ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Αρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 56/2016)
4 Σεπτεμβρίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΗΛΕΚΤΡΑΣ ΦΩΤΙΑΔΟΥ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για Ν. Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Α.Κ. Αιμιλιανίδης, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σωκράτους, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (στο εξής Θ.Ο.Κ.) με σκοπό την ανασύσταση του θιάσου του Οργανισμού, προκήρυξε, με επιστολή του ημερ. 22 Μαρτίου 2013, την πλήρωση 23 οργανικών θέσεων ηθοποιών, ήτοι έξι θέσεων πρώτου ηθοποιού, οκτώ θέσεων ανώτερου ηθοποιού και δέκα θέσεων ηθοποιού, με καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή των αιτήσεων την 16.4.2013. ΄Ολες οι θέσεις ήταν θέσεις πρώτου διορισμού (στο εξής «οι επίδικες θέσεις»). Σε ανταπόκριση της πιο πάνω προκήρυξης, υποβλήθηκαν 151 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή της εφεσίβλητης.
Αναφορικά με την εφεσίβλητη, η Επιτροπή Προσωπικού εισηγήθηκε ότι στην αίτησή της δεν επεσύναψε δίπλωμα τριετούς φοίτησης από αναγνωρισμένη Δραματική Σχολή, ενώ το πανεπιστημιακό δίπλωμα που υπέβαλε κρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚ ότι δεν είναι ισότιμο προσόν καθ' ότι η εφεσίβλητη, η οποία κατέχει πτυχίο στη μουσική από το University of Oregon και μεταπτυχιακό δίπλωμα υποκριτικής μονοετούς φοίτησης από το Mountview Academy of Theatre Arts, του Λονδίνου, δεν μπορούσε να κριθεί ότι πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα των οικείων σχεδίων υπηρεσίας, τα οποία απαιτούσαν «κατοχή διπλώματος αναγνωρισμένης Δραματικής Σχολής τριετούς τουλάχιστο φοίτησης ή άλλης σχολής θεάτρου το δίπλωμα της οποίας θα θεωρηθεί κατάλληλο (ισότιμο) από το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού».
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Θ.Ο.Κ., με απόφασή του ημερομηνίας 11.6.2013, ενέκρινε τις πιο πάνω εισηγήσεις της Επιτροπής Προσωπικού και στις 26.6.2013 ο εφεσείων, με επιστολή του ενημέρωσε την εφεσίβλητη αναφορικά με την απόρριψη της αίτησής της, συνεπεία της οποίας η τελευταία δεν μπορούσε να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας πρόσληψης, ήτοι αυτό των ακροάσεων ηθοποιών από την καλλιτεχνική επιτροπή του Οργανισμού.
Εν συνεχεία, το Διοικητικό Συμβούλιο του εφεσείοντα, σε συνεδρία του ημερομηνίας 18.6.2013, αποφάσισε να καλέσει σε ακρόαση τα άτομα που συμπεριλαμβάνονταν στον κατάλογο υποψηφίων που πληρούσαν τα κριτήρια με βάση την προκήρυξη και τα σχέδια υπηρεσίας. Περαιτέρω, το Διοικητικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση της Καλλιτεχνικής Επιτροπής ημερομηνίας 2 Ιουλίου 2013, στη συνεδρία του ημερομηνίας 4.7.2013, αποφάσισε να προσφέρει ετήσια συμβόλαια σε οργανικές προσωρινές θέσεις για τις ανάγκες του ρεπερτορίου του Οργανισμού για την θεατρική περίοδο 2013-2014, μεταξύ άλλων, και στα Ενδιαφερόμενα Μέρη (ΕΜ).
Προσφυγή την οποία καταχώρησε η εφεσίβλητη αιτούμενη ακύρωση της ληφθείσας απόφασης, κρίθηκε αιτιολογημένη και το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση (στο εξής η πρωτόδικη απόφαση), με την οποία ακύρωσε την απόφαση του εφεσείοντα κρίνοντας ότι «πάσχει ως αναιτιολόγητη και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένη».
Προτού αχθεί στο αποτέλεσμα αυτό, απέρριψε σχετική προδικαστική ένσταση του εφεσείοντα περί αναρμοδιότητας, του Διοικητικού Δικαστηρίου, αποφασίζοντας ότι η επίδικη απόφαση ενέπιπτε στον τομέα του δημοσίου δικαίου και συνακόλουθα στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης.
Προβάλλεται πως το «Διοικητικό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την επίδικη διαφορά» (πρώτος λόγος), ότι εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι επιτρέπεται η διάκριση σε μια εργασιακή σχέση, του σταδίου που προηγείται, από το στάδιο που έπεται της σύναψης της σύμβασης (δεύτερος λόγος) και πως εν τέλει και πάλιν κατ΄ εσφαλμένο τρόπο έκρινε ως αναιτιολόγητη την επίδικη απόφαση.
Οι πρώτοι δύο λόγοι, ως επάλληλοι και αλληλοκαλυπτόμενοι, εξετάζονται μαζί, αφού αμφότεροι άπτονται του καίριου ζητήματος της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Τόσο με την αιτιολογία του λόγου έφεσης όσο και με το περίγραμμα αγόρευσης του συνήγορου του εφεσείοντα, γίνεται παραπομπή σε αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ν. Ορέστης Σοφοκλέους, Α.Ε. Αρ. 513/12, ημερ. 18.1.2016 και Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 67/2010, ημερ. 21.5.2015, Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 49. Η πρώτη, είναι η θέση της συνηγόρου, έκρινε τελεσίδικα ότι οι εργασιακές θέσεις του Θ.Ο.Κ. για τους ηθοποιούς διέπονται από το ιδιωτικό και όχι το δημόσιο δίκαιο. Μέμφεται δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ενώ εκκρεμούσης της επίδικης υπόθεσης, εξεδόθη η εν λόγω απόφαση, ωστόσο, δεν την έλαβε υπόψη και δεν την ακολούθησε.
Με τις υπόλοιπες αποφάσεις, κρίθηκε, σύμφωνα πάντοτε με τη συνήγορο, ότι μια εργασιακή σχέση δεν μπορεί να τεμαχίζεται σε ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, ανάλογα με το εάν αυτή αφορά πρόσληψη ή τερματισμό.
Αντίθετη είναι βέβαια η θέση του συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο οποίος, υπεραμυνόμενος της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και υιοθετώντας αυτήν, υπέδειξε πως κατά το στάδιο που προηγείται της υπογραφής της σύμβασης και αφορά στην διαδικασία επιλογής του υποψηφίου, οι δημόσιοι οργανισμοί ενεργούν εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου. Η θεώρηση αυτή είναι παγιωμένη στη νομολογία και ουδόλως την έχει ανατρέψει ή έθεσε αμφιβολίες γι΄ αυτήν είτε η Αβραάμ είτε η μεταγενέστερη νομολογία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το ζήτημα τούτο, σχολίασε τις αναφερθείσες από τη συνήγορο του εφεσείοντα αποφάσεις και υπέδειξε, ορθά, πως αυτές ανάγονται σε ζητήματα τερματισμού των συμβάσεων εργασίας, ενώ «Επίδικο ζήτημα στην παρούσα αποτελεί η επιλογή και/ή ο διορισμός υποψηφίων, εν προκειμένω των Ε.Μ., στις επίδικες θέσεις, κατ΄ αποκλεισμό της αιτήτριας, που έγινε για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Θ.Ο.Κ. και συγκεκριμένα της στελέχωσης και ανασύστασης του θιάσου του Οργανισμού, ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Πρόκειται για πράξη που σαφώς και εμπίπτει στο πεδίο του δημοσίου δικαίου (βλ. Χαράλαμπος Πετεινός κ.α. ν. Δημοκρατίας (2004) 4 Α.Α.Δ. 461) και προηγείται της κατάρτισης σύμβασης μεταξύ επιλεγέντος και Θ.Ο.Κ..»
Συνεκτιμήσαμε κάθε τι που ελέχθη από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων μερών και όσα τέθηκαν με τους οικείους φακέλους ενώπιόν μας.
Μια πράξη υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του Διοικητικού Δικαστηρίου όταν αυτή εντάσσεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, ήτοι, όταν προέρχεται από οργανισμό δημοσίου δικαίου, ο οποίος ενεργεί για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού. Εν προκειμένω, ο Θ.Ο.Κ., δυνάμει της νομοθεσίας που διέπει τη λειτουργία του, του περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου Νόμου του 1970 (Ν. 71/1970), αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο.
Η θέση της κας Χαραλαμπίδου, ότι ουδείς σκοπός του δημοσίου εξυπηρετείται με την προκήρυξη των επίδικων θέσεων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού με την προκήρυξη και τη συνακόλουθη πρόσληψη ηθοποιών, εξυπηρετείται ο σκοπός του Νόμου, για τον οποίο ο Θ.Ο.Κ. θεσπίστηκε. Σύμφωνα με το σύγγραμμα «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, 6η έκδ., σελ. 339 «επιβάλλεται μια συσταλτική ερμηνεία της έννοιας «σκοποί του δημοσίου», οι οποίοι πρέπει να ερμηνεύονται σε «σκοποί» του νόμου». Σκοπός σύστασης του εφεσείοντα, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 6 του Νόμου που τον θέσπισε, είναι η προαγωγή της θεατρικής τέχνης στην Κύπρο και η καλλιέργεια του θεατρικού καλλιτεχνικού συναισθήματος του λαού και των καλλιτεχνικών σχέσεων μεταξύ του κυπριακού θεατρικού κόσμου και του θεατρικού κόσμου της Ελλάδος και των άλλων χωρών (δέστε επίσης Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 ΑΑΔ 882).
Λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Δέσποινα Μπεμπεδέλη ν. Θ.Ο.Κ. (1999) 4 ΑΑΔ 452 ότι, «παρά το ότι οι ηθοποιοί στο ΘΟΚ διορίζονται επί συμβάσει ορισμένης χρονικής διάρκειας, προσλαμβάνονται σε οργανική θέση δημοσίου νομικού προσώπου προς πλήρωση οργανικών του αναγκών και κατά το χρόνο διάρκειας της σύμβασης αποτελούν μόνιμο προσωπικό η δε σχέση η οποία τους συνδέει με την υπηρεσία, εκτός από τη συμφωνημένη διάρκειά της, διέπεται από τους κανόνες του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου (βλ. και Νίκος Σιαφκάλης ν. Θ.Ο.Κ., (1989) 3 Α.Α.Δ. 2640 και Ανδρέας Μαραγκός κ.ά. ν. Θ.Ο.Κ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 1481)».
Στις ανωτέρω αναφερθείσες αποφάσεις (Αβραάμ, Βενιζέλος) έγινε ενασχόληση με τα θέματα που άπτοντο των όρων εργοδότησης περιλαμβανομένου και του τερματισμού της σύμβασης εργασίας. Αυτά ήταν τα ζητήματα που πραγματεύθηκαν. Στην απόφαση της Ολομέλειας Μιλτιάδους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Υγείας και/ή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, Α.Ε. 26/2016, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C122, το επίδικο θέμα ήταν ο τερματισμός της εργαδότησης του εφεσείοντα, ο οποίος συντελέστηκε με την πρόσληψη του ενδιαφερόμενου μέρους, γι΄ αυτό και η σχετική αναφορά της Ολομέλειας στο γεγονός εκείνο και την απόφανσή ότι το όλο ζήτημα διέπετο από το ιδιωτικό δίκαιο.
Η ειδοποιός διαφορά των εν λόγω αποφάσεων με την παρούσα έγκειται στο ότι εδώ εξετάζεται η διαδικασία επιλογής των κατάλληλων για πρόσληψη, με την ολοκλήρωση της οποίας, άρχεται νέο διαφορετικό στάδιο, της έναρξης της συμβατικής σχέσης μεταξύ των μερών. Με την υπογραφή της σύμβασης υπάρχει βεβαίως το ενιαίο στάδιο το οποίο είναι αδιάσπαστο, αρχόμενο από την ημερομηνία πρόσληψης και περατούμενο με τη λήξη ή τον τερματισμό. Γι΄ αυτό το στάδιο, γίνεται λόγος στις ανωτέρω αποφάσεις, ότι δεν μπορεί να διαχωριστεί.
Το προ της έναρξης στάδιο της σύμβασης, ήτοι αυτό της επιλογής κατά το οποίο παραμένει άγνωστο ποιος θα είναι ο αντισυμβαλλόμενος με τον οργανισμό δημοσίου δικαίου, όργανο, εν προκειμένου τον Θ.Ο.Κ., αποτελεί μια εντελώς ξεχωριστή διαδικασία, η οποία διατηρεί την αυτοτέλειά της και εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.
Η προκληθείσα επίδικη διαφορά, δεν προέκυψε ως διαφορά από την συναφθείσα σύμβαση ούτε και βασιζόμενη σε αυτή. Αλλά είναι μια διοικητική πράξη σχετιζόμενη μεν, αλλά μη βασιζόμενη στη σύμβαση και δύναται να θεωρηθεί ως «αποσπαστή» από αυτή, αφού θίγονται με τη συγκεκριμένη πράξη τα συμφέροντα τρίτου προς τους συμβαλλόμενους, προσώπου. Η εφεσείουσα δεν έχει καμία συμβατική σχέση με τον εφεσίβλητο και ούτε τίθεται ζήτημα είτε συμβατικής διαφοράς είτε εργασιακών σχέσεων, επί των οποίων στηρίχθηκε το σκεπτικό των αποφάσεων στις Αβραάμ και Βενιζέλος (ανωτέρω). Σημειώνεται στο σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο (ανωτέρω) σελ. 352 κατά την εξέταση των διοικητικών συμβάσεων, πως «προσβλητές παραμένουν δηλαδή οι διοικητικές ενέργειες που στηρίζονται κατευθείαν στο νόμο και δεν αποτελούν απλώς άσκηση συμβατικών δικαιωμάτων. Και οι τελευταίες είναι όμως προσβλητές με αίτηση ακυρώσεως υποβαλλόμενη από τρίτο που προβάλλει προσβολή από αυτές των έννομων συμφερόντων του, π.χ. λόγω παραβάσεως της αρχής της ισότητας.».
Ως ευσύνοπτα αναφέρεται στην P.A.G. Architects Engineers v. Δημοκρατίας [1989] 3 ΑΑΔ 2925:
«Αναμφίβολα ο διαγωνισμός αυτής της μορφής αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια. Σύμφωνα με τη θεωρία των αποσπαστών πράξεων (actés d'etachables) οι αιτητές νομιμοποιούνται να προσβάλουν εκτός από την τελική απόφαση της κατακύρωσης και κάθε άλλη ενδιάμεση πράξη που προηγήθηκε χρονικά. Για παράδειγμα τη διαδικασία και το αποτέλεσμα του διαγωνισμού όπως ακριβώς συμβαίνει εδώ. Οι κανόνες του ιδιωτικού δικαίου ρυθμίζουν κάθε ενέργεια ή πράξη που έπεται του καταρτισμού της σύμβασης και σχετίζεται με την εκτέλεσή της: Medcon Constructions and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535, Cyprus Flour Mills Co. Ltd. v. Republic (Council of Ministers) and Another (1968) 2 C.L.R. 12 και (1970) 3 C.L.R. 48, Counnas & Sons Ltd. and Another v. The Republic (Cyprus Potato Marketing Board) (1972) 3 C.L.R. 549. Βλέπε επίσης Κυθραιώτης και Συνεργάτες και Άλλοι ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 118.
Με βάση την προηγηθείσα ανάλυση καταλήγω ότι σ' ένα τέτοιο ζήτημα, που αφορά το δημόσιο δίκαιο, η αρμοδιότητα ανήκει κατ' αποκλειστικότητα στο αναθεωρητικό δικαστήριο.»
Συνεπώς, η επίδικη πράξη εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου δικαίου και επομένως της αρμοδιότητας του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων διατείνεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναιτιολόγητη την επίδικη πράξη.
Σύμφωνα με τη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας, προβλέπεται, ως απαιτούμενο προσόν για τις επίδικες θέσεις «δίπλωμα αναγνωρισμένης Δραματικής Σχολής τριετούς τουλάχιστον φοίτησης ή άλλης Σχολής Θεάτρου το δίπλωμα της οποίας θα θεωρείται κατάλληλο (ισότιμο) από το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού». Το εν λόγω Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερ. 10 Μαρτίου, 2010 (πρακτικό συνεδρίας υπ΄ αρ. 690, Παράρτημα 4 ένστασης) με τίτλο «Αποδεκτά διπλώματα Δραματικών Σχολών για λόγους ανασύστασης του θιάσου» αποφάσισε όπως τα διπλώματα Δραματικών Σχολών ή Θεατρικών Σχολών άλλων χωρών θα θεωρούνται κατάλληλα/ισότιμα) με αυτά αναγνωρισμένων δραματικών σχολών, νοουμένου ότι η κύρια κατεύθυνση του προγράμματος σπουδών τους είναι στην υποκριτική τέχνη, αφού πρώτα διαπιστωθεί «η κύρια κατεύθυνση» μέσω της αναλυτικής κατάστασης των μαθημάτων που παρακολουθήθηκαν (transcript), του σχετικού πανεπιστημίου.».
Η εφεσίβλητη διαθέτει πτυχίο μουσικής του University of Oregon, καθώς και μεταπτυχιακό δίπλωμα υποκριτικής του «Mountview Academy of Theatre Arts» του Λονδίνου.
Σε συνεδρία της Επιτροπής Προσωπικού ημερ. 11.6.2013 (παράρτημα 5 της ένστασης) εξετάστηκαν τα προσόντα των υποψηφίων για τις θέσεις και κρίθηκε ότι η εφεσίβλητη δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, καθότι στην αίτηση που υπέβαλε δεν επισύναψε δίπλωμα τριετούς φοίτησης από αναγνωρισμένη δραματική σχολή, ενώ και το πανεπιστημιακό δίπλωμα που είχε υποβάλει, κρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Θ.Ο.Κ. ότι δεν ήταν ισότιμο προσόν.
Τα όσα καταγράφονται στο ανωτέρω πρακτικό αναφορικά με την εφεσίβλητη, περιλήφθηκαν και σε επιστολή του εφεσείοντα προς εκείνη, ημερ. 26.6.2013, με την οποία ενημερωνόταν ότι δεν κρίθηκε προσοντούχα, ώστε να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας πρόσληψης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε με το ακόλουθο σκεπτικό, το οποίο επικροτούμε, ως απόλυτα ορθό, στην κρίση ότι η ανωτέρω απόφαση ήταν αναιτιολόγητη:
«Εν πρώτοις, παρατηρώ ότι σε κανένα έγγραφο και σε κανένα πρακτικό, ούτε βέβαια και στην επιστολή που απεστάλη στην αιτήτρια, δεν αναγράφεται ποιο πανεπιστημιακό δίπλωμά της κρίθηκε ότι δεν ήταν ισότιμο προσόν.
Επιπρόσθετα, και ίσως το πιο σημαντικό, είναι ότι, ακόμη και αν εκληφθεί ως δεδομένο πως είναι το προαναφερθέν μεταπτυχιακό δίπλωμα υποκριτικής της αιτήτριας που κρίθηκε ότι δεν αποτελεί ισότιμο προσόν, ούτε από την εν λόγω επιστολή, ούτε από κανένα πρακτικό ή από οποιοδήποτε άλλο έγγραφο προκύπτει οποιαδήποτε ανάλυση ή, έστω στοιχειώδης, εξήγηση ως προς το πώς και γιατί το συγκεκριμένο πτυχίο της αιτήτριας δεν ικανοποιούσε τα υπό των σχεδίων υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα και γιατί δεν θεωρείται ισότιμο με «Δίπλωμα αναγνωρισμένης Δραματικής Σχολής τριετούς τουλάχιστον φοίτησης». Εάν ο λόγος που το μεταπτυχιακό της αιτήτριας δεν θεωρήθηκε ισότιμο ήταν επειδή δεν ήταν τριετούς φοίτησης, αυτό, τουλάχιστον, θα έπρεπε να αναφέρεται ρητά είτε σε κάποιο πρακτικό, είτε στην απόφαση του καθ' ου η αίτηση ή/και στην επιστολή ημερομηνίας 26.6.2013 που εστάλη στην αιτήτρια, ιδιαίτερα από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου σαφές από το λεκτικό της σχετικής παραγράφου (με τίτλο «ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ») και των δυο σχεδίων υπηρεσίας. Παραθέτω το σχετικό λεκτικό:
«Δίπλωμα αναγνωρισμένης Δραματικής Σχολής τριετούς τουλάχιστον φοίτησης ή άλλης Σχολής Θεάτρου [σημ.: χωρίς να αναφέρεται η χρονική του διάρκεια] το δίπλωμα της οποίας θα θεωρηθεί κατάλληλο (ισότιμο) από το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού».
Εάν πάλι ο λόγος που το εν λόγω μεταπτυχιακό δεν θεωρήθηκε ισότιμο ήταν επειδή κρίθηκε πως δεν εμπίπτει στα κριτήρια αποδεκτών διπλωμάτων που έθεσε το Διοικητικό Συμβούλιο του καθ' ου η αίτηση, στην συνεδρία της 10ης Μαρτίου 2010, και δη επειδή κρίθηκε ότι η κύρια κατεύθυνση του προγράμματος σπουδών της αιτήτριας, όπως προκύπτει από την αναλυτική κατάσταση μαθημάτων που παρακολουθήθηκαν (transcripts), δεν ήταν στην υποκριτική τέχνη, αυτό και πάλι θα έπρεπε να αναφερθεί ρητά και να εξηγείται στην απόφαση του καθ' ου η αίτηση ή/και στην προαναφερθείσα επιστολή προς την αιτήτρια.
Εντούτοις, τίποτε από τα πιο πάνω δεν περιέχεται είτε στην απόφαση και τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Προσωπικού του καθ΄ ου η αίτηση, ημερομηνίας 11.6.2013 (παράρτημα 5 στην ένσταση), είτε στην επιστολή του καθ' ου η αίτηση προς την αιτήτρια (παράρτημα 7 στην ένσταση). Γενικότερα, από πουθενά δεν προκύπτει οποιαδήποτε αιτιολόγηση ή έστω στοιχειώδης αναφορά που να δύναται να βοηθήσει το Δικαστήριο τούτο να αντιληφθεί πως και γιατί το συγκεκριμένο πτυχίο της αιτήτριας δεν ικανοποιούσε τα υπό των σχεδίων υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα και γιατί δεν θεωρείται ισότιμο με «Δίπλωμα αναγνωρισμένης Δραματικής Σχολής τριετούς τουλάχιστον φοίτησης».
Είναι πρόδηλο ότι, ενόψει των πιο πάνω, η άσκηση του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου καθίσταται ανέφικτη και η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως μη επαρκώς και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.»
Επισημαίνουμε, πέραν των ανωτέρω εκτεθέντων, πως κατά παραδοχή του εφεσείοντα στην ένστασή του αλλά και ενώπιόν μας, η εφεσείουσα για σειρά ετών ήταν δεκτή και πρόσφερε τις υπηρεσίες της στον εφεσείοντα ως ηθοποιός. Το γεγονός αυτό ναι μεν δεν στερεί τον εφεσείοντα από την υποχρέωση αλλά και δικαίωμά του να θέτει τα απαιτούμενα όριά του για τους ηθοποιούς με τους οποίους επιθυμεί να συνεργαστεί, πλην όμως, καθιστά έτι επιτακτικότερη την υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασής του να την κρίνει, μετά από χρόνια συνεργασίας τους ως μη προσοντούχα.
Αυτή η ανάγκη αιτιολόγησης πέραν από νομολογιακά καθιερωμένη αρχή, έχει ενσωματωθεί ως υποχρέωση δυνάμει του ΄Αρθρου 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), αλλά και αποτελεί απόρροια της αρχής της καλής πίστης. Μια αρχή από την οποία οφείλουν να διέπονται οι πράξεις του δημοσίου προς τους πολίτες, εκφραζόμενη και ως αρχή της ίσης μεταχείρησης, η οποία όπως περιγράφεται στο ανωτέρω σύγγραμμα Δαγτόγλου «η αρχή της ισότητας δεν υπαγορεύει λύσεις αλλά απλώς χαράσσει απώτατα όρια.».
Ο εφεσείων επέλεξε να μεταβάλει τη στάση του και την τακτική του σε σχέση με τα προσόντα της εφεσίβλητης κατά παράβαση των όσων ανωτέρω λέχθηκαν αλλά και προς αντίθεση με όσα επιτάσσει το ΄Αρθρο 51 του Ν.158(Ι)/99, ότι η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενο. Καθήκον το οποίο ο εφεσείων απέτυχε να εκπληρώσει.
Οι αποφάσεις Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422 και Διονυσία Χατζηκυριάκου ν. Ρ.Ι.Κ. (2001) 3 ΑΑΔ 491, είναι ενδεικτικές της προσέγγισης της νομολογίας, δυνάμει της οποίας δεν νοείται εκ των υστέρων επανάκριση προσόντων προσώπων που έχουν ήδη κριθεί ως προσοντούχα σε προηγούμενες διαδικασίες, εκτός βέβαια αν προκύψουν νέα δεδομένα, τα οποία στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουν προκύψει ούτε και υπάρχει τέτοιος ισχυρισμός στα πρακτικά.
Ο σχετικός λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος και αβάσιμος.
Συνακόλουθα: Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €2500.- πλέον Φ.Π.Α., υπέρ εφεσίβλητης και εναντίον εφεσείοντα.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
ΣΦ.