ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 107/16)

 

3 Οκτωβρίου, 2023

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΕΛΛΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΤΣΙΗΣΣΙΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΔΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου,

 

_________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης και Ξ. Ευγενίου, για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Α. Κεφάλας, για τον Εφεσίβλητο.

_________________

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

_________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι δημοτικός υπάλληλος, εργάζεται ως ταμίας, στην υπηρεσία του εφεσίβλητου, από το 2003. Με επιστολές της, ημερομηνίας 14.12.2012 και 28.02.2013, μέσω του δικηγόρου της, ζήτησε από τον εφεσίβλητο την έγκριση προϋπολογισμού για αναβάθμιση της κλίμακας της, από την κλίμακα Α10 στην προσωπική κλίμακα Α9-Α11-Α12.

 

Ο εφεσίβλητος παρέλειψε να απαντήσει στις επιστολές της. Η πιο πάνω παράλειψη αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής που η εφεσείουσα καταχώρησε εναντίον του. Επικαλούμενη τις πρόνοιες του Άρθρου 29 του Συντάγματος και των Άρθρων 33-36 του Νόμου 158(Ι)/99, ζήτησε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη του εφεσίβλητου να εξετάσει το αίτημα της και ή να το ικανοποιήσει είναι άκυρη και παράνομη καθότι παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και συνιστά άνιση μεταχείριση, κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος.

 

Ο εφεσίβλητος ήγειρε αριθμό προδικαστικών ενστάσεων που αφορούν το εκπρόθεσμο της προσφυγής, την έλλειψη έννομου συμφέροντος και την προσβολή μη εκτελεστής πράξης.

 

Προέβαλε, μεταξύ άλλων, τη θέση ότι η εφεσείουσα αιτήθηκε την αναβάθμιση της κλίμακας της από το 2005, πολύ πριν αποστείλει τις δύο επίδικες επιστολές. Σχετική είναι η επιστολή της, ημερομηνίας 22.09.2005, παράρτημα Α στη ένσταση. Ο εφεσίβλητος,  «παρά τη μη νομοθετική κάλυψη του αιτήματος της», προσπάθησε να το ικανοποιήσει, «μέσω του προϋπολογισμού του», αυτό όμως δεν έγινε κατορθωτό λόγω της μη έγκρισης του από τα αρμόδια Υπουργεία, το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Οικονομικών. Η αναβάθμιση της κλίμακας δεν καλύπτετο από νομοθετική διάταξη και κατ΄ επέκταση η εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την παράλειψη του να απαντήσει στις επιστολές της.  Πέραν τούτου, η πιο πάνω παράλειψη δεν αφορά εκτελεστή πράξη καθότι οι επίδικες επιστολές είναι «πληροφοριακού χαρακτήρα».

 

Η εφεσείουσα στην Γραπτή Απάντηση της, αντιτείνει ότι η παράλειψη του εφεσίβλητου να «.προχωρήσει σε απόφαση τελική (αρνητική ή θετική) ήταν συνεχής καθότι αυτός ουδέποτε απάντησε στο διαδοχικό υποβληθέν γραπτώς αίτημα».

 

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη καθότι το παράπονο της εφεσείουσας υποβλήθηκε με την επιστολή, ημερομηνίας 22.09.2005, ενώ η προσφυγή καταχωρήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα στο οποίο αναλύεται το σκεπτικό του Δικαστηρίου:

 

«Ενώπιον του δικαστηρίου, δεν έχει τεθεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι το αίτημα της αιτήτριας υποβλήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες κάποιας νομοθεσίας. Αντιθέτως, η αιτήτρια προωθεί το επιχείρημα ότι το αίτημά της όφειλε να είχε εξεταστεί κάτω από τις διατάξεις του Άρθρου 29 του Συντάγματος. Πρόκειται, δηλαδή, για δικαίωμα αναφοράς το οποίο, ως προνοείται στο άρθρο 36 του Νόμου, σε περίπτωση παράλειψης της διοίκησης να απαντήσει εντός τριών μηνών, αντιμετωπίζεται ως άρνηση και προσβάλλεται με προσφυγή εντός, βεβαίως, της προθεσμίας που προνοεί το Άρθρο 146 του Συντάγματος δηλαδή, 75 ημερών.

 

Στην παρούσα υπόθεση, ορθά υποδεικνύει ο Καθ΄ ου η Αίτηση ότι η αιτήτρια υπέβαλε το αρχικό της αίτημα στις 22.9.2005 και συνεπώς η άσκηση προσφυγής το 2013 την καθιστά, με βάση όσα έχω αναφέρει πιο πάνω, εκπρόθεσμη.»

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ακόμη και σε περίπτωση που η επιστολή ημερομηνίας 14.12.2012, που αποτελεί μια εκ των δύο επίδικων επιστολών, ήθελε θεωρηθεί ότι έθετε υπόψη του εφεσίβλητου νέα στοιχεία και πάλι η προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα καθότι η πάροδος των τριών μηνών, που προβλέπεται στο Άρθρο 36 του Νόμου 58(Ι)/99, είχε εκπνεύσει.

 

Η εφεσείουσα εισηγείται ότι η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη καθότι η παρούσα περίπτωση δεν αφορά άρνηση του διοικητικού οργάνου, αλλά «συνεχιζόμενη παράλειψη του να εξετάσει το 'από μακρού αίτημα της'». Εφόσον υπήρξε παράλειψη και όχι άρνηση, η προθεσμία δεν αρχίζει να μετρά γιατί «. για κάθε ημέρα που περνά, αποτελεί συνεχιζόμενη ή/και νέα παράλειψη».

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει κατά πόσο υπήρξε «παραβίαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος, ως και παραβίαση της Αρχής της Καλής Πίστης και της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης του Πολίτη προς τη Διοίκηση κατ΄ άνιση Μεταχείριση αντίθετα και στο Άρθρο 35 του Συντάγματος».

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας αγορεύοντας ενώπιον μας τόνισε ότι εκείνο που η πελάτιδά του προσβάλλει είναι την παράλειψη του εφεσίβλητου να εξετάσει το αίτημα της και όχι την άρνηση του να το ικανοποιήσει. Η παράλειψη είναι συνεχής και δεν ετίθετο θέμα η προσφυγή να ήταν εκπρόθεσμη.

 

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και τόνισε για μια ακόμη φορά ότι εκείνο που η εφεσείουσα ζητούσε με τις επιστολές της ήταν πληροφορίες και το αίτημα της δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης.  

 

Η θέση της εφεσείουσας ότι σε περίπτωση που η διοίκηση παραλείψει να απαντήσει σε αίτημα, αυτό συνιστά συνεχή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εναντίον της οποίας χωρεί προσφυγή οποτεδήποτε, είναι ορθή. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Γεωργίου ν. Δήμου Λεμεσού (1991) 4 Α.Α.Δ. 2508 και Mourtouvanis and Sons Ltd v. The Republic (1966) 3 C.L.R. 108), στις οποίες μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της.

 

Αποτελεί όμως βασική αρχή ότι για να είναι προσβλητή η παράλειψη της διοίκησης να συμμορφωθεί με το Άρθρο 29 του Συντάγματος[1], το αντικείμενο του αιτήματος ή του παραπόνου πρέπει να αφορά εκτελεστή διοικητική πράξη ή παράλειψη. Η εκτελεστότητα μιας διοικητικής πράξης αποτελεί την προϋπόθεση άσκησης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου. (Βλέπετε σχετικά Xenophontos ν. The Republic 2 R.S.C.C. 89, Kolokassides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 542 και Lavar Shipping Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 260).

                                                                                                         

Στην υπόθεση Justice Party v. Republic (1986) 3 C.L.R. 187, αποφασίστηκε ότι η παράλειψη απάντησης μπορεί να προσβληθεί με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος, όταν το θέμα, επί του οποίου υποβάλλεται το αίτημα εμπίπτει στο τομέα του δημοσίου δικαίου και αναφέρεται στην ενάσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής αρμοδιότητας. Ο Πικής, Δ., εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας ανέφερε τα ακόλουθα στη σελ. 191:

 

«(b) For the default to be justiciable under Article 146 the matter on which the authorities are petitioned must be in the domain of public law and further refer to the exercise of executive or administrative competence. If that be the case and there is default to make reply,

 

(c) An aggrieved party may have recourse under Article 146 without proof of further prejudice.»

 

Αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα γίνεται και στο περίγραμμα της εφεσείουσας, όπου τονίζεται, με παραπομπή στην απόφαση Δήμος Λεμεσού ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ (1993) 3 Α.Α.Δ. 610, ότι για να στοιχειοθετηθεί δικαίωμα προσφυγής, το αντικείμενο της αίτησης ή του παραπόνου θα πρέπει να αφορά ζήτημα υποκείμενο στην έκδοση διοικητικής απόφασης ή πράξης.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση η εκτελεστότητα της πράξης ηγέρθηκε από τον εφεσίβλητο, στην ένστασή του, δεν έτυχε όμως ενδελεχούς εξέτασης από το πρωτόδικο δικαστήριο. Στην πρωτόδικη απόφαση έγινε μνεία στο εν λόγω θέμα, δεν υπήρξε όμως τελική κρίση επί τούτου, παρά το γεγονός ότι, τόσο στην αγόρευση του εφεσίβλητου όσο και της εφεσείουσας, γίνεται εκτενής ανάλυση του θέματος με παραπομπή στη σχετική νομολογία. Το γεγονός αυτό δεν μας εμποδίζει να το εξετάσουμε, παρά την απουσία σχετικού λόγου έφεσης ή αντέφεσης, καθότι είναι ζήτημα δημόσιας τάξης, άρρηκτα συνδεδεμένο με τα προαπαιτούμενα που προβλέπονται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος. Άλλωστε το υπό συζήτηση θέμα, αναπτύχθηκε επαρκώς στα ενώπιον μας περιγράμματα. Η εκτελεστότητα μπορεί να εξετασθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στα πλαίσια της έφεσης, κατόπιν αίτησης ή και αυτεπαγγέλτως. (Βλέπετε σχετικά Στεφανίδης ν. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 Α.Α.Δ. 49, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314 και Thakis Costa Beltings Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 466).

 

Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο το αντικείμενο του αιτήματος της εφεσείουσας θα μπορούσε να καταλήξει σε εκτελεστή διοικητική πράξη ή παράλειψη. Υπενθυμίζουμε ότι το αίτημα της ήταν όπως ο εφεσίβλητος εγκρίνει προϋπολογισμό για αναβάθμιση της μισθοδοσίας της κλίμακας της. Παραθέτουμε αυτούσια τη σχετική αναφορά, ως αυτή αποτυπώνεται στην επίδικη επιστολή, ημερομηνίας 14.12.2012:

 

«1. Συγκεκριμένα από το 2003 η πελάτιδα μου έχει εξαντλήσει την κλίμακα Α10 και αναμένεται να συνταξιοδοτηθεί το 2023. Είναι γι΄ αυτό που, γνωρίζεται, έχει ζητήσει επανειλημμένως από το Δήμο Παραλιμνίου να εγκριθεί προϋπολογισμός που να προβλέψει, δικαίως, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, προσωπική κλίμακα σε Α8-Α10-Α11.

 

Τούτο τόνισε άλλωστε και το Υπουργικό Συμβούλιο (ημερομηνίας 20.5.2009) για τις περιπτώσεις όπου λόγω μεγέθους της Υπηρεσίας, σε θέσεις που είναι πολύ περιορισμένες στα ανώτερα ιεραρχικά επίπεδα, να εξετάζεται το ενδεχόμενο, αντί της δημιουργίας νέων/πρόσθετων θέσεων να παραχωρείται στους κατόχους κατώτερων θέσεων η δυνατότητα ανέλιξης σε μισθοδοτική κλίμακα ανώτερη από αυτή της θέσης τους επί προσωπικής βάσης. Τούτο όταν καθηλωθούν στην κορυφή της κλίμακας τους. Αυτή η απόφαση του Υπουργικού κοινοποιήθηκε με επιστολή και προς το Δήμο σας.

 

Είναι δε με βάση αυτή την απόφαση που, το Υπουργείο Εσωτερικών ενέκρινε την αναβάθμιση της μισθοδοτικής κλίμακας για παράδειγμα της θέσης Προϊσταμένου Οικονομικής Υπηρεσίας Δήμου Στροβόλου, η οποία είναι εγκεκριμένη μισθοδοτική κλίμακα της θέσης Δημοτικού Ταμία, βάσει των συμφωνηθέντων με την Ένωση Δήμων σχετικά με τις μισθοδοτικές κλίμακες των ανώτατων θέσεων των Δήμων.

 

2. Γι΄ αυτό το λόγον, ο Δήμος σας περιέλαβε στους προϋπολογισμούς του 2008 και του 2009 την αναβάθμιση της κλίμακας της πελάτιδας μου, όμως τελικά το Υπουργείο Εσωτερικών, λόγω οικονομικής περισυλλογής, δεν ενέκρινε τούτο. Απόφαση αντιφατική αφού το ίδιο Υπουργείο στις 7 Σεπτεμβρίου 2011 και εν μέσω οικονομικής κρίσης, ενέκρινε την αναβάθμιση της μισθοδοτικής κλίμακας της θέσης Δημοτικού Γραμματέα του Δήμου Παραλιμνίου στην κλίμακα Α12-13-14, ενώ εισηγήθηκε αναβάθμιση της κλίμακας του Λειτουργού Τεχνικής Υπηρεσίας αναδρομικά από το 2002!! Οι ίδιες ενέργειες έγιναν και για αριθμό άλλων υπαλλήλων σε άλλους Δήμους.

 

Δεν είναι δυνατό σε ένα Δήμο ο οποίος σύμφωνα με τα έσοδα και τα έξοδα του είναι στους 5 πρώτους Δήμους σε κύκλο εργασιών, η πελάτιδα μου να υφίσταται τόση αδικία και άνιση μεταχείριση.»

 

Για να στοιχειοθετηθεί παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί ότι ο εφεσίβλητος είχε θετική υποχρέωση, την οποία επέβαλλε ο νόμος, να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια, προς ρύθμιση ωρισμένης σχέσεως. Η έννοια της παράλειψης εξετάστηκε στην απόφαση Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 400, όπου αποφασίστηκε ότι:

 

«Παράλειψη διοικητικού οργάνου να εκπληρώσει καθήκον υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου αυτή συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης την οποία επιβάλλει ο νόμος. Σε εκείνη την περίπτωση, η αδράνεια ελέγχεται εφόσον η παράλειψη της Διοίκησης την εκτρέπει από το νομοθετικό καθήκον της. Αυτή είναι η έννοια την οποία ενέχει ο όρος «παράλειψη» στο άρθρο 146.1 του Συντάγματος, γιατί μόνο σ΄ εκείνη την περίπτωση η παράλειψη είναι αφ΄ εαυτής παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων και, συνεπώς, εκτελεστή.»  

 

Όπως σημειώνεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 243:

 

«Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας προσβλητή επί ακυρώσει δι΄ αιτήσεως προς το Συμβούλιον Επικρατείας δύναται να υπάρξη μόνον οσάκις διά σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως. Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής δία την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενέργεια ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλομένης ενεργείας.»

 

Καθοδηγητική είναι και η αναφορά στο σύγγραμμα Διοικητικό Δίκαιο του Π. Δ. Δαγτόγλου, δεύτερη αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση, στις σελίδες 385 και 386, παραγράφους 518, 519, 520 και 521, κάτω από τον τίτλο «Προϋποθέσεις παραδεκτού: Φύση προσβαλλόμενης πράξης». Την παραθέτουμε:

 

«9. Αίτηση ακυρώσεως μπορεί να στραφεί και κατά της σιωπής ή ακριβέστερα της σιωπηρής παραλείψεως της διοικήσεως, διότι αλλιώς η διοίκηση θα μπορούσε εύκολα ν' αποφύγει τον δικαστικό έλεγχο και ο ιδιώτης να στερηθεί την δικαστική προστασία. Ενώ όμως κάθε (εκτελεστή) διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, παραδεκτής προσβλητή είναι μόνο η παράλειψη μιας διοικητικής αρχής που αφορά οφειλόμενη από την αρχή αυτή νόμιμη ενέργεια. Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, που μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, συντρέχει αν πληρούνται οι εξής τρεις προϋποθέσεις:

 

     α. Νομοθετική πρόβλεψη, δηλαδή πρόβλεψη στο Σύνταγμα, σε νόμο ή σε γενική αρχή του δικαίου της υποχρεώσεως της διοικήσεως να προβεί σε ορισμένη ενέργεια.

 

     β. Πρωτοβουλία του ιδιώτη, δηλαδή αίτηση ή όχληση (αν η διοίκηση δεν υποχρεούται να ενεργήσει αυτεπάγγελτα), απευθυνόμενη μάλιστα στην αρμόδια αρχή.

 

     γ. Συγκρότηση τεκμηρίου αρνήσεως της διοικήσεως με την άπρακτη παρέλευση της τυχόν προβλεπόμενης από ειδικό νόμο προθεσμίας ή αλλιώς ενός τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως στην διοίκηση ή την περιέλευσή της στην αρμόδια αρχή. Πριν την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η άρνηση της διοικήσεως δεν τεκμαίρεται και αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη.»

 

Παρόμοιο θέμα, με αυτό που καλούμαστε να αποφασίσουμε, εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γιωργαλλή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 590. Κρίθηκε ότι η παράλειψη του διοικητικού οργάνου να απαντήσει σε αίτημα των Αιτητών για αναθεώρηση των επιδομάτων εξωτερικού, για τις διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων, δεν μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή. Το αίτημα αφορούσε την αναμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου «. ως θέμα πολιτικής και αξιολόγησης των καθηκόντων και αναγκών της θέσης Συμβούλου Τύπου και έτσι δεν μπορούσε να καταλήξει σε έκδοση διοικητικής απόφασης εκτελεστής, ώστε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, δεν στοιχειοθετείται ότι ο εφεσίβλητος είχε θετική υποχρέωση να εγκρίνει προϋπολογισμό για την αναβάθμιση της μισθοδοτικής κλίμακας της εφεσείουσας. Η αναβάθμιση της κλίμακας δεν καλύπτεται από οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια. Εξάλλου από το περιεχόμενο της επιστολής της, ημερομηνίας 14.12.2012, προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος προσπάθησε να ικανοποιήσει το αίτημα της, περιέλαβε στους προϋπολογισμούς του 2008 και 2009 την αναβάθμιση της κλίμακας, αυτό όμως δεν έγινε αποδεκτό, απορρίφθηκε από τα αρμόδια Υπουργεία, το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Οικονομικών.

 

Καταλήγουμε, ότι το αίτημα της εφεσείουσας δεν αφορά εκτελεστή διοικητική πράξη ή παράλειψη που αποτελεί μια εκ των προϋποθέσεων για την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται. Η κάθε πλευρά θα επιβαρυνθεί με τα έξοδά της, εφόσον το θέμα της εκτελεστότητας της πράξης το εξετάσαμε αυτεπάγγελτα.  

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

                                        Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                        Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

 

 

/ΓΓ.



[1] 1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ' άλλων να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημοσίαν αρχήν δικαιούμενος ν' απαιτήση, όπως αύτη επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως. Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως εις τον υποβαλόντα την αίτησιν ή τα παράπονα εν πάση περιπτώσει ενός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας.

2. Εφ' όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας δύναται ο ενδιαφερόμενος ν' αγάγη ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου διά προσφυγής την υπόθεσιν, εις ην αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο