ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 39/2017

(Συνεκδικασθείσες Υποθ. αρ. 5836/2013 και 5837/2013)

 

17 Οκτωβρίου, 2023

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ

Εφεσείων

και

     ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Εφεσίβλητης

------------------------

Χρ. Γαβριηλίδης, για Χρίστος & Αντιγόνη Κωνσταντίνου Γαβριηλίδη ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα

Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη

                          

--------------------

 

Τ.,ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Το Μέτρο 1.2 «Ενίσχυση Εγκατάστασης Νέων Γεωργών», ως και το Μέτρο 1.5 «Εκσυγχρονισμός των Γεωργικών και Κτηνοτροφικών Εκμεταλλεύσεων», περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2007 - 2013, το οποίο εγκρίθηκε για συγχρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 23.11.2007.

 

        Η διαδικασία εφαρμογής των Μέτρων, καταγράφεται σε σχετικά Εγχειρίδια Εφαρμογής, που εξέδωσε ο Κυπριακός Οργανισμός Αγροτικών Πληρωμών (Κ.Ο.Α.Π.), ο οποίος είχε αναθέσει την εφαρμογή των Μέτρων και την εξουσιοδότηση των πληρωμών, στο Τμήμα Γεωργίας, με βάση Συμφωνία Αναδοχής. 

 

        Απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή στο Μέτρο 1.2 ήταν η υποβολή μαζί με την αίτηση και του επιχειρησιακού σχεδίου.  Σε περίπτωση συμμετοχής στο Μέτρο 1.5, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η υποβολή ολοκληρωμένης μελέτης οικονομικής βιωσιμότητας. 

 

        Μετά την παραλαβή των αιτήσεων, διενεργούντο οι καθορισμένοι διοικητικοί έλεγχοι, τόσο σε επίπεδο Επαρχιακών Γεωργικών Γραφείων, όσο και από την Κεντρική Μονάδα Εφαρμογής.  Οι Ενδιαφερόμενοι είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν ένσταση εντός 30 ημερών από την ημερομηνία της επιστολής προκαταρκτικής έγκρισης ή απόρριψης της αίτησης τους.  Για την εξέταση των ενστάσεων είχε συσταθεί Επιτροπή Ενστάσεων, αποτελούμενη από Ανώτερο Λειτουργό Γεωργίας ως Πρόεδρο, από τον Προϊστάμενο ή Εκπρόσωπο του Αρμόδιου Κλάδου που χειρίζεται το συγκεκριμένο Μέτρο και από Λειτουργό του Κ.Ο.Α.Π.

 

        Ο Εφεσείων υπέβαλε στις 28.11.2008 αίτηση για συμμετοχή του στο Μέτρο 1.5 και στη συνέχεια στις 16.12.2008 αίτηση για συμμετοχή του στο Μετρό 1.2, μαζί με όλα τα σχετικά πιστοποιητικά και στοιχεία, μεταξύ των οποίων και μελέτη βιωσιμότητας. 

 

        Οι αιτήσεις του Εφεσείοντα εξετάστηκαν αλλά δεν έτυχαν έγκρισης, με το αιτιολογικό ότι η μελέτη βιωσιμότητας της εκμετάλλευσης που είχε επισυναφθεί σε αυτές, είχε αξιολογηθεί και κριθεί ως μη βιώσιμη.

 

        Ο Εφεσείων ενημερώθηκε για την απόρριψη των αιτήσεων του, με επιστολές της Εφεσίβλητης ημερ. 16.8.2010 και 26.5.2010. Εναντίον της απόρριψης των αιτήσεων του, ο Εφεσείων υπέβαλε ενστάσεις  στις 10.9.2010 και 21.6.2010, διαφωνώντας με την απόρριψη, αφού σύμφωνα με τους δικούς του υπολογισμούς, το Σχέδιο Βελτίωσης που είχε υποβάλει για τη μονάδα του, ήταν βιώσιμο. 

 

        Αφού διενεργήθηκε επαναξιολόγηση του Σχεδίου Βελτίωσης των αιτήσεων του Εφεσείοντα, από την οποία προέκυψε και πάλι ότι επρόκειτο για μη βιώσιμη εκμετάλλευση, η Επιτροπή Ενστάσεων, στη συνεδρία της ημερ. 18.2.2011, απέρριψε τις ενστάσεις του Εφεσείοντα.

 

        Εναντίον της πιο πάνω απόφασης απόρριψης, ο Εφεσείων καταχώρισε τις Προσφυγές με αρ. 835/2011 και 615/2011.

 

        Με απόφαση της ημερ. 19.10.2012, η Επιτροπή Ενστάσεων ανακάλεσε τις πιο πάνω αποφάσεις της για απόρριψη.  Ακολούθησε επανεξέταση από τον αρμόδιο κλάδο Εξουσιοδότησης Αγροτικών Πληρωμών, ο οποίος, με απόφαση του που κοινοποιήθηκε στον Εφεσείοντα στις 18.12.2012, απέρριψε εκ νέου τις αιτήσεις του, διότι η μελέτη βιωσιμότητας που είχε επισυναφθεί, είχε αξιολογηθεί και κριθεί ως μη βιώσιμη.

 

        Ακολούθησε εκ νέου, εμπρόθεσμη υποβολή ενστάσεων εκ μέρους του Εφεσείοντα, αφού σύμφωνα με τους δικούς του υπολογισμούς, το Σχέδιο Βελτίωσης που είχε υποβάλει ήταν βιώσιμο.

 

        Η Επιτροπή Ενστάσεων, στη συνεδρία της ημερ. 16.4.2013, εξέτασε τις ενστάσεις του Εφεσείοντα και αποφάσισε ομόφωνα να τις απορρίψει, αφού με βάση τη διαδικασία που προνοείται από το Εγχειρίδιο Εφαρμογής του Μέτρου 1.2 και 1.5, η αξιολόγηση όλων των αιτήσεων γινόταν με βάση τα οικονομικά στοιχεία εισροών - εκροών που λαμβάνοντο από το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών (ΙΓΕ).  Η χρήση στοιχείων για την αξιολόγηση του Σχεδίου Βελτίωσης από άλλες πηγές, δεν ενέπιπτε στη διαδικασία που περιγράφεται στο Εγχειρίδιο Εφαρμογής του Μέτρου 1.2 και Μέτρου 1.5.

 

        Ο Εφεσείων ενημερώθηκε για τις εν λόγω αποφάσεις της Εφεσίβλητης, με επιστολές της ημερ. 4.6.2013, την νομιμότητα των οποίων προσέβαλε με τις Προσφυγές 5836/2013 και 5837/2013, οι οποίες συνεκδικάστηκαν πρωτόδικα. 

        Σε σχέση με τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως ουδείς δύναται να επιτύχει.  Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν κατόπιν επαρκούς δέουσας έρευνας και ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Εφεσίβλητης, είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένες και ουδόλως τεκμηριώθηκε εκ μέρους του Εφεσείοντα ότι αυτές λήφθηκαν με κακή πίστη και αντίθετα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης.

 

 Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οδήγησε σε απόρριψη των Προσφυγών 5836/2013 και 5837/2013 και συνακόλουθα, οι επίδικες αποφάσεις για απόρριψη των αιτήσεων συμμετοχής του Εφεσείοντα στο Μέτρο 1.2. και Μέτρο 1.5 επικυρώθηκαν. 

 

        Ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκει την ανατροπή της, στη βάση τεσσάρων (4) λόγων Έφεσης.

 

        Με τον 1ο λόγο Έφεσης,  ο Εφεσείων υποστηρίζει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα υιοθέτησε τη θέση της Εφεσίβλητης, πως ο σκοπός ήταν «η ύπαρξη δύο εντελώς ανεξάρτητων μεταξύ τους μελετών, στηριγμένες στη πραγματικότητα, ακριβείς, οι οποίες θα συγκριθούν μεταξύ τους με κάποια προκαθορισμένη δυνατότητα απόκλισης, έτσι ώστε να προκύψει από αυτή τη διαδικασία ορθή και τεκμηριωμένη απόφαση.»

 

        Με τον 2ο λόγο Έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την μη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, της θέσης του ότι υπήρχαν αποχρώντες λόγοι που δικαιολογούσαν απόκλιση από τα κριτήρια αξιολόγησης που είχαν αρχικά τεθεί μέσω του εγχειριδίου εφαρμογής και των δύο Μέτρων, αφού την δεδομένη στιγμή δεν είχαν δημοσιευθεί τα στοιχεία NORM του ΙΓΕ που αφορούσαν την κονικλοτροφία.

 

        Με τον 3ο λόγο Έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη ενήργησε καλόπιστα και ορθά, ως και ότι δεν θα μπορούσε, το ίδιο το Δικαστήριο, να υπεισέλθει σε τεχνικά θέματα τα οποία απαιτούν ειδικές γνώσεις. 

 

        Τέλος, με τον 4ο λόγο Έφεσης εισηγείται πως είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε δοθεί επαρκής αιτιολογία για την απόρριψη των αιτήσεων του Εφεσείοντα.

 

        Διαφορετική είναι η θέση της Εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτει τις εισηγήσεις του Εφεσείοντα.

 

        Από το περιεχόμενο όλων των λόγων Έφεσης, ως και την αιτιολογία τους, προκύπτει ότι αυτοί είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους και συμπλέκονται.  Ειδικότερα, αποτελεί κοινό πυρήνα της θέσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα, πως κατά το χρόνο υποβολής των αιτήσεων του και συνεπώς και της μελέτης βιωσιμότητας  που είχε γίνει από διαπιστευμένο φορέα, κατά παράβαση των Εγχειριδίων των Μέτρων, δεν είχαν ακόμα δημοσιευθεί τα στοιχεία NORM του ΙΓΕ που αφορούσαν την κονικλοτροφία και τα οποία δημοσιεύθηκαν μεταγενέστερα, τον Ιούλιο 2009.  Συνεπώς, εκ των πραγμάτων, ο διαπιστευμένος φορέας θα έπρεπε να προβεί στη μελέτη βιωσιμότητας, χωρίς αυτά τα στοιχεία του ΙΓΕ και αναγκαστικά να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία.  Με αυτά τα δεδομένα, είναι η εισήγηση του πως οι αρμόδιες υπηρεσίες όφειλαν να αξιολογήσουν τη μελέτη οικονομικής βιωσιμότητας που είχε υποβάλει, με αντικειμενικά στοιχεία που θα συγκεντρώνονταν όχι μόνο από το ΙΓΕ, αλλά και από την επισκόπηση στην κονικλοτροφία και την Στατιστική Υπηρεσία του Κράτους, τα οποία είχε ο ίδιος θέσει στη δική του μελέτη βιωσιμότητας.

 

Αντίθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, εισηγήθηκε πως το γεγονός ότι κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων του Εφεσείοντα, δεν ήταν δημοσιευμένα τα στοιχεία NORM Input - Output του ΙΓΕ, ουδόλως επηρέαζε την λήψη των προσβαλλόμενων αποφάσεων.  Τούτο γιατί δεν αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση να υπήρχαν από προηγουμένως ενώπιον του Εφεσείοντα και του διαπιστευμένου φορέα, για σκοπούς συμπλήρωσης του Σχεδίου Βελτίωσης των αιτήσεων του.  Το καθήκον του Εφεσείοντα - μέσω του διαπιστευμένου φορέα - ήταν να παρουσιάσει αντιπροσωπευτικά στοιχεία, ικανά να τεκμηριώσουν την οικονομική βιωσιμότητα των αιτήσεων του.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τις πιο πάνω εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα, οι οποίες δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.  Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του Μέτρου 1.5, αποτελούσε βασική προϋπόθεση η υποβολή Μελέτης Οικονομικής Βιωσιμότητας από διαπιστευμένο φορέα, ο οποίος είχε καθήκον να παρουσιάσει, όσο το δυνατό πιο αντιπροσωπευτική εικόνα των οικονομικών στοιχείων της εκμετάλλευσης για την οποία υποβάλλετο η αίτηση.

 

Στο Παράρτημα IV του Εγχειριδίου του Μέτρου 1.5 - το οποίο περιγράφει τα κριτήρια με βάση τα οποία η επένδυση σε μια εκμετάλλευση θα χαρακτηριζόταν ως βιώσιμη - γίνεται ρητή αναφορά, μεταξύ άλλων, στα στοιχεία της τελευταίας έκδοσης του NORM Input - Output του ΙΓΕ, με την επιφύλαξη έκδοσης σχετικού καταλόγου σε σχέση με τις πληθωριστικές τάσεις.  Ρητή αναφορά γίνεται και σε ορισμένο ποσοστό απόκλισης της ακαθάριστης προσόδου που θα καθοριζόταν μεταγενέστερα.

 

Είναι συνεπώς σαφές, ότι με βάση το σχετικό Εγχειρίδιο, αποτελούσε βασικό κριτήριο, προκειμένου να χαρακτηρισθεί μια επένδυση ως βιώσιμη, ως και σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού για τον καθορισμό της καθαρής ροής σε ένα σύστημα εισροών και εκροών, η χρησιμοποίηση των στοιχείων NORM Input - Output του ΙΓΕ.

 

Το γεγονός ότι κατά το χρόνο υποβολής των αιτήσεων του Εφεσείοντα δεν είχαν δημοσιευθεί τα στοιχεία NORM του ΙΓΕ που αφορούσαν συγκεκριμένα την κονικλοτροφία, κρίνουμε πως δεν αποτελεί παραβίαση του Εγχειριδίου, ως είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα.  Τούτο γιατί, αφενός στο Εγχειρίδιο γίνεται ρητή αναφορά στα εν λόγω στοιχεία του ΙΓΕ, ως και σε ποσοστό απόκλισης και αφετέρου γιατί καμιά υποχρέωση προκύπτει από το Εγχειρίδιο που να εξαναγκάζει τις αρμόδιες αρχές να θέτουν ενώπιον του διαπιστευμένου φορέα των αιτητών τα εν λόγω στοιχεία, για σκοπούς ετοιμασίας της μελέτης βιωσιμότητας.  Καθήκον του Εφεσείοντα (μέσω του διαπιστευμένου φορέα) ήταν να παρουσιάσει την αντιπροσωπευτική εικόνα των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης του, ικανή να τεκμηριώσει την οικονομική βιωσιμότητα των αιτήσεων του και υπόκειτο στη διαδικασία αξιολόγησης που καθορίζεται στο σχετικό Εγχειρίδιο.

 

Συνακόλουθα, με δεδομένη την προκαθορισθείσα δυνατότητα  απόκλισης στο 10%, ως και τον υπολογισμό εκ μέρους των αρμοδίων αρχών, απόκλισης των εσόδων των αιτήσεων του Εφεσείοντα,  σε σχέση με τα καθορισμένα έσοδα από τον ΙΓΕ στο +66,56%, - σύμφωνα με την επιστολή της Εφεσίβλητης προς τον Εφεσείοντα ημερ. 14.4.2011 - καταλήγουμε πως η Εφεσίβλητη, στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής της ευχέρειας και κατόπιν επαρκούς δέουσας έρευνας, ορθά έκρινε ως μη βιώσιμο το Σχέδιο Βελτίωσης του Εφεσείοντα. Περαιτέρω, όπως ορθά επισημάνθηκε και στη σύσκεψη της Επιτροπής  Ενστάσεων ημερ. 16.4.2013 «Η χρησιμοποίηση στοιχείων αξιολόγησης των Σχεδίων Βελτίωσης από άλλες πηγές και άλλων ημερομηνιών δεν εμπίπτει στη διαδικασία που περιγράφεται στο Εγχειρίδιο Εφαρμογής του Καθεστώτος, δεν εφαρμόστηκε για κανένα άλλο αιτητή, γεγονός που θα οδηγούσε στην ευμενή διάκριση υπέρ του συγκεκριμένου αιτητή και ουσιαστικά θα οδηγούσε σε συνολική αμφισβήτηση των στοιχείων εισροών - εκροών που χρησιμοποιούνται για αξιολόγηση όλων των Σχεδίων Βελτίωσης.»

 

Σε ό,τι αφορά την υποχρέωση της διοίκησης να ακολουθεί, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ενιαίο μέτρο κρίσης και να υιοθετεί σταθερά κριτήρια για όλους τους διοικούμενους, εξασφαλίζοντας ομοιόμορφη διοικητική λειτουργία και ίση μεταχείριση τους - όπως ορθά η Εφεσίβλητη έπραξε και στην προκειμένη περίπτωση - σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τις σελ. 313-314 του Συγγράμματος του Ν. Χρ. Χαραλάμπους, Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης (2η έκδοση, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη) 2004:

 

«Η άσκηση της διακριτικής εξουσίας με βάση γενική πολιτική και κριτήρια, που έχουν προκαθοριστεί, υποβοηθεί το αρμόδιο όργανο να ακολουθεί στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας ενιαίο μέτρο κρίσης.  Η υιοθέτηση σταθερών κριτηρίων αποτελεί σύννομη και παραδεκτή πρακτική, νοουμένου ότι δεν υπεισέρχονται εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό τους.  Αφού καθοριστούν τα κριτήρια, η διοίκηση δεσμεύεται να τα τηρήσει.  Απόκλιση χωρεί μόνο όπου αποχρώντες λόγοι δικαιολογούν τέτοια ενέργεια και δεδομένου ότι παρέχεται επαρκής αιτιολογία για μια τέτοια ενέργεια.  Έχει υποδειχθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ο καθορισμός διοικητικής πολιτικής «εξασφαλίζει το πλεονέκτημα της ομοιόμορφης διοικητικής λειτουργίας και της ίσης μεταχείρισης».

 

(βλ. Σελεάρης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 602, 608 και Vasiliou v. Republic (1982) 3 CLR 220).

 

Σημειώνουμε ότι η αναφορά της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσίβλητης στα επισυνημμένα 1 και 2 στο περίγραμμα αγόρευσης της, δεν θα ληφθεί υπόψη εφόσον, όπως διευκρινίστηκε ενώπιον μας, αυτά δεν είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα οποία εν πάση περιπτώσει, ουδόλως επηρεάζουν την πιο πάνω κατάληξη μας.

 

Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε για ακόμα μία φορά, τη πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου,  σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία, δεν επεμβαίνει σε τεχνικά ζητήματα, τα οποία απαιτούν ειδικές γνώσεις, όπως την ορθότητα επιλεχθέντων μεθόδων αξιολόγησης τεχνικών ζητημάτων και τρόπους υπολογισμού, όπως και στην παρούσα περίπτωση που αφορά τη μέθοδο και τρόπο αξιολόγησης των υποβληθέντων σχεδίων βιωσιμότητας, εκτός κι αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης ή έλλειψη αιτιολογίας.

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Lellla Kentonis Investment Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2016) 3 ΑΑΔ 630, σελ. 646 είναι σχετικό: 

Βεβαίως η ουσιαστική κρίση της διοίκησης σε τεχνικά θέματα και θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις, γίνεται καταρχήν αποδεκτή, εκτός αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης ή έλλειψη αιτιολογίας, Πορίσματα του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σ. 227:

 

«Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ελέγχον τη νομιμότητα πράξεως προσβαλλομένης δι' αιτήσεως ακυρώσεως, απέχει του ελέγχου της ουσιαστικής κρίσεως της Διοικήσεως. Μέγας είναι ο αριθμός των επί του θέματος τούτου σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου, δι' ων χαρακτηρίζεται ως ανέλεγκτος η υπό της διοικήσεως εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών ή του αποδεικτικού υλικού ή της κρίσεως περί συνδρομής λόγω σκοπιμότητος ή της κρίσεως επί ζητημάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων.  Ταύτα όμως, εφ' όσον δεν συντρέχη πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήσις διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτη έλλειψις αιτιολογίας.  Το Σ.Ε. ελέγχει, ούχ ήττον, εάν τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά υπήχθησαν ορθώς εις τον νομικόν κανόνα. .»

 

Tην αυτή πορεία ακολουθούν και οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175, Θεοδουλίδης κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742Peratica Trading Co Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 445. Προκύπτει εκ των ανωτέρω και κατά πάγια νομολογία, ότι όπου η διοικητική απόφαση προϋποθέτει τεχνικές ειδικές γνώσεις, τις οποίες διοικητικοί λειτουργοί κατέχουν λόγω προσόντων ή λόγω της πείρας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, η κρίση τους ως προς τεχνικά ζητήματα δεν μπορεί να υποκαθίσταται από το διοικητικό Δικαστήριο.  Ιδιαιτέρως, εκεί όπου ελλείπει ειδική μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο, όπου υπάρχει, θα αξιολογήσει. Η αξιολόγηση του υλικού όμως, όχι μόνο δεν συνεπάγεται υποχρέωση του διοικητικού Δικαστή να λάβει θέση επί των τεχνικών διχογνωμιών, αλλά, όπως σχολιάζεται στο σύγγραμμα της Ευαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκου Αόριστες και Τεχνικές Έννοιες στο Δημόσιο Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1997, σ. 116 «.δεν είναι και σε θέση να προβαίνει σε ιδίαν κρίση. Λόγω συνεπώς του προβαδίσματος της διοίκησης σε ειδικές τεχνικές γνώσεις, ο δικαστής θεωρεί τις τεχνικές κρίσεις καταρχήν αποδεκτές. Ο στόχος αυτού του δικαστικού αυτοπεριορισμού είναι να μην παρεμποδίζεται η διαδικασία έγκρισης τεχνικών εγκαταστάσεων αφενός και αφετέρου να μην καθίσταται ο διοικητικός δικαστής ιεραρχικός προϊστάμενος της εγκρίνουσας διοικητικής αρχής.»

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου: "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων" (έκδοση 1957, ανατύπωσις 1982), σ.319, συνοψίζει εύγλωττα και απαντά στο ερώτημα:

 

"Θέματα διακριτικής εξουσίας και τεχνικής άμα φύσεως. - Ήδη τίθεται το ζήτημα, εις ποιαν κατηγορίαν δέον να καταταχθώσιν αι περιπτώσεις, κατά τας οποίας η εφαρμογή του νόμου δεν δύναται να χωρήση άνευ της συνδρομής γνώσεων τεχνικής φύσεως.

 

Είπομεν ήδη ανωτέρω, ότι αι περιπτώσεις κατά τας οποίας ο νόμος παραπέμπει εις τα δεδομένα της κοινής πείρας της εις πάντας προσιτής, δεν δύνανται, από νομικής απόψεως, να διασταλώσιν από εκείνας, καθ' ας ο νόμος παραπέμπει εις τεχνικάς γνώσεις, προσιτάς μόνον εις ομάδα ειδικών προσώπων.  Και εις τας δύο περιπτώσεις, η πρόθεσις του νόμου, όπως η έννοια παραμείνη καθωρισμένη και ελεγκτή, δέον να είναι εξ ίσου σεβαστή. Αφ' ης στιγμής γίνη δεκτόν ότι η έννοια είναι νομική, είναι ελεγκτός ο νομικός χαρακτηρισμός, ήτοι η εις την έννοιαν ταύτην υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να επιτρέπηται, θεωρητικώς, αποχή από του ελέγχου του νομικού χαρακτηρισμού, επί μόνω τω λόγω ότι ούτος εγένετο τη συνδρομή τεχνικών γνώσεων. Εκ πρακτικών όμως λόγων, ο έλεγχός του διά τεχνικών γνώσεων ενεργουμένου νομικού χαρακτηρισμού πρέπει να είναι επιφυλακτικός, διότι, αφού ο δικαστής δεν δύναται, διά της ιδίας αυτού αντιλήψεως, ν' αντικαταστήση την επί του νομικού χαρακτηρισμού κρίσιν του οργάνου, η προσφυγή εις τας γνώσεις ετέρου τεχνικού προσώπου δεν είναι βέβαιον ότι θ' αποδώση αποτέλεσμα κρείσσον του προελθόντος εκ της τεχνικής πείρας των διοικητικών οργάνων."»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση την πιο πάνω κατάληξη μας, κρίνουμε πως δεν έχει τεκμηριωθεί πλάνη περί τα πράγματα, ούτε και υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Εφεσίβλητης, αλλά ούτε και έλλειψη αιτιολογίας.  Όπως ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού  φακέλου, για τις προσβαλλόμενες αποφάσεις δόθηκε πλήρης και επαρκής αιτιολογία για την απόρριψη των αιτήσεων του Εφεσείοντα, η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, συνίσταται στην μη αποδεκτή και εντός των τεθέντων αποδεκτών ορίων, απόκλιση που παρατηρήθηκε στα στοιχεία που παρέθεσε ο Εφεσείων, σε σύγκριση με αυτά του ΙΓΕ.

 

 ,

Κατ' επέκταση, ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν είχε τεκμηριωθεί κακή πίστη εκ μέρους της Εφεσίβλητης, τονίζοντας ότι το γεγονός ότι ο Εφεσείων δεν είχε στην κατοχή του τα στοιχεία του ΙΓΕ κατά την ετοιμασία της μελέτης βιωσιμότητας, όχι μόνο δεν καταδεικνύει πλάνη ή απάτη του Εφεσείοντα, αλλά απεναντίας τεκμηριώνει τη θέση της Εφεσίβλητης πως με τη σύγκριση των δύο Σχεδίων Βελτίωσης, δηλ. αυτού που δηλώθηκε στην αίτηση του Εφεσείοντα και αυτού που βασίστηκε στα αποτελέσματα του διοικητικού ελέγχου της Μονάδας Εφαρμογής και στα στοιχεία NΟRM  Input - Output  του ΙΓΕ, ο στόχος ήταν «η ύπαρξη δύο εντελώς ανεξάρτητων μεταξύ τους μελετών, στηριγμένες στη πραγματικότητα, ακριβείς, οι οποίες θα συγκριθούν μεταξύ τους με κάποια προκαθορισμένη δυνατότητα απόκλισης, έτσι ώστε να προκύψει από αυτή τη διαδικασία ορθή και τεκμηριωμένη απόφαση. Συνεπώς, δεν τίθετο θέμα ο αιτητής να πρέπει να έχει ενώπιον του την μελέτη στοιχείων του ΙΓΕ κατά την ετοιμασία της αίτησης του».

 

Για όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως όλοι οι λόγοι Έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Συνακόλουθα, η Έφεση απορρίπτεται.

Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της Εφεσίβλητης και σε βάρος του Εφεσείοντα ύψους €3.000.-

 

 

                                                                                               Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ.

 

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο