανολογηθεί επαρκώς τέτοιο νομικό δικαίωμα του, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση του έννομου συμφέροντος.
Η κα Τόλλα επιχειρηματολόγησε και ενώπιον μας πως το περιεχόμενο του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν τέτοιο, που του έδιδε το δικαίωμα μισθολογικής αναβάθμισης, εφόσον υπέβαλε σχετικό αίτημα.
Δεν θα συμφωνήσουμε.
Το επίμαχο σημείο της προκήρυξης της θέσης στην Επίσημα Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 3.10.2008 αναφέρει στη Σημείωση (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας πως: «Σε κάθε περίπτωση, ο διοριζόμενος δυνατό να τοποθετείται σε οποιαδήποτε βαθμίδα της κλίμακας Α8 .., με βάση τα προσόντα και την πείρα του, κατά την κρίση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς». Αυτό που προκύπτει από την πιο πάνω «Σημείωση» του Σχεδίου Υπηρεσίας, σαφώς αφορά διοριζόμενο και όχι τον ήδη διορισθέντα. Συνεπώς, η μόνη οδός θεμελίωσης έννομου συμφέροντος του Εφεσείοντα, θα ήταν η πρόσφατη πρακτική, αναφορικά με την οποία, όπως ήδη αναφέραμε, δεν έχει επιτύχει η θέση του.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ της Εφεσίβλητης.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.