ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) N. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 118/16)
26 Oκτωβρίου, 2023
ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ Δ/ΣΤΕΣ
MIΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσείων
- v. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΝΙΚΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ)
Εφεσιβλήτων
.........
Α. Σ. Αγγελίδης για Λ. Γ. Λουκαϊδη, Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ και Π. Παπαγεωργίου & Σία, για τον εφεσείοντα
Λ. Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους
.......
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τη Δ. Σωκράτους, Δ.
.........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Ο εφεσείων, διορίστηκε στις 30/6/2009 από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 131(1) του Συντάγματος στη θέση του Αρχηγού Αστυνομίας από 1/7/2009.
Υπηρέτησε στην εν λόγω θέση μέχρι τις 27/3/2014, ημερομηνία κατά την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με την υπ' αρ. 699/2014 πράξη του, (το κείμενο της οποίας ακολουθεί), δυνάμει του ιδίου ως άνω Άρθρου και του Άρθρου 47(στ), τερμάτισε το διορισμό του.
«Κυπριακή Δημοκρατία
Αριθμός 699/2014
Δυνάμει του Συντάγματος (Άρθρα 47(στ) και 131) με την παρούσα Πράξη, τερματίζω στις 27 Μαρτίου 2014, το διορισμό του κυρίου Μιχαλάκη Παπαγεωργίου, ως Αρχηγού Αστυνομίας, που έγινε με την Πράξη αρ. 625/2009, ημερομηνίας 30 Ιουνίου 2009.
Λευκωσία 27 Μαρτίου 2004.»
Με επιστολή του, ίδιας ημερομηνίας προς τον εφεσείοντα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του κοινοποίησε την απόφαση του για άμεση παύση του από τη θέση του Αρχηγού Αστυνομίας.
Παραθέτουμε επίσης αυτούσιο το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, για κατανόηση των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτό.
«Κυπριακή Δημοκρατία
Προεδρικό Μέγαρο
Ο Πρόεδρος
27 Μαρτίου 2014
Kύριο
Μιχαλάκη Παπαγεωργίου,
Αρχηγό Αστυνομίας,
Φίλε κ. Αρχηγέ,
Επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι μετά τα χθεσινά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Λεμεσό, αλλά και σωρεία άλλων πράξεων και παραλείψεων που προηγήθηκαν της εκδηλωσης αυτής, με οδήγησαν στην απόφαση για άμεση παύση σας από τη θέση του Αρχηγού της Αστυνομίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Στην απόφασή μου, έλαβα σοβαρά υπόψη την κατ' επανάληψη από μέρους σας απουσία σεβασμού προς αποφάσεις θεσμικών οργάνων της Δημοκρατίας, όπως αποφάσεις των Δικαστηρίων και των υποδείξεων της Επιτρόπου Διοικήσεως. Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση μου διαδραμάτισε και η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων σας, που αφορούν την πάταξη του σοβαρού εγκλήματος και την προαγωγή της πραγματικής ασφάλειας του πολίτη.
Σας ευχαριστώ για τις μέχρι σήμερα υπηρεσίες σας στην Αστυνομία.»
Ακολούθησε η εκ μέρους του εφεσείοντα καταχώρηση της προσφυγής αρ. 678/14 με την οποίαν αιτείτο:
«Α. Ακύρωση της πράξης/απόφασης του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Νίκου Αναστασιάδη ημερομηνίας 27/3/2014 όπως είναι διατυπωμένη ως παύσης του αιτητή από τη θέση του Αρχηγού Αστυνομίας για αποδιδόμενες σε αυτόν ανύπαρκτες υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις σε σχετική επιστολή του Προέδρου ίδιας ημερομηνίας (Παράρτημα Α) απευθυνόμενης προς τον αιτητή, ως παράνομης, αυθαίρετης και ασυμβίβαστης με τα ανθρώπινα δικαιώματα του αιτητή.»
Οι εφεσίβλητοι ήγειραν προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι με την προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά κυβερνητική - πολιτική πράξη και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί δικαστικά με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Το Διοικητικό Δικαστήριο (στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) κρίνοντας ότι η προδικαστική ένσταση άπτετο του ζητήματος της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου την εξέτασε πρώτη, αφού η εξέταση της προηγείτο οποιουδήποτε λόγου ακυρώσεως.
Αποφάσισε, αφού παρέθεσε τα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων μερών και επικαλέστηκε νομολογία, μεταξύ άλλων την Ν. Σερδάρης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 369, ότι η συγκεκριμένη πράξη ήταν πράξη κυβερνήσεως και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη και επομένως δεν ενέπιπτε στον αναθεωρητικό έλεγχο της νομιμότητας της από το Διοικητικό Δικαστήριο. Κατά συνέπεια απέρριψε την προσφυγή.
Η ασκηθείσα έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, με τρεις λόγους, προσβάλλει την ορθότητα της κρίσης της, προβάλλοντας ότι «λανθασμένα έκρινε, παρά το περιεχόμενο της απόφασης του Προέδρου της Δημοκρατίας, κ. Νίκου Αναστασιάδη, το οποίο αποδίδει υπαίτια ευθύνη στον Εφεσείοντα και τον δυσφημεί, την πράξη απρόσβλητη και/ή μη δεκτική ελέγχου της νομιμότητας της από το Διοικητικό Δικαστήριο.» (1ος λόγος έφεσης)
Διατείνεται επίσης πως κατ' εσφαλμένο τρόπο και κατά παράβαση των Άρθρων 30 και 35 του Συντάγματος αποφάσισε ότι η δικαιοδοσία του περιορίζεται στο πλαίσιο των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος και δεν καλύπτει τέτοιου είδους τιμωρητική και δυσφημιστική απόφαση. (2ος λόγος έφεσης), και τέλος πως η κυβερνητική πράξη, κρίνεται από το περιεχόμενο και τα όρια της, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση έχουν ξεπεραστεί, αφού ο Πρόεδρος ενήργησε ως πειθαρχικό όργανο αποδίδοντας αβάσιμα δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς στον εφεσείοντα χωρίς να τον ακούσει. (3ος λόγος έφεσης).
Ως εκ της συνάφειας των λόγων έφεσης οι οποίοι εν πολλοίς είναι επάλληλοι, εξετάζονται σωρευτικά.
Κύριος άξονας γύρω από τον οποίον αναπτύχθηκεν η τω όντι ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία του κ. Αγγελίδη τόσο στο περίγραμμα αγόρευσης όσο και προφορικά ενώπιον μας, είναι πως η επίδικη πράξη, αν και ερειδόμενη στο Άρθρο 47(στ) του Συντάγματος το οποίο παρέχει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την εξουσία να παύει τον Αρχηγό της Αστυνομίας, ωστόσο αυτή δεν αποτελεί πράξη κυβερνήσεως με δεδομένο το περιεχόμενο της, το οποίο αποδίδει σοβαρά παραπτώματα στον εφεσείοντα και τον δυσφημεί. Ουσιαστικά, επικαλείται ο συνήγορος, ο Πρόεδρος ενήργησε ως πειθαρχικό όργανο, τιμωρώντας χωρίς να ακούσει τον εφεσείοντα. Η ενέργεια αυτή του Προέδρου, ο οποίος είναι η «κορυφή» της κεντρικής εξουσίας και άρα διοικητικό όργανο, κατατάσσει την επίδικη πράξη στις διοικητικές, οι οποίες υπόκεινται και θα πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Παρήλθεν, εισηγείται, ο καιρός όπου οι πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ελέγχονταν και θα πρέπει επιτέλους να ενταχθούν στις διοικητικές πράξεις, για να τυγχάνουν δικαστικού ελέγχου, ούτως ώστε να παρέχεται η ευκαιρία στο διοικούμενο, όπως τον εφεσείοντα, να απολαμβάνει των δικαιωμάτων που τυγχάνουν οι λοιποί πολίτες, οι επηρεαζόμενοι από την έκδοση διοικητικών πράξεων.
Η συνήγορος των εφεσιβλήτων υπεστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επισημαίνοντας πως όσα ανέφερε ο κ. Αγγελίδης περί προηγούμενης ακρόασης του εφεσείοντα και περί αιτιολογίας της πράξης θα ετύγχαναν εφαρμογής εάν προσβαλλόταν εκτελεστή διοικητική πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση προσβάλλεται πράξη του Προέδρου εκδοθείσα δυνάμει των Άρθρων 47(στ) και 131 του Συντάγματος και αποτελεί κυβερνητική πράξη, ανέλεγκτη.
Παραθέτουμε, προτού προβούμε στην εξέταση των προταθέντων, τα σχετικά Άρθρο 47(στ) και 131 του Συντάγματος:
«47. Η εκτελεστική εξουσία η ασκουμένη από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας περιορίζεται εις τα κάτωθι θέματα, ήτοι:
(α)...............................................
(στ) τους διορισμούς τους προβλεπομένους εν άρθροις 112, 115, 118, 124, 126, 131, 133, 153 και 184 και τας παύσεις των διοριζομένων συμφώνως τω άρθρω 131,
(ζ) .........................»
«APΘPON 131
1. Oι αρχηγοί και υπαρχηγοί του στρατού της Αστυνομίας και της χωροφυλακής της Δημοκρατίας διορίζονται από κοινού υπό του Προέδρου και του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
2...........................»
(Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)
Έχουμε εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις εισηγήσεις και θέσεις των ευπαιδεύτων δικηγόρων και εξ αρχής μπορούμε να πούμε, ότι παρά την ελκυστικότητα του ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν οι θέσεις του εφεσείοντα, δεν καταρρίπτουν την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Συμφωνούμε κατ' αρχάς με τη θέση που προβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι οι «πράξεις κυβερνήσεως» δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένες. Ο χαρακτηρισμός μια πράξεως ως «πράξεως κυβερνήσεως» ανήκει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, ο οποίος όμως δεν είναι πάντοτε εύκολο εγχείρημα, αφού δεν υπάρχει σταθερό και, γενικά, αποδεκτό κριτήριο, στη βάση του οποίου μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο μια πράξη είναι «πράξη κυβερνήσεως». Για το χαρακτηρισμό αυτό, λαμβάνονται υπόψη συνταγματικές και άλλες αρχές όπως αρχές της νομιμότητας της διάκρισης των εξουσιών, του κράτους δικαίου και της κατοχύρωσης του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.
Στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Μ. Σπηλιωτοπούλου, 6η έκδοση σελ. 97 αναφέρονται τα εξής βοηθητικά, για τον καθορισμό μιας πράξης κυβερνήσεως:
«Οι πράξεις αυτές, ονομαζόμενες «κυβερνητικές πράξεις ή πράξεις κυβερνήσεως», εκδίδονται βάσει αρμοδιότητας που παρέχεται από το Σύνταγμα ή από νομοθετικές πράξεις που ρυθμίζουν θέματα σχετικά με τη λεγόμενη «πολιτική εξουσία ή κυβερνητική λειτουργία»
Αφορούν δε, σύμφωνα με το Π. Δ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 6η έκδ. σελ. 21, πράξεις της διοικήσεως που τα δικαστήρια θεωρούν ως πολιτικές κυρίως αποφάσεις και αρνούνται να ελέγξουν. Πρόκειται δηλαδή, για έναν όρο προσανατολισμένο στον περιορισμό του δικαστικού ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας.
Συναφής ορισμός παρέχεται και στο σύγγραμμα «Το Ένδικον Μέσον της Αιτήσεως Ακυρώσεως» Δρος Τ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, σελ. 22, όπου διαβάζουμε:
«Συνεπώς, η αληθής έννοια των «κυβερνητικών πράξεων» είναι ότι δεν πρόκειται περί πράξεων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας και δη πράξεων ανεξαρτήτως των κειμένων νόμων επιχειρουμένων, αλλά περί πράξεων επιχειρουμένων βάσει είτε συνταγματικής είτε νομοθετικής διατάξεως. Δεν υπόκεινται δε εις δικαστικόν έλεγχον διότι δεν προέρχονται από, πράγματι, διοικητικόν όργανον, αλλά από όργανον ενδεδυμένον είτε την συντακτικήν, είτε την νομοθετικήν είτε τέλος την δικαστικήν εξουσίαν.»
Η εξουσία διορισμού και παύσης αρχηγού και υπαρχηγού της Αστυνομίας παρέχεται ευθέως από το Σύνταγμα διά των Άρθρων 131(1) και 47 (στ) στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να διορίζει τα πρόσωπα που εκτιμά ως κατάλληλα στην υψηλότερη βαθμίδα της ιεραρχίας των σωμάτων ασφαλείας, εμπίπτουσα στην εξουσία της κυβερνήσεως αφού «το κυβερνάν» σημαίνει τη διεύθυνσιν των γενικοτέρων και υψίστων συμφερόντων του Κράτους, ενώ το «διοικείν» την εκάστοτε εκτέλεσιν των νόμων {(«Το Ένδικον Μέσον της Αιτήσεως Ακυρώσεως» (ανωτέρω)}. Η εξουσία αυτή δεν έχει μέχρι σήμερα τεθεί υπό αμφισβήτηση από τα Δικαστήρια αλλά αντίθετα διαχρονικά διαμορφώθηκε και εδραιώθηκε από τη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εξουσία την οποίαν αναγνωρίζει ο συνήγορος του εφεσείοντα στο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου περίγραμμα του αλλά και ενώπιον μας, όπου αναφέρει:
«Όπως διαφαίνεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως κυβερνητικές πράξεις θεωρούνται η απόφαση για απονομή ή άρνηση χάριτος (Demetriou v. The Republic 3 RSCC 121), ο κατά το Σύνταγμα διορισμός του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Louca v. The President of the Republic (1983) 3 CLR 783) ο διορισμός του Αρχηγού ή Υπαρχηγού της Αστυνομίας ((Stokkos v. The Republic (1983) 3 (B) CLR 1411), και η άρνηση και/ή παράλειψη εξέτασης και ικανοποίησης αιτήματος για απομάκρυνση πρεσβείας από ορισμένο δρόμο (Ελένη Παντελάκη Λοϊζου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 522/90, 28.7.1991). Δεν υπόκειται επίσης, σε δικαστικό έλεγχο ο διορισμός Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Level Tachexcavans Ltd (Αρ. 1) (1995) 1 ΑΑΔ 1075). Αντίθετα, όπως κρίθηκε στην Karaliota v. Republic (1985) 3 CLR 2053, η άρνηση χορήγησης άδειας εισόδου αλλοδαπού στη Δημοκρατία δεν συνιστά κυβερνητική πράξη. Στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε και τονίστηκε η σύγχρονη τάση της νομολογίας του διοικητικού δικαίου για περιορισμό των κυβερνητικών πράξεων.»
Στην ορθή συνεπώς διάσταση του αντιμετώπισε το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο επικαλέστηκε τη Σερδάρης (ανωτέρω) η οποία υιοθέτησε τη Stokkos (ανωτέρω) επισημαίνοντας πως η απόφαση Σερδάρης, εκδόθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έκρινε ήδη «το επίδικο και εδώ νομικό ζήτημα και είναι δεσμευτική».
Στην απόφαση Σερδάρης, (ανωτέρω) η οποία αφορούσε την παύση του Υπαρχηγού της Αστυνομίας δυνάμει του Άρθρου 47(στ) του Συντάγματος, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η αποκλειστική εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίζει τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας δυνάμει του Άρθρου 131 και η αποκλειστική επίσης εξουσία να τερματίζει τις υπηρεσίες του παρέχεται χωρίς κανένα περιορισμό και χωρίς να τίθεται κανένα κριτήριο για την ενάσκηση της από το Άρθρο 47(στ) του Συντάγματος το οποίο έχει απόλυτη εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.
Το Άρθρο 47(στ) δεν αφήνει κανένα περιθώριο οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Δεν αφήνει επίσης κανένα περιθώριο εφαρμογής οποιουδήποτε νόμου ή ερμηνείας οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης, όπως επικαλείται ο εφεσείων, κατά τρόπο που να προσκρούει στην υπέρτερη συνταγματική διάταξη. Ο διορισμός και η παύση του Υπαρχηγού της Αστυνομίας δεν υπόκειται στον περί Αστυνομίας Νόμο και δεν διενεργείται από τα προβλεπόμενα από την εν λόγω νομοθεσία όργανα αλλά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά την ενάσκηση πολιτικής ή κυβερνητικής εξουσίας."
Το γεγονός ότι κατ' ισχυρισμόν στην επίμαχη επιστολή διαλαμβάνονται δυσφημιστικές φράσεις ή αποδίδονται ανάρμοστες συμπεριφορές επαγόμενες πειθαρχικές διώξεις, αυτό δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα της κυβερνητικής πράξης, παραμένουσας ανέλεγκτης από τη δικαστική εξουσία. Ενδεχομένως να προσδίδουν στο υποκείμενο της επιστολής, κάποια άλλα δικαιώματα πλην όμως, σε καμιά περίπτωση δεν προσδίδουν δικαιοδοσία στο Διοικητικό Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η επίκληση κάποιων λόγων οι οποίοι οδήγησαν τον Πρόεδρο στη λήψη της απόφασης αυτής ή η βασιμότητα τους δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα της, ως κυβερνητικής/πολιτικής πράξης και δεν την μετατρέπει σε διοικητική πράξη. Η εισήγηση του κ. Αγγελίδη πως θα πρέπει να τερματιστεί η κατ' αυθαίρετον τρόπον παύση του διορισμού αξιωματούχων ως η παρούσα και να περιοριστεί ο αριθμός των πράξεων που έχουν το χαρακτήρα της κυβερνητικής/πολιτικής, μπορεί να έχει έρεισμα τις σύγχρονες τάσεις περιορισμού των πράξεων που προέρχονται από τη Διοίκηση, ώστε να μην ξεφεύγουν του δικαστικού ελέγχου και να τερματιστεί το ανέλεγκτο τους. Πλην όμως στην παρούσα περίπτωση η συγκεκριμένη εξουσία πηγάζει απευθείας από το Σύνταγμα, εκρίθη νομολογιακά ως πράξη κυβερνήσεως και αποκλείει, εκ των προτέρων το χαρακτηρισμό της ως διοικητικής πράξης. Παραμένει κυβερνητική πράξη, η οποία δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία ελέγχου της νομιμότητας της από το Διοικητικό Δικαστήριο κατ' επίκληση του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Επισημαίνουμε βέβαια πως η πράξη παύσης, όπως ανωτέρω καταγράφηκε δεν περιέχει κανένα σχόλιο ή παρατήρηση αλλά αποτελείται όπως και η πράξη διορισμού από τα αναγκαίως απαραίτητα. Η επιστολή προς τον εφεσείοντα, η οποία κατά κοινήν παραδοχήν των συνηγόρων του εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραδόθηκε προσωπικά από τον Πρόεδρο, στα χέρια του εφεσείοντα στο Προεδρικό Μέγαρο, περιέχει τους ισχυρισμούς για πλημμελή συμπεριφορά, και εξηγεί τους λόγους, οι οποίοι οδήγησαν τον Πρόεδρο στη λήψη της απόφασης παύσης, η οποία είναι η πράξη αρ. 699/14, η οποία και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 11/4/2014.
Υποστηρίχθηκε από το συνήγορο του εφεσείοντα πως κατά το χρόνο έκδοσης της προηγούμενης νομολογίας (π.χ. Stokkos (ανωτέρω) δεν ήταν σε ισχύ ο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος (Ν. 158(Ι)/1999), ο οποίος προβλέπει για το δικαίωμα ακροάσεως του διοικούμενου ούτε και η Κύπρος είχε ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση που επίσης κατοχυρώνει με το πρωτογενές δίκαιο της το δικαίωμα στη δικαστική προστασία των πολιτών, των οποίων θίγονται δικαιώματα και έννομα συμφέροντα τους και ως εκ τούτου θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο και να απορρίψει την προδικαστική ένσταση και να ελέγξει τη νομιμότητα της επίδικης πράξης.
Πέραν του γεγονότος ότι ο Ν. 158(Ι)/99 κωδικοποίησε τις ήδη εφαρμοζόμενες αρχές του διοικητικού δικαίου και περιέβαλε με νομοθετικό μανδύα τις εν λόγω αρχές, κρίνουμε πως η συγκεκριμένη πράξη ως πολιτική τοιαύτη παραμένει ανέλεγκτη και δεν τίθεται ζήτημα στέρησης του δικαιώματος του εφεσείοντα για προσφυγή στο Δικαστήριο όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Τονίζουμε δε, πως η απόφαση Σερδάρης (ανωτέρω) εξεδόθη το έτος 2005 ήτοι μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η απόφαση παύσης του εκεί εφεσείοντα/Υπαρχηγού ελήφθη το 2001, δηλαδή δύο χρόνια μετά την εφαρμογή του Ν. 158(Ι)/1999.
Κρίνεται συνεπώς πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε τις ανωτέρω εισηγήσεις, αποφασίζοντας πως δεν είναι ικανές να προσδώσουν δικαιοδοσία στο Διοικητικό Δικαστήριο κατ' επίκληση του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.
Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €3000 υπέρ των εφεσιβλήτων.
Α. Ρ. Λιάτσος, Π.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Τ. Καρακάννα, Δ.
/Κας