ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Αρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 37/2017)
26 Οκτωβρίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/στές]
L.A.S. BOATING LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΜΕΣΩ
Η ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσιβλήτων.
____________________
Γ. Πιττάτζης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Τα κρίσιμα, για την υπόθεση, γεγονότα, αποτυπώνονται με επάρκεια στην πρωτόδικη απόφαση. Τα συνοψίζουμε, για σκοπούς εύκολης παρακολούθησης:
Οι Εφεσείοντες, ήταν καθ΄ όλους τους ουσιώδεις χρόνους, ιδιοκτήτες σκάφους αναψυχής (το Σκάφος), το οποίο χρησιμοποιούσαν επαγγελματικά για ακτοπλοϊκές περιηγήσεις παραθεριστών και κρουαζιέρες στη θαλάσσια περιοχή Αγίας Νάπας και Παραλιμνίου.
Στις 28.7.2011, κατόπιν ελέγχου της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι στο Σκάφος επέβαιναν 191 επιβάτες, αντί 150, που ήταν ο μέγιστος επιτρεπόμενος αριθμός, σύμφωνα με το Πιστοποιητικό Ασφαλείας Ακτοπλοϊκού Επιβατικού Σκάφους. Ως αποτέλεσμα, ο αρμόδιος Υπουργός, ο Υπουργός Συγκοινωνιών και ΄Εργων, στις 14.1.2013, επέβαλε διοικητικό πρόστιμο ύψους €4.100. Η νομιμότητα της πράξης αυτής προσβλήθηκε με προσφυγή. Οι Εφεσείοντες επικαλέστηκαν πρωτοδίκως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του ΄Αρθρου 8(4) του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφαλείας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1985, Ν. 77/1985 (ο Νόμος). Επιπρόσθετα, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το διοικητικό όργανο δεν είχε δικαίωμα να επιληφθεί πειθαρχικού παραπτώματος προτού αποφασίσει το Ποινικό Δικαστήριο περί της ενοχής του καταγγελλόμενου, δεδομένου ότι, η υπό αναφορά περίπτωση, συνιστούσε και ποινικό αδίκημα.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, εξετάζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις, έκρινε ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί των αιτητών/Εφεσειόντων δεν ευσταθούσαν και κατέληξε πως οι καθ΄ ων η αίτηση/Εφεσίβλητοι ενήργησαν εντός των ορίων της διακριτικής τους εξουσίας, κατά τρόπο που δεν χωρούσε η οποιαδήποτε επέμβαση του Δικαστηρίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή οδηγήθηκε σε απόρριψη και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώθηκε.
Με την ενώπιόν μας έφεση, τίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε. Πιο συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι παρέλειψε να αποφασίσει επί της δικογραφημένης θέσης των Εφεσειόντων ότι τα γεγονότα της καταγγελίας δεν είχαν γίνει αποδεκτά, θεωρώντας τα ως δεδομένα και αδιαφιλονίκητα, με τον δεύτερο ότι παρέλειψε να αποφασίσει κατά πόσο ο Κανονισμός 23(2), επί του οποίου στηρίχθηκε η απόφαση του Υπουργού, ήταν αντίθετος με το Νόμο, ή/και έσφαλε στην ερμηνεία του Νόμου επί του θέματος και με τον τρίτο λόγο ότι αγνόησε το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν παντελώς αδικαιολόγητη.
Ως λέχθηκε, μέσω του πρώτου λόγου έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «.. παρέλειψε να αποφασίσει επί της δικογραφημένης θέσης των Αιτητών ότι τα γεγονότα της καταγγελίας δεν είχαν γίνει αποδεκτά και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση θεωρώντας σαν δεδομένο ότι τα γεγονότα ήσαν αδιαφιλονίκητα.». Η αιτιολογία που τον συνοδεύει, είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τα όσα καταγράφονται στο σώμα του πρώτου λόγου έφεσης. Προβάλλεται ότι η καταγγελία της μεταφοράς μεγαλύτερου του επιτρεπομένου αριθμού επιβατών αμφισβητήθηκε, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε «.. στην καταγγελία κάποιου Αστυνομικού της Λιμενικής η οποία υπήρχε στο σχετικό διοικητικό φάκελο και μόνο», ότι την «. Διοικητική δικαιοσύνη την απένειμε ένας αστυνομικός με ισχυρισμούς και καταγγελίες που δεν έγιναν αποδεκτές» και ότι, ουσιαστικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στην πιο πάνω καταγγελία του Αστυνομικού, τα γεγονότα της οποίας δεν έγιναν ποτέ αποδεκτά, θεωρώντας τα ως δεδομένα.
Σκόπιμα παραθέσαμε σε έκταση τα όσα καλύπτει ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης και η αιτιολογία που τον συνοδεύει, προκειμένου να καταδειχθεί το ακριβές υπόβαθρό του και να διαφανεί κατά τρόπο ξεκάθαρο ότι μεγάλο μέρος των όσων εκτεταμένα παρατέθηκαν ενώπιόν μας, κατά την εξέτασή του, εκφεύγουν του περιεχομένου του. Συγκεκριμένα, πέραν των όσων αναπτύχθηκαν σε σχέση με το εύρος της καταγγελίας και την αποδοχή των γεγονότων επί των οποίων εδραζόταν, προβλήθηκαν, κατά την ακρόαση της έφεσης, ισχυρισμοί περί ανεπίτρεπτης συνδρομής ποινικής και ταυτόχρονα διοικητικής ποινής, παραβίασης, ως εκ τούτου, του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος, αλλά και, γενικά, σε σχέση με τη νομιμότητα επιβολής ενός διοικητικού προστίμου, ανεξάρτητα από πρόβλεψη οποιασδήποτε ποινικής ή πειθαρχικής διαδικασίας. Είναι ζητήματα τα οποία δεν θα μας απασχολήσουν, αφού κινούνται εκτός του πλαισίου του πρώτου λόγου έφεσης.
΄Ο,τι λοιπόν αφορά στον υπό συζήτηση λόγο, εξαντλείται στη θέση ότι τα γεγονότα της καταγγελίας εκλήφθηκαν εκ προοιμίου ως παραδεκτά, παρά την αντίθετη θέση των Εφεσειόντων.
Η προσέγγιση αυτή στερείται ερείσματος. Η πρωτόδικη αντίληψη επί του θέματος ήταν ορθή και πλήρως τεκμηριωμένη. Οι Εφεσείοντες κλήθηκαν με επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας ημερ. 3.12.2012, να ενημερώσουν γραπτώς το Τμήμα ως προς τις θέσεις τους αναφορικά με το επίδικο συμβάν. Αναφερόταν στην εν λόγω επιστολή ότι στις 28.7.2011 μέλος της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας Παραλιμνίου προέβηκε σε καταμέτρηση των επιβαινόντων στο Σκάφος και διαπίστωσε ότι μετέφερε 191 επιβάτες, κατά παράβαση του Πιστοποιητικού Ασφαλείας Ακτοπλοϊκού Σκάφους, το οποίο εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ακτοπλοϊκών και ΄Αλλων Επιβατικών Σκαφών Κανονισμών του 2002, ΚΔΠ 342/2002 (οι Κανονισμοί). Ανταποκρινόμενοι οι Εφεσείοντες απάντησαν, μέσω του δικηγόρου τους, με επιστολή τους ημερομηνίας 5.12.2012 ότι δεν αποδέχονται την καταγγελία, θέτοντας ότι η σωστή διαδικασία είναι η ποινική δίωξη. Ο εν λόγω συνήγορος παρέπεμπε επίσης σε προηγούμενη επιστολή του ημερομηνίας 3.12.2012, την οποία απέστειλε εκ μέρους άλλων πελατών του, υιοθετώντας, προς αποφυγή επανάληψης, το περιεχόμενό της. Στην επιστολή αυτή γινόταν λόγος για ανεπίτρεπτη καταδίωξη των πελατών του από το αρμόδιο τμήμα και επαναλαμβανόταν η θέση του για ποινική δίωξη ως ορθότερης διαδικασίας.
Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, οι Εφεσίβλητοι προχώρησαν στην έκδοση της επίδικης απόφασης επιβολής διοικητικού προστίμου με επιστολή τους ημερομηνίας 14.1.2013, την οποία κοινοποίησαν στους Εφεσείοντες. Σε αυτή γίνεται αναφορά στην απολογία των Εφεσειόντων, όπως εκφράστηκε στην επιστολή τους ημερομηνίας 5.12.2012. Σημειώνεται ότι, αφού μελετήθηκαν με προσοχή οι θέσεις τους και λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που είχαν ενώπιον τους, οι Εφεσίβλητοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι εξηγήσεις και η απολογία δεν ήταν ικανοποιητικές και βεβαίωναν την παράβαση των σχετικών διατάξεων της νομοθεσίας, κρίνοντας αναγκαία την επιβολή διοικητικού προστίμου. Αιτιολογώντας την προσέγγισή τους, παρέπεμψαν στον έλεγχο του Σκάφους κατά την επίδικη ημερομηνία από μέλος της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, στο πιστοποιητικό ασφαλείας του Σκάφους, τη μεταφορική του ικανότητα, 150 επιβατών και τον αριθμό καθισμάτων. Ακολούθως, παρέπεμπαν στην εξουσία της Αρμοδίας Αρχής για επιβολή προστίμου και στη σοβαρότητα της παράβασης με δεδομένη την υπέρβαση κατά 41 επιβάτες.
Συνεπώς, οι Εφεσίβλητοι εξέτασαν όλα τα ενώπιόν τους δεδομένα. Αποδεχόμενοι την ορθότητα του ελέγχου από το αστυνομικό όργανο και έχοντας κατά νουν τη μεταφορική ικανότητα του Σκάφους, όπως προέκυπτε από το σχετικό πιστοποιητικό και τον φυσικό έλεγχό του, απέρριψαν τις θέσεις των Εφεσειόντων.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει κατά πόσον ο Κανονισμός 23(2) της ΚΔΠ 342/2002, επί του οποίου στηρίχθηκε η προσβληθείσα απόφαση, ήταν αντίθετος με τον Νόμο και/ή εκδόθηκε καθ΄ υπέρβασίν του. Εισηγούνται οι Εφεσείοντες ότι ο εξουσιοδοτών Νόμος, ο Ν. 77/1985, δεν παρείχε εξουσία στον Υπουργό για επιβολή προστίμου.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Όπως εντοπίζεται από την επίδικη πράξη ημερομηνίας 14.1.2013, οι Εφεσίβλητοι στηρίχθηκαν στο ΄Αρθρο 8(1) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ανεξάρτητα μάλιστα αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης, μέχρι €42.715, σε σχέση με παράβαση του εν λόγω Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται για την εφαρμογή του. Συνακόλουθα, δυνάμει του Κανονισμού 23(2) της ΚΔΠ 342/2002, παρέχεται στην εν λόγω Αρχή η εξουσία επιβολής προστίμου μέχρι €8.543 στις περιπτώσεις υπέρβασης του επιτρεπόμενου αριθμού επιβατών.
Είναι στη βάση των πιο πάνω, ΄Αρθρο 8(1) του Νόμου και Κανονισμού 23(2) των Κανονισμών, που επιβλήθηκε το υπό κρίση διοικητικό πρόστιμο ύψους €4.100. Ως εκ τούτου, δεν εντοπίζεται οιαδήποτε υπέρβαση του εξουσιοδοτούντος Νόμου, δεδομένου ότι στον υπό αναφορά Κανονισμό αποτυπώνεται, ουσιαστικά, το ίδιο το ΄Αρθρο 8(1) του Νόμου, με επικέντρωση στην περίπτωση υπέρβασης του επιτρεπομένου αριθμού επιβατών, που αποτελεί το ενώπιόν μας δεδομένο. Συνεπώς, ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και υιοθετείται από τους Εφεσίβλητους, ότι το ΄Αρθρο 8(1) του Νόμου παρείχε αυτοτελές και ικανοποιητικό νομικό έρεισμα για την επιβολή του διοικητικού προστίμου στους Εφεσείοντες, αφού, τέτοιο πρόστιμο, δικαιολογείται όταν εντοπίζεται παράβαση, όχι μόνο του Νόμου, αλλά και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ότι η απόφαση για επιβολή του συγκεκριμένου προστίμου των €4.100 ήταν παντελώς αδικαιολόγητη. Προεκτείνοντας ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες ότι δεν δίδεται οποιαδήποτε αιτιολογία ως προς το ύψος του προστίμου και ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας. Αποδίδουν στον αρμόδιο Υπουργό επιβολή του, χωρίς κανένα κριτήριο ή δικαιολογία και κατά τρόπο αυθαίρετο.
΄Όπως ήδη λέχθηκε, προτού επιβληθεί το υπό κρίση διοικητικό πρόστιμο, ζητήθηκαν οι θέσεις των Εφεσειόντων, οι οποίοι και τις υπέβαλαν γραπτώς, μέσω του δικηγόρου τους, με την επιστολή τους ημερομηνίας 5.12.2012.
Οι πράξεις της διοίκησης, όπως επιβάλλει η αρχή της νομιμότητας, πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ούτως ώστε, αφενός, να διαπιστώνεται σε κάθε περίπτωση η ορθή εφαρμογή του Νόμου και, αφετέρου, να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχός τους. Η επάρκεια, βεβαίως, της αιτιολογίας συναρτάται από τα δεδομένα και τη φύση της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.
Εν προκειμένω, η Αρμόδια Αρχή, ο Υπουργός Συγκοινωνιών και ΄Εργων, εκδίδοντας την επίδικη πράξη ημερομηνίας 14.1.2013, αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας, έκαμε ρητή αναφορά στα γεγονότα που την περιβάλλουν και στην νομιμοποιητική βάση επιβολής του προστίμου. Προβάλλει αβίαστα ότι είχε πλήρη γνώση των προνοιών του Νόμου, αλλά και των δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης. ΄Οπως βάσιμα καταγράφεται στην επιστολή ημερομηνίας 14.1.2013 και κοινοποιείται στους Εφεσείοντες, η μεγάλη υπέρβαση στον αριθμό επιβαινόντων, 41 περισσότεροι επιβάτες, «.. συνιστά σοβαρότατη παράβαση η οποία έθεσε σε κίνδυνο την ασφάλεια των επιβατών και του πληρώματος.». Υπό τις συνθήκες αυτές και με βάση τα πραγματικά της περίπτωσης περιστατικά, παρέχεται επαρκές πλαίσιο αιτιολόγησης. Η Αρμοδία Αρχή άσκησε στο σωστό μέτρο τη διακριτική της ευχέρεια, με το ύψος του επιβληθέντος προστίμου να κινείται εντός των ορίων της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένης της σοβαρής παράβασης, των κινδύνων που εγκυμονούσε για την ασφάλεια των επιβαινόντων, αλλά και του ανώτατου ύψους διοικητικού προστίμου που προέβλεπαν οι Κανονισμοί.
Υπό τα πιο πάνω δεδομένα, δεν παρέχεται ευχέρεια δικαστικής παρέμβασης, προς ανατροπή της επίδικης πράξης, αφού δεν εντοπίζεται ούτε έλλειψη αρμοδιότητας, ούτε παραβίαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του αποφασίζοντος οργάνου.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3.000 εις βάρος των Εφεσειόντων.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
ΣΦ.