ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 11/2017)
5 Οκτωβρίου, 2023
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΛΟΥΚΑΣ ΛΑΖΟΣ
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ
Εφεσιβλήτων.
---------
Κ. Χατζηθεοδώρου (κα), για τον εφεσείοντα.
Π. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.
---------
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο Καν. 45(2) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών του 1990, ΚΔΠ 90/1990 έχει ως ακολούθως:
«45(2) Οι υπάρχουσες κενές θέσεις Αξιωματικών κατανέμονται με απόφαση του Υπουργού που εκδίδεται μετά από πρόταση του Αρχηγού, με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας, κατά Κλάδο.»
Το επίμαχο ζήτημα που χρήζει ερμηνείας αφορά στην έννοια του όρου «οι ανάγκες της υπηρεσίας, κατά Κλάδο».
Είναι αυτό το κριτήριο που θα έπρεπε να διέπει την απόφαση του Υπουργού Άμυνας κατά την κατανομή 48 κενών θέσεων Αξιωματικών στο βαθμό Ταγματάρχη στις 24.12.2014, μετά από πρόταση του Αρχηγού ΓΕΕΦ, που φέρει τίτλο «Αιτιολόγηση - Ανάλυση της πρότασης κατανομής των κενών θέσεων Αξκων του στρατού της Δημοκρατίας, βαθμού Υπλγου και Σχη έτους 2014, ημερ. 19.12.2014». Με την ίδια πρόταση του Αρχηγού και απόφαση του Υπουργού κατανεμήθηκαν και άλλες κενές θέσεις Αξιωματικών, σύνολο 219.
Ο Υπουργός Άμυνας στην εν λόγω απόφαση του έλαβε υπόψη, όπως αναφέρει, τις προτάσεις του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς αναφορικά με την κατανομή των προαναφερμένων κενών θέσεων.
Περιλαμβάνεται στις προτάσεις του Αρχηγού η εξής γενική αιτιολογία, αναφορικά με όλες τις 219 προς κατανομή θέσεις:
«2. Σύμφωνα με το (β) σχετικό [Καν. 45(2)], οι υπάρχουσες κενές θέσεις Αξκών κατανέμονται με απόφαση του Υπουργού που εκδίδεται μετά από πρόταση του Αρχηγού, με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά κλάδο. Λόγω του ότι το 2014, ο αριθμός των θέσεων προς πλήρωση είναι μικρότερος από τον αριθμό των κριθέντων ως προακτέων, η κατανομή των θέσεων σε κάθε βαθμό, έγινε με βάση τις υπάρχουσες κενές θέσεις όπως αυτές προέκυψαν μετά την οριστικοποίηση των πινάκων των κριθέντων ως προακτέων Αξκών, καθώς και τις ανάγκες της Υπηρεσίας κατά κλάδο αφού λήφθηκαν υπόψη οι αντίστοιχες επετηρίδες, κριτήρια τα οποία θεωρούνται τα πλέον αντικειμενικά, με βάση τα οποία εξυπηρετούνται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι υπηρεσιακές και επιχειρησιακές ανάγκες της ΕΦ.»
Ειδικότερα, σε σχέση με την κατανομή των 48 κενών θέσεων στο βαθμό Ταγματάρχη, αναφέρεται στην πρόταση του Αρχηγού η ακόλουθη αιτιολογία:
«Κατανομή 48 Κενών Θέσεων στο Βαθμό του Ταγματάρχη
(1) Πρόταση
(α) Στρατός Ξηράς: 29 [25 στα Όπλα και 4 στα Σώματα (1 ΤΧ, 1 ΕΜ, 1 ΥΠ και 1 ΥΙ).
(β) Ναυτικό: 2 (ΜΑΧ).
(γ) Αεροπορία: 17 (7 ΙΠΤ, 3 ΜΗΧ, 1 Ε/Α και 6 ΣΩΜ).
(2) Αιτιολόγηση
(α) Από τις 48 θέσεις οι 36 κατανέμονται στους Αξκούς οι οποίοι κατέχουν το βαθμό τους από το 2004 και κρίθηκαν για 6η φορά (18 Όπλα, 1 ΕΜ, 1 ΥΠ, 1 ΥΙ, 1 ΜΑΧ/Ν, 2 ΙΠΤ/Α, 2 ΜΗΧ/Α. 1 Ε/Α και 6 ΣΩΜ/Α).
(β) Οι υπόλοιπες 12 θέσεις κατανέμονται στους Αξκούς που οι οποίοι κατέχουν το βαθμό τους από το 2005, κρίθηκαν για 5η φορά (7 Όπλα, 1 ΤΧ, 1 ΜΑΧ/Ν, 2 ΙΠΤ/Α και 1 ΜΗΧ/Α) και υπηρετούν σε θέση στην οποία προβλέπεται Αξκος βαθμού Ταγματάρχη, καλύπτοντας έτσι τις υπηρεσιακές ανάγκες της Ε.Φ.»
Ο Υπουργός στη δική του απόφαση, υιοθετώντας πλήρως τις προτάσεις του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, και αφού έλαβε υπόψη τον αριθμό των κενών θέσεων των αξιωματικών, τους οριστικούς πίνακες προακτέων και τις διατάξεις του Καν. 45, σημειώνει ειδικότερα:
«(γ) το γεγονός ότι, επειδή για το έτος 2014, ο αριθμός των θέσεων προς πλήρωση είναι μικρότερος από τον αριθμό των κριθέντων ως προακτέων και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν πλήρως οι υπάρχουσες υπηρεσιακές ανάγκες, η προτεινόμενη από το ΓΕΕΦ κατανομή καλύπτει τις επιτακτικότερες από αυτές, τηρουμένης της μεταξύ των κριθέντων αρχαιότητας, όπου τούτο εξυπηρετούσε κατά τον καλύτερο τρόπο και τις υπηρεσιακές ανάγκες.»
Η κατανομή των θέσεων με αυτό το σκεπτικό οδήγησε στην προαγωγή στο βαθμό Ταγματάρχη όλων των αξιωματικών που ανέμεναν τέτοια προαγωγή από το 2004 και είχαν κριθεί για 6η φορά. Επρόκειτο για 36 αξιωματικούς.
Απέμεναν 12 θέσεις. Αυτές, σύμφωνα με τα παραπάνω, κατανεμήθηκαν στους αξιωματικούς οι οποίοι κατείχαν το βαθμό τους από το 2005 και κρίθηκαν για 5η φορά και υπηρετούσαν σε θέση στην οποία προβλέπεται αξιωματικός βαθμού ταγματάρχη, καλύπτοντας έτσι, κατά τη δοθείσα αιτιολογία, τις υπηρεσιακές ανάγκες της Εθνικής Φρουράς.
Δεν επαρκούσαν όμως, όπως ήταν η προηγούμενη περίπτωση, ώστε να προαχθούν όλοι οι Σμηναγοί που κατέχουν το βαθμό τους από το 2005 και υπηρετούσαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, σε θέση για την οποία προβλέπεται αξιωματικός βαθμού Ταγματάρχη. Σημειώνουμε ότι στο στάδιο της τελικής αγόρευσης της ενώπιον μας και μόνο, η ευπαίδευτη δικηγόρος του εφεσείοντα ανέφερε ότι αυτός υπηρετούσε σε ψηλότερη μάλιστα θέση από τους προαχθέντες, σε θέση Αντισυνταγματάρχη ή Συνταγματάρχη. Τέτοιος όμως ισχυρισμός δεν προβλήθηκε στη δίκη. Όταν ρωτήθηκε από πού προκύπτει ο ισχυρισμός αυτός απάντησε «δεν το αναφέραμε γιατί δεν έχω κάτι να το υποστηρίξω».
Με τα παραπάνω ως δεδομένα η κατανομή έγινε πλέον «τηρουμένης της μεταξύ των κριθέντων αρχαιότητας», με το σκεπτικό ότι τέτοια ρύθμιση εξυπηρετούσε «πλήρως τις υπάρχουσες υπηρεσιακές ανάγκες» και μάλιστα τις «επιτακτικότερες από αυτές κατά τον καλύτερο τρόπο».
Ως αποτέλεσμα ο εφεσείων, ο οποίος υπηρετούσε ως Σμηναγός, δεν προήχθη στο βαθμό του Επισμηναγού (Ταγματάρχη) αφού στην Επετηρίδα Σώματος Αεροπορίας στην οποία ανήκε, ο Υπουργός κατένειμε με βάση την αρχαιότητα έξι κενές θέσεις αξιωματικών βαθμού Ταγματάρχη, ενώ ο εφεσείων ήταν ο 8ος στη σχετική σειρά αρχαιότητας των Σμηναγών Σώματος Αεροπορίας.
Εν όψει τούτου ο εφεσείων καταχώρισε προσφυγή με την οποία προσέβαλε την εν λόγω απόφαση του Υπουργού Άμυνας για κατανομή κατά Κλάδο και κατά Επετηρίδα Αξιωματικών τις 48 κενές θέσεις ώστε να προαχθούν στο βαθμό Ταγματάρχη/Πρωτάρχη/ Επισμηναγού τα 48 ενδιαφερόμενα πρόσωπα αντί του εφεσείοντα.
Ήταν η θέση του εφεσείοντα πρωτοδίκως ότι η αιτιολογία στην απόφαση του Υπουργού στην πραγματικότητα δεν έλαβε καθόλου υπόψη το κριτήριο του Καν. 45(2), που είναι η κατανομή των κενών θέσεων «με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας, κατά Κλάδο». Άλλωστε, ουδεμία έρευνα έγινε με ζητούμενο τις ανάγκες, κατά τον ουσιώδη χρόνο, της Εθνικής Φρουράς σε θέσεις Αξιωματικών στο βαθμό του Ταγματάρχη, στον κάθε Κλάδο και Επετηρίδα. Αντ' αυτού λήφθηκαν υπόψη κριτήρια άσχετα με τον Καν. 45(2), ήτοι η αρχαιότητα μεταξύ των κριθέντων και η κατά Κλάδο και Επετηρίδα Αξιωματικών αναλογία του αριθμού των κριθέντων ως προακτέων.
Αντίθετα, ήταν η θέση της εφεσίβλητης πρωτοδίκως ότι η πρόταση του Αρχηγού προς τον Υπουργό ήταν εξειδικευμένη, λεπτομερής και αναλυτική με γνώμονα την καλύτερη εξυπηρέτηση και κάλυψη των πιο επιτακτικών αναγκών της υπηρεσίας, με αναφορά στην κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών. Η διενεργηθείσα έρευνα ήταν πλήρης, με σκοπό την εξερεύνηση των αναγκών της υπηρεσίας κατά Κλάδο. Μοναδικό κριτήριο αποτέλεσαν οι ανάγκες της υπηρεσίας και ουδέν εξωγενές στοιχείο κρίσης λήφθηκε υπόψη. Εν πάση περιπτώσει ο καθορισμός των υπηρεσιακών αναγκών είναι κατ' εξοχή θέμα τεχνικό και η διοίκηση είναι καλύτερα από τον καθένα σε θέση να γνωρίζει και να καθορίζει τις υπηρεσιακές της ανάγκες, χωρίς δυνατότητα του δικαστηρίου να παρεμβαίνει για να ελέγξει την ορθότητα των εν λόγω αναγκών, παρά μόνο στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης.
Προτού εξετάσει τις εκατέρωθεν, ως άνω, θέσεις και υπεισέλθει στην ουσία το πρωτόδικο δικαστήριο, εξέτασε προδικαστική ένσταση της εφεσίβλητης αναφορικά με το έννομο συμφέρον του εφεσείοντα, σύμφωνα με την οποία απαραδέκτως η προσφυγή στρεφόταν μόνο εναντίον μέρους της επίδικης κατανομής, προσβάλλοντας την απόφαση του Υπουργού να μην κατανεμηθούν οκτώ θέσεις στο Σώμα της Αεροπορίας αλλά έξι.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αντελήφθη ότι η προσφυγή στρεφόταν σαφώς κατά του συνόλου της επίδικης κατανομής και έκρινε ότι η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Ωστόσο, έκρινε ότι μόνο η προαγωγή των έξι ενδιαφερομένων μερών τα οποία ήταν Σμηναγοί Σώματος Αεροπορίας, όπως και ο εφεσείων, θα μπορούσε να προσβληθεί από τον τελευταίο με έννομο συμφέρον. Η κατάληξη αυτή, που προσβάλλεται με την έφεση, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η κατανομή των θέσεων αποτελεί αυτοτελή διοικητική πράξη (Ξυδά ν. Δημοκρατίας (2006) 4 ΑΑΔ 619), η οποία εν προκειμένω είχε ως αποτέλεσμα το να κατανεμηθούν εν τέλει, αναφορικά με τους Σμηναγούς του 2005, έξι θέσεις αντί οκτώ. Συνεπώς εκεί ανατρέχει η ρίζα του παραπόνου του εφεσείοντα και από εκεί έλκει έννομο συμφέρον. Ο σχετικός λόγος έφεσης γίνεται δεκτός. Η έφεση θα κριθεί επί της ουσίας της υπόθεσης.
Σε ό,τι αφορά στην ουσία το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η κατανομή των θέσεων έγινε με βάση της ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο. Προς τούτο δέχθηκε ως επαρκή την αιτιολογία της επίδικης πράξης ότι η αρχαιότητα λήφθηκε υπόψη εφόσον δεν θα μπορούσαν να προαχθούν όλοι οι Λοχαγοί ως πλέον αντικειμενικό κριτήριο με βάση το οποίο εξυπηρετούνται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι υπηρεσιακές και επιχειρησιακές ανάγκες της Εθνικής Φρουράς.
Με την υπό εξέταση έφεση επαναφέρεται το ζήτημα της εσφαλμένης εφαρμογής του Καν. 45(2) και ειδικότερα ότι αντί του εκεί προβλεπόμενου κριτηρίου ελήφθη υπόψη εξωγενές κριτήριο, ήτοι η αρχαιότητα και όχι «οι ανάγκες της υπηρεσίας, κατά Κλάδο». Εγείρεται έτσι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η επίδικη πράξη είχε αιτιολογηθεί δεόντως. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η επίδικη πράξη είχε ληφθεί κατόπιν δέουσας έρευνας, αφού στο φάκελο της υπόθεσης δεν υπάρχει κανένα έγγραφο και καμιά αναφορά για διενέργεια έρευνας που να είχε ως αντικείμενο τον εντοπισμό, κατά τον ουσιώδη χρόνο, των αναγκών της Εθνικής Φρουράς στη θέση Ταγματάρχη, στον κάθε κλάδο και επετηρίδα αξιωματικών.
Παραπεμφθήκαμε στις ακόλουθες αποφάσεις επί του θέματος, που εκδόθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της πρωτοβάθμιας αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, στις οποίες προβλήθηκε το ίδιο επιχείρημα, ότι δηλαδή η επίδικη πράξη στηρίχθηκε στο εξωγενές κριτήριο της αρχαιότητας, χωρίς να εξειδικευθούν οι γενικόλογα αναφερθείσες υπηρεσιακές ανάγκες.
Στις υποθέσεις Μαλιάπης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 120/11 κ.α., ημερ. 31.1.2012 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 34/2011, ημερ. 19.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:D976 η δικαστική προσέγγιση ήταν πως ο καλύτερος γνώστης για τις επιχειρησιακές ανάγκες της Εθνικής Φρουράς είναι ο Αρχηγός της, πως η κρίση του ως προς τις προτεραιότητες και τις υπηρεσιακές ανάγκες που διέπει την ανάλογη κατανομή είναι ζήτημα τεχνικό που εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου.
Αντιθέτως, στις υποθέσεις Κακουλλής κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1263/2009, ημερ. 12.5.2011 και Κουντούρης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 384/2006, ημερ. 27.9.2007 κρίθηκε πως η αναφορά και μόνο «στις ανάγκες της υπηρεσίας» ή τις «υπηρεσιακές ανάγκες» χωρίς να τίθεται οποιαδήποτε εξήγηση ή λεπτομέρεια δεν επαρκεί. Η διάταξη του Καν. 45(2) επιβάλλοντας την κατανομή με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο εξυπακούει ότι αυτές οι ανάγκες της υπηρεσίες, κατά Κλάδο, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιούνται και να καθορίζονται, κατ' επιταγή της αρχής ότι η κρίση του διοικητικού οργάνου πρέπει να αιτιολογείται με αναφορά στα πραγματικά στοιχεία. Η παράθεση γενικών ισχυρισμών και η επανάληψη απλώς της νομοθετικής διάταξης δεν επαρκούν (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 186).
Η αρχή αυτή είναι θεμελιακή και αδιαμφισβήτητη. Συνεπώς, δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με μια απόλυτη προσέγγιση ότι η επίκληση και μόνο των αναγκών της Εθνικής Φρουράς από τον Αρχηγό της, με επανάληψη της φρασεολογίας του Κανονισμού, δίχως άλλη τεκμηρίωση, ισοδυναμεί με συμμόρφωση στον Κανονισμό. Τούτο θα καθιστούσε τον Αρχηγό κριτή της δικής του απόφασης, ανέλεγκτο από τη δικαιοσύνη.
Εν προκειμένω, όμως, ο Αρχηγός δεν επικαλέστηκε απλώς τη φρασεολογία του Κανονισμού, ούτε αναφέρθηκε γενικόλογα στις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς. Εξήγησε ότι με την κατανομή των υπόλοιπων 12 θέσεων όπως την εισηγήθηκε, σε 7 Όπλα, 1 ΤΧ, 1 ΜΑΧ/Ν, 2 ΙΠΤ/Α και 1 ΜΗΧ/Α, θα προαχθούν στη θέση Ταγματάρχη αξιωματικοί οι οποίοι υπηρετούσαν ήδη σε θέση στην οποία προβλέπεται αξιωματικός βαθμού Ταγματάρχη «καλύπτοντας έτσι τις υπηρεσιακές ανάγκες της Εθνικής Φρουράς». Άρα οι υπηρεσιακές ανάγκες ήταν δεδομένες ως εκ του γεγονότος ότι υπήρχε συγκεκριμένος αριθμός κενών θέσεων Ταγματάρχη οι οποίες καλύπτονταν προσωρινά από Λοχαγούς. Με τούτο πλέον ως δεδομένο, το επόμενο ερώτημα αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα καλύπτονταν οι κενές θέσεις, εφόσον οι προακτέοι Λοχαγοί ήταν περισσότεροι από τις κενές θέσεις Ταγματάρχη. Το πρόβλημα αυτό λύθηκε με το να υιοθετηθεί το αντικειμενικό κριτήριο της αρχαιότητας.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε αγορεύοντας ότι όχι μόνο το κριτήριο αυτό ήταν εξωγενές, αλλά ήταν και το μόνο που λήφθηκε υπόψη, χωρίς να ληφθούν υπόψη και άλλα κριτήρια αξιολόγησης. Αυτό όμως το δεύτερο σκέλος της εισήγησης δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης. Δεν υπάρχει λόγος έφεσης ότι το κριτήριο της αρχαιότητας ήταν λανθασμένο, ή από μόνο του ανεπαρκές, ή ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη και άλλα κριτήρια αξιολόγησης. Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το κριτήριο της αρχαιότητας ήταν εξωγενές σε σχέση με τον Καν. 45(2).
Το κριτήριο της αρχαιότητας δεν ήταν εξωγενές. Οι ανάγκες της Εθνικής Φρουράς στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν να προαχθούν έξι Σμηναγοί στη θέση Επισμηναγού. Τούτο δεν μπορούσε να γίνει αυθαίρετα. Ακολουθήθηκε ένα αντικειμενικό κριτήριο, με δεδομένο πάντα ότι η υπεροχή σε αρχαιότητα συνεπάγεται μεγαλύτερη πείρα.
Η έφεση απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα, λαμβάνουμε υπόψη την επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης και περιορίζουμε τα έξοδα στο ποσό των €2.500 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
Μ. Καλλιγέρου, Δ.
/φκ