ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 12/17)

 

 

5 Οκτωβρίου, 2023

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

PRANA CO LTD

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

 

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η αίτηση

_________________

 

    Θ. Αναστασιάδης  για Α. Θ. Μαθηκολώνη, για την Εφεσείουσα.

    Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,για τους Εφεσίβλητους.

_________________

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.:    Η εφεσείουσα προσέβαλε στο Διοικητικό Δικαστήριο την νομιμότητα της απόφασης των εφεσιβλήτων, ημερ. 22.4.2013, με την οποία, επιβλήθηκε σ΄ αυτήν το ποσό των €19.211 ως εισαγωγικός δασμός και φόρος προστιθέμενης αξίας καθώς και χρηματική επιβάρυνση ύψους €1.921 πλέον τόκους.

 

    Το Διοικητικό Δικαστήριο, για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του, απέρριψε την πιο πάνω προσφυγή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη. 

 

    Με την υπό κρίση έφεση, με αριθμό λόγων, αμφισβητείται η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου. 

 

    Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση σε συντομία έχουν ως ακολούθως:   Η εφεσείουσα εισήγαγε, το 2008, αριθμό ποδηλάτων από την Τυνησία και στις διασαφήσεις που καταχώρισε, δηλώθηκε ότι τα εν λόγω εμπορεύματα ενέπιπταν σε κατηγορία προτιμησιακής μεταχείρισης με μηδενικό συντελεστή εισαγωγικού δασμού λόγω της καταγωγής τους. Έτσι, στη βάση των σχετικών δηλώσεων δεν επιβλήθηκε εισαγωγικός δασμός. 

 

    Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης ενημέρωσε τους εφεσίβλητους, ότι μεγάλες ποσότητες ποδηλάτων που κατασκευάζονται στην Κίνα, εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την Μαλαισία, προσκομίζοντας στις τελωνειακές αρχές αναληθή πιστοποιητικά καταγωγής με σκοπό να εξασφαλίζεται προτιμησιακός συντελεστής εισαγωγικού δασμού.    Έτσι, το Τμήμα Τελωνείων, κατά ή περί το 2009, πραγματοποίησε εκ των υστέρων ελέγχους σε διάφορους εισαγωγείς ποδηλάτων στη Δημοκρατία μεταξύ των οποίων και στην εφεσείουσα.  Μετά από έλεγχο στην τελευταία διαπιστώθηκαν παρατυπίες σε αριθμό διασαφήσεων οι οποίες δημιούργησαν αμφιβολίες ως  προς την πραγματική προέλευση των ποδηλάτων.

 

        Οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 30.5.2011 ζήτησαν από τις τελωνειακές αρχές της Τυνησίας την επιβεβαίωση της αυθεντικότητας και ακρίβειας του πιστοποιητικού EUR 1 και των σχετικών τιμολογίων ενημερώνοντας τους συνάμα ότι, υπάρχουν ισχυρές υποψίες ότι τα εμπορεύματα είναι κινεζικής προέλευσης.   Επιπρόσθετα, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν επιβεβαίωση της αυθεντικότητας και τριών άλλων τιμολογίων που δεν αναφέρονται στο πιο πάνω πιστοποιητικό EUR 1, τα οποία όμως αφορούν άλλα εμπορεύματα που εισήγαγε η εφεσείουσα, διαφορετικά από τα επίδικα.   Η εφεσείουσα, προκειμένου να αποδείξει ότι τα πιο πάνω εμπορεύματα είναι τυνησιακής προέλευσης, προσκόμισε τον Ιούλιο του 2012, επιστολή ημερ. 11.10.2007, η οποία αποτελεί έγκριση των τελωνείων της Τυνησίας προς συγκεκριμένο εξαγωγέα. 

 

    Οι τελωνειακές αρχές της Τυνησίας με επιστολή τους ημερ. 18.10.2012 επιβεβαίωσαν την αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κυκλοφορίας, χωρίς όμως οποιαδήποτε αναφορά στις δηλώσεις τιμολογίου για τα συγκεκριμένα εμπορεύματα.  Επισημαίνεται ότι, τα εμπορεύματα, τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο της προβαλλόμενης πράξης, δεν επιβεβαιώθηκαν από τις αρχές της Τυνησίας.      

 

   Οι εφεσίβλητοι, με επιστολή τους ημερ. 25.9.2012, κάλεσαν την εφεσείουσα να υποβάλει είτε γραπτώς είτε προφορικώς τις θέσεις της.  Η       τελευταία, δεν ανταποκρίθηκε στην πιο πάνω επιστολή και έτσι, οι  εφεσίβλητοι, στις 22.4.2013, εξέδωσαν την πιο πάνω απόφαση  με την οποία έκριναν άκυρες τις δηλώσεις τιμολογίων που υπέβαλε η εφεσείουσα και επέβαλε σ΄ αυτήν εισαγωγικό δασμό, Φ.Π.Α. καθώς και χρηματική επιβάρυνση.   

     Η εφεσείουσα με συνολικά πέντε λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση και δη ότι το πρωτόδικο δικαστήριο (i)  προέβηκε σε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προνοιών του Πρωτοκόλλου 4 για τον ορισμό της έννοιας «καταγόμενα προϊόντα» ή «προϊόντα καταγωγής» και για τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας (στο εξής «Πρωτόκολλο»), με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα (λόγοι έφεσης 1 και 2), (ii) δεν εφάρμοσε ορθά ή/και καθόλου τις πρόνοιες «. του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/12 του Συμβουλίου» (λόγος έφεσης 3), (iii)  λανθασμένα  κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη (λόγος έφεσης 4) και τέλος (iv)  το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν παραβιάζονταν οι αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της συνεπούς συμπεριφοράς (5ος λόγος έφεσης).

 

    Το Δικαστήριο ως εκ της συνάφειας τους, θα εξετάσει μαζί τους λόγους έφεσης 1 και 2, οι οποίοι σχετίζονται με την ισχυριζόμενη λανθασμένη ερμηνεία του Πρωτοκόλλου από μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου. 

 

    Ο  ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε,  μεταξύ άλλων, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις πρόνοιες του άρθρου 33(6) του Πρωτοκόλλου και δεν έλαβε υπόψη τα  διαλαμβανόμενα  του άρθρου 33(4).     

 

     Καταρχάς, το άρθρο 33  του Πρωτόκολλου προνοεί τα ακόλουθα:          

«1. Ο μεταγενέστερος έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής πραγματοποιείται δειγματοληπτικά ή όποτε οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής έχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα τέτοιων εγγράφων, το χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων ή την εκπλήρωση των άλλων όρων του παρόντος πρωτοκόλλου.

2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής πρέπει να επιστρέφουν το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 ή EUR-MED, και το τιμολόγιο, αν έχει υποβληθεί, τη δήλωση τιμολογίου ή τη δήλωση τιμολογίου EUR-MED ή αντίγραφο των εν λόγω εγγράφων στις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής, αναφέροντας, όπου κρίνεται σκόπιμο, τους λόγους που δικαιολογούν τον έλεγχο. Προς επίρρωση της αίτησής τους για έλεγχο, αυτές παρέχουν όλα τα έγγραφα και όλες τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρώσει και που υποδεικνύουν ότι οι πληροφορίες που αναγράφονται στο πιστοποιητικό καταγωγής είναι ανακριβείς.

3. Ο έλεγχος διενεργείται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής. Για τον σκοπό αυτό, οι εν λόγω αρχές έχουν το δικαίωμα να ζητούν την προσκόμιση κάθε αποδεικτικού στοιχείου και να διενεργούν ελέγχους των λογιστικών βιβλίων του εξαγωγέα καθώς και οποιονδήποτε άλλο έλεγχο κρίνουν αναγκαίο.

4. Αν οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής αποφασίσουν να αναστείλουν την προτιμησιακή μεταχείριση για τα συγκεκριμένα προϊόντα, εν αναμονή των αποτελεσμάτων ελέγχου, επιτρέπουν στον εισαγωγέα να παραλάβει τα προϊόντα, με την επιφύλαξη λήψης κάθε προληπτικού μέτρου που κρίνεται απαραίτητο.

5. Οι τελωνειακές αρχές που ζητούν τη διενέργεια του ελέγχου ενημερώνονται για τα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού, το ταχύτερο δυνατό. Για τα εν λόγω αποτελέσματα ορίζουν σαφώς αν τα έγγραφα είναι γνήσια και αν τα σχετικά προϊόντα μπορούν πράγματι να θεωρηθούν ως προϊόντα, καταγωγής Κοινότητας, Τυνησίας ή μίας άλλης από τις χώρες που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 και ότι πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις του παρόντος πρωτοκόλλου.

6. Εάν, σε περίπτωση εύλογων αμφιβολιών, δεν δοθεί απάντηση εντός δέκα μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ελέγχου ή εάν η απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες για τη διαπίστωση της γνησιότητας του εν λόγω εγγράφου ή της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων, οι αιτούσες τελωνειακές αρχές αρνούνται, εκτός εκτάκτων περιστάσεων, το ευεργέτημα των προτιμήσεων.»

 

     Με βάση τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 33(1) του Πρωτοκόλλου ο μεταγενέστερος έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής πραγματοποιείται δειγματοληπτικά ή κάθε φορά που οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής έχουν εύλογες αμφιβολίες ως προς την γνησιότητα τέτοιων εγγράφων, τον χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων ή την εκπλήρωση άλλων όρων του Πρωτοκόλλου.   Έτσι και στην υπό εξέταση περίπτωση, οι τελωνειακές αρχές της Κύπρου, καθηκόντως, μετά από σχετική ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης, ότι εισάγονται στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση από την Μαλαισία μεγάλες ποσότητες ποδηλάτων και προς τούτο προσκομίζουν αναληθή πιστοποιητικά με σκοπό να εξασφαλιστεί προτιμησιακός συντελεστής εισαγωγικού δασμού, πραγματοποίησαν ελέγχους σε διάφορους εισαγωγείς, μεταξύ των οποίων και η εφεσείουσα.

     Μετά από σχετική επιστολή των εφεσιβλήτων, οι τελωνειακές αρχές της Τυνησίας, με επιστολή τους ημερ. 18.10.2012, επιβεβαίωσαν το πιο πάνω πιστοποιητικό για συγκεκριμένο άλλο εμπόρευμα.  Όπως ορθά υποδεικνύει το πρωτόδικο δικαστήριο, τα υπόλοιπα εμπορεύματα τα οποία οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, δεν επιβεβαιώθηκαν από τις αρχές της Τυνησίας.

 

    Πρόσθετα, της πιο πάνω επισήμανσης, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ότι: «Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 33, οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν την εξουσία να αρνηθούν το ευεργέτημα των προτιμήσεων σε περίπτωση που δεν δοθεί απάντηση εντός δέκα μηνών από την  ημερομηνία υποβολής της αίτησης ελέγχου ή εάν η απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες για την διαπίστωση της γνησιότητας του εν λόγω εγγράφου ή της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων».  Σύμφωνα δε με τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 33(6) του Πρωτοκόλλου σε περίπτωση εύλογων αμφιβολιών, αν δεν δοθεί απάντηση εντός 10 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ελέγχου ή εάν η απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες, «. οι αιτούσες τελωνειακές αρχές αρνούνται, εκτός εκτάκτων περιστάσεων, το ευεργέτημα των προτιμήσεων». Στην υπό εξέταση περίπτωση, η απάντηση δόθηκε μετά την έλευση των 10 μηνών και ενόψει τούτου, ως ορθά αναφέρεται στην  πρωτόδικη απόφαση, οι εφεσίβλητοι είχαν την εξουσία να αρνηθούν το ευεργέτημα των προτιμήσεων.  Υπενθυμίζεται ότι τα εμπορεύματα, τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη πράξη, δεν επιβεβαιώθηκαν από τις αρχές της Τυνησίας.

 

    Επιπρόσθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις πρόνοιες του άρθρου 33(4) του Πρωτοκόλλου.  

 

    Το εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται στην περίπτωση που οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής αποφασίζουν να αναστείλουν την προτιμησιακή μεταχείριση προϊόντων, εν αναμονή των αποτελεσμάτων ελέγχου, επιτρέπουν στον εισαγωγέα να παραλάβει τα προϊόντα με την επιφύλαξη λήψης κάθε προληπτικού μέτρου.    Στην υπό εξέταση περίπτωση ο έλεγχος των  τελωνειακών αρχών έγινε σε χρόνο μεταγενέστερο της εισαγωγής και παραλαβής των εμπορευμάτων και έτσι, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 33(4) του Πρωτοκόλλου.   

 

    Συνεπώς, για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2, που σχετίζονται με την λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προνοιών του σχετικού Πρωτοκόλλου, απορρίπτονται.

    Ακολούθως, θα εξεταστεί ο λόγος έφεσης ότι λανθασμένα το  πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη (4ος λόγος έφεσης).  

 

     Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων, με επιστολή του ημερ. 25.9.2012, ενημέρωνε την εφεσείουσα ότι σε σχέση με εισαγωγές ποδηλάτων που αυτή  πραγματοποίησε από την Τυνησία και ενόψει του ότι κατατέθηκε πιστοποιητικό προέλευσης, παραχωρήθηκε προτιμησιακή μεταχείριση και δεν καταβλήθηκαν οι αναλογούντες δασμοί και φόροι.   Περαιτέρω ενημερωνόταν ότι, με βάση το Πρωτόκολλο έγινε προσπάθεια επαλήθευσης των πιστοποιητικών, πλην όμως οι αρμόδιες αρχές της Τυνησίας δεν ανταποκρίθηκαν και με βάση το άρθρο 6 «. οι αιτούσες τελωνειακές αρχές αρνούνται, εκτός εκτάκτων περιστάσεων, το ευεργέτημα των προτιμήσεων».   Με την εν λόγω επιστολή ο διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων παρείχε την δυνατότητα στην  εφεσείουσα όπως, εντός συγκεκριμένης  προθεσμίας, υποβάλει στο Τμήμα Τελωνείων, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, τις ενδεχόμενες θέσεις της σε σχέση με την υπόθεση προκειμένου να εξασκήσει το δικαίωμα ακρόασης που της παρέχεται από τον Νόμο.  Η εφεσείουσα δεν το έπραξε.   Ακολούθως, στις 22.4.2013, εκδόθηκε απόφαση με την οποία επιβλήθηκε στην εφεσείουσα ο πιο πάνω εισαγωγικός δασμός και φόρος προστιθέμενης αξίας καθώς και χρηματική επιβάρυνση.   Στην εν λόγω απόφαση αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι, με βάση το Πρωτόκολλο, έγινε προσπάθεια επαλήθευσης των εν λόγω πιστοποιητικών χωρίς όμως ανταπόκριση και έτσι, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 33(6) του Πρωτοκόλλου, οι τελωνειακές αρχές αρνήθηκαν το ευεργέτημα των προτιμήσεων και ως εκ τούτου τα πιστοποιητικά είναι άκυρα.

 

    Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά επισήμανε ότι τόσο από το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 22.4.2013, η οποία συνιστά την απόφαση, όσο και από την προηγούμενη επιστολή ημερ. 25.9.2012, τέθηκε στην εφεσείουσα με σαφήνεια το πλαίσιο και ο λόγος για τα οποία θεωρήθηκαν άκυρα τα πιστοποιητικά που υπέβαλε.  Συνεπώς, η  προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη και έτσι, ο πιο πάνω λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

    Ακολούθως, θα εξεταστεί ο λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εφάρμοσε «. ορθά ή και καθόλου τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/12 του Συμβουλίου» και δη του άρθρου 220 (3ος λόγος έφεσης).   

 

    Στο περίγραμμα αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 33(6) υπερφαλαγγίζουν τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου του Κανονισμού και δεν έλαβε υπόψη ότι, η εφεσείουσα ενήργησε με καλή πίστη και δικαιούτο να ισχυριστεί τις πρόνοιες του εν λόγω Κανονισμού καθότι ουδεμία ανάμειξη είχε με την οποιαδήποτε παρατυπία.

 

    Με την προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο η εφεσείουσα ζητούσε την ακύρωση της διοικητικής πράξης μόνον για τους ακόλουθους λόγους:  (i)  έλλειψη αιτιολογίας, (ii)  έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα και τον Νόμο, (iii)  παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της συνεπούς συμπεριφοράς, (iv)  παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και του τεκμηρίου της αθωότητας και τέλος (v)  αναρμοδιότητα οργάνου ή προσώπου που εξέδωσε την απόφαση.   Με την προσφυγή στο πρωτόδικο δικαστήριο η εφεσείουσα δεν καθόρισε ως λόγο ακύρωσης παράβαση του πιο πάνω Κανονισμού. Ουδεμία αναφορά σ΄ αυτόν.  Έτσι, δεν απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο και σημειώνεται ότι ουδέποτε αποφάνθηκε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 33(6) του Πρωτοκόλλου υπερφαλαγγίζουν τις πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού, ως προβάλλει η  εφεσείουσα.            

       Το πιο πάνω ζήτημα εγέρθηκε για πρώτη φορά στην υπό εξέταση έφεση.  Όπως έχει επισημανθεί από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, «.δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.». Ενόψει ότι το εγερθέν ζήτημα δεν προωθήθηκε και συνεπώς δεν εξετάστηκε, ούτε και αποφασίστηκε πρωτόδικα, η εφεσείουσα κωλύεται να εγείρει τέτοιον ισχυρισμό για πρώτη φορά ενώπιον  μας.

 

     Και κάτι ακόμη.   Η έρευνα μας, δεν μας οδήγησε στον Κανονισμό  «. (ΕΟΚ) 2913/12 του Συμβουλίου» που επικαλείται η εφεσείουσα και για τον οποίο, να σημειωθεί, επιχειρηματολόγησαν και οι δύο πλευρές.   Αντιθέτως, οι πρόνοιες που επικαλέστηκαν αναφέρονται προφανώς στον Κανονισμό 1293/92.  Εν πάση περιπτώσει, δεν έχει οποιαδήποτε καταληκτική σημασία το θέμα για τον λόγο που έχουμε εξηγήσει πιο πάνω.

  

    Προτού εξεταστεί ο έτερος λόγος έφεσης επισημαίνεται ότι, η παρούσα δεν είναι η περίπτωση όπου το νόμιμο οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των τελωνειακών αρχών.  Πρόσθετα η εφεσείουσα δεν επικαλέστηκε την καλή της πίστη και ότι κατέβαλε κάθε επιμέλεια ώστε να εξακριβωθεί ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την προτιμησιακή μεταχείριση.   Όπως αναφέρθηκε, οι εφεσίβλητοι παραχώρησαν στην εφεσείουσα το δικαίωμα ακρόασης πλην όμως αυτή δεν ανταποκρίθηκε.      

 

    Ακολούθως θα εξεταστεί ο λόγος έφεσης ότι το  πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν παραβιάζονται οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης (5ος λόγος έφεσης).

 

   Στο περίγραμμα αγόρευσης ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι λανθασμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν παραβιάζονταν οι πιο πάνω αρχές παρά το ότι η εφεσείουσα  επικαλέστηκε τις πρόνοιες του άρθρου 33(4) του Πρωτοκόλλου.  Επιπρόσθετα, ως αναφέρθηκε, οι εφεσίβλητοι ουδέποτε προειδοποίησαν την εφεσείουσα  και «. προχώρησαν στην αποστολή επιστολής στις αρχές της Τυνησίας για ενημέρωση αναφορικά με την γνησιότητας των  πιστοποιητικών 2 χρόνια  μετά τις εν λόγω διασαφηνίσεις και ενώ παρήλθε η χρονική περίοδος των 10 μηνών, εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση 4 έτη και 2  μήνες μετά .».   Πρόσθετα, ως αναφέρεται, λανθασμένα δεν λήφθηκε υπόψη ότι η εφεσείουσα δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη  με την παρατυπία, ότι ενήργησε καλόπιστα και προχώρησε στην πώληση των προϊόντων στην ελεύθερη αγορά χωρίς να λάβει υπόψη στην τιμή πώλησης την μεταγενέστερη επιβολή δασμών με αποτέλεσμα, να υποστεί οικονομική ζημιά.

 

    Σύμφωνα με βασική αρχή του διοικητικού δικαίου, τα διοικητικά όργανα, κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, οφείλουν να κατευθύνονται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης και κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων οφείλουν να αποφεύγουν ανεπιεικείς και άδικες λύσεις[1].  Η αρχή της καλής πίστης επιβάλλει στη Διοίκηση να αποφεύγει να ενεργεί κατά τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς  λόγο το διοικούμενο[2].              

 

     Στην υπόθεση Logicom Ltd v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 287, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τα ζητήματα των δασμολογικών κατατάξεων και το ανέλεγκτο της ουσιαστικής εκτίμησης της Διοίκησης:

«Έχει νομολογηθεί (βλ. Στ.Ε. 479/1938 και 564/1949) ότι σε θέματα δασμολογικών ταξινομήσεων η ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης είναι ανεξέλεγκτος. Βλ. και A & S Antoniades and Co. v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 675, 680:

"In matters of classification of goods, such as the present Case, an Administrative Court has no competence to substitute its own discretion in the place of the discretion of the proper authorities (vide Decisions of the Council of State in Greece 479/1938, 564/1949); but, of course, as in every other case of recourse under Article 146 the Court has to examine the legality of the sub-judice decision, and also whether it was reached through any misconception and cognate matters."

Σε μετάφραση:

"Σε θέματα ταξινόμησης αγαθών το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να υποκαταστήσει τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη των αρμοδίων αρχών (βλ. Αποφάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας 479/38, 564/49) αλλά πρέπει να εξετάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά πόσο έχει ληφθεί κάτω από οποιαδήποτε πλάνη και συναφή θεμάτα."

Βλ., επίσηςMakrides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 584, 601

 

    Όπως έχει αναφερθεί, η εφεσείουσα το 2008 εισήγαγε αριθμό ποδηλάτων.  Ακολούθως το Τμήμα Τελωνείων, μετά από σχετική ενημέρωση από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, πραγματοποίησε εκ των υστέρων ελέγχους σε διάφορους εισαγωγείς.    Οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 30.5.2011 ζήτησαν από τις τελωνειακές αρχές της Τυνησίας την επιβεβαίωση της αυθεντικότητας και ακρίβειας του σχετικού πιστοποιητικού και τιμολογίων.   Οι τελευταίες με επιστολή τους, ημερ. 18.10.2012, επιβεβαίωσαν την αυθεντικότητα του συγκεκριμένου πιστοποιητικού χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στις δηλώσεις τιμολογίου για τα συγκεκριμένα εμπορεύματα.   Τα εμπορεύματα τα οποία οδήγησαν στην έκδοση απόφασης από τον διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων δεν επιβεβαιώθηκαν από τις αρχές της Τυνησίας.   Στο μεταξύ οι εφεσίβλητοι, με επιστολή τους ημερ. 25.9.2012, κάλεσαν την εφεσείουσα να υποβάλει είτε γραπτώς είτε προφορικώς τις θέσεις της, πράγμα που δεν έπραξε.   Ακολούθως, στις 22.4.2013, εκδόθηκε η σχετική απόφαση.   Υπό το φως του συνόλου των γεγονότων, λαμβάνοντας υπόψη τον διαρρεύσαντα  χρόνο στην υπό κρίση υπόθεση, υφίσταται καθυστέρηση πλην όμως δεν είναι τέτοιας έκτασης ώστε να κριθεί ότι δεν ήταν εύλογος υπό τις περιστάσεις. 

 

    Το δικαίωμα των εφεσιβλήτων να διενεργήσουν μεταγενέστερους ελέγχους δίδεται από το άρθρο 33(1) του Πρωτοκόλλου κάτω από τις προϋποθέσεις που  τίθενται σ΄ αυτό και συγκεκριμένα «Ο  μεταγενέστερος έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής πραγματοποιείται δειγματοληπτικά ή όποτε οι τελωνειακές αρχές της χώρα εισαγωγής έχουν βάσιμες αμφιβολίες .»,  πράγμα που έπραξαν οι τελωνειακές αρχές της Δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα επαναφέρθηκε η δημόσια τάξη με την ορθή ταξινόμηση των προϊόντων.   Παρά το ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση  δεν υπάρχει ανάκληση εν τη αυστηρή εννοία, κατ΄ αναλογίαν εφαρμόζονται τα όσα αναφέρθηκαν στην Αλέξανδρος Σολέας και Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803 ότι «. η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάκληση όπου η παράνομη διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον».  

 

    Οι εφεσίβλητοι, ως υπεύθυνοι της νομιμότητας της δασμολογικής κατάταξης των εισαγομένων εμπορευμάτων και συνάμα της είσπραξης των επιβαλλομένων φόρων και δασμών, είχαν πρωτίστως υποχρέωση και συνάμα καθήκον να επαναφέρουν  τα πράγματα στην ορθή τους πραγματική και νομική διάσταση, προχωρώντας μάλιστα να εισπράξουν τις οφειλές.   Σε ακολουθία των όσων υποδείχθηκαν στην Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191:

 

«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στην λειτουργία της Διοίκησης.  Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στην διοικητική λειτουργία.  Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου.»                 

 

 

     Η είσπραξη των οφειλομένων ποσών από την νέα δασμολογική κατάταξη αποτελούσε υποχρέωση της διοίκησης.  

 

    Όλα τα πιο πάνω απαντούν τις αιτιάσεις της εφεσείουσας σε σχέση με το ανεπίτρεπτο, κατ΄ ισχυρισμό, της επιβολής φόρου και της παραβίασης των «ευμενών» δεδομένων που είχαν δημιουργηθεί υπέρ της από την ίδια την Διοίκηση.    Στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν διαπιστώνεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.  Ούτε άδικη μα ούτε και ανεπιεικής ήταν η απόφαση της Διοίκησης η οποία επανέφερε τα πράγματα στην ορθή νομική και πραγματική τους διάσταση.  Έτσι, και ο συγκεκριμένος λόγος έφεση απορρίπτεται.

 

     Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας στο ποσό των €3.000. 

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                     

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

                                     

                                     

                                                Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.



[1]  Βλ. Άρθρο 50 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν. 158(Ι)/99).

[2]  Βλ. Άρθρο 51 του πιο πάνω Νόμου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο