ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Αρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 7/2017
29 Σεπτεμβρίου, 2023
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Eφεσείων,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητη.
---------
Θ.Κουσπή, (κα), για τoν Εφεσείοντα
Μ.Κοτσώνη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Χ.Ορφανίδη - ασκούμενο δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
Καμιά εμφάνιση, για Ενδιαφερόμενο Μέρος
-----------
Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.: Ο Εφεσείων ως αιτητής προσέβαλε πρωτοδίκως την πράξη διορισμού, δημοσιευθείσα στις 26.4.2013, των Ενδιαφερομένων Μερών αρ.1 και 2, στη μόνιμη θέση Λειτουργού Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών, Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών. Ο διορισμός είχε αναδρομική ισχύ από τις 15.7.2010.
Χρήσιμο είναι, να θέσουμε το ιστορικό της υπόθεσης ως καταγράφεται πρωτοδίκως:
«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής "ΕΔΥ"), στη συνεδρία της με ημερομηνία 28/5/2010, διόρισε τα Ε/Μ από 15/7/2010, στη μόνιμη θέση Λειτουργού Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών, Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής κατεχώρησε την υπ' αριθμό 1284/2010 προσφυγή, την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 4/3/2013 έκανε αποδεκτή, ακυρώνοντας τον διορισμό των Ε/Μ. Ακολούθησε επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης στην συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 19/3/2013, κατά την οποία επελέγησαν τα Ε/Μ, στα οποία προσφέρθηκε διορισμός αναδρομικά από 15/7/2010».
Πρωτοδίκως είχαν τεθεί διάφορες «πλημμέλειες» κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, ειδικά ως προς τις μονάδες που δόθηκαν στο E.M.2 Μαυροκορδάτο αναφορικά με την πείρα του, τη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και ότι με τον τρόπο που έδρασε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η ΕΔΥ) ουσιαστικά παραβίασε το δεδικασμένο και/ή ότι ενήργησε αυθαίρετα και καταχρηστικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
«Στην εξεταζόμενη περίπτωση, το εύρημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου που προέκυψε από την απόφαση στην Νικόλας Νικολάου v Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 1284/2010, ημερομηνίας 4/3/2013, αφορούσε το μεταπτυχιακό προσόν του αιτητή, το οποίο ως πρόσθετο προσόν, μη προβλεπόμενο στο Σχέδιο Υπηρεσίας και εντασσόμενο στο κριτήριο "άλλα ακαδημαϊκά προσόντα", έπρεπε να είχε συνυπολογιστεί και να αποδοθούν σ' αυτό οι ανάλογες μονάδες.
Κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ σε συμμόρφωση με το δεδικασμένο, πίστωσε τον αιτητή με 2 μονάδες για το μεταπτυχιακό του. Παράλληλα και έχοντας βάσιμο λόγο που δικαιολογούσε την επανεξέταση επί ζητήματος που δεν αποτέλεσε σημείο κρίσης, όπως είναι η πείρα του Ε/Μ Μαυροκορδάτου, η ΕΔΥ προχώρησε σε εκ νέου διερεύνηση κατόπιν επιστολής που έλαβε από το Ε/Μ Μαυροκορδάτο ημερομηνίας 14/3/2013 και σχετικού πιστοποιητικού εργοδότησης ημερομηνίας 19/3/2013, αιτιολογώντας με επάρκεια την κρίση της επί του συγκεκριμένου αυτού ζητήματος.
Ειδικότερα όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό της ΕΔΥ της συνεδρίας της με ημερομηνία 19/3/2013, στην εν λόγω επιστολή του Ε/Μ Μαυροκορδάτου, επισυνάπτεται πιστοποιητικό αναφορικά με την εργασιακή του πείρα στο Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών, "το οποίο συνάδει με τα στοιχεία τα οποία είχε δηλώσει αρχικά στην αίτηση του". Το δε πιστοποιητικό εργοδότησης στην Αμερικάνικη Ακαδημία Λάρνακας όπου το Ε/Μ εργάστηκε ως καθηγητής Βιολογίας κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2006 - 2007, αφορούσε "πείρα η οποία ήταν ήδη δηλωμένη στην αίτησή του ευθύς εξ υπαρχής".
Και παρακάτω:
«Συναφώς, στην παρούσα περίπτωση δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα νομολογηθέντα στην Δημοκρατία κ.ά. v. Κούλουμου (2010)3 Α.Α.Δ. 293, στα οποία παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον αιτητή, αφού ακριβώς εκεί επρόκειτο για διαπιστωθέντα και ήδη κριθέντα ζητήματα, τα οποία ως δεδικασμένο σε πλείονες της μιας δικαστικής απόφασης, δεν επέτρεπαν αναθεώρηση υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων.
Αλλά ούτε και η θέση του αιτητή ότι, δεν έπρεπε να προσμετρήσει η πείρα του Ε/Μ Μαυροκορδάτου που απέκτησε από διορισμό του σε θέση που μεταγενέστερα ακυρώθηκε, ευσταθεί.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η πείρα που αποκτήθηκε σε συγκεκριμένη θέση, εφόσον συνεπάγεται πραγματική υπηρεσία και είναι νόμιμη απαρχής δεν διαγράφεται, αφού παραμένει ως πραγματικό γεγονός, έστω και αν ο διορισμός στην θέση αυτή ακυρωθεί».
Με επίκληση δε την υπόθεση Ευσταθίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014)3 Α.Α.Δ. 291, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η πείρα του Ε.Μ. που αποκτήθηκε σε συγκεκριμένη θέση, εφόσον συνεπάγεται πραγματική υπηρεσία και είναι νόμιμη δεν διαγράφεται, αφού παραμένει ως πραγματικό γεγονός, έστω και αν ο διορισμός στη θέση αυτή ακυρωθεί.
Καταληκτικά προέβη στα εξής συμπεράσματα:
«Συνεπώς δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε μεμπτό στην επιλογή των Ε/Μ, αφού το σύνολο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη (βλ. Τρύφωνος κ.ά v. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 377), ήταν υπέρ των Ε/Μ και εναπόκειτο στην ΕΔΥ να τα σταθμίσει αναλόγως, ασκώντας εύλογη διακριτική ευχέρεια, στην οποία το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει και ούτε υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης.
Στην βάση των πιο πάνω αναφερθέντων κρίνω ότι, ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στον συλλογισμό του διοικητικού οργάνου και απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε/Μ.
Υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται».
Θεωρούμε σκόπιμο να καταγράψουμε αυτολεξεί τους δύο λόγους έφεσης που προβάλλονται και που αφορούν το διορισμό του Ε.Μ.2:
«1. Το Δικαστήριο που εκδίκασε πρωτόδικα την υπόθεση περί το νόμο και/ή τα πράγματα πλανήθηκε και/ή εσφαλμένα και/ή αναιτιολόγητα έκρινε, ότι κατά την επανεξέταση που διενεργήθηκε, η Καθ΄ ης η Αίτηση Επιτροπή ορθά και νόμιμα και σε συμφωνία με τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προχώρησε σε επαναδιερεύνηση και/ή επανεξέταση της πείρας του Ενδιαφερόμενου Μέρους αρ.2 Μαυροκορδάτου, εφόσον αυτή δεν αποτέλεσε σημείο κρίσης και/ή δεν αποτέλεσε μέρος του ακυρωτικού δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με την προσφυγή 1284/2010, Νικόλα Νικολάου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.3.2013 και ορθά και νόμιμα η Επιτροπή έλαβε υπόψη προσδίδοντας στο Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ.2, δύο πρόσθετες μονάδες στο κριτήριο της πείρας, τα πιστοποιητικά που ο τελευταίος έθεσε ενώπιον της ΕΔΥ στις 14 και 19.3.20Ι3, βεβαιώσεις οι οποίες προϋπήρχαν και με τις οποίες πιστοποιείτο η από μέρους του κατοχή πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, εφόσον επρόκειτο για "πείρα η οποία ήταν ήδη δηλωμένη στην αίτησή του ευθύς εξ' υπαρχής.
2. ΄Ανευ βλάβης του 1ου λόγου έφεσης και της επιχειρηματολογίας που τον συνοδεύει, το Δικαστήριο που εκδίκασε πρωτόδικα την υπόθεση περί το νόμο και/ή τα πράγματα, πλανήθηκε και/ή εσφαλμένα έκρινε, ότι κατά την επανεξέταση που διενεργήθηκε, η Καθ' ης η Αίτηση Επιτροπή ορθά και νόμιμα και σε συμφωνία με τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προχώρησε σε επαναδιερεύνηση και/ή επανεξέταση της πείρας του Ενδιαφερόμενου Μέρους αρ.2 Μαυροκορδάτου, εφόσον αυτή δεν αποτέλεσε σημείο κρίσης και/ ή δεν αποτέλεσε μέρος του ακυρωτικού δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με την Προσφυγή 1284/2010, Νικόλα Νικολάου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.3.2013 και ορθά και νόμιμα η Επιτροπή έλαβε υπόψη προσδίδοντας στο Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ.2, δύο πρόσθετες μονάδες στο κριτήριο της πείρας, τα πιστοποιητικά που ο τελευταίος έθεσε ενώπιον της ΕΔΥ στις 14 και 19.3.2013, βεβαιώσεις οι οποίες προϋπήρχαν και με τις οποίες πιστοποιείτο η από μέρους του κατοχή πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης εφόσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου "η ΕΔΥ αναγνώρισε πείρα του Ε/Μ Μαυροκορδάτου, η οποία υπήρχε και είχε δηλωθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο και απλά κατά την επανεξέταση προσκόμισε τις βεβαιώσεις που προϋπήρχαν".
Και οι δυο λόγοι έφεσης επαναφέρουν στο προσκήνιο τα αποφασισθέντα, με κοινό πυρήνα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «έδρασε» εκτός των πλαισίων της δικαστικής απόφασης στην Προσφυγή αρ.1284/10.
Είναι λοιπόν αναγκαίο να εξετασθεί με προσοχή το περιεχόμενο της απόφασης στην ως άνω προσφυγή (η «πρώτη απόφαση»).
Είναι σαφές από την «πρώτη απόφαση» ότι το μεμπτό της τότε διοικητικής διαδικασίας ήταν ότι το μεταπτυχιακό του Εφεσείοντα, ως πρόσθετο προσόν, μη προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας και εντασσόμενο στο κριτήριο «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα», δεν συνυπολογίστηκε.
Αναφέρει τα εξής στη συνέχεια η πρώτη απόφαση:
«Το κατά πόσο το αντικείμενό του ήταν σχετικό με τα θέματα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να το αποφασίσει και, από τα πρακτικά, δεν προκύπτει εάν εξετάστηκε από την Επιτροπή το περιεχόμενό του. Εάν το εν λόγω μεταπτυχιακό προσόν δε λήφθηκε υπόψη, γιατί, όπως υποστήριξαν οι συνήγοροι, αυτό αποκτήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων - κάτι, όμως, το οποίο δεν επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά - τότε η προσέγγιση της Επιτροπής είναι λανθασμένη, αφού ο ουσιώδης χρόνος κατοχής πρόσθετων προσόντων είναι ο χρόνος λήψης της απόφασης - (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Ιωάννας Παπαζαχαρίου κ.ά. Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 142/11, 153/11 και 158/11, 27/7/12).
Υπάρχει, όμως, ακόμη ένα ζήτημα ως προς το χειρισμό του όλου θέματος. Στο Άρθρο 3(1)(β)(ιν) του Νόμου, ορίζεται ότι η αρμόδια αρχή, εν προκειμένω η Επιτροπή, έχει τη δυνατότητα να προσδώσει για το κριτήριο της κατοχής «άλλων ακαδημαϊκών προσόντων» μέχρι τρεις μονάδες. Η Επιτροπή, στην παρούσα περίπτωση, θα ήταν αναμενόμενο να αποφάσιζε τι συνιστούσε άλλο ακαδημαϊκό προσόν, όπως και τον τρόπο στάθμισης της βαρύτητάς του, έτσι ώστε να υπάρχει δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της κρίσης της. Αντί αυτού, αρκέστηκε στην τοποθέτηση ότι αποφάσισε να απονείμει 0 - 3 μονάδες, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο των σπουδών. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, απένειμε στο ενδιαφερόμενο μέρος Χ. Μαυροκορδάτο δύο μονάδες, προφανώς για το μεταπτυχιακό του Master of Science in Environmental Health (Cyprus International Institute for the Environment and Public Health in association with Harvard School of Public Health), ενώ για το μεταπτυχιακό προσόν του αιτητή δεν έκαμε οποιαδήποτε αναφορά.
Προκύπτει, από τα πιο πάνω, ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα και παραλείφθηκε, εκ των προτέρων, τοποθέτηση αναφορικά με την αξιολόγηση και απόδοση, κατά περίπτωση, των ανάλογων μονάδων στα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, κατά τρόπο που έχει παραβιαστεί σε βάρος του αιτητή το ενιαίο μέτρο κρίσης. Η σύγκριση, στην οποία προέβη η Επιτροπή, δεν έγινε επί ίσοις όροις - (βλ. Χατζηγιάννη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 και Κωνσταντίνος Μ. Δημητρίου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 254/08 κ.ά., 26/7/12).
Οι πιο πάνω παραλείψεις είναι ουσιώδεις, εφόσον η τελική συνολική βαθμολογία του αιτητή, σε περίπτωση που είχε εκτιμηθεί ως πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν το μεταπτυχιακό του, ενδεχομένως να ήταν διαφοροποιημένη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή».
Δεν ασχολήθηκε με οποιοδήποτε άλλο θέμα επί της ουσίας η «πρώτη απόφαση».
Η ΕΔΥ σε συνεδρίαση της ημ. 19.3.2013 προέβη - ως όφειλε - στην επανεξέταση της πλήρωσης των επίδικων θέσεων με βάση την πιο πάνω απόφαση. Διαπίστωσε ότι προέκυπταν τα ακόλουθα ζητήματα:
«1. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Αιτητής κατείχε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν (MSc in Environmental Toxicology & Pollution Monitoring), μη προβλεπόμενο στο Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο όμως δεν λήφθηκε υπόψη και δεν συνυπολογίστηκε στην τελική του βαθμολογία. Από τα πρακτικά δεν φαίνεται κατά πόσον η Επιτροπή εξέτασε το περιεχόμενό του, κατά πόσον κατέληξε αν αυτό είναι σχετικό ή όχι και γιατί δεν λήφθηκε υπόψη. Αν δηλαδή οφειλόταν στη σχετικότητα ή μη του προσόντος ή κατά πόσον οφειλόταν στο γεγονός ότι αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο.
2. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή όφειλε, στα πρακτικά της, να αποφασίσει τι συνιστούσε «άλλο ακαδημαϊκό προσόν» και να εξηγήσει τον τρόπο στάθμισης της βαρύτητάς του.
3. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει επειδή «δεν έγινε η δέουσα έρευνα και παραλείφθηκε, εκ των προτέρων, τοποθέτηση αναφορικά με την αξιολόγηση και απόδοση, κατά περίπτωση, των ανάλογων μονάδων στα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, κατά τρόπο που έχει παραβιαστεί σε βάρος του αιτητή το ενιαίο μέτρο κρίσης».
H Επιτροπή προέβη στις εξής παρατηρήσεις:
1. Από τη μελέτη τής αίτησης του Νικολάου, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υπάρχει καταχωρημένη σ' αυτήν βεβαίωση από το Πανεπιστήμιο Ulster για ολοκλήρωση του μεταπτυχιακού του «Master in Science in Environmental Toxicology & Pollution Monitoring», η οποία λήφθηκε στο Γραφείο της Επιτροπής στις 20.5.10, πριν δηλαδή την ημερομηνία της προφορικής εξέτασης (28.5.10).
2. Από τη μελέτη των στοιχείων στο Γενικό Φάκελο της διαδικασίας, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν αποδόθηκαν οποιεσδήποτε μονάδες στον Αιτητή για το μεταπτυχιακό του.
3. H Επιτροπή σημείωσε ότι, βάσει πάγιας πολιτικής όταν ακαδημαϊκό προσόν αποτελεί πλεονέκτημα αποδίδονται 5 μονάδες, ενώ όταν αποτελεί πρόσθετο προσόν δίδονται 1-3 μονάδες, ως ακολούθως:
Πρώτο πτυχίο: 1 μονάδα
Μεταπτυχιακό δίπλωμα (Master): 2 μονάδες
Διδακτορικό δίπλωμα (PhD): 3 μονάδες
4. H Επιτροπή σημείωσε, επίσης, ότι ακαδημαϊκό προσόν, όταν δεν είναι απαιτούμενο, λαμβάνεται υπόψη και μετά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής των αιτήσεων».
Υπό το φως των πιο πάνω, η Επιτροπή εξέτασε το μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή στην Προσφ. Αρ. 1284/2010, Νικολάου Νικόλαου, «Master in Science in Environmental Toxicology & Pollution Monitoring» και έκρινε ότι αυτό δεν αποτελεί πλεονέκτημα, διότι είναι σε Θέμα που δεν περιλαμβάνεται στην παρ. (1) των Απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ενόψει τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε όπως το προσόν αυτό θεωρηθεί ως πρόσθετο ακαδημαϊκό και δοθούν στον εν λόγω υποψήφιο δυο επιπρόσθετες μονάδες. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να απονέμει δύο μονάδες στο Νικολάου Νικόλα, λόγω της από μέρους του κατοχής Μεταπτυχιακού διπλώματος το οποίο είχε συμπληρώσει πριν τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης της Επιτροπής.
Η Επιτροπή έλαβε γνώση επιστολής του Ενδιαφερόμενου Μέρους Μαυροκορδάτου Χάρη, ημερομηνίας 14.3.13, στην οποία επισυνάπτει πιστοποιητικό αναφορικά με την εργασιακή του πείρα στο Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών, το οποίο συνάδει με τα στοιχεία τα οποία είχε δηλώσει αρχικά στην αίτησή του. Πέραν αυτού, στις 19.3.13 ο Μαυροκορδάτος υπέβαλε πιστοποιητικά εργοδότησής του (1) στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας, όπου εργάστηκε ως καθηγητής Βιολογίας κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2006-2007, πείρα η οποία ήταν ήδη δηλωμένη στην αίτησή του ευθύς εξ' υπαρχής και, ως εκ τούτου, λαμβάνεται υπόψη και (2) σε Κλινικό Εργαστήριο από 1.7.07 μέχρι 31.3.08, ωστόσο η πείρα αυτή δεν ήταν δηλωμένη στην αίτησή του κατά τον ουσιώδη χρόνο και, ως εκ τούτου, δεν λαμβάνεται υπόψη. Η Επιτροπή αποφασίζει να απονέμει στον Μαυροκορδάτο Χάρη δύο μονάδες για τη σχετική του πείρα.
Ενόψει των πιο πάνω, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η τελική κατάταξη δεν διαφοροποιήθηκε, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να επιλέξει ξανά τον Μαυροκορδάτο Χάρη και τον Καφούρη Σάββα, στους οποίους αποφασίζεται να προσφερθεί διορισμός στη θέση Λειτουργού Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών, Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών, αναδρομικά από 15.7.10.»
Στην επανεξέταση, μετά από ακύρωση διοικητικής πράξης δυνάμει δικαστικής απόφασης, η νομολογία επιτρέπει επαναδιερεύνηση προσόντων και λοιπών δεδομένων, εφόσον δεν υπήρξε επ΄αυτών προηγούμενη δικανική κρίση και εφόσον κάτι τέτοιο δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις, δυνάμει δοθείσης αιτιολογίας.
Στη Χ΄Χάννας ν. Δημοκρατίας (2005)3 Α.Α.Δ. 5 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Ο ισχυρισμός επίσης του εφεσείοντα ότι το θέμα του προσόντος της παραγράφου 3(1) είχε οριστικά επιλυθεί με την απόφαση της Ολομέλειας και ότι δεν ήταν δυνατό να επαναφερθεί γιατί η αρχή της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τη χρηστή διοίκηση δεν επέτρεπε υπαναχώρηση στο ζήτημα, κρίνεται ως ανεδαφικός. Είναι σταθερά νομολογημένο ότι η ΕΔΥ μπορούσε να επανεξετάσει το ζήτημα εφόσον δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο. Η μόνη προϋπόθεση που θέτει η νομολογία στην περίπτωση αυτή είναι η καταγραφή αιτιολογίας για τη διαφορετική, απ' ότι προηγουμένως, κατάληξή της.
Άλλως, χωρίς εξειδίκευση του λόγου, είναι δυνατό να θεωρηθεί παραβίαση της αρχής της καλής πίστης».
Στη δε Νεοπτολέμου ν. Δημοκρατίας ΑΕ15/2015 ημ. 4.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:C417, η Ολομέλεια τόνισε εμφαντικά τις ίδιες αρχές, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Ως προς το εύρος εξέτασης σε περίπτωση ακυρωτικής Απόφασης και τη διαδικασία επανεξέτασης, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Πίλλα, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 51/2011, ημερ. 22/12/2016:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τα αποφασισθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να μην επαναλαμβάνει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης - (βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 280 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο όσα σημεία κρίνονται από το δικαστήριο, δηλαδή το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώνεται. Η διοίκηση είναι δεσμευμένη σε σχέση με τα αποφασισθέντα και δεν μπορεί να επαναλάβει ό,τι έχει, ήδη, κριθεί ως νομικά πλημμελές.
Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση και το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση θέματος διατηρεί ελεύθερη κρίση (Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639, Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643 και Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110).»
(Βλ. επίσης Αντωνίου ν. Χ΄Χάννα κ.ά., ΕΔΔ αρ. 16/2021 και 19/2021, 8.2.2023).
Με βάση τις πιο πάνω αρχές έχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη απόφαση υπό το πρίσμα της έφεσης, ειδικά ως προς το εάν είχε διακριτική εξουσία, το επανεξετάζον όργανο (η ΕΔΥ), να επαναξιολογήσει στοιχεία που είχαν μεν δηλωθεί εξ αρχής αλλά τεκμηριώθηκαν σε χρόνο πριν την επανεξέταση.
Υποχρέωση της διοίκησης φυσικά ήταν κατά πάντα χρόνο, η δέουσα έρευνα και στα πλαίσια αυτά ήταν δυνατή η κλήση για τεκμηρίωση ή η τεκμηρίωση αφ΄εαυτής, στοιχείων που υπήρχαν ευθύς εξ αρχής στην πρώτη διαδικασία.
Είναι υπό αυτή την έννοια, που η ελληνική και κυπριακή νομολογία επιτρέπει επανεξέταση στοιχείων τα οποία δεν αποτέλεσαν σημεία κρίσης της «πρώτης απόφασης». (Βλ. τη διαφορετική προσέγγιση της γαλλικής νομολογίας πιο κάτω).
Στο σύγγραμμα «Το δεδικασμένο των αποφάσεων των Διοικητικών Δικαστηρίων» της Ευαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκου, έκδοση 2002, σελ.235 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Είναι δυνατή η έκδοση νέας πράξης η οποία στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα που υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε, αλλά δεν λήφθηκαν υπόψη από τον δικαστή, χωρίς να υπάρχει άλλη νομική βάση; Οι απόψεις διίστανται: η Δ. Κοντό- γιωργα-Θεοχαροπούλου θεωρεί, στηριζόμενη στη νομολογία του ΣτΕ*, ότι η επανέκδοση της πράξης που στηρίζεται σε σύγχρονα και όχι επιγενόμενα της πρώτης πράξης πραγματικά στοιχεία είναι δυνατή μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης, δηλαδή «εφ' όσον διά πρώτην φοράν τα στοιχεία αυτά λαμβάνονται υπ' όψιν υπό της Διοικήσεως, δεν είχον δε υποπέσει ούτε εις την αντίληψιν του δικαστού κατά την ακυρωτικήν δίκην και συνεπώς, δεν εκρίθησαν υπ'αυτού ούτε ευθέως ούτε παρεμπιπτόντως». Αντιθέτως, στη γαλλική θεωρία υποστηρίζεται ότι η διοίκηση δεν μπορεί να επικαλείται γεγονότα που υπήρχαν κατά την έκδοση της πρώτης πράξης, αλλά ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, προκειμένου να μην εκτελέσει ενσυνείδητα την ακυρωτική απόφαση».
Ειδικά, η σχετική υποσημείωση έχει ως εξής:
*«Κατά τη νομολογία, «η διοίκηση κατ΄αρχήν δεν κωλύεται, επιλαμβανόμενη μετά από ακυρωτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, να εξετάσει την όλη υπόθεση από πραγματικής και νομικής φύσεως και να μεταβάλει ενδεχομένως την πραγματική βάση της υπόθεσης ή τους κανόνες που πρέπει να εφαρμοσθούν σ΄αυτή, με την προϋπόθεση όμως ότι πάντοτε η νέα πράξις αυτής στηρίζεται σε ερμηνεία και εφαρμογή διάταξης ή εκτίμηση πραγματικών, για τα οποία δεν έγινε έρευνα και κρίση με την ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου», ΣΕ 1868, 2064/94, 3126/92, ΔιΔικ 1993, σελ.362».
Στο προαναφερθέν, κλασσικό πλέον, σύγγραμμα της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της διοικήσεως» 1988, σημειώνονται τα ακόλουθα στη σελ.65:
«ββ. Αλλ' είναι επίσης δυνατή η επανέκδοσις της πράξεως στηριζομένης εις σύγχρονα και όχι επιγενόμενα της ακυρωθείσης πράξεως πραγματικά στοιχεία, εφ' όσον διά πρώτην φοράν τα στοιχεία αυτά λαμβάνονται υπ' όψιν υπό της Διοικήσεως, δεν είχον δε υποπέσει ούτε εις την αντίληψιν του δικαστού κατά την ακυρωτικήν δίκην και συνεπώς, δεν εκρίθησαν υπ' αυτού ούτε ευθέως ούτε παρεμπιπτόντως.
Δηλαδή, η εμμονή της Διοικήσεως εις το περιεχόμενον της ακυρωθείσης δεν παραβιάζει το δεδικασμένον, εφ' όσον ή Διοίκησις προσφεύγει εις νέα πρόσθετα στοιχεία, διευρύνοντα την πραγματικήν βάσιν της δευτέρας πράξεως, το πρώτον επικληθέντα και τα οποία στηρίζουν την νέαν της κρίσιν.
Επί παραδείγματι, εάν η διοικητική πράξις ηκυρώθη διά πλάνην περί τα πράγματα, δύναται η Διοίκησις επιλαμβανομένη και πάλιν της υποθέσεως, να στηρίξη διά νέας πράξεώς της την αυτήν ενέργειαν εις άλλα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν ετέθησαν υπό την κρίσιν του δικαστού της ακυρώσεως προς έρευναν, Επίσης, δεν παραβιάζεται το δεδικασμένον εξ αποφάσεως, η οποία ηκύρωσε πράξιν, διότι δεν εξετιμήθησαν ωρισμένα στοιχεία, εφ' όσον η νεωτέρα διοικητική πράξις εμμένουσα εις το αυτό περιεχόμενον τής ακυρωθείσης, εξεδόθη μετ' έκτίμησιν των στοιχείων τούτων».
Από τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι η Διοίκηση αφενός δεν παραβίασε το δεδικασμένο, αφετέρου δε, έλαβε υπόψη την επίρρωση στοιχείων τα οποία εν πάση περιπτώσει προϋπήρχαν. Και επ΄αυτού, έδωσε σχετική αιτιολογία. Διαπιστώνεται, ότι η ΕΔΥ δεν έδρασε αυθαίρετα ή εναντίον της αρχής της καλής πίστης.
Επίσης, δεν θεωρούμε ότι υπήρξε παραβίαση οποιασδήποτε αρχής που πηγάζει από τη Δημοκρατία ν. Κούλουμου, ανωτέρω, της οποίας οι περιστάσεις είναι διαφορετικές από την κρινόμενη υπόθεση. Όπως, ορθά παρατηρεί σχετικά το πρωτόδικο Δικαστήριο «ακριβώς εκεί επρόκειτο για διαπιστωθέντα και ήδη κριθέντα ζητήματα, τα οποία ως δεδικασμένο σε πλείονες της μιας δικαστικής απόφασης, δεν επέτρεπαν αναθεώρηση, υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων». Σαφώς, δεν παρατηρείται κάτι τέτοιο στην υπό κρίση υπόθεση.
Πρέπει να σημειώσουμε, πως έγινε προσπάθεια δια της αιτιολογίας των λόγων έφεσης και του περιγράμματος του Εφεσείοντα να εισαχθεί θέμα για παραβίαση της αρχής της ισότητας, εφόσον η διοίκηση επανάνοιξε το ζήτημα πείρας του Ε.Μ., ως προς την ανάγκη να πράξει το ίδιο σε σχέση με όλους τους υποψηφίους. Θεωρούμε, πως δεν μπορούμε να εξετάσουμε το θέμα υπό αυτή τη διάσταση διότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τους λόγους έφεσης. Όπως είναι ευρέως νομολογημένο, δεν είναι δυνατή η διεύρυνση θεμάτων, που δεν εγείρονται σαφώς στο περιεχόμενο των λόγων έφεσης, οι οποίοι λόγοι οφείλουν να προσδιορίσουν ειδικά το λάθος του Δικαστηρίου. (Βλ. Omex Enterprises Ltd κ.ά. v. Elia, πολ.εφ.469/12, 20.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A384 και Ταμείο Προνοίας Πιλότων και Ιπτάμενων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν. 1. Suphire Ηoldings Public Ltd κ.ά. πολ.εφ.280/2012, 21.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A479, από τις οποίες διαφαίνεται, πως είναι ο λόγος έφεσης που καθορίζει τον προσδιορισμό του λάθους και δεν είναι δυνατόν δια της αιτιολογίας να δημιουργείται νέος λόγος έφεσης). ΄Εχουμε παραθέσει αυτούσιο το περιεχόμενο των δύο λόγων έφεσης, πιο πάνω, και σαφώς δεν περιέχεται σε αυτούς τέτοια διάταση, που να καλύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας, όπως επιχειρήθηκε να εισαχθεί το θέμα είτε δια της αιτιολογίας είτε δια του περιγράμματος.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση απορρίπτεται με €2,500 έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ.ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η.ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.