ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 94/16, 95/16, 97/16 ΚΑΙ 98/16
(Συνεκδ. υπ. αρ. 424/2011, 377/2011,598/2011 και 452/2011)
26 Ιουλίου, 2023
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.Δ.]
Ε.Δ.Δ. 94/16
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΟΛΩΝΑΣ
Εφεσείοντας
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητη
----------------------------
Ε.Δ.Δ. 95/16
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΟΣ
Εφεσείοντας
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητη
----------------------------
Ε.Δ.Δ. 97/16
ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
Εφεσείοντας
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητη
----------------------------
Ε.Δ.Δ. 98/16
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ
Εφεσείοντας
Και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητη
---------------------------------
Κ. Πατσαλίδου (κα) για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα στην Ε.Δ.Δ. 94/16
Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα στην Ε.Δ.Δ 95/16
Ν. Δαμιανού, για τον Εφεσείοντα στην ΕΔΔ 97/16
Ο Εφεσείων στην Ε.Δ.Δ 98/16 παρουσιάζεται προσωπικά
Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας , για την Εφεσίβλητη
Καμία εμφάνιση, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη
--------------------------------
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Με τις υπό κρίση Εφέσεις προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκαν οι Προσφυγές των Εφεσειόντων εναντίον της απόφασης της Εφεσίβλητης, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 25.2.2011 και με την οποία 18 ενδιαφερόμενα μέρη προάχθηκαν στη θέση του Τεχνικού Μηχανικού, 1ης τάξης, Υπουργείο Άμυνας, αντί οι ίδιοι.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διεξήλθε τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν ενώπιον του, απέρριψε την εισήγηση των Εφεσειόντων α) ότι οι ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης είχαν συνταχθεί κατά παράβαση του Κανονισμού 7 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990 και β) ότι η σύσταση του διευθυντή σε σχέση με τα 18 ενδιαφερόμενα μέρη ήταν αναιτιολόγητη και μη ανταποκρινόμενη στα στοιχεία των φακέλων.
Με τις Εφέσεις προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αριθμό λόγων, οι οποίοι ταξινομούνται στις ακόλουθες (2) ενότητες:
Η πρώτη ενότητα αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε στηριχθεί σε αξιολογήσεις, οι οποίες έγιναν σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς και/ή από αρμόδια πρόσωπα.
Είναι η εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εφεσειόντων ότι οι ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης συντάχθηκαν κατά παράβαση του Κανονισμού 7 και προς υποστήριξη της, παρέπεμψαν σε σχετική έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως. Ειδικότερα, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι, παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή των αξιωματικών του Στρατού στις επιτροπές αξιολόγησης είχε σταματήσει από το 2000, εν τούτοις, συνέχιζε να υπάρχει έμμεση συμμετοχή των στρατιωτικών στην αξιολόγηση των Τεχνικών του Υπουργείου Άμυνας, όπως ρητά προκύπτει από την επιστολή ημερ. 27.12.2005 του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας προς διοικητές Mονάδων της Εθνικής Φρουράς, όταν επίκειτο η δημιουργία 10 θέσεων Ανώτερου Τεχνικού στο Υπουργείο Άμυνας. Σχετικά έγινε παραπομπή στην εν λόγω Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως ημερ. 29.6.2010, στην οποία έγινε αναφορά στην έμμεση συμμετοχή των στρατιωτικών στη διαδικασία αξιολόγησης του τεχνικού προσωπικού, με αναφορά στην προαναφερθείσα επιστολή ημερ. 27.12.2005, ως και σε επιστολή ημερ. 25.11.2008 του Υπουργείου Άμυνας, με την οποία καλούντο οι Διοικητές των Μονάδων και άλλα στελέχη της Εθνικής Φρουράς που έχουν γνώση της εργασίας του Τεχνικού Προσωπικού, να εκφέρουν τις απόψεις τους για την απόδοση των Τεχνικών. Ως εκ τούτου, ήταν η θέση της Επιτρόπου Διοικήσεως, την οποία οι Εφεσείοντες προώθησαν και πρωτόδικα ότι, με δεδομένο ότι το Υπουργείο Άμυνας δεν εφάρμοσε τον Κανονισμό 7(10) για επίλυση του προβλήματος, η συγκεκριμένη ομάδα αξιολόγησης ήταν αναρμόδια να συνεχίσει να αξιολογεί το τεχνικό προσωπικό του Υπουργείου Άμυνας.
Εξετάσαμε με προσοχή την ως άνω εισήγηση των Εφεσειόντων, ως και την αντίθετη θέση της Εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε αλληλογραφία που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων, ότι η συγκεκριμένη ομάδα αξιολόγησης σε σχέση με τις επίδικες προαγωγές είχε ανατρέξει σε στρατιωτικούς για να σχηματίσει την άποψη της. Ούτε και είχε παρουσιαστεί μαρτυρία που να τεκμηριώνει τέτοιο ισχυρισμό. Επεσήμανε δε, ότι τα ευρήματα της Επιτρόπου Διοικήσεως δεν αποτελούν απόδειξη των ισχυρισμών των Εφεσειόντων, αλλά απλή πληροφόρηση του Δικαστηρίου.
Η εισήγηση αυτή των Εφεσειόντων δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση το πρακτικό της συνεδρίας της Εφεσίβλητης ημερ. 29.10.2010, για σκοπούς αξιολόγησης των υποψηφίων λήφθηκαν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών, δηλ. από το 2005 μέχρι το 2009. Από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, προέκυψε περαιτέρω, ότι τόσο οι Εφεσείοντες, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, αξιολογήθηκαν από τριμελή ομάδα αξιολόγησης, αποτελούμενη, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7(1), από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, ως και δύο λειτουργούς από τη Διεύθυνση Διοίκησης Προσωπικού του Υπουργείου, οι οποίοι γνώριζαν το προσωπικό, μέσω περιοδικών επισκέψεων σε Μονάδες της Εθνικής Φρουράς, ως και μέσω του περιεχομένου των προσωπικών τους φακέλων.
Είναι επομένως προφανές, ότι στην επίδικη ομάδα αξιολόγησης δεν μετείχαν στρατιωτικοί. Συνεπώς, δεν ετίθετο θέμα εφαρμογής του Κανονισμού 7(10), αφού δεν επρόκειτο για περίπτωση που ήταν πρακτικά αδύνατη η εφαρμογή του Κανονισμού και συνεπώς δεν ήταν επάναγκες να συνταχθούν οι υπηρεσιακές εκθέσεις από πρόσωπα που θα ορίζοντο με οδηγίες του Υπουργείου Οικονομικών, ως ρητά προνοείται στον εν λόγω Κανονισμό:
«Στις περιπτώσεις υπαλλήλων για τους οποίους είναι πρακτικά αδύνατη η εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού αυτού η σύνταξη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων θα γίνεται από πρόσωπα τα οποία θα ορίζονται σε οδηγίες του Υπουργού Οικονομικών που θα εκδίδονται είτε από τον ίδιο είτε εκ μέρους του.»
Συνεπώς, υπό τα περιστατικά της παρούσης υπόθεσης, θέμα εφαρμογής του Κανονισμού 7(10) θα ετίθετο, μόνο αν η αρμόδια αρχή έκρινε πως δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί ο Κανονισμός (1), λόγω της συμμετοχής και στρατιωτικών στην ομάδα αξιολόγησης, κάτι που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Σ' ό,τι αφορά το ζήτημα της κατ' ισχυρισμό έμμεσης συμμετοχής των στρατιωτικών στη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων, με επίκληση των επιστολών ημερ. 27.12.2005 και 25.11.2008 (ανωτέρω), στις οποίες γίνεται αναφορά και στην Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως, κρίνουμε πως η θέση αυτή των Εφεσειόντων δεν ευσταθεί. Η απλή αναφορά στο περιεχόμενο των εν λόγω επιστολών, σύμφωνα με το οποίο - παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή των στρατιωτικών από το 2000 έπαυσε, εντούτοις τα μέλη της ομάδας αξιολόγησης εξακολουθούν να ζητούν την γνώμη των στρατιωτικών και οι διοικητές των Μονάδων καλούνται να εκφέρουν απόψεις για την απόδοση των Τεχνικών - από μόνη της δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό πράγματι έγινε και στην συγκεκριμένη περίπτωση. Από μια απλή ανάγνωση της επιστολή ημερ. 27.12.2005 προκύπτει ότι αυτή αναφέρεται σε άλλες από τις επίδικες προαγωγές και συγκεκριμένα σε 10 θέσεις Ανώτερου Τεχνικού στο Υπουργείο Άμυνας. Ως εκ τούτου, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ενώπιον του καμιά μαρτυρία δεν προσκομίσθηκε που να τεκμηριώνει ότι στις επίδικες προαγωγές, η ομάδα αξιολόγησης πράγματι ανέτρεξε στους στρατιωτικούς, δηλ. στους Διοικητές των Μονάδων και άλλα στελέχη της Εθνικής Φρουράς, προκειμένου να σχηματίσει την άποψη της. Κάτι τέτοιο δεν υποδείχθηκε πρωτόδικα, αλλά ούτε και προέκυψε από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων.
Για όλα τα πιο πάνω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το περιεχόμενο της Έκθεσης της Επιτρόπου Διοικήσεως, δεν αποτελεί από μόνο του απόδειξη των ισχυρισμών των Εφεσειόντων, οι οποίοι μόνο αόριστοι, ασαφείς και ατεκμηρίωτοι, μπορούν να χαρακτηριστούν. Συνακόλουθα, ορθά κρίθηκε πρωτόδικα, πως η σύσταση της ομάδας αξιολόγησης ήταν καθ' όλα νόμιμη και κατ΄ επέκταση ήταν αρμόδια να συντάξει τις επίδικες ετήσιες εκθέσεις, αξιολογώντας νόμιμα όλους τους υποψηφίους της επίδικης θέσης.
Για όλα τα πιο πάνω, όλοι οι λόγοι Έφεσης που έχουν αντικείμενο την πιο πάνω θέση των Εφεσειόντων, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Η δεύτερη ενότητα των λόγων Έφεσης, προσβάλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι αιτιολογημένη και συνάδει με τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των Εφεσειόντων και των ενδιαφερόμενων προσώπων.
Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Διευθυντής κατέληξε στην σύσταση των 18 ενδιαφερομένων προσώπων, αφού έλαβε υπόψη τα τρία καθιερωμένα κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - οι οποίοι κατά την άποψη του υπερτερούν των υπολοίπων. Συγκεκριμένα, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Συστήνοντας τους πιο πάνω υποψηφίους, έχω σημειώσει ότι αυτοί δεν υστερούν ή είναι περίπου ισοδύναμοι ή/και υπερέχουν έναντι των μη συστηθέντων σε αξία, όπως αυτή αποτυπώνεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων πέντε χρόνων, 2005 - 2009, αξιολογηθέντες ως καθόλα Εξαίρετοι, πλην των συστηθέντων με α/α 12 (α/α 12) και 19, όπου ο μεν Αγαθοκλέους (α/α 12) έχει συγκεντρώσει την τελευταία πενταετία 39 Εξαίρετα και 1 Πολύ Ικανοποιητικά, ο δε Κωνσταντίνου (α/α 19) έχει συγκεντρώσει την τελευταία πενταετία 38 Εξαίρετα και 2 Πολύ Ικανοποιητικά. Ως εκ τούτου, ο συστηνόμενος Αγαθοκλέους Μάριος (α/α 12) θεωρήθηκε ότι δεν υστερεί των υπολοίπων υποψηφίων, αφού μόνο κατά το έτος 2007 η αξιολόγησή του υστερούσε σε ένα μόνο σημείο. Παρόμοια, ο συστηνόμενος Κωνσταντίνου Μάριος (α/α 19) θεωρήθηκε ότι δεν υστερεί των υπολοίπων υποψηφίων, αφού τα τελευταία τρία έτη αξιολογήθηκε ως καθόλα Εξαίρετος και κατά τα δύο προγενέστερα έτη, η αξιολόγησή του υστερούσε σε ένα μόνο σημείο, αντίστοιχα.
Επίσης, οι εν λόγω συστηθέντες προηγούνται των άλλων μη συστηνομένων σε αρχαιότητα, με εξαίρεση τους Κολώνα Γιαννάκη (α/α 5), Γιάννακα Κωνσταντίνο (α/α 7), Δουλαππά Χριστάκη (α/α 9) και Αχιλλέως Ανδρέα (α/α 13), οι οποίοι όμως υστερούν έναντί αυτών σε αξία, όπως αυτή αποτυπώνεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων πέντε χρόνων. Συγκεκριμένα, ο Κολώνα έχει συγκεντρώσει τα τελευταία πέντε χρόνια 34 Εξαίρετα και 6 Πολύ Ικανοποιητικά, οι Γιάννακας και Δουλαππάς έχουν συγκεντρώσει τα τελευταία πέντε χρόνια 32 Εξαίρετα και 8 Πολύ Ικανοποιητικά και ο Αχιλλέως έχει συγκεντρώσει τα τελευταία πέντε χρόνια 33 Εξαίρετα και 7 Πολύ Ικανοποιητικά.
Σ' ότι αφορά το κριτήριο των προσόντων, δεν παρέλειψα να παρατηρήσω ότι όλοι οι προάξιμοι υποψήφιοι κατέχουν προσόντα που αφορούν διπλώματα Ανώτερης ή Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ωστόσο, οι Χατζηπέτρου Ευγένιος (α/α 1) και Γαβριήλ Νίκος (α/α 4) κατέχουν επιπρόσθετα προσόντα, όπου ο μεν Χατζηπέτρου είναι Μέλος στο Institution of Mechanical Incorporated Engineers, UK, και ο Γαβριήλ κατέχει πρόσθετο προσόν πανεπιστημιακού επιπέδου «Bachelor of Science in Electronics Engineering Technology, Devry Institute of Technology, USA». Τα εν λόγω πρόσθετα προσόντα, αν και σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, δεν απαιτούνται, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, τους απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα.
Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στους Φακέλους τους, οι πιο κάτω υποψήφιοι έχουν εκπαιδευτεί σε θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης:
1. Χατζηπέτρου Ευγένιος (α/α 1)
2. Παπαγιάννη Σάββας (α/α 2)
3. Γαβριήλ Νίκος (α/α 4)
4. Κολώνας Γιαννάκης (α/α 5)
5. Πολυκάρπου Ανδρέας (α/α 6)
6. Γιάννακας Κωνσταντίνος (α/α 7)
7. Χρίστου Χριστάκης (α/α 8)
8. Χατζηπέτρου Ανδρέας (α/α 10)
9. Παπαδόπουλος Μιχαλάκης (α/α 11)
10. Αγαθοκλέους Μάριος (α/α 12)
11. Κυπριανού Ανδρέας (α/α 14)
12. Μαυρομμάτης Δημήτριος (α/α 15)
13. Βρουλλίδης Μαρίνος (α/α 16)
14. Προκοπίου Προκόπης (α/α 17)
15. Παναγιώτου Νίκος (α/α 18)
16. Κωνσταντίνου Μάριος (α/α 19)
17. Λεωνίδου Γεώργιος (α/α 20)
18. Νικολάου-Λαμπριανίδου Κλεάνθη (α/α 21)
19. Σπύρου Σπύρος (α/α 24)
20. Παναγή Παναγιώτης (α/α 24)
21. Κουλέντης Αγγελόδημος (α/α 25)
22. Παλλήκαρος Γεώργιος (α/α 26)
23. Πολυδώρου Ευθύμιος (α/α 28)
24. Γεωργίου Κωνσταντίνος (α/α 29)
25. Δαμιανού Δαμιανός (α/α 30
26. Γρουτίδης Νεόφυτος (α/α 31)»
Ειδικότερα ο Εφεσείων στην Έφεση αρ. 94/2016 προέβαλε τη θέση ότι παραγνωρίστηκαν από τον Γενικό Διευθυντή συγκεκριμένα προσόντα του, τα οποία, αν και δεν απαιτούντο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούσαν πλεονέκτημα, εν τούτοις θα έπρεπε να συνυπολογιστούν με τα υπόλοιπα κριτήρια.
Όπως προέκυψε από τη σύσταση του Διευθυντή, αυτός απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα όλων των υποψηφίων, αν και δεν απαιτούντο από τα Σχέδια Υπηρεσίας ούτε και αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και ουδόλως τα παραγνώρισε. Όπως είναι νομολογημένο, πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Επαφίεται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει αποφεύγοντας από την μια να δώσει σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, αλλά αποφεύγοντας από την άλλη η σημασία που θα τους αποδώσει να είναι εντελώς οριακή. Σε αυτά τα πλαίσια, το δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).
Την ίδια εισήγηση προέβαλε και ο Εφεσείων στην Έφεση αρ. 95/2016. Παραπονείται συγκεκριμένα, ότι δεν αξιολογήθηκαν από τον Γενικό Διευθυντή τα πρόσθετα προσόντα του, ούτε και κρίθηκε κατά πόσο αυτά ήταν σχετικά ή όχι με τα καθήκοντα τη επίδικης θέσης.
Ούτε κι αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Όπως προκύπτει από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή (ανωτέρω), αυτός έκαμε ειδική μνεία στον Εφεσείοντα, το όνομα του οποίου συμπεριελήφθηκε στον κατάλογο ανωτέρω και ο οποίος, όπως επισημάνθηκε, είχε εκπαιδευθεί σε θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Περαιτέρω, ο Εφεσείων στην Έφεση 95/2016 ισχυρίσθηκε ότι ο Γενικός Διευθυντής στη σύσταση του, δεν ασχολήθηκε με την υπεροχή του κατά 4 χρόνια στο κριτήριο της πείρας - ως στοιχείο που επαυξάνει την αξία - αφού είχε υπηρετήσει στην ίδια θέση (Τεχνικός Ηλεκτρολόγος) ως έκτακτος από το 1989.
Έχουμε διεξέλθει με προσοχή την Προσφυγή με αρ. 377/2011 του Εφεσείοντα, ως και τις θέσεις του πρωτόδικα, όπως τέθηκαν μέσω της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του. Έχουμε διαπιστώσει ότι ουδέποτε τέθηκε πρωτόδικα τέτοιος ισχυρισμός περί υπεροχής του Εφεσείοντα σε πείρα, λόγω της προηγούμενης υπηρεσίας του σε έκτακτη βάση. Συνεπώς, ο Εφεσείων κωλύεται να εγείρει τέτοιο ισχυρισμό για πρώτη φορά ενώπιον μας, αφού το ζήτημα αυτό δεν προωθήθηκε και συνεπώς δεν εξετάστηκε, ούτε και αποφασίστηκε πρωτόδικα.
Η περαιτέρω θέση του ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει διότι είχε προσδώσει υπεροχή στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ως προς το κριτήριο της αρχαιότητας, χωρίς να διευκρινίσει ότι επρόκειτο για ηλικιακή αρχαιότητα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αρχαιότητα όλων των Εφεσειόντων και των ενδιαφερομένων προσώπων, έγκειτο στην διαπίστωση μέσα από τους διοικητικούς φακέλους, ότι αυτοί είχαν διοριστεί στην τελευταία θέση, την ίδια ημερομηνία, δηλ. στις 16.8.1993, με εξαίρεση το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Χατζηπέτρου.
Ο Εφεσείων πρωτόδικα δεν είχε εγείρει ζήτημα ηλικιακής αρχαιότητας των ενδιαφερόμενων προσώπων, σε σχέση πάντοτε, με την ισχυριζόμενη υπεροχή του ιδίου, λόγω μεγαλύτερης πείρας του σε έκτακτη θέση, ως αναφέρθηκε πιο πάνω. Συνεπώς εμποδίζεται να εγείρει ενώπιον μας ζήτημα μεγαλύτερης πείρας και συνεπώς επαύξησης της αξίας του, σε συνάρτηση με ισχυριζόμενη ηλικιακή αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών. Εν πάση περιπτώσει, επαναλαμβάνουμε τη σχετική νομολογία σε σχέση με την αρχαιότητα που ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης, ότι απομακρυσμένη αρχαιότητα, έχει περιορισμένη βαρύτητα και σημασία (βλ. Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56 και Αλευρά κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 85).
Τέλος, ο Εφεσείων στην Έφεση 95/2016 προσβάλλει ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν επιτρεπτό για τον Γενικό Διευθυντή να ζητήσει πληροφορίες από τους προϊσταμένους των υποψηφίων. Δεν συμφωνούμε ούτε και με αυτή την εισήγηση. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφής επί του θέματος. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 213, σελ. 217, είναι σχετικό:
«Ένα από τα παράπονα του εφεσείοντα είναι ότι ο Διευθυντής στη σύστασή του δεν αποκαλύπτει τις πληροφορίες που έλαβε αναφορικά με την απόδοση τους από τον άμεσα προϊστάμενο τους και ως εκ τούτου η σύσταση του πάσχει. Επισημαίνουμε, πως σύμφωνα με τη νομολογία, ο Διευθυντής μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από οποιεσδήποτε άλλες πηγές, όπως για παράδειγμα από προϊσταμένους των υποψηφίων και να προβεί ανάλογα στις συστάσεις του και ο τρόπος που αξιολογεί τις απόψεις των άλλων λειτουργών που συμβουλεύεται αναφορικά με την κρίση τους, δεν είναι δυνατόν να ελέγχεται δικαστικά. (Δέστε Γεωργιάδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480). Σχετικά με αυτό το θέμα δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε πως ο συνήγορος του αιτητή επανειλημμένως εγείρει παρόμοιο θέμα σε κάθε περίπτωση, παρόλη την ύπαρξη σαφούς νομολογίας περί του αντιθέτου, πρακτική που δεν μπορούμε παρά να αποδοκιμάσουμε.»
Σημειώνουμε ότι οι Εφεσείοντες στις Εφέσεις 97/2016 και 98/2016, προέβαλαν λόγους Έφεσης που καλύπτονται από τις πιο πάνω ενότητες και ανάλογη είναι και η κρίση μας επί αυτών.
Συνακόλουθα, καταλήγουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέκρινε οποιαδήποτε πλημμέλεια στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Όπως συγκεκριμένα επεσήμανε:
«Με βάση τα πιο πάνω, δεν διακρίνω οποιαδήποτε πλημμέλεια στη σύσταση του διευθυντή. Ακόμα και στις περιπτώσεις των αιτητών που ισοβαθμούσαν σε αξιολόγηση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ο διευθυντής είχε την ευχέρεια να συστήσει αυτούς που σύστησε χωρίς το δικαστήριο να μπορεί να επέμβει ή να υποκαταστήσει την κρίση του ενώ, στις περιπτώσεις εκείνων των αιτητών που υστερούσαν σε αξία των ενδιαφερομένων μερών, η απομακρυσμένη αρχαιότητα δεν ήταν αρκετή για να ανατρέψει την υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών σε αξία.
Κατά τον ίδιο τρόπο, και η καθ' ης η αίτηση εξετάζοντας τις υποψηφιότητες κατέληξε στα ίδια ευρήματα με τον διευθυντή. Ούτε σε αυτό το στάδιο εντοπίζω οποιαδήποτε πλημμέλεια εκ μέρους της καθ' ης η αίτηση η οποία έδρασε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.»
Επαναλαμβάνουμε τη θεμελιώδη αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι ο ακυρωτικός Δικαστής δεν υποκαθιστά την κρίση του αρμόδιου οργάνου με την δική του αναφορικά με την ορθότητα της πράξης. Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και τη διακρίβωση κατά πόσο η Διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Η πράξη θεωρείται νόμιμη και το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρότητας το φέρουν οι Αιτητές.
Για όλα τα πιο πάνω οι Εφέσεις απορρίπτονται.
Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της Εφεσίβλητης και σε βάρος εκάστου των Εφεσειόντων στις Ε.Δ.Δ. 94/2016, 95/2016 και 97/2016, ύψους €2.500 και σε βάρος του Εφεσείοντα στην Ε.Δ.Δ. 98/2016, ύψους €700.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.