ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 102/2016
(Υπ. αρ. 1474/2011)
13 Σεπτεμβρίου, 2023.
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΤΑΚΗ ΤΣΙΑΚΟΥΡΑ
Εφεσείοντας
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ
Εφεσίβλητης
------------------------
Γ. Πολυχρόνης με Στ. Μάο, για Εφεσείοντα.
Π. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη
-----------------------------------
Τ.,ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Ο Εφεσείων είναι ιδιοκτήτης του ½ μεριδίου του τεμαχίου με αρ. εγγραφής 133, Φ/ΣΧ. 49/62 στο χωριό Χοιροκοιτία της Επαρχίας Λάρνακας (στο εξής το ακίνητο). Μέρος της έκτασης του ακινήτου, όπως και άλλα γειτονικά τεμάχια, δεσμεύθηκαν με Διάταγμα Επίταξης ημερ. 10.8.2011 για περίοδο τριών χρονών, για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς.
Το Διάταγμα Επίταξης εκδόθηκε με βάση τον περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας για Σκοπούς Άμυνας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1992 (Ν.10/1992) και τόσο ο Εφεσείων, όσο και ο έτερος συνιδιοκτήτης του ακινήτου, ενημερώθηκαν σχετικά, με συστημένη επιστολή ημερ. 30.8.2011.
Ενόψει του ότι τα Διατάγματα Επίταξης έχουν διάρκεια τρία χρόνια και επειδή ο σκοπός για τον οποίο γίνεται η δέσμευση εξακολουθεί να υφίσταται, στο παρελθόν, είχαν εκδοθεί και άλλα Διατάγματα επίταξης ημερομηνίας 11.7.2008 και 22.10.2002.
Τα δεσμευμένα τεμάχια γης, συμπεριλαμβανομένου και του ακινήτου, αποτελούν το χώρο που καταλαμβάνει το Πολεμικό Στρατηγείο της Εθνικής Φρουράς. Ο συγκεκριμένος χώρος επιλέγηκε κατόπιν μελέτης και συνεργασίας του Υπουργείου Άμυνας με το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς, εφόσον κρίθηκε ως ο πλέον καταλληλότερος για την εξυπηρέτηση των επιχειρησιακών σχεδιασμών της Εθνικής Φρουράς.
Ο Εφεσείων, με επιστολή του ημερ. 7.4.2011, μέσω του δικηγόρου του, είχε ζητήσει την ανάκληση του Διατάγματος επίταξης του ακινήτου «αν η αμυντική ανάγκη για την αντιμετώπιση της οποίας εκδόθηκε δεν υπάρχει πλέον». Με επιστολή της Εφεσίβλητης ημερ. 3.5.2011, ο Εφεσείων πληροφορήθηκε ότι το ακίνητο «δεν μπορεί να αποδεσμευθεί επειδή εξακολουθεί να είναι αναγκαίο για σκοπούς άμυνας», ως και ότι επίκειτο η έκδοση νέου Διατάγματος επίταξης, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 10.8.2011 και του γνωστοποιήθηκε με επιστολή της Εφεσίβλητης ημερ. 30.8.2011.
Εναντίον της εν λόγω απόφασης ημερ. 30.8.2011, ο Εφεσείων καταχώρισε την Προσφυγή με αρ. 1474/2011.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τη σχετική νομοθεσία, όπως αυτή εξετάστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επεσήμανε πως, με δεδομένο ότι ο επίδικος χώρος - συμπεριλαμβανομένου και του ακινήτου - καταλαμβάνει το Πολεμικό Στρατηγείο της Εθνικής Φρουράς και σχετίζεται άμεσα με την ενάσκηση της διοίκησης και ελέγχου των επιχειρήσεων της Εθνικής Φρουράς, νόμιμα κηρύχθηκε με το επίδικο Διάταγμα Επίταξης, ως ιδιοκτησία «αναγκαία» και «απαραίτητη» για την αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών, δηλαδή για σκοπούς άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα ΄Εφεση επιδιώκει ανατροπή της, στη βάση δύο λόγων Έφεσης.
Με τον 1ο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα άντλησε καθοδήγηση και έκρινε ότι τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης ενέπιπταν στις αρχές που καθιέρωσε η νομολογία στην υπόθεση Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 228.
Με τον 2ο λόγο Έφεσης εισηγείται πως με την πρωτόδικη απόφαση - η οποία απολήγει στην μόνιμη αποστέρηση και/ή περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας του Εφεσείοντα - εισάγεται παρέκκλιση από το δικαίωμα ιδιοκτησίας που καθιερώνει το 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 15 της ΕΣΔΑ.
Διαφορετική είναι η θέση της Εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτει τις εισηγήσεις του Εφεσείοντα.
Σε σχέση με τον 1ο λόγο Έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αντινομικά παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι το ακίνητο του Εφεσείοντα καταλαμβανόταν από μόνιμη στρατιωτική εγκατάσταση, η οποία αντιδιαστέλλεται της έννοιας της προσωρινής κατάστασης που προέκυψε από την έκρυθμη κατάσταση που δημιούργησε η Τουρκική Εισβολή. Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα άντλησε καθοδήγηση και έκρινε πως τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης ενέπιπταν στις αρχές που καθιέρωσε η νομολογία στην υπόθεση Andrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), με βάση την οποία δικαιολογείται παρέκκλιση από την πρόνοια του Άρθρου 23.8 του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης, λόγω της έκρυθμης κατάστασης έναντι των Τούρκων.
Επεσήμανε πρόσθετα, ότι κανένα στρατόπεδο ή άλλη στρατιωτική μονάδα ή φυλάκιο δεν βρίσκεται κοντά στο ακίνητο, διότι αυτό δεν βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από την γραμμή αντιπαράταξης ή τη νεκρή ζώνη, ή ναρκοπέδια ή σε στρατιωτική ζώνη των Τούρκων. Συνεπώς, ισχυρίσθηκε ότι η επίδικη επίταξη του ακινήτου δεν έγινε λόγω της έκρυθμης κατάστασης, αλλά λόγω των αμυντικών και άλλων στρατιωτικών σχεδιασμών που προκύπτουν από τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επικαλούμενο τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, επεσήμανε ότι το ακίνητο, όπως και άλλα γειτονικά τεμάχια, αποτελούν χώρο που κρίθηκε ως κατάλληλος για την εξυπηρέτηση των επιχειρησιακών σχεδιασμών της Εθνικής Φρουράς, καταλαμβάνεται από το Πολεμικό Στρατηγείο της Εθνικής Φρουράς και σχετίζεται άμεσα με την ενάσκηση της διοίκησης και ελέγχου των επιχειρήσεων της Εθνικής Φρουράς, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον Εφεσείοντα. Στη βάση αυτών των δεδομένων, το ακίνητο κηρύχθηκε με το επίδικο Διάταγμα, ως ιδιοκτησία «απαραίτητη» και «αναγκαία» για την αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών, δηλαδή για σκοπούς άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προσδιόρισε ότι το Διάταγμα Επίταξης αφορά ζήτημα άμυνας, αναφέρθηκε στο Άρθρο 4(5) του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας για Σκοπούς Άμυνας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1992 (Ν.10/1992), το οποίο επιτρέπει την επέκταση της επίταξης για σκοπούς άμυνας και πέραν των τριών ετών και ορίζει ως ακολούθως:
«4(5) Αν κατά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των τριών ετών από την έναρξη της ισχύος του διατάγματος επίταξης, το Υπουργικό Συμβούλιο πεισθεί ότι η αμυντική ανάγκη, για την αντιμετώπιση της οποίας είχε εκδοθεί το διάταγμα επίταξης, εξακολουθεί να υφίσταται, μπορεί να εκδίδει νέο διάταγμα ή νέα διατάγματα επίταξης για την ίδια ιδιοκτησία, νοουμένου ότι το συνολικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο οποιαδήποτε ιδιοκτησία θα τελεί υπό επίταξη για αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών δεν θα υπερβεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται η έκρυθμη κατάσταση.»
Κατέληξε ότι τα όσα αποφασίστηκαν από την ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Andrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), σε σχέση με την αντίθεση των προνοιών του Άρθρου 4(5) (ανωτέρω) με τις πρόνοιες του Άρθρου 23.8 του Συντάγματος και την, ωστόσο, διάσωση τους ενόψει του δικαίου της ανάγκης, είναι καταλυτικά για την παρούσα υπόθεση. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Adrian (ανωτέρω) είναι σχετικό:
«Επομένως, στην έκταση που ο Ν 10/92 βρίσκεται σε ασυμφωνία με την εν λόγω διάταξη του Συντάγματος, δεν μπορεί να επικρατήσει εκτός αν δικαιολογείται βάσει του δικαίου της ανάγκης. Οι σχετικές αρχές εκτίθενται στην Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195. Είναι προφανές, και το σημειώνουμε ως ζήτημα αναφορικά με το οποίο έχουμε δικαστική γνώση, ότι η ανάγκη για την άμυνα της Κύπρου έναντι των Τουρκικών στρατευμάτων κατοχής συνεχίζεται αμείωτη ως προϋπόθεση για την επιβίωση του τόπου και ότι στην περιοχή για την οποία γίνεται εδώ λόγος η αντιπαράταξη με τον εχθρό καθίσταται, λόγω της αμεσότητάς της, ιδιαίτερα οξεία. Η αντιμετώπιση του κινδύνου τον οποίο επάγονται αυτές οι περιστάσεις της έκρυθμης κατάστασης, οι εντελώς έξω από την ομαλή πορεία των πολιτειακών πραγμάτων, όσο και αν με τις καθημερινές ασχολίες το βλέμμα βρίσκεται συχνά στραμμένο προς τα αλλού, δικαιολογεί κατά τη γνώμη μας παρέκκλιση από την πρόνοια του Άρθρου 23.8 του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης.»
Καταλήξαμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και οι αιτιάσεις του Εφεσείοντα δεν ευσταθούν. Με δεδομένη την «αμείωτη ανάγκη για την άμυνα της Κύπρου έναντι των Τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, ως προϋπόθεση για την επιβίωση του τόπου», ως και οι περιστάσεις έκρυθμης κατάστασης που έχουν δημιουργηθεί και επιβάλλουν την αντιμετώπιση του κινδύνου - όπως έχει επισημανθεί στο απόσπασμα ανωτέρω - και οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα, αδιαμφισβήτητα δικαιολογούσαν την έκδοση του επίδικου Διατάγματος επίταξης για σκοπούς άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά παρέκκλιση των προνοιών του Άρθρου 23.8 του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης.
Η μέχρι σήμερα συνέχιση της έκρυθμης κατάστασης στην Κυπριακή Δημοκρατία λόγω της Τουρκικής εισβολής του 1974, δικαιολογεί κατά την κρίση μας, την επίταξη του ακινήτου για αμυντικούς σκοπούς, ασχέτως της γεωγραφικής του θέσης και της μη κοντινής απόστασης του από τη γραμμή αντιπαράταξης ή τη νεκρή ζώνη. Ό,τι, κατά την άποψη μας, ενέχει σημασία είναι η εκτίμηση από τη διοίκηση ότι το ακίνητο είναι απαραίτητο για τους σκοπούς που καθορίζονται στο Διάταγμα επίταξης και όχι αυτή καθ' εαυτή η γεωγραφική του θέση. Ενόψει τούτου, ορθά αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «η κρίση για την καταλληλότητα των τεμαχίων - μεταξύ αυτών και του αιτητή - για αμυντικούς σκοπούς, είναι θέμα που αφορά την εκτίμηση των γεγονότων, η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Άμυνας. Επίσης το κατά πόσο το επίδικο τεμάχιο μπορεί να ανταλλαγεί, είναι θέμα τεχνικής φύσεως και συνεπώς εκτός ελέγχου του Δικαστηρίου.»
Διευκρινίζουμε πως αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η νομιμότητα του προσβαλλόμενου Διατάγματος επίταξης και όχι οποιαδήποτε ενδεχόμενη επιλογή άλλου τεμαχίου στην οποία θα μπορούσε να είχε προβεί η διοίκηση, ως είναι η εισήγηση του Εφεσείοντα, η οποία εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου.
Περαιτέρω, κρίνουμε πως με δεδομένη τη συνέχιση της έκρυθμης κατάστασης, δεν προκύπτει ζήτημα μόνιμης ή προσωρινής στρατιωτικής εγκατάστασης στο ακίνητο, ούτε και εμπίπτει εντός του ακυρωτικού ελέγχου του Δικαστηρίου, η θέση του Εφεσείοντα πως οι ανάγκες της Εθνικής Φρουράς δεν εξαρτώνται από την έκρυθμη κατάσταση και συνεπώς δεν θα παύσει η ανάγκη προς διατήρηση του Πολεμικού Στρατηγείου στο ακίνητο. Η αναφορά της Εφεσίβλητης στην Ένσταση της πρωτόδικα, σε μόνιμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις - χωρίς ειδική αναφορά στην συγκεκριμένη περίπτωση - αφορά την πολιτική του Υπουργείου Άμυνας σε θέματα απαλλοτριώσεων, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο μελέτης σχετικού αιτήματος απαλλοτρίωσης και από τους δύο εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες του ακινήτου, η οποία, όπως αναφέρθηκε και ενώπιον μας, δεν επιτεύχθηκε λόγω μη συγκατάθεσης του ετέρου συνιδιοκτήτη. Εν πάση περιπτώσει σημειώνεται πως το ζήτημα ενδεχόμενης απαλλοτρίωσης εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου. Τονίζεται ωστόσο, η ρητή πρόνοια του Άρθρου 23.8(δ) του Συντάγματος περί υποχρέωσης της Δημοκρατίας για καταβολή δίκαιας και εύλογης αποζημίωσης σε περίπτωση επίταξης.
Συνακόλουθα, ο 1ος λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η πιο πάνω κατάληξη μας οδηγεί αναπόφευκτα και στην απόρριψη του 2ου λόγου Έφεσης. Το Άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, το οποίο προστατεύει την περιουσία, προβλέπει, όπως και το Άρθρο 23.8 του Συντάγματος, την στέρηση της περιουσίας φυσικού ή νομικού προσώπου, για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό όρους που προβλέπει ο Νόμος. Το εν λόγω Άρθρο ορίζει ως ακολούθως.
«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της περιουσίας του. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί την περιουσία του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους όρους που προβλέπουν ο νόμος και οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου.
Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα των Κρατών να θέτουν σε ισχύ νόμους που κρίνουν αναγκαίους για τη ρύθμιση της χρήσης αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή για την εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.»
Στη βάση των όσων έχουμε ήδη αναφέρει σε σχέση με τον 1ο λόγο Έφεσης και την κατάληξη μας ότι η εφαρμογή του Άρθρου 4(5) (ανωτέρω) δικαιολογείται ως παρέκκλιση από την πρόνοια του Άρθρου 23.8 του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης,
θεωρούμε ότι δεν εγείρεται ζήτημα παραβίασης του Άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφόσον αναμφίβολα προκύπτει η ανάγκη εξυπηρέτησης της δημόσιας ωφέλειας, θέμα άρρηκτα συνδεδεμένο με την συνεχιζόμενη έκρυθμη κατάσταση, ως η σχετική ρητή πρόνοια του Άρθρου 4(5) (ανωτέρω) περί έκρυθμης κατάστασης.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, κρίνουμε περαιτέρω, πως δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του Άρθρου 15 της ΕΣΔΑ, το οποίο ρυθμίζει γενικότερα την παρέκκλιση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην Σύμβαση, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και συγκεκριμένα σε περίπτωση πολέμου ή άλλου δημόσιου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του Έθνους.
Για όλα τα πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της Εφεσίβλητης και σε βάρος του Εφεσείοντα ύψους €2.500.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.