ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 125/16)

 

 

14 Νοεμβρίου, 2023

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

1.    ΦΑΡΜΑ Α/ΦΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΛΤΔ

2.   Α/ΦΟΙ Γ & Σ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΙΣΕΙΣ ΛΤΔ

3.   ΣΤΕΛΙΟΣ & ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΑΚΚΑ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ

4.   ΣΥΜΕΩΝ Α. ΣΥΜΕΟΥ (ΑΓΕΛΑΔΟΤΡΟΦΟΙ) ΛΤΔ

5.   Α/ΦΟΙ ΚΟΥΝΝΑ ΦΑΡΜΑ ΛΤΔ

6.   ΦΑΡΜΑ Α/ΦΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΛΤΔ

7.   ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α/ΦΟΙ ΦΙΑΚΚΟΥ ΛΤΔ

8.   ΦΑΡΜΑ ΚΟΥΛΟΥΜΠΡΗ ΛΤΔ

 

Εφεσείοντες/Αιτητές

ΚΑΙ

 

1.   ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.   ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΠΛΗΡΩΜΩΝ (ΚΟΑΠ)

                         

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η αίτηση

_________________

 

    Χρ. Σαββίδης για Χρ. Π. Σαββίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

    Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους αρ. 1.

   Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο αρ. 2.

_________________

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.:    Το αντικείμενο της προσφυγής, όπως προσδιορίζεται στην αίτηση, εστιαζόταν στην έκδοση απόφασης «ότι η παράλειψη των καθ'  ων η αίτηση να καταβάλουν στους αιτητές την χορήγηση της ενίσχυσης και/ή κεφαλικής επιδότησης, αναφορικά με τα βοοειδή για την περίοδο 2010 (ήμισυ), 2011 και 2012 είναι άκυρη και άκρως επιβλαβής και ζημιογόνος για τους αιτητές και παν παραλειφθέν δέον όπως εκτελεστεί».

 

   Το επίδικο θέμα, όπως στοιχειοθετείται στην προσφυγή, συνίσταται στην παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο Νόμος. 

 

   Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του, απέρριψε την προσφυγή. 

 

     Οι εφεσείοντες με συνολικά τρεις λόγους έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης.  Επί τούτων όμως, θα επανέλθουμε αργότερα. Στο στάδιο αυτό επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο των αγορεύσεων, αποσύρθηκε ο λόγος έφεσης αρ. 4, ο οποίος ουσιαστικά εστιάζεται στο ότι λαθεμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι όποιες αναφορές στις γραπτές αγορεύσεις για το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν καλύπτονται από το δικόγραφο της προσφυγής και ειδικότερα την αιτούμενη θεραπεία. 

 

    Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση σε συντομία έχουν ως ακολούθως:  

 

    Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του, ημερ. 4.11.2011, η οποία κοινοποιήθηκε στον Κυπριακό Οργανισμό Αγροτικών Πληρωμών (ΚΟΑΠ), ενέκρινε, για το 2011, την καταβολή  επιδοτήσεων, μεταξύ άλλων, και για τα βοοειδή.  Στη συνέχεια, το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (στο εξής «το Υπουργείο»), υπέβαλε πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, για ενισχύσεις από εθνικούς πόρους στον τομέα της κτηνοτροφίας  στην οποία περιλαμβάνονταν και τα βοοειδή για το έτος 2011.  Το Υπουργικό Συμβούλιο, στις 13.8.2012, ενέκρινε την πιο πάνω πρόταση για την καταβολή στο ήμισυ της συνολικής προτεινόμενης επιδότησης. Ακολούθως, το Υπουργείο ζήτησε την  τροποποίηση της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου έτσι ώστε, η πληρωμή του ήμισυ των ενισχύσεων από εθνικούς πόρους στον τομέα της κτηνοτροφίας (βοοειδή) να αναφέρεται στο 2010 και όχι στο 2011  όπως εκ παραδρομής αποφασίστηκε. Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφαση του, ημερ. 23.8.2012, τροποποίησε την προγενέστερη απόφαση του, ημερ. 13.8.2012, έτσι ώστε, η πληρωμή του ήμισυ των ενισχύσεων από εθνικούς πόρους στον τομέα της κτηνοτροφίας (βοοειδή) να αναφέρεται στο 2010 και όχι στο 2011. 

 

    Στη συνέχεια, οι εφεσείοντες, με επιστολή των δικηγόρων τους, ημερ. 18.12.2012, ζήτησαν από τον ΚΟΑΠ το χρονοδιάγραμμα καταβολής, προς τους αιτητές, των οφειλόμενων επιδοτήσεων καθώς και για τους λόγους καθυστέρησης στην καταβολή τους. Ο εφεσίβλητος αρ. 2, με επιστολή του, ημερ. 16.1.2013, τους ενημέρωσε ότι υλοποιήθηκε κάθε απόφαση για επιδοτήσεις και δεν υφίστατο οτιδήποτε άλλο για να υλοποιηθεί.  

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, η οποία να σημειωθεί καταχωρίστηκε στις 29.4.2013, επισήμανε  ότι:

«.ο Κανονισμός[1] ενώ έχει άμεση εφαρμογή, παρέχει διακριτική ευχέρεια στο κράτος να αποφασίσει το ύψος των ενισχύσεων. . Η δέσμια αρμοδιότητα αφορά μόνο στην ρύθμιση του ζητήματος από τα κρατικά-εθνικά όργανα, για την παραχώρηση ενισχύσεων αλλά όχι στο περιεχόμενο της ρύθμισης, αφού η ευρύτητα των επιλογών των αρμοδίων εθνικών οργάνων δεν περιορίζεται, παρά μόνο στα ανώτατα όρια. Σε ό,τι αφορά δε στα βοοειδή, δεν έχει τεθεί κανένας ισχυρισμός ενώπιόν μου ως προς το παράπονο των αιτητών για το έτος 2010, 2011 και 2012, (βλ. αναφορές Παραρτήματος XVII, για μηδενική κρατική ενίσχυση), ως προς το ποιά ακριβώς δηλαδή, ήταν η δέσμια αρμοδιότητα των εθνικών διοικητικών οργάνων της Κύπρου προς τους αιτητές,  που επιβαλλόταν από  τον Κανονισμό  (ΕΚ) αρ. 73/2009, ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας.

 

Περαιτέρω διαπιστώνω ως προς τα πραγματικά δεδομένα, ότι στο μέρος που  επιτακτικά  ο Κανονισμός επιβάλλει την  λήψη  αποφάσεων  για ρύθμιση του ζητήματος των κρατικών ενισχύσεων στους διαφόρους υποτομείς της γεωργίας, ως δέσμια αρμοδιότητα του κράτους, το κράτος συμμορφώθηκε με την λήψη απόφασης ως προς τις κρατικές ενισχύσεις επιδοτήσεις των επίδικων ετών 2010, 2011, 2012 στα οποία αναφέρεται η προσφυγή. Δεν παρουσιάζεται ως προς την συγκεκριμένη αυτή υποχρέωση κάποια παράλειψη, αλλά αντίθετα συμμόρφωση με την υποχρέωση. Επομένως ούτε ως προς αυτό υπάρχει παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

 

..............................

 

Η προσφυγή προσβάλλει παράλειψη παραχώρησης κρατικής ενίσχυσης για τα βοοειδή, ενώ δεν έχει σημειωθεί τέτοια παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Η απόφαση του κράτους για τις κρατικές ενισχύσεις των επίδικων στην αιτούμενη θεραπεία ετών, έχει ληφθεί και εφαρμοστεί-υλοποιηθεί σε ότι αφορά τα βοοειδή, που είναι ο επίδικος τομέας κρατικών ενισχύσεων στην παρούσα προσφυγή, ως η υποχρέωση βάσει του Κανονισμού. Η απόφαση για το ύψος του ποσού των ενισχύσεων για τα βοοειδή, εντάσσεται εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας που παραχωρείται στο κράτος της Κύπρου από τον ίδιο τον Κανονισμό και δεν επιδέχεται προσφυγής για παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, αλλά προσφυγής κατά διοικητικής απόφασης, που δεν καταχωρήθηκε, (χωρίς βεβαίως να εξετάζω καθόλου εδώ τις πιθανότητες επιτυχίας που θα είχε μία τέτοια προσφυγή)».

 

    Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ειδικότερα ότι: (α) εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε παράλειψη  οφειλόμενης ενέργειας (λόγος έφεσης αρ. 1), (β) εσφαλμένα ερμήνευσε τον Κανονισμό (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ο Κανονισμός») και δη περιορίστηκε αποκλειστικά στην εφαρμογή του άρθρου 133 του πιο πάνω Κανονισμού το οποίο προβλέπει μόνο τη χορήγηση μεταβατικών και φθίνουσων εθνικών ενισχύσεων (λόγος έφεσης αρ. 3), και τέλος (γ) εσφαλμένα χαρακτήρισε ως εκτελεστή διοικητική πράξη την απόφαση του εφεσίβλητου αρ. 2 ημερ. 16.1.2013 για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω (λόγος έφεσης αρ. 2).    Ενόψει της συνάφειας τους οι πιο πάνω λόγοι έφεσης 1 και 3 θα εξεταστούν σωρευτικά.

 

      Στο άρθρο 38(1) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ρητά αναφέρεται ότι  « Η Ένωση καθορίζει και εφαρμόζει κοινή γεωργική και αλιευτική πολιτική» και ως καθορίζεται γεωργικά προιόντα νοούνται, μεταξύ άλλων και αυτά της κτηνοτροφίας. Οι δε στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής καθορίζονται στο άρθρο 39 της ΣΛΕΕ και για την επίτευξη των στόχων αυτών σχετικά είναι τα άρθρα 40 και 41.

 

    Το άρθρο 3 του Κανονισμού(ΕΚ) 73/2009 (στο εξής Κανονισμός) αναφέρεται στη χρηματοδότηση των άμεσων ενισχύσεων και ειδικότερα «τα καθεστώτα στήριξης που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού χρηματοδοτούνται σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΚ)  1290/2005»[2].

 

    Αναφορικά με τις άμεσες ενισχύσεις σχετικά είναι και τα όσα προνούνται στο άρθρο 29(1) του Κανονισμού, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:  

 

«Εκτός αν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, οι ενισχύσεις στα πλαίσια των καθεστώτων στήριξης που απαριθμούνται στο Παράρτημα 1 καταβάλλονται στο ακέραιο στους δικαιούχους» (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

    Το δε άρθρο 133 του Κανονισμού, με τίτλο «Κρατική ενίσχυση στην Κύπρο» προνοεί ότι:

«Επιπλέον των συμπληρωματικών εθνικών αμέσων ενισχύσεων, η Κύπρος μπορεί να χορηγεί μεταβατική και φθίνουσα εθνική ενίσχυση έως το τέλος 2012. Η κρατική αυτή ενίσχυση χορηγείται υπό μορφή ανάλογη προς τις κοινοτικές ενισχύσεις, όπως οι αποσυνδεδεμένες ενισχύσεις.

Λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του ποσού της εθνικής στήριξης που χορηγήθηκε το έτος 2001, η Κύπρος μπορεί να χορηγεί κρατική ενίσχυση στους (υπο)τομείς που αναφέρονται στο Παράρτημα ΧVII και έως τα ποσά που καθορίζονται στο εν λόγω Παράρτημα»  (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

  

    Το δε Παράρτημα XVII, με τίτλο «Κρατικές Ενισχύσεις στην Κύπρο», το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 133 του Κανονισμού, προβλέπει κρατική ενίσχυση για τα βοοειδή μόνο για το έτος 2009 ενώ αντιθέτως για τα έτη 2010, 2011 και 2012 δεν προβλέπεται κρατική ενίσχυση.   Τονίζεται ότι δεν αποτελούσε αντικείμενο της προσφυγής το έτος 2009.            

 

    Όπως έχει νομολογηθεί η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας συνίσταται στην παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο Νόμος.  Στην υπόθεση Γεωργιάδης ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1995) 3 Α.Α.Δ. 165, επισημάνθηκε ότι «. Παραλείψεις της Διοίκησης είναι εκτελεστές και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεώρησης μόνο εφόσον η  λήψη θετικής ενέργειας επιβάλλεται από το νόμο.  Όπου ο νόμος παρέχει εξουσία για διοικητική ενέργεια και αφήνει την άσκηση της στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου να προβεί στη λήψη απόφασης δεν είναι εκτελεστή.  Η έκδοση απόφασης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του οργάνου και ό,τι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης είναι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και απόφαση η οποία συναρτάται με αυτή» (Βλ. επίσης, Παχίπης ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2014) 3 Α.Α.Δ. 320 και Τσιήσσιου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Ε.Δ.Δ. 107/16, ημερ. 3.10.2023).  

 

    Όπως ήδη αναφέρθηκε το άρθρο 29(1) του Κανονισμού ρητά προνοεί ότι οι ενισχύσεις στα πλαίσια των καθεστώτων στήριξης που απαριθμούνται στο Παράρτημα I καταβάλλονται στο ακέραιο στους δικαιούχους «εκτός αν προβλέπεται άλλως». Το άρθρο 133 του Κανονισμού ρητά προνοεί ότι, επιπλέον των συμπληρωματικών εθνικών άμεσων ενισχύσεων, η Κύπρος μπορεί να χορηγεί μεταβατική και φθίνουσα εθνική ενίσχυση μέχρι το τέλος του 2012 έως τα ποσά που καθορίζονται στο Παράρτημα XVII.  Το τελευταίο δεν προβλέπει κρατική ενίσχυση για τα βοοειδή για τα έτη 2010, 2011 και 2012.  

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του επισημαίνει  ότι σε σχέση με τα  βοοειδή, δεν έχει καθορισθεί από τους εφεσείοντες  ως προς το ποια ακριβώς ήταν η δέσμια αρμοδιότητα των εθνικών διοικητικών οργάνων στης Κύπρου προς τους εφεσείοντες, που επιβαλλόταν από τον Κανονισμό, ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας. Περαιτέρω, διαπίστωσε ότι το κράτος συμμορφώθηκε  με τη λήψη απόφασης ως προς τις κρατικές ενισχύσεις, και δη τις επιδοτήσεις των ετών 2010, 2011 και 2012 στα οποία αναφέρεται η προσφυγή.  

 

    Όπως έχει ήδη αναφερθεί οι εφεσείοντες με την προσφυγή τους ζητούσαν την έκδοση απόφασης ότι η παράλειψη των εφεσιβλήτων να τους καταβάλουν την χορήγηση της ενίσχυσης και/ή κεφαλικής επιδότησης αναφορικά με τα βοοειδή για την περίοδο 2010 (ήμισυ), 2011 και 2012, είναι άκυρη και παν παραλειφθέν δέον όπως εκτελεστεί.

 

    Στη νομική βάση της αίτησης ακύρωσης γίνεται αναφορά ότι, η προσβαλλόμενη παράλειψη είναι παράνομη καθότι είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του Κανονισμού, όσον αφορά όμως την εφαρμογή «. των άμεσων ενισχύσεων στους γεωργούς για το έτος 2013» (Η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

     Ο Κανονισμός 7 του Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, επιβάλλει όπως κάθε ένας από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις του εκθέτει «. τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών ταύτα πλήρως».

 

     Όπως δε έχει υποδειχθεί στην  Χονδρουλίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. κ.ά., Α.Ε. 208/12, ημερ. 8.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:C488, η δικογράφηση των ουσιωδών γεγονότων και των νομικών σημείων της αίτησης είναι απαραίτητη για να γνωρίζει η αντίθετη πλευρά καθώς επίσης και το Δικαστήριο την υπόθεση του αιτητή. 

 

    Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από μέρους του Διοικητικού Δικαστηρίου  των λόγων που προσβάλλουν τη  νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης  (Βλ. Haghilo ν. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 156/12, ημερ. 27.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:C91 και στις εκεί αναφερόμενες αυθεντίες) και οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα  να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (Βλ.    Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598).

 

    Σχετικά επίσης είναι και τα όσα αναφέρθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Κοινοπραξία Cyparco Ltd - A. Aristotelous Constructions Ltd, Ε.Δ.Δ. 19/17, ημερ. 31.10.2023 όπου υιοθετήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (2011)  3 Α.Α.Δ. 293 στην οποία επισημάνθηκε ότι: «Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νομικά σημεία που δεν εξειδικεύονται με την απαραίτητη σαφήνεια στο δικόγραφο της προσφυγής, παραμένουν αναιτιολόγητα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης (βλ. Παυλίδης ν. ΑΗΚ, Υποθ. Αρ. 227/07, ημερ. 20.3.2008). Τυχόν χαλάρωση του συγκεκριμένου κανόνα, όπως αναφέρθηκε από τον Νικήτα, Δ., στην υπόθεση Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709, θα παρείχε ευχέρεια για συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος 'με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης'» (Βλ. Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Zaim (2016) 3 Α.Α.Δ. 248).

 

    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι όχι μόνο δεν καθορίζονται με την απαραίτητη λεπτομέρεια και επάρκεια που απαιτείται οι πρόνοιες του Κανονισμού, που  κατά την θέση των εφεσειόντων παραβιάζονται, αλλά και περαιτέρω, στη νομική βάση της αίτησης ακύρωσης γίνεται αναφορά σε άμεσες ενισχύσεις των γεωργών για το έτος 2013, περίοδο την οποία δεν καλύπτει το αιτητικό της προσφυγής.

     

    Παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε εν εκτάσει με τις πιο πάνω παραλείψεις εν τέλει ορθά αποφάνθηκε ότι σε ότι αφορά τα βοοειδή, οι εφεσείοντες δεν καθόρισαν ως προς το ποια ακριβώς ήταν η δέσμια αρμοδιότητα των εθνικών διοικητικών οργάνων της Κύπρου προς τους εφεσείοντες, που επιβαλλόταν από τον Κανονισμό ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας.  Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τον σχετικό Κανονισμό και ορθά αποφάνθηκε ότι δεν υφίστατο οποιαδήποτε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από μέρους των εφεσιβλήτων που να αποτελεί αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.   Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιπρόσθετα της πιο πάνω κατάληξης του, επισήμανε ότι οι εφεσείοντες, με επιστολή των δικηγόρων τους, ζητούσαν από το εφεσίβλητο αρ. 2 το χρονοδιάγραμμα καταβολής των οφειλόμενων προς αυτούς επιδοτήσεων καθώς και τους λόγους καθυστέρησης στην καταβολή.   Ο εφεσίβλητος αρ. 2, με επιστολή του ημερ. 16.1.2013, τους ανάφερε ότι υλοποιήθηκε κάθε απόφαση για επιδοτήσεις και δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο για να υλοποιηθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε  ότι η προσφυγή καταχωρίστηκε στις 29.4.2013 και οι εφεσείοντες παρέλειψαν, εντός της προθεσμίας των 75 ημερών από την ημερομηνία που έλαβαν γνώση, να καταχωρίσουν προσφυγή.  Σημειώνεται ότι άλλο ήταν το αντικείμενο της προσφυγής και δη η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από μέρους των εφεσιβλήτων. Τα όσα παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την παράλειψη των εφεσειόντων να προσβάλουν τα όσα γνωστοποιήθηκαν στους τελευταίους με την επιστολή ημερ. 16.1.2013, δεν πρόκειται για σφάλμα αρχής αφού, όπως έχει επισημανθεί στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν υφίστατο οποιαδήποτε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.  Έτσι, και ο λόγος έφεσης αρ. 2 απορρίπτεται.                    

 

    Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.  Τα έξοδα της έφεσης, ύψους €3.000, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ ενός εκάστου των εφεσιβλήτων 1 και 2. 

 

                                                          Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                          ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

                                                          Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/ΕΑΠ.  



[1] Πρόκειται για τον Κανονισμό(ΕΚ) 73/2009.

[2] Το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) χρηματοδοτεί με επιμερισμένη διαχείριση μεταξύ των κρατών μελών και της Κοινότητας τις ακόλουθες δαπάνες, οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο:. γ) άμεσες ενισχύσεις που χορηγούνται στους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο