ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Δικαιοδοσία Δυνάμει του Αρθρου 9(2)(γ), του Νόμου 33/64.
(ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/2023)
20 Νοεμβρίου, 2023.
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2)(γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022
ΚΑΙ
Αναφορικά με τον περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικο Κανονισμο toy 2023
ΚΑΙ
Αναφορικά με την Αίτηση του δικηγορου για την εφεσειουσα στην Εφεση Αρ. Ε.Δ.Δ. 42/19
ΚΑΙ
Αναφορικά με την Απόφαση της πλειοψηφιας του εφετειου στην Αναθεωρητική Εφεση Αρ. Ε.Δ.Δ. 42/19 ημερ. 27.9.23.
____________________
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.
Ε. Καρακάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Το ΄Αρθρο 9(2) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν. 33/1964, ως τροποποιήθηκε (ο Νόμος), προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Μεταξύ άλλων, δυνάμει του ΄Αρθρου 9(2)(γ):
«(γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία:»
Κατ΄ επιταγή της πρώτης επιφύλαξης της παραγράφου αυτής, η συμφώνως των πιο πάνω υποβαλλόμενη αίτηση δέον:
«.. να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την απόφαση του Εφετείου νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα αυτήν, προκειμένου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει ή όχι την απαιτούμενη άδεια:»
Σε πλήρη ευθυγράμμιση με την ως άνω, δεσπόζουσα, νομοθετική πρόβλεψη, ο Κανονισμός 9(1) του περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 2023, Αρ. 2/2023 (ο Διαδικαστικός Κανονισμός), προνοεί ότι η αίτηση για άδεια προς ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου κατ΄ ακολουθία των διαλαμβανομένων στην παράγραφο (γ) του εδαφίου 2 του ΄Αρθρου 9 του Νόμου, υποβάλλεται διά του, καθοριζόμενου, Τύπου Γ και:
«... προσδιορίζει με ακρίβεια τα προκύπτοντα από την απόφαση του Εφετείου νομικά θέματα επί αναθεωρητικής εφέσεως, τους πλήρεις λόγους, καθώς και τα αναγκαία υποστηρικτικά στοιχεία προς χορήγηση της άδειας.»
Η παρούσα αίτηση για χορήγηση άδειας εδράζεται στο προαναφερθέν ΄Αρθρο 9(2)(γ) του Νόμου. Παραπέμπει σε απόφαση του Εφετείου, στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, όπου, κατά πλειοψηφία, οδηγήθηκε σε απόρριψη η έφεση της Αιτήτριας/Εφεσείουσας, η οποία, ενώπιόν μας, θέτει ότι, το Εφετείο:
«. εσφαλμένα (και αντίθετα με ότι αποφάσισε η μειοψηφία) επί θέματος δημοσίου δικαίου ή επί θέματος μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας θέμα ή που αφορά τη συνέχεια και συνοχή του δικαίου, αφού συγκρούεται ή είναι σαφώς αντιφατική με την πάγια νομολογία και γι΄ αυτό χρειάζεται παραπομπή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ως ο Νόμος και οι Διαδικαστικοί κανονισμοί προβλέπουν (ως πιο πάνω).»
Ακολούθως, στο σώμα της υπό κρίση αίτησης, καταγράφονται τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται. Παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο, δεδομένης της σημασίας του, υπό το πρίσμα της φύσης της παρούσας διαδικασίας:
«1. Η Εφεσείουσα Αιτήτρια είχε κριθεί με απόφαση αρμόδια της διοίκησης, δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας από τις 28/8/2009 (αναπηρία 75%).
Το επίδομα αυτό ήταν αναγκαίο για την αξιοπρεπή επιβίωσή της.
2. Στις 17/6/2014 κλήθηκε σε εξέταση από Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανή για εργασία.
3. Τούτη η κρίση οδήγησε στο να τερματιστεί από τον Καθ΄ ου / Εφεσίβλητο, η σύνταξη της Εφεσείουσας από 1.10.2014.
4. Υποβλήθηκε ιεραρχική προσφυγή η οποία όμως τελικά απορρίφθηκε στις 8.7.2015.
Ακολούθησε προσφυγή (1114/15) που οδήγησε σε ανάκληση της απόφασης τερματισμού του επιδόματος λόγω πάσχουσας συγκρότησης του Πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου.
5. Η ανάκληση εξ υπαρχής του τερματισμού της σύνταξης, επέβαλλε κατά την πάγια Νομολογία μας και τις γενικές αρχές, την αναδρομική αποκατάσταση του δικαιώματος της Εφεσείουσας για σύνταξη, ως ίσχυε από το 2009 και που τερματίστηκε παράνομα με πράξη που εξαφανίστηκε, από το χώρο των έγκυρων πράξεων.
6. Είναι ξεκάθαρο ότι η Υπουργός ανακάλεσε (με βάση την προσφυγή 1114/15) εξ΄ υπαρχής την απορριπτική της απόφαση αφού αποδέχθηκε την ιεραρχική προσφυγή, κρίνοντας ως εσφαλμένη την απόφαση του Διευθυντή ημερομηνίας 20.10.2014, που στηρίχθηκε τότε, σε άποψη Ιατρικού Συμβουλίου που έπασχε κατά τη συγκρότησή του.
7. Όμως δεν υπήρξε άμεση αποκατάσταση του παρανόμως τερματισθέντος επιδόματος υπέρ της Εφεσείουσας (΄Αρθρο 146(5) και Νόμου 158(Ι)/99 άρθρα 57 επόμενα).
8. Αντί συμμόρφωσης ακολούθησαν αποφάσεις για συγκρότηση νέων Ιατρικών Συμβουλίων, τα οποία προφανώς μπορούσαν να κρίνουν την κατάσταση υγείας της Εφεσείουσας και κάθε άλλου δικαιούχου από τον χρόνο έναρξης της αρμοδιότητας του και διά το μέλλον. ΄Ομως δεν έπραξαν τούτο, αφού διενήργησαν νέα ιατρική εξέταση (σε μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνο) και μάλιστα ανέτρεξαν και περιορίστηκαν στην εκτίμηση της ιατρικής εξέτασης η οποία έγινε τότε, αρχικά από τα πάσχοντα κατά τη συγκρότησή τους Ιατρικά Συμβούλια.
9. Συνεπώς η νέα εξέταση έγινε με νέο Ιατρικό Συμβούλιο και σε χρόνο που το ίδιο, είχε δικαιοδοσία και αρμοδιότητα από τη συγκρότησή του και μετά.
Τούτο δεν είναι ούτε αποτελεί επανεξέταση στον ουσιώδη χρόνο!
Στην παρούσα υπόθεση το νέο Ιατρικό Συμβούλιο μπορούσε να εξετάζει περιπτώσεις μετά τη λειτουργία του. Δεν επρόκειτο για ακύρωση προαγωγής ή διορισμού οπότε και η επανεξέταση αρχίζει στον τότε ουσιώδη χρόνο.
Σαφώς λοιπόν ορθή η θεώρηση της μειοψηφίας που οδηγούσε σε ακύρωση.
10. Εν πάση περιπτώσει και/ή πρόσθετα και/ή διαζευκτικά ισχυριζόμαστε ότι έπρεπε στο χρόνο που εγίνετο η νέα εξέταση, να υπήρχε νέα Ιατρική εξέταση της Εφεσείουσας για να έχουν ίδια γνώμη οι απαρτίζοντες τα νέα Ιατρικά Συμβούλια, που είχαν πλέον αρμοδιότητα και νόμιμη συγκρότηση. Δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αναδρομικά και μάλιστα με βάση τα όσα παράνομα έκρινε το Ιατρικό Συμβούλιο που υπήρχε τότε.
11. Πάσχει όμως και κατά τούτο η νέα ιατρική κρίση, γιατί δεν υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση από το νέο Ιατρικό Συμβούλιο, παρά το ότι μάλιστα υπήρχαν νέες ιατρικές εκθέσεις που παρουσίασε προς τούτο η Εφεσείουσα.
Η Αίτηση βασίζεται στο Νόμο 33/64 και στις τροποποιήσεις του, στους σχετικούς Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023 καθώς και στην πάγια Νομολογία.»
Συμφώνως του Κανονισμού 9(2), η αίτηση ορίστηκε ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου. Κατά την πρώτη εμφάνιση η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγήθηκε ότι δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του Νόμου και του Διαδικαστικού Κανονισμού, καθότι, δεν εμπεριέχει τα υποστηρικτικά στοιχεία προς χορήγηση της άδειας και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να απορριφθεί σε αυτό το στάδιο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας, προέβαλε τη θέση ότι επισυνάπτονται σε αυτήν οι αποφάσεις, τόσο της πλειοψηφίας, όσο και της μειοψηφίας και ότι το σύνολο των γεγονότων εκτίθεται με πληρότητα.
Ο Κανονισμός 9(3) παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει, κατά την πρώτη εμφάνιση και αφού ακούσει τις δύο πλευρές, κατά πόσον «πρέπει να ακούσει επί της ουσίας την αίτηση». Στην περίπτωση αυτή, εκδίδει οδηγίες προς τους διαδίκους, για την καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων και ορίζει την αίτηση για διευκρινίσεις.
Συνεπώς, η έκδοση οδηγιών προς καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων ως ανωτέρω, προϋποθέτει προηγούμενη κρίση σε σχέση με το κατά πόσον το Δικαστήριο θα προχωρήσει να ακούσει επί της ουσίας το ενώπιόν του αίτημα. Η κατάληξή του ως προς αυτό το ζήτημα συναρτάται με τη συνδρομή των όσων, απαραίτητα και με σαφήνεια, προσδιορίζονται στο Νόμο και στο συνάδοντα με αυτό Διαδικαστικό Κανονισμό.
Η σαφής και επακριβής καταγραφή των νομικών θεμάτων που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, οι πλήρεις λόγοι και τα αναγκαία υποστηρικτικά στοιχεία προς χορήγηση της άδειας, είναι προϋποθέσεις απαρέγκλιτα επιτακτικές, προς υποστύλωση της αίτησης και ενεργοποίηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, να προχωρήσει στην ακρόαση επί της ουσίας. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε σε διάβρωση του θεσμικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, αφού θα το καθιστούσε ευάλωτο σε ατέρμονες και εκτός αυστηρά καθορισμένων πλαισίων διαδικασίες.
Η ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη βάση του ΄Αρθρου 9(2)(γ) του Νόμου και η προς τούτο παροχή άδειας, αφορά αποκλειστικά στις περιοριστικά καθορισμένες από το Νόμο περιπτώσεις, ήτοι, επί νομικών θεμάτων που προκύπτουν από απόφαση του Εφετείου, ασκώντας αναθεωρητική δικαιοδοσία και τα οποία συναρτώνται:
(α) Με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας. Στην περίπτωση αυτή και κατ΄ ακολουθίαν της πρώτης επιφύλαξης της υπό αναφορά νομοθετικής πρόνοιας, η υποβαλλόμενη αίτηση προς παροχή άδειας θα πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια τα νομικά θέματα που προκύπτουν, καθώς επίσης τη συνάρτησή τους με διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, η οποία και θα πρέπει να παρατίθεται προς τεκμηρίωση του αιτήματος.
(β) Με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, οπόταν η σχετική αίτηση για παροχή άδειας, πάντα κατ΄ ακολουθίαν της ως άνω πρώτης επιφύλαξης, θα πρέπει να εμπεριέχει την υπό αναφορά ουσιαστική νομοθετική διάταξη, που χρήζει ερμηνείας, τον προσδιορισμό του λάθους και τους λόγους που καθιστούν αναγκαία την ερμηνεία από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
(γ) Με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας. Στην περίπτωση αυτή η σχετική αίτηση για παροχή άδειας θα πρέπει να συγκεκριμενοποιεί τέτοιας μορφής ζήτημα και να τεκμηριώνει το σημαντικό του δημοσίου συμφέροντος και το γενικό της δημόσιας σημασίας του, σε συνάρτηση με τα γεγονότα και τη νομική πτυχή της υπόθεσης. Και,
(δ) Με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων και αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, οπόταν η υπό αναφορά αίτηση για παροχή άδειας θα πρέπει να εξειδικεύει, με καταγραφή λεπτομερειών, τις συγκρουόμενες ή αντιφατικές αποφάσεις. Εκ του περισσού, προστίθεται ότι τυχόν μειοψηφική απόφαση δεν συνιστά την απόφαση του Εφετείου και, συνεπώς, δεν εμπίπτει στις υπό αναφορά περιπτώσεις συγκρουόμενης ή αντιφατικής απόφασης.
Στην ενώπιόν μας περίπτωση, οι εκ του Νόμου και του Διαδικαστικού Κανονισμού προϋποθέσεις δεν καλύπτονται. ΄Ο,τι εντοπίζεται, πέραν της απλής καταγραφής του ιστορικού και της κατά λέξη επανάληψης της νομοθετικής πρόνοιας 9(2)(γ), εξαντλείται σε γενική και αόριστη αναφορά των λόγων για τους οποίους η πλευρά της Αιτήτριας κρίνει ότι κατέληξε λανθασμένα η πλειοψηφία. Στην ουσία επιζητείται επανάνοιγμα της υπόθεσης και δεύτερη ευκαιρία, προκειμένου να τεθούν προς κρίση τα ίδια ζητήματα, στο ίδιο νομικό πλαίσιο. Τούτο όμως δεν είναι επαρκές, για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε ανωτέρω, προκειμένου να οδηγηθεί σε ακρόαση επί της ουσίας η αίτηση.
Στη βάση των πιο πάνω, η υπό συζήτηση αίτηση για παροχή άδειας απορρίπτεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.