ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Αρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 18/2017
27 Σεπτεμβρίου, 2023
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
VARSIK MKRTCHYAN
Eφεσείουσα
Και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
Δ/τριας Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
Εφεσίβλητοι
---------
Χρ.Χριστούδιας, για Ν.Α.Λοϊζου & Χρ.Γ.Χριστούδιας, για την Εφεσείουσα
Π.Κωνσταντίνου με Ι.Γιάννης (ασκούμενος δικηγόρος), για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους
-----------
Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα, αρμενικής υπηκοότητας, είχε αφιχθεί στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 6.12.2000 ως επισκέπτρια με άδεια παραμονής μέχρι τις 20.12.2000. Ωστόσο, μετά το τέλος της περιόδου δεν αναχώρησε, αλλά παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα. Στις 21.9.2001 τέλεσε γάμο με τον Α.Χ. με τον οποίο, υιοθέτησε στις 11.12.2002 ενήλικο τέκνο που είχε αποκτήσει από προηγούμενο γάμο. Δυστυχώς, ο Α.Χ. απεβίωσε στις 7.2.2006 και έκτοτε η Εφεσείουσα λάμβανε σύνταξη χηρείας. Προηγουμένως, (στις 8.10.2001) η Εφεσείουσα είχε αιτηθεί άδεια παραμονής ως σύζυγος Κυπρίου πολίτη και στη συνέχεια ζήτησε νέα άδεια, η οποία της εδόθη μέχρι 16.11.2009. Διαδοχικές ανανεώσεις της εδίδοντο μέχρι 30.9.2014 (εκτός από ένα χρονικό διάστημα, που αναφέρεται πρωτοδίκως).
Στις 4.10.2004 είχε αιτηθεί για απόκτηση κυπριακής ιθαγένειας με εγγραφή, ως σύζυγος κύπριου πολίτη, η οποία ωστόσο απορρίφθηκε από τους Εφεσίβλητους, λόγω του ότι είχε παραμείνει στην Κύπρο παράνομα.
Στις 27.1.2010 η Εφεσείουσα αιτήθηκε εκ νέου για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας πλην όμως και πάλι υπήρξε απόρριψη στις 14.7.2014. Η επιστολή κοινοποίησης της άρνησης των Εφεσιβλήτων είχε ως εξής:
«Η Κυπριακή Δημοκρατία, ασκώντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα και αφού έλαβε υπό ότι:
(α) δεν έχετε επαρκείς πόρους συντήρησης,
(β) παραμείνατε και εργαστήκατε παράνομα στη Δημοκρατία από 20.12.2000 μέχρι 14.6.2002,
(γ) υπάρχουν επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητα του γάμου σας με τον αποβιώσαντα Ε/Κ και
(δ) το καθεστώς ως χήρα Κύπριου πολίτη που κατέχετε είναι αρκούντως ικανοποιητικό για την περίπτωσή σας αποφάσισε ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος για την πολιτογράφησή σας ως Κύπρια πολίτιδα».
Η Εφεσείουσα προσέφυγε στο Δικαστήριο για ακύρωση της ως άνω άρνησης. Το Διοικητικό δικαστήριο αφού εξέτασε τους νομικούς της ισχυρισμούς απέρριψε την προσφυγή τονίζοντας ότι σε εξέταση αίτησης πολιτογράφησης, η Διοίκηση είχε ευρεία ευχέρεια ακριβώς, ως έκφανση της κυριαρχίας της. Συνεπώς, τα όρια του δικανικού ελέγχου είναι περιορισμένα, εφόσον η Πολιτεία ενεργεί με καλή πίστη. Στην κρινόμενη περίπτωση έκρινε πως οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν νόμιμα, καλόπιστα και εντός των ορίων που τους δίδει ο Νόμος.
Η Εφεσείουσα επανέρχεται διατυπώνοντας πέντε λόγους έφεσης.
Θεωρούμε ορθότερο να ξεκινήσουμε, ως θέμα λογικής συνέχειας, με τον δεύτερο λόγο έφεσης ότι δηλαδή η επίδικη πράξη εκδόθηκε από Λειτουργό του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης αντί από τον Υπουργό και ότι δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε εκχώρηση εξουσίας.
Με βάση το ΄Αρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν.141(Ι)/2002, αρμόδιο όργανο για να αποφασίζει επί τέτοιων αιτήσεων είναι ο Υπουργός Εσωτερικών.
Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως εύλογα διαπιστώνεται και πρωτοδίκως, τεκμαίρεται πως είναι ο αρμόδιος Υπουργός που υπέγραψε την άρνηση επί του αιτήματος της Εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει σχετικά τα εξής:
«Από την εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων και συγκεκριμένα από το παράρτημα 29 της ένστασης των καθ' ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι είναι ο Υπουργός που απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας για πολιτογράφηση, με απόφασή του, ημερομηνίας 14.7.2014. Στο εν λόγω παράρτημα, περιέχεται το Σημείωμα της Διευθύντριας του Τμήματος προς τον Υπουργό, ημερομηνίας 16.6.2014, με το οποίο, για τους λόγους που εκτίθενται σε αυτό, γίνεται η εισήγηση της Διευθύντριας προς τον Υπουργό για απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το εν λόγω Σημείωμα (και η εκεί περιεχόμενη εισήγηση) απευθύνεται στον ίδιο τον Υπουργό και δεδομένης της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 111, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι η χειρόγραφη σημείωση «Απόρριψη», ημερομηνίας 14.7.2014, επί του υπό αναφορά Σημειώματος (στο πάνω δεξί μέρος αυτού), καθώς και η εκεί τεθείσα υπογραφή που τη συνοδεύει προέρχονται από τον Υπουργό. Συνεπώς, έχω την άποψη ότι τεκμαίρεται πως η απορριπτική απόφαση προέρχεται από την αρμόδια αρχή, ήτοι τον Υπουργό, ενώ τίποτε περί του αντιθέτου δεν έχει αποδειχθεί. Όπως τονίστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως για παράδειγμα στη Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 801/1999, ημερ. 12.3.2001, η Διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δε συμβαίνει. Και εν προκειμένω, τίποτε δεν δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη (βλ. επίσης Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η αιτήτρια. Το γεγονός δε ότι την επιστολή, ημερομηνίας 6.8.2014, δια της οποίας γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια η απορριπτική απόφαση της Διοίκησης, υπογράφει λειτουργός του Τμήματος εκ μέρους της Διευθύντριας, η οποία και είχε υποβάλει τη σχετική εισήγηση προς τον Υπουργό, δεν αναιρεί το γεγονός ότι την επίδικη απόφαση έλαβε ο ίδιος ο Υπουργός, σύμφωνα με το Νόμο, γεγονός που αδιαμφισβήτητα προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία.
Περαιτέρω, με τη συμφωνία του Υπουργού επί του εισηγητικού Σημειώματος της Διευθύντριας και την απόφασή του για απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, τεκμαίρεται κατά την αρχή δικαίου, ότι ο Υπουργός συμφώνησε προς όλα που τέθηκαν ενώπιον του υπό τύπο λεπτομερούς έκθεσης, ενεργώντας όχι ως να εξέταζε έφεση, αλλά επαναδιερευνώντας το σύνολο των γεγονότων (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426 και Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 817). Η δε σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, στην απορριπτική του απόφαση ενσωματώνεται το Σημείωμα και η εκεί περιεχόμενη έκθεση της Διευθύντριας, την οποία ο Υπουργός υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση».
Δεν ελέχθη, ο,τιδήποτε πειστικό από την πλευρά της Εφεσείουσας, που θα ανέτρεπε το τεκμήριο της κανονικότητας. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα εξέτασης ισχυρισμού για εκχώρηση.
Ο δεύτερος λόγος απορρίπτεται.
Ο πρώτος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγος συνδέονται άρρηκτα αφού αφορούν την ορθότητα - ή μη, κατά την Εφεσείουσα - της πρωτόδικης απόφασης να κρίνει πως η επίδικη Διοικητική Πράξη ήταν σύννομη, δεν αντίκειτο σε οποιανδήποτε αρχή Διοικητικού Δικαίου, ήταν αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας, και ότι στην κρίση του αρμοδίου οργάνου δεν παρεισέφρησαν εξωγενείς παράγοντες.
Ως εκ της συνάφειας τους, οι λόγοι αυτοί θα εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο.
Η ύπαρξη των τυπικών προσόντων εκ του ΄Αρθρου 111 (τρίτος πίνακας) του Νόμου απλώς δημιουργεί το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση. Δεν δημιουργεί υποχρέωση χορήγησης υπηκοότητας. Το τελευταίο θα ήταν ασύμβατο με την έννοια κυριαρχίας του κράτους.
Όπως τονίστηκε στη Μohamad v. Δημοκρατίας (2010)3 Α.Α.Δ. 18:
«η πολιτογράφηση είναι μια εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης».
Στη Siomina ΄Hρωα v. Δημοκρατίας (2005)3 Α.Α.Δ. 307 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ' αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού. Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής. Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη. Το ίδιο όπως και στην περίπτωση εφαρμογής του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε). Ισχύουν κατ' αναλογίαν και εδώ τα όσα ανέφερε ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) στην Amanda Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, στη σελ. 2587, τα οποία επικροτήθηκαν από την Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203, και σε μεταγενέστερη νομολογία:
«The right to review conferred by Article 146 is not confined to nationals or citizens of the country but extends to everyone, provided administrative action affects a legitimate interest of his in the sense of para. 2 of Art. 146. The discretion of the authorities, on the other hand, to exclude an alien is not abridged by the fact that its exercise is subject to judicial review. By the terms of the Aliens and Immigration Law, Cap. 105, the discretion of the State to exclude aliens is very wide, as broad as it can be in law, consistent with the supremacy and territorial integrity of the State; but not absolute. It is subject to the bona fide exercise of the discretion. So long as the discretion is exercised in good faith, the Court will query the decision no further. An alien, subject to any rights that may be conferred by convention or bilateral treaty, has not right to enter the country. His only right is that an application to enter the country should be considered in good faith. Acknowledgment of any further obligation on the part of the State would be inconsistent with the sovereign right of the State to exclude aliens.»
Όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα υπόθεση η λογική αμφιβολία του αρμοδίου οργάνου είναι αρκετή στο να στηρίξει άρνηση χορήγησης υπηκοότητας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς όλα όσα ετέθησαν από τους Εφεσίβλητους ως προς την άρνηση χορήγησης αιτήματος πολιτογράφησης.
Όπως ετέθη και στη Mohamad ανωτέρω, η παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, ακόμη και στο παρελθόν (πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης) αποτελεί ένα επιτρεπτό κριτήριο κρίσης. Το ίδιο και οι λοιπές επιφυλάξεις και εξηγήσεις που δόθηκαν από τους Εφεσίβλητους.
Υπενθυμίζουμε ότι εξετάζουμε την πράξη - και την επικυρωτική αυτής απόφαση - υπό το πρίσμα της θεώρησης της ύπαρξης καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, όρια που ορθώς εκρίθη από το Δικαστήριο, πως οι Εφεσίβλητοι επ΄ουδενί παραβίασαν. (Βλ. 1. Μenaka Madhumathi Senadhipathi S. Mudiyanselage κ.ά. ν. Δημοκρατίας, EΔΔ76/16, 25.9.2023).
Προσθέτουμε ακόμη - ειδικά ως απάντηση στον πέμπτο λόγο έφεσης - πως δεν ήταν αναμενόμενο και αναγκαίο να αναγράψει ειδικά ο Υπουργός ότι συμφωνεί με τις εισηγήσεις της Λειτουργού. Ούτε βεβαίως έπρεπε να γίνει ειδικά επίκληση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας ως η εισήγηση της Εφεσείουσας. Η συμφωνία του Υπουργού με την εισήγηση ακριβώς σημαίνει την υιοθέτηση της αιτιολογίας.
Υιοθετώντας ως ορθό το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θεωρούμε πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με €1.800 έξοδα εναντίον της Εφεσείουσας.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ.Χ΄ΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η.ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.