ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 43/17)
10 Οκτωβρίου, 2023
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΝΑ ΗΛΙΑ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητων.
_________________
Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Δ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Ε. Τόλλα (κα), για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Αρ. 1 (Μαριάννα Κωνσταντίνου) και Αρ. 2 (Χρύσω Κωνσταντίνου).
_________________
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα εναντιώνεται στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 12.4.17 («η Πρωτόδικη Απόφαση») να απορρίψει ως αβάσιμη την Προσφυγή 169/13 («η Προσφυγή»).
Με την Προσφυγή, η Εφεσείουσα ζητούσε ακύρωση της απόφασης για προαγωγή από 27.12.12 των Ενδιαφερομένων Μερών, Μαριάννας Κωνσταντίνου («ΕΜ1») και Χρύσως Κωνσταντίνου («ΕΜ2»), αντί της ιδίας, στη μόνιμη θέση Ασφαλιστικού Λειτουργού, Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Οι επίδικες θέσεις ήσαν θέσεις προαγωγής.
Το αφορών Σχέδιο Υπηρεσίας («το Σχέδιο Υπηρεσίας»), απαιτούσε τα εξής:
«[.](1)Δεκαεξαετής τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Βοηθού Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και στις προηγουμένως καλούμενες θέσεις Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και Ασφαλιστικού Λειτουργού 2ης και 3ης Τάξης, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.
(2)Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
Σημείωση:
Αναφορικά με τους Βοηθούς Ασφαλιστικούς Λειτουργούς που υπηρετούσαν κατά την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας:
(α) Αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με το αναφερόμενο στην παράγραφο (1) πιο πάνω απαιτούμενο προσόν, μπορούν να είναι υποψήφιοι και υπάλληλοι με ενδεκαετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Βοηθού Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και στις προηγουμένως καλούμενες θέσεις Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και Ασφαλιστικού Λειτουργού, 2ης και 3ης Τάξης, από την οποία μονοετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.
(β) Αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι οι οποίοι να κατέχουν το στην παράγραφο (1) πιο πάνω απαιτούμενο προσόν ή το προσόν που αναφέρεται στη Σημείωση (α) πιο πάνω, μπορούν να είναι υποψήφιοι και υπάλληλοι με ενδεκαετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Βοηθού Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και στις προηγουμένως καλούμενες θέσεις Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και Ασφαλιστικού Λειτουργού, 2ης και 3ης Τάξης [...]».
Οι Εφεσίβλητοι εξετάζοντας όσα τους τέθηκαν, και αφού άκουσαν «... τη σύσταση του διευθυντή ...» κατέληξαν, με υπόψη (και) «... τη Σημείωση (β) των απαιτούμενων προσόντων του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας ...», ότι τα ΕΜ ήσαν τα πλέον κατάλληλα για προαγωγή.
Στη δίκη ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, οι Εφεσίβλητοι και τα ΕΜ ήγειραν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι πως η Εφεσείουσα στερείτο έννομου συμφέροντος καθότι δεν είχε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.
Η προδικαστική ένσταση έγινε δεκτή από το Διοικητικό Δικαστήριο και η Προσφυγή απορρίφθηκε, με τις ενεστώσες αντιρρήσεις της Εφεσείουσας να εκφράζονται διά τριών λόγων έφεσης.
Η πεμπτουσία τους - με τα αποσπάσματα που ακολουθούν να είναι ανέπαφα (όπως και όσα έπονται) - σύγκειται στο ότι το Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε την προδικαστική ένσταση επειδή «. ακόμα και αν επιτύγχανε ο ισχυρισμός της σε σχέση με το ultra vires της Σημείωσης (β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δεν θα ωφελείτο, αφού και πάλι δεν θα καθίστατο προσοντούχα για προαγωγή, εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στην Κλίμακα Α5 και όχι στην Κλίμακα Α7, ως η απαίτηση της Σημείωσης (α) του Σχεδίου Υπηρεσίας ή της παραγράφου (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας .» (λόγος έφεσης 1) - παραλείποντας κιόλας το Διοικητικό Δικαστήριο να υπεισέλθει στην ουσία των θέσεων της Εφεσείουσας πως η Σημείωση (β) του Σχεδίου Υπηρεσίας παραβιάζει και την «. την αρχή της ισότητος, της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και την αρχή της χρηστής διοίκησης» (λόγος έφεσης 3) - αλλά και διότι το Διοικητικό Δικαστήριο (κατά λανθασμένη ερμηνεία) έκρινε πως ο Κανονισμός 30 των Περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημόσιων Υπαλλήλων) Κανονισμών 1995 («Κ.Δ.Π. 175/95») «. δεν τυγχάνει εφαρμογής εφόσον δεν σχετίζεται με διαδικασίες προαγωγής» (λόγος έφεσης 2).
Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Το ίδιο, και τις αγορεύσεις των μερών.
Αρχίζουμε από τον λόγο έφεσης 1.
Το Διοικητικό Δικαστήριο εξακρίβωσε, ορθά, από τους διοικητικούς φακέλους (Τεκμήρια 1Α-3Β), πως το ΕΜ2 διορίστηκε στη θέση Ασφαλιστικού Λειτουργού στις 2.5.00, το ΕΜ1 από 1.6.00, και η Εφεσείουσα από 15.9.04.
Το Διοικητικό Δικαστήριο - επισημαίνοντας κατά δική του ανεξάρτητη κρίση, και σωστά, πως η Εφεσείουσα παραδέχθηκε κατ' ουσία στη γραπτή της αγόρευση (όπως και ενώπιον μας εξάλλου) ότι δεν είχε συμπληρώσει «... τα 11 χρόνια συνολικής υπηρεσίας ...» στις αφορώσες θέσεις κατά τους ουσιώδεις χρόνους ως προϋπόθετε η Σημείωση (β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, εξού και «... αποκλείστηκε από τη διαδικασία ...» - επεξήγησε πως ό,τι βασικά αμφισβητούσε η Εφεσείουσα ήταν τη νομιμότητα του Σχεδίου Υπηρεσίας, μια και κατά την άποψη της έπρεπε, βάσει των διαλαμβανόμενων στον Κανονισμό 30, Κ.Δ.Π. 175/95, [1] οι υποψήφιοι υπάλληλοι να εξαντλήσουν τη χαμηλότερη κλίμακα προτού προχωρήσουν στην «... ψηλότερη κλίμακα των συνδυασμένων ... κλιμάκων ...».
Το Διοικητικό Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο του ζητήματος, είπε και αυτά:
«[.] Όπως υποδεικνύει η συνήγορος της αιτήτριας στην απαντητική της αγόρευση, εφόσον το σχέδιο υπηρεσίας δεν μπορεί να προσβληθεί ανεξάρτητα, οιοιδήποτε ισχυρισμοί αφορούν στο σχέδιο υπηρεσίας μπορούν να προωθηθούν μόνο στο πλαίσιο προσβολής διαδικασίας προαγωγής και επομένως η αιτήτρια έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον.
Η αιτήτρια, ουσιαστικά, προωθεί ένα μόνο λόγο ακύρωσης μέσω του οποίου αυτό που επιδιώκει είναι η ακύρωση της σημείωσης (β) του σχεδίου υπηρεσίας στην βάση του ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ανελίχθηκαν στις βαθμίδες της θέσης που κατείχαν προηγουμένως.
Εκτός του ότι - όπως ορθά υποδεικνύει ο συνήγορος της καθ' ης η αίτηση - ο Κανονισμός 30 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση εφόσον προνοεί για τον τρόπο μισθοδοτικής ανέλιξης ενός υπαλλήλου σε συνδυασμένες κλίμακες και δεν σχετίζεται με διαδικασίες προαγωγής, προκύπτει επίσης ζήτημα κατά πόσο η ίδια η αιτήτρια θα ωφεληθεί από τυχόν επιτυχία του ισχυρισμού της και ακύρωση της σημείωσης (β).
Όπως έχει αποφασιστεί από τη νομολογία, όχι μόνο η προσφυγή αλλά και κάθε λόγος ακύρωσης, για να είναι παραδεκτός, πρέπει να προβάλλεται μετ' εννόμου συμφέροντος (Αναστασίου ν. Δήμος Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339). Αν ο αιτητής δεν θα ωφεληθεί από ένα συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, τότε δεν υφίσταται το απαιτούμενο έννομο συμφέρον και η προσφυγή είναι απαράδεκτη (Ioakim v. Limassol Municipality (1970) 3 C.L.R. 170, Demetriou and Others v Republic C.L.R. 1853).
Στην παρούσα περίπτωση, εάν επιτύγχανε ο ισχυρισμός της αιτήτριας σε σχέση με το ultra vires της σημείωσης (β) του σχεδίου υπηρεσίας στην βάση των προνοιών του Κανονισμού 30, και πάλι δεν θα καθιστούσε την αιτήτρια προσοντούχα για προαγωγή εφόσον, κατά παραδοχή της ίδιας, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στην κλίμακα Α5 και όχι στην Α7 ως η απαίτηση της σημείωσης (α) ή της παραγράφου (1).
Συνεπώς, η προδικαστική ένσταση που εγείρουν η καθ' ης η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος ευσταθεί. Με βάση τα πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη [.]».
Η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου είναι ορθή.
Η Εφεσείουσα, σε αντίθεση με τα ΕΜ, δεν κατείχε τα προσόντα που απαιτούνταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας πως έπρεπε να γίνει αποδεκτή η θεώρηση της για τα περί «. ultra vires .» σε σχέση προς τη Σημείωση (β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δεν ευσταθεί.
Τούτο, γιατί, δοσμένο ήταν πως κατά τον κρίσιμο χρόνο η Εφεσείουσα δεν είχε ενεστώς έννομο συμφέρον λόγω του ότι, σε τελευταία ανάλυση, δεν πληρούσε τα προσόντα που απαιτούνταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας (Λυσάνδρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 39/16, ημ. 23.6.22, Γιωργαλλή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 43/15, ημ. 16.12.21, ECLI:CY:AD:2021:C569, Δημοκρατία ν. Ποταμίτου και Άλλων, Ε.Δ.Δ. 59/20, ημ. 7.6.21).
Περαιτέρω, κατά νομολογιακή αρχή δημοσίου δικαίου, δεν υπάρχει, ως άφησε να νοηθεί η Εφεσείουσα, κεκτημένο δικαίωμα προαγωγής, παρά μονάχα προσδοκία προαγωγής, όπως, κατά κανόνα, δεν υφίσταται δεδομένο δικαίωμα για μη διαφοροποίηση των απαιτούμενων προσόντων αναφορικώς προς κάποια θέση, με τη δυνατότητα τροποποίησης των οικείων Σχεδίων Υπηρεσίας, να απορρέει (στην κανονική πορεία των πραγμάτων) από την εξουσία αρμόδιου καταρτισμού τους προκειμένου να ανταποκρίνονται στις όποιες μεταβαλλόμενες ανάγκες (Ιωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, 405, Τομάζου ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 2935, 2939).
Αλλιώτικη προσέγγιση από αυτή που ακολουθούμε τώρα θα κατηύθυνε - και αθέμιτα για ό,τι εδώ ειδικώς απασχολεί και ισχύει εξ απόψεως γεγονότων - προς δικαστικό παρεμβατισμό στο Σχέδιο Υπηρεσίας (Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας και Άλλων, Α.Ε. 1/17, ημ. 18.9.23, ECLI:CY:AD:2023:C286, Χριστοδουλίδης και Άλλων ν. Δημοκρατία (2017) 3(Α) Α.Α.Δ. 311, 320).
Ο λόγος έφεσης 1 δεν μπορεί να πετύχει.
Εν σχέσει προς τον λόγο έφεσης 2 - και πέραν βεβαίως όσων συνέθεσαν την κατάληξη μας επί του λόγου έφεσης 1 - όσα ανέπτυξε η Εφεσείουσα αφορούν, στον πυρήνα τους, σε επιχειρήματα που βάλλουν κατά του Σχεδίου Υπηρεσίας, κάτι που, στην προκειμένη, ως προτάχθηκαν από την Εφεσείουσα, παραβιάζουν και το δόγμα της ταυτόχρονής επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας (Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/14, ημ. 1.11.21, ECLI:CY:AD:2021:C493).
Αυτό, αφού, από τη μια, η Εφεσείουσα αμφισβητεί το Σχέδιο Υπηρεσίας, και από την άλλη, αναζητεί (απαράδεκτα) τη (διά δικαστικής ερμηνευτικής) διεύρυνση των προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας, βλάπτοντας τουτέστιν και δυνητικώς τα δικαιώματα των ΕΜ, μια που οι θέσεις της Εφεσείουσας αποβλέπουν, κατά βάση, σε ακύρωση της επιλογής των ΕΜ, αντί εκείνης (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 46/16, ημ. 6.6.23, ECLI:CY:AD:2023:C195).
Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Ως εκ των ως άνω - και της απόρριψης (κυρίως) του λόγου έφεσης 1 (και δευτερευόντως του λόγου έφεσης 2) - η εξέταση του λόγου έφεσης 3 καθίσταται εν πολλοίς άνευ αντικειμένου και θεωρητική (Χριστοδούλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 155/14, ημ. 17.3.21, ECLI:CY:AD:2021:C100).
Αν ήταν όμως να προσθέταμε κάτι για τον λόγο έφεσης 3, αυτό θα ήταν ότι τα όσα κατ' ισχυρισμό προέβαλε η Εφεσείουσα - όπως τα της φωτογράφισης και προώθησης κατά προτεραιότητα «... για προαγωγή σε συγκεκριμένη ομάδα ατόμων, οι οποίοι τελούν υπό ίδιες και/ή παρόμοιες συνθήκες με την εφεσείουσα και εις βάρος της ...» στη Σημείωση (β) του Σχεδίου Υπηρεσίας - ήσαν υπό τις συνθήκες γενικόλογα και ασαφή, και πάντως μακράν των όσων θα αναμένονταν ως εκ των στοχεύσεων τους (Ζίζιρου και ΄Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631, 637-643, Ζίζιρου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2131, 2146-2148).
Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και κατά της Εφεσείουσας, έξοδα ύψους €3.500,00.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/μκε
[1] «30. Τηρουμένων των διατάξεων του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, υπάλληλος που κατέχει θέση σε συνδυασμένες κλίμακες προχωρεί στην ψηλότερη κλίμακα των συνδυασμένων αυτών κλιμάκων αφού πρώτα εξαντλήσει τη χαμηλότερη κλίμακα και αφού ικανοποιήσει οποιουσδήποτε όρους των οικείων Σχεδίων Υπηρεσίας. Σε περίπτωση που η βασική αμοιβή του υπαλλήλου στη χαμηλότερη κλίμακα δε συμπίπτει με την πλησιέστερη προς τα πάνω βαθμίδα της ψηλότερης των συνδυασμένων κλιμάκων του διατηρεί τη βασική αμοιβή του και προχωρεί προς την πλησιέστερη αυτή βαθμίδα όταν με υπηρεσία κερδίσει τη διαφορά».