ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 31/17)

11 Οκτωβρίου, 2023

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

1.    ΓΙΑΝΝΗ ΚΩΣΤΑ ΚΑΣΑΠΗ

2.    LYUBOV KRYVYAK,

Εφεσείοντες, ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσίβλητων.

_______________________

Κ. Χατζηχριστοδούλου (κα), για Στυλιανός Γ. Στυλιανού Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

 

Β. Χριστόφορου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

_______________________

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από την
Καλλιγέρου, Δ.

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες είχαν προσβάλει με προσφυγή τους στο Διοικητικό Δικαστήριο τη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 10/6/2014, με την οποία απέρριψε την ιεραρχική τους προσφυγή κατά της απόφασης της Διευθύντριας Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης να κηρύξει τον γάμο τους ως εικονικό και να τερματίσει την άδεια παραμονής της εφεσείουσας αρ. 2 στη Δημοκρατία.

Η προσφυγή τους εκδικάστηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο και απορρίφθηκε. Ακολούθησε η καταχώριση εκ μέρους τους της παρούσας έφεσης.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, η εφεσείουσα αρ. 2, Ουκρανή υπήκοος, αφίχθη στη Δημοκρατία στις 19/9/2003, με άδεια εισόδου, η οποία εκδόθηκε στις 11/9/2003, για να εργαστεί για περίοδο τεσσάρων μηνών ως εποχιακή γεωργική εργάτρια. Με την λήξη της περιόδου αυτής αναχώρησε από τη Δημοκρατία. Στις 9/4/2004, αφίχθη εκ νέου, με άδεια εισόδου και εργασίας ως οικιακή βοηθός. Η εν λόγω άδειά της ανανεωνόταν κατά την λήξη της ανά διετία, με ισχύ μέχρι και την 9/1/2008. Μετά τον θάνατο του εργοδότη της και πριν την λήξη της άδειάς της, η εφεσείουσα αρ. 2 ζήτησε όπως της δοθεί άδεια για εργασία ως οικιακή βοηθός σε άλλο εργοδότη, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε στις 17/4/2007. Η άδειά της αυτή ανανεωνόταν ανά έτος και η τελευταία ανανέωση ίσχυε μέχρι την 3/12/2012, αναφερόμενη ως τελική και μη ανανεώσιμη («FINAL/NOT RENEWABLE»). Πριν την λήξη της πιο πάνω τελικής άδειας και ειδικότερα στις 7/6/2011, η εφεσείουσα αρ. 2 υπέβαλε άλλη αίτηση για πολιτογράφησή της ως Κύπρια πολίτης, λόγω της 7ετούς διαμονής της στη Δημοκρατία. Πριν την εξέτασή της ρηθείσας αίτησης για πολιτογράφηση, η εφεσείουσα τέλεσε στις 10/2/2012, γάμο με τον 80χρονο τότε Ελληνοκύπριο, Εφεσείοντα αρ. 1.

Μετά τον γάμο της η εφεσείουσα αρ. 2 υπέβαλε στις 13/3/2012, αίτηση για παραχώρηση άδειας παραμονής με σκοπό την εργασία, ως σύζυγος πλέον Κύπριου πολίτη, η οποία εγκρίθηκε στις 26/7/2012 και της εκδόθηκε η σχετική άδεια, με ισχύ μέχρι τις 21/6/2013.

 

Στις 11/8/2012, το Αρχηγείο της Αστυνομίας ΥΑΜ απέστειλε στο Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών έκθεση, αναφορικά με τις έρευνες που διενέργησε για τη διαπίστωση της γνησιότητας του γάμου των εφεσειόντων. Σύμφωνα με αυτήν αρμόδιοι λειτουργοί είχαν επισκεφθεί την οικία των εφεσειόντων και συνομίλησαν με τον εφεσείοντα αρ. 1, οποίος ήταν μόνος στο σπίτι. Βάσει των όσων ο ίδιος τους ανέφερε, ο γάμος τους τελέστη μετά από προτροπή της εφεσείουσας αρ. 2 προς τον ίδιο, με αντάλλαγμα να τον φροντίζει και να του καθαρίζει το διαμέρισμά του. Περαιτέρω ότι η εφεσείουσα αρ. 2 δεν συνεισέφερε οικονομικά για τη διαβίωση τους, δεν είχαν ποτέ συζυγικές σχέσεις και κοιμόντουσαν σε ξεχωριστά υπνοδωμάτια. Λαμβάνοντας υπόψη πέραν των ανωτέρω και του γεγονότος ότι υπήρχε μεταξύ των συζύγων και διαφορά ηλικίας 30 ετών, η διαπίστωση της Αστυνομίας ήταν ότι ο γάμος ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας ευκαιριακός, καθ' ότι φαινόταν ότι ο μοναδικός σκοπός της εφεσείουσας αρ. 2 μέσω αυτού του γάμου ήταν η εξασφάλιση άδειας παραμονής.

 

Σε συνέχεια των πληροφοριών αυτών ακυρώθηκε η άδεια παραμονής της εφεσείουσας αρ. 2 και αυτή κλήθηκε στις 6/2/2013 από την Διευθύντρια του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης να αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία.

Στις 15/2/2013, οι εφεσείοντες απευθύνθηκαν μέσω δικηγόρου προς τον Υπουργό Εσωτερικών, με αίτημά τους την επανεξέταση του ζητήματος. Ακολούθησε ανάκληση της πιο πάνω απόφασης και εξέταση της γνησιότητας του γάμου από την Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γόμους.

Κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 20/6/2013, η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε γνώση του περιεχομένου του σχετικού φακέλου και ειδικότερα τα πορίσματα της έρευνας που είχε διεξαχθεί από τη Αστυνομία και αποφάνθηκε ότι επρόκειτο περί εικονικού γάμου.

Η Διευθύντρια Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, αφού έλαβε υπόψη το ιστορικό παραμονής της Εφεσείουσας αρ. 2 στη Δημοκρατία, καθώς και τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, θεώρησε στις 4/7/2013 τον γάμο ως εικονικό και απαγόρευσε στην Εφεσείουσα αρ. 2 να παραμείνει στη Δημοκρατία. Για την απόφασή της αυτή ενημερώθηκαν οι εφεσείοντες στις 8/7/2013 με επιστολή της, στην οποία ενημερώνονταν για το δικαίωμα τους να υποβάλουν ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών.

Οι εφεσείοντες υπέβαλαν μέσω του δικηγόρου τους ιεραρχική προσφυγή προς τον Υπουργό Εσωτερικών, αναφερόμενοι στην ύπαρξη γνήσιου γάμου, στις σχέσεις στοργής και εκτίμησης μεταξύ τους, καθώς και σε μαρτυρίες γνωστών τους ότι από τον γάμο τους διέμεναν μαζί στο ίδιο σπίτι. Ο Υπουργός Εσωτερικών εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή και εξέδωσε απορριπτική απόφαση στις 10/6/2014. Σύμφωνα με την απόφασή του διαφάνηκε πως υπήρχε έλλειψη κατάλληλης συμβολής στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων που απέρρεαν από τον γάμο, καθώς επίσης ότι η εφεσείουσα αρ. 2 αντιμετώπιζε προβλήματα με την παραμονή της στη Δημοκρατία.

Στο στάδιο ακρόασης της έφεσης ενώπιον μας, οι δικηγόροι των εφεσειόντων απέσυραν την έφεση για τον εφεσείοντα αρ. 1, ο οποίος στο μεταξύ είχε αποβιώσει, παραδίδοντας επιστολή με σχετική προς τούτο εντολή του διαχειριστή της περιουσίας του.

Ενόψει της δήλωσης αυτής, η έφεση για τον εφεσείοντα αρ. 1 απορρίπτεται, χωρίς έξοδα.

Με εννέα λόγους έφεσης, που βάλλουν κατά της ορθότητας της εκκαλούμενης δικαστικής απόφασης, η εφεσείουσα αρ. 2, επαναφέρει ουσιαστικά προς εξέταση τους λόγους ακύρωσης που αναπτύχθηκαν στη προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού  Δικαστηρίου σε σχέση με τα κατ' ισχυρισμό σφάλματα της διοίκησης. Πρόσθετα αναπτύχθηκαν και λόγοι έφεσης σε σχέση με τα σφάλματα του Δικαστηρίου. Ειδικότερα υποστήριξε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς που τέθηκαν στην προσφυγή, ότι ο γάμος ήταν καθόλα νόμιμος, βασιζόμενος σε αισθήματα αγάπης, εκτίμησης και σεβασμού και ότι σε καμία περίπτωση δε θέλησαν να τελέσουν εικονικό γάμο για οποιονδήποτε λόγο. Περαιτέρω ότι η διοικητική απόφαση στερείτο επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας, καθώς βασίστηκε σε απόψεις και μαρτυρίες αστυνομικών και άλλων λειτουργών που διεξήγαγαν άπαξ μόνο επιτόπια έρευνα, καθώς και στα πορίσματα της αρμόδιας Επιτροπής, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι δικές τους ενστάσεις που εμφαίνονταν, όπως αναφέρουν, από όλες τις ενέργειές τους μέχρι την ημέρα έκδοσης της δικαστικής απόφασης. Κατά την θέση της εφεσείουσας αρ. 2, το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έλαβε σοβαρά υπόψιν τη συνεχιζόμενη παραμονή των αιτητών κάτω από την ίδια στέγη, ενώ ο εφεσείων αρ. 1 σε μια δικάσιμο προ των διευκρινίσεων, ήτο παρών στο Δικαστήριο και δήλωσε εμφανώς και κατηγορηματικά ότι συζεί με εφεσείουσα αρ. 2. Πρόσθετα δε, ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στα συμπεράσματά του και λανθασμένα δέχθηκε ότι ισχύουν οι προϋποθέσεις για τη μη (sic) κήρυξη ενός γάμου ως εικονικού. Λανθασμένα επίσης το Δικαστήριο αποφάσισε περί του ορθού τρόπου της διενεργηθείσας έρευνας παρά των καθ' ων και ότι τα συμπεράσματα τους ήτο ασφαλή καθώς και ότι η Διευθύντρια κατέληξε ορθά στη ληφθείσα απόφαση, χωρίς να δεχτεί τον λόγο ακυρώσεως περί πραγματικής ή νομικής πλάνης της Διοίκησης, αλλά και αυτόν της υπέρβασης των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Τέλος δε, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απεφάνθη και/ή κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ήτο ορθή η θέση των καθ' ων η αίτηση στην απόφασή τους για την μη γνησιότητα του γάμου, λόγω έλλειψης κατάλληλης συμβολής στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το γάμο και στην ύπαρξη ενδείξεως ότι ο ένας εκ των δύο συζύγων παρουσίαζε προβλήματα όσον αφορά την άδεια διαμονής του στη Δημοκρατία.

Οι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν σωρευτικά, καθ' ότι άπτονται όλοι της κατ' ισχυρισμό εσφαλμένης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την προσφυγή, επαναφέροντας ουσιαστικά οι πλείστοι τους λόγους ακυρώσεως που αναπτύχθηκαν στην προσφυγή.

Καταρχάς κρίνεται πως με δεδομένο ότι ο διαχειριστής της περιουσίας του εφεσείοντα αρ. 1 έδωσε εντολή για απόσυρση της έφεσης και αυτή στην συνέχεια, ως προαναφέρθηκε, αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή, έχει, σε σχέση με τον εφεσείοντα αρ. 1, τελεσιδικήσει.

Οι 3ος , 4ος , 5ος  και 6ος  λόγοι έφεσης που βάλλουν κατά της ορθότητας της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου να καταλήξει, κατά τους σχετικούς ισχυρισμούς, ότι ο γάμος των εφεσειόντων ήταν εικονικός, με παράλειψη του Δικαστηρίου να λάβει υπόψιν του τις ενστάσεις τους και το περιεχόμενό τους, καθώς και το γεγονός ότι μέχρι και την δικάσιμο των Διευκρινίσεων ο εφεσείων αρ.1 ήταν παρών στο Δικαστήριο και δήλωσε ότι ο γάμος του ήταν γνήσιος, απορρίπτονται ως αβάσιμοι, καθ' ότι εμπεριέχουν πλάνη σε σχέση με την δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου.

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Διοικητικό Δικαστήριο δεν εξετάζει σε τέτοιες προσφυγές (σε αντίθεση με τις φορολογικές) την ουσία της διοικητικής απόφασης, υποκαθιστώντας την δική του κρίση στην κρίση του διοικητικού οργάνου, αλλά ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας (και όχι ορθότητας). Το Διοικητικό Δικαστήριο ελέγχει κατά πόσον η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν νόμιμη, δεν ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο και σε περίπτωση κατά την οποία ο νόμος εναποθέτει στο διοικητικό όργανο διακριτική ευχέρεια, το Δικαστήριο ελέγχει την λήψη της απόφασης εντός των άκρων ορίων της ευχέρειας αυτής. Η νομιμότητα δε της απόφασης της διοίκησης ελέγχεται βάσει των δεδομένων ενώπιον του διοικητικού οργάνου κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης και βάσει του νομοθετικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον χρόνο αυτό. Μαρτυρία δε είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη μόνο αν γίνει δεκτό από το Δικαστήριο το αίτημα για προσαγωγή της.

Οι υπόλοιποι λόγοι εφέσεως (1ος, 2ος, 7ος, 8ος και 9ος) απορρίπτονται, καθ' ότι δεν έχει αποδειχθεί πως το Δικαστήριο έσφαλε στην άσκηση της δικαιοδοσίας του. Η επίδικη στην προσφυγή διοικητική απόφαση ήταν η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών σε ιεραρχική προσφυγή κατά της απόφασης της Διευθύντριας Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Στα πλαίσια της εξουσίας του για έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας της απόφασης της Διευθύντριας, λαμβανομένων υπόψιν εκτός από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και των ισχυρισμών που τέθηκαν στην ένσταση των εφεσειόντων, αποφάσισε να επικυρώσει την απόφαση της Διευθύντρια, αντικείμενο της ιεραρχικής προσφυγής.

Δεν εντοπίζουμε κανένα σφάλμα στην πρωτόδικη δικαστική απόφαση. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ήταν νόμιμη, αιτιολογημένη και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του, αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, μας βρίσκει σύμφωνους. Οι εφεσείοντες στην ένστασή τους και ενώ τους είχαν κοινοποιηθεί οι λόγοι για τους οποίους η Διευθύντρια κατέληξε στην απόφασή της για την εικονικότητα του γάμου, βάσει του άρθρου 7Α του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, (Κεφ. 105), δεν προσκόμισαν με την ιεραρχική τους προσφυγή αποδείξεις σε σχέση με την συνεισφορά της εφεσείουσας αρ. 2 στα κοινά οικογενειακά έξοδα με σκοπό να ανατρέψουν την κατάληξη της Διευθύντριας η οποία βασίστηκε σε έρευνα της Αστυνομίας. Όπως προαναφέρθηκε στην έρευνα της Αστυνομίας, ο εφεσείοντας αρ. 1 ανέφερε πως η εφεσείουσα αρ. 2 δεν συνεισέφερε στα έξοδα, αλλά ενίοτε του ζητούσε χρήματα, επειδή καθάριζε το διαμέρισμά του. Σε σχέση με την πρόσθετη αιτιολογία, ότι η εφεσείουσα αρ. 2 αντιμετώπιζε προβλήματα με την άδεια παραμονής της, επέμειναν απλώς, ότι καθ' όλη την παραμονή της στη Δημοκρατία η εφεσείουσα αρ. 2 είχε διαμείνει και εργαστεί νόμιμα. Μέχρι τέλους, τόσο ενώπιον του Υπουργού, όσο και στο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες επέμειναν για την γνησιότητα του γάμου τους και την στοργή και εκτίμηση που έτρεφε ο ένας για τον άλλο, δίδοντας βαρύτητα στο γεγονός ότι προσκόμισαν μαρτυρία των γνωστών τους ότι συγκατοικούσαν όλο τον χρόνο από τον γάμο τους και μετά, συγκατοίκηση όμως η οποία δεν αμφισβητήθηκε.

Σύμφωνα με το άρθρο 7(Α)(3) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, (Κεφ. 105), o Διευθυντής έχει την διακριτική ευχέρεια να απαγορεύσει την διαμονή αλλοδαπού στη Δημοκρατία ή να ανακαλέσει την άδεια παραμονής αν καταλήξει, μετά από γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι ο γάμος είναι εικονικός, δηλαδή γάμος ευκαιρίας.

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η αιτιολογία που δόθηκε βρίσκεται εντός των επιτρεπτών από το Νόμο ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος βάσει των ενώπιόν του στοιχείων απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή. Από τον φάκελο προκύπτει ότι η εφεσείουσα αρ. 2 πριν την λήξη της άδειας παραμονής της, η οποία ορίστηκε ως τελική και μη ανανεώσιμη, υπέβαλε αίτηση για πολιτογράφηση και περαιτέρω τέλεσε και γάμο με Κύπριο πολίτη, ο οποίος βάσει της έρευνας που διεξήχθη και σύμφωνα με όλα τα δεδομένα που συλλέγησαν κρίθηκε πως ήταν εικονικός.

Το Δικαστήριο πρωτόδικα ορθά κατέληξε, ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως δεν αποδείχθηκε και ότι η εξουσία του Υπουργού βρισκόταν εντός των επιτρεπτών ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.

Για όλους τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, με €3000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας αρ. 2.

 

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΓΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο