ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3) (β) (i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Aρ. 81/16)

 

26 Ιουλίου, 2023

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

CNP CYPRIALIFE LTD (πρώην LAIKI CYPRIALIFE LTD)

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Εφεσίβλητος/Καθ΄ ου  η Αίτηση

 

           ------------------------

      

    Μ. Πανταζή (κα) με Δ. Ανδρέου (κα) για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

    Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.

--------------------------

     ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γεωργίου, Δ.

-------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.:   Η Εφεσείουσα προσέβαλε στο Διοικητικό Δικαστήριο τη νομιμότητα της  απόφασης  του Εφεσίβλητου, με την οποία επέβαλε σ'  αυτή διοικητική  κύρωση χρηματικής ποινής ύψους €3.000, λόγω παραβίασης του άρθρου 4(1) (γ) του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001 (Ν. 138(Ι)/2001 - στο εξής θα καλείται «ο Νόμος»).  

 

    Τα γεγονότα που περιβάλλουν  την παρούσα υπόθεση σε συντομία έχουν ως ακολούθως:   Μεταξύ  της Εφεσείουσας, ασφαλιστικής εταιρείας, και της Ε.Δ. (στο εξής θα καλείται «η παραπονούμενη») υπογράφηκε ασφαλιστικό συμβόλαιο ιατρικής κάλυψης.   Η  τελευταία, στις 12.12.2012 υπέβαλε παράπονο στον Εφεσίβλητο (Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα) υποστηρίζοντας ότι, αντί η ασφαλιστική εταιρεία να ικανοποιήσει το αίτημα της για αποζημίωση, όπως προνοείται στο συμβόλαιο, αδικαιολόγητα και εξευτελίζοντας την προσωπικότητα της και μη σεβόμενη την κατάσταση της υγείας της, απέρριψε την απαίτηση για καταβολή αποζημίωσης για μόνιμη και ολική ανικανότητα, με το δικαιολογητικό ότι δεν είχε προσκομίσει τα απαραίτητα αποτελέσματα εξετάσεων και ότι τα νέα ιατρικά και άλλα πιστοποιητικά που προσκόμισε, δεν τεκμηριώνουν πρόβλημα το οποίο με βάση τους όρους του συμβολαίου, θεμελιώνει αξίωση για αποζημίωση.   

 

    Στην πρωτόδικη απόφαση, ως καταγράφεται, ο Επίτροπος εξετάζοντας το συγκεκριμένο παράπονο αναφέρθηκε στα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης.   Ειδικότερα:  

 

«(α)     Αναφέρθηκε στο μεγάλο αριθμό των προσκομισθέντων από την παραπονούμενη ιατρικών πιστοποιητικών, βεβαιώσεων, θέσεων και γνωματεύσεων της περιόδου 2007 που εκδηλώθηκε η ασθένεια της μέχρι τον ουσιώδη χρόνο και στα οποία προσδιορίζεται η συγκεκριμένη πάθηση της παραπονούμενης και που κατά την κρίση του Επιτρόπου, επιβεβαιώνουν και τεκμηριώνουν το συγκεκριμένο πρόβλημα, το οποίο της προκαλεί μόνιμη και ολική ανικανότητα για εργασία. 

 

Κατά συνέπεια και στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, της ύπαρξης δηλαδή ιατρικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων από εξειδικευμένους ιατρούς, η αναζήτηση από την αιτήτρια πρόσθετων νέων αποτελεσμάτων ιατρικών εξετάσεων, είναι υπερβολική και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 4 (1) (γ), του σχετικού Νόμου.

 

(β) . κατά τον Επίτροπο, από τους όρους του ασφαλιστικού συμβολαίου και τον ορισμό της μόνιμης και ολικής ανικανότητας, εξάγεται ότι το είδος της ασθένειας δεν είναι αντικειμενικά ουσιώδες στοιχείο για την καταβολή της αποζημίωσης και επομένως η συλλογή και επεξεργασία του από την αιτήτρια, υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.»

 

 

 

     Στη βάση των πιο πάνω, ο  Επίτροπος με την απόφαση του έκρινε ότι, τυχόν συλλογή και επεξεργασία από την Εφεσείουσα, πρόσθετων  νέων πιστοποιητικών,  βεβαιώσεων από νέες και/ή  μελλοντικές εξετάσεις που η παραπονουμένη θα προσκομίσει κατόπιν προτροπής της από την εφεσείουσα, με την επιστολή της ημερομηνίας 26/6/2012, θεωρείται μη αναγκαία, ως υπερβολική και ως τέτοια υπερβαίνουσα την αρχή της αναγκαιότητας και την απορρέουσα αρχή της αναλογικότητας.  Έτσι, έκρινε  παράβαση του άρθρου 4(1) (γ) του Νόμου από την Εφεσείουσα και επέβαλε σε αυτήν την πιο πάνω διοικητική κύρωση.   

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την απόφαση του Επιτρόπου ως απόλυτα νόμιμη και  απέρριψε την προσφυγή, επισημαίνοντας ότι:

 

«. από τα προσκομισθέντα από τη παραπονούμενη ιατρικά πιστοποιητικά, βεβαιώσεις και γνωματεύσεις των εξειδικευμένων ιατρών, προσδιορίζετο επακριβώς ότι, η συγκεκριμένη πάθηση της παραπονούμενης της προκαλεί μόνιμη ανικανότητα για εργασία, διερωτάται κάποιος τι θα προσέθετε η προσκόμιση "πρόσφατων ειδικών ιατρικών εξετάσεων", όπως αναφέρεται στη σχετική επιστολή ημερομηνίας 26/6/2012 της αιτήτριας προς τη παραπονούμενη, εκτός από επιπρόσθετη ταλαιπωρία σ' αυτήν, όταν μάλιστα η παραπονούμενη είχε ήδη προσκομίσει πρόσφατες ιατρικές εκθέσεις του προσωπικού της ιατρού, Καθηγητή σε Ιατρική Κλινική του Λονδίνου με ημερομηνίες 19/7/2012, 17/2/2012, 8/12/2011, ιατρική γνωμάτευση Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, της ειδικότητας της πάθησης της ημερομηνίας 8/9/2011, ιατρική πραγματοσύνη Καθηγητή ημερομηνίας 21/2/2012 και άλλα ιατρικά πιστοποιητικά.»

   

     Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Ο 1ος  λόγος έφεσης εστιάζεται στο ότι  παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας και ως αναφέρεται, η Εφεσείουσα - ασφαλιστική εταιρεία - στη βάση της πιο πάνω συμφωνίας, που συνομολογήθηκε μεταξύ αυτής και της παραπονούμενης, δικαιούτο, στο πλαίσιο αιτήματος της τελευταίας για αποζημίωση, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες για να τεκμηριώσει τους προβληθέντες ισχυρισμούς.  Οι δε λόγοι έφεσης 2 και 3, οι οποίοι είναι συναφείς, εστιάζονται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι ο Επίτροπος κινήθηκε εντός των εξουσιών που του παρέχονται από το Νόμο και ειδικότερα,  προέβηκε σε ερμηνεία εγγράφων και έκρινε ότι η πάθηση της παραπονουμένης τεκμηριώνεται από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στην ασφαλιστική εταιρεία.         

 

     Ο Νόμος ρυθμίζει με πληρότητα τα ζητήματα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δημιουργεί δικαίωμα στο υποκείμενο των δεδομένων.  Η σχετική  νομοθεσία παρέχει ένα εκτεταμένο και αποτελεσματικό πλαίσιο, εντός του οποίου μπορεί να διεκδικηθεί  προστασία του υποκείμενου των προσωπικών δεδομένων.  Ο Επίτροπος ενεργεί ως διοικητικό όργανο, του οποίου οι αποφάσεις ελέγχονται από το Διοικητικό Δικαστήριο και ως έχει νομολογηθεί η δυνατότητα αυτή είναι σύμφωνη με τα εχέγγυα του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης  Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Δ. Απαισιώτη (2015) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1414, Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 595/10,  ημερ. 24.1.2013 και Golden Telemedia Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 592).   

 

    Στην υπόθεση Απαισιώτη (πιο πάνω) επισημάνθηκε ότι ο θεσμικός ρόλος του Επιτρόπου «. είναι σημαντικός και έχει ευρείες αρμοδιότητες, κανονιστικές, ελεγκτικές, αποφασιστικές αλλά και γνωμοδοτικές.  Έτσι, κατά το Άρθρο 23(1) δύναται να εκδίδει οδηγίες ως προς την ενιαία εφαρμογή των ρυθμίσεων, να απευθύνει  συστάσεις και υποδείξεις στους υπευθύνους  επεξεργασίας και να δίνει, κατά την κρίση του, δημοσιότητα σ΄ αυτές, να χορηγεί άδειες, να καταγγέλει παραβάσεις των διατάξεων του νόμου στις αρμόδιες αρχές, να αποφαίνεται για κάθε ρύθμιση που αφορά την επεξεργασία και προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να εκδίδει κανόνες κ.ο.κ..   Έχει όμως και ουσιαστικές κυρωτικές αρμοδιότητες.  .. Οι πρόνοιες του Άρθρου 25 έχουν εξεταστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην  υπόθεση Μικελλίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 17/2010, ημερ. 30.3.2012, όπου αποφασίστηκε ότι ο Επίτροπος δύναται να επιβάλει χρηματική ποινή σε συνδυασμό με οποιαδήποτε άλλη διοικητική κύρωση κατά τρόπο σωρευτικό».

             

    Τα ιατρικά δεδομένα αποτελούν καίρια προσωπικά δεδομένα που προστατεύονται από το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, εν τη εννοία του Άρθρου 15.1 του Συντάγματος (Βλ. Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33) και του Άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.    

 

    Το άρθρο 2 του Νόμου καθορίζει την έννοια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα[1] και της επεξεργασίας[2].  Τα δε δεδομένα που αφορούν την υγεία κατατάσσονται σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο του Νόμου ως ευαίσθητα δεδομένα.  

 

 

     Σύμφωνα με τις πρόνοιες των διατάξεων του άρθρου 4 του σχετικού Νόμου, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, θα πρέπει ο υπεύθυνος επεξεργασίας να διασφαλίσει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

 

«(α)     Υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία

.

(β)       συλλέγονται για προσδιορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και δεν υφίστανται μεταγενέστερη επεξεργασία ασυμβίβαστη με τους σκοπούς αυτούς: ..

 

(γ)        είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από ότι κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας: ...

 

(δ)        είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, υποβάλλονται σε ενημέρωση.

 

(ε)        διατηρούνται σε μορφή που να επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων τους μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται, για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής τους και της επεξεργασία τους.....»

 

 

    Η επεξεργασία δεδομένων  προσωπικού  χαρακτήρα επιτρέπεται όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεση του (Βλ. άρθρο 5(1) του Νόμου).  Η επεξεργασία επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεση στις περιπτώσεις που  καθορίζονται στο εδάφιο 2 του  πιο πάνω άρθρου.  Αναφορικά δε με την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, όπως τα υπό εξέταση, σχετικό είναι το άρθρο 6 του Νόμου σύμφωνα με το οποίο, απαγορεύεται η συλλογή και  η επεξεργασία τους με τις εξαιρέσεις που καθορίζονται σ΄ αυτό.

 

    Κατ΄ αρχάς, θα εξεταστεί ο 1ος λόγος έφεσης ότι η πρωτόδικη απόφαση με την οποία  κρίθηκε ότι η απόφαση του Επιτρόπου δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, είναι λανθασμένη.

 

    Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να μην λαμβάνεται οποιοδήποτε μέτρο που να υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου και κατάλληλα απαιτούμενου σκοπού (Βλ. Μπόμπολα ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. 239/18, ημερ. 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A393 και Μία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 42/14, ημερ. 10.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:D7).

 

   Στην υπό εξέταση περίπτωση, συνομολογήθηκε συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας, η ασφαλιστική εταιρεία ανάλαβε την υποχρέωση να αποζημιώσει την παραπονουμένη σε περίπτωση μόνιμης, ολικής ανικανότητας της.  Η τελευταία, υπέβαλε απαίτηση για αποζημίωση και παρουσίασε σχετικά πιστοποιητικά.  Η ασφαλιστική εταιρεία με επιστολή της ημερ. 23.4.2012 την πληροφορούσε ότι για να μπορέσει να εξετάσει κατά πόσο η υποβληθείσα απαίτηση καλύπτεται από τους όρους του ασφαλιστηρίου, θα  έπρεπε να προσκομίσει όλα τα αποτελέσματα των κλινικών και παρακλινικών εξετάσεων που να τεκμηριώνουν το πρόβλημα της ιογενούς εγκεφαλίτιδας και χωρίς αυτά τα πιστοποιητικά δεν θα μπορούσε να αποφασίσει.   Ακολούθως, η ασφαλιστική εταιρεία με επιστολή της, ημερ. 6.11.2012, πληροφορούσε την παραπονουμένη ότι δεν είχε προσκομίσει τα αποτελέσματα των εξετάσεων που να τεκμηριώνουν το πιο πάνω πρόβλημα και επιπρόσθετα, την ενημέρωσε ότι τα νέα πιστοποιητικά που παρουσίασε δεν τεκμηριώνουν  πρόβλημα το οποίο, με βάση τους όρους του ασφαλιστηρίου, θεμελιώνουν αξίωση για πληρωμή οποιασδήποτε αποζημίωσης.   

 

   Στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης των πιο πάνω προσώπων, η παραπονουμένη  δύναται να αξιώνει αποζημίωση σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας της, η οποία θα πρέπει να υφίσταται  και κατά χρόνο εξέτασης του αιτήματος της.  Στο πλαίσιο εξέτασης της σχετικής απαίτησης πληρωμής, η ασφαλιστική εταιρεία ζήτησε  τα πιο πάνω στοιχεία.  Τα όσα, δικαιωματικά, ζητήθηκαν από την τελευταία ήταν συναφή και πρόσφορα και σχετίζονταν  άμεσα και ζωτικά με το αίτημα για αποζημίωση.  Τα όσα ζητήθηκαν δεν εκφεύγουν από το μέτρο του αναγκαίου και του αναλογικού, αφού ήταν απαραίτητα για να διαπιστωθεί  κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι το αίτημα της για καταβολή αποζημίωσης. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο.  Ο Επίτροπος παρέλειψε να συνυπολογίσει όλα τα δεδομένα και να εξισορροπήσει τα εκατέρωθεν συγκρουόμενα δικαιώματα.       

 

    Έτσι, για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι δεν παραβιάζεται  η αρχή της αναλογικότητας είναι λανθασμένη.  

 

 

    Αναφορικά με τους λόγους 2 και 3 της έφεσης, ως αυτοί καθορίζονται ανωτέρω και δεν χρήζουν επανάληψης, θα αρκεστούμε να επισημάνουμε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, ο Επίτροπος κινήθηκε εντός των εξουσιών που του παρέχει ο Νόμος.   Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Επίτροπος προέβηκε σε ερμηνεία εγγράφων και δη του ασφαλιστικού συμβολαίου και των ιατρικών πιστοποιητικών. Πρόσθετα δε, αποφάνθηκε ότι όλα τα ιατρικά πιστοποιητικά, που προσδιορίζει, «. πιστοποιούν ότι η υφιστάμενη κατάσταση της υγείας της παραπονουμένης την εμποδίζει στην άσκηση του επαγγέλματος της και/ή ότι θεωρείται μόνιμα και ολικά ανίκανη για εργασία».  Όπως έχει επισημανθεί, από την μια, ήταν η θέση της παραπονουμένης ότι από τα ιατρικά πιστοποιητικά προκύπτει ότι ήταν μόνιμα και ολικά ανίκανη για εργασία και από την άλλη, ήταν η θέση της ασφαλιστικής εταιρείας ότι, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει και της ζητούσε όπως προσκομίσει περαιτέρω κλινικές και παρακλινικές εξετάσεις για να αποφανθεί επί του αιτήματος της.    Ο Επίτροπος δεν περιορίστηκε σε ότι αποτελούσε ζητούμενο με βάση τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, αλλά επεκτάθηκε πέραν των δικών του αρμοδιοτήτων, στην διάγνωση ευρύτερων δικαιωμάτων των εμπλεκομένων.

 

 

 

    Για όλους τους  λόγους που εξηγούνται  πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ομού με τη σχετική διαταγή για έξοδα παραμερίζονται.  Η προσβαλλόμενη πράξη του Επιτρόπου ακυρώνεται.

 

   Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, εκ ποσού €4.000 πλέον Φ.Π.Α., επιδικάζονται   υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.   

 

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

                                                Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.



[1]   «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή «δεδομένα» σημαίνει κάθε πληροφορία  που αναφέρεται σε υποκείμενο των δεδομένων που βρίσκεται εν ζωή.  Δε λογίζονται ως δεδομένα  προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία από τα οποία δε δύνανται πλέον να  προσδιοριστούν τα  υποκείμενα των δεδομένων.

 

 

[2]  «επεξεργασία ή «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» σημαίνει κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από οποιοδήποτε πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και που εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και περιλαμβάνει τη συλλογή, καταχώριση, οργάνωση, διατήρηση, αποθήκευση, τροποποίηση, εξαγωγή, χρήση, διαβίβαση, διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, τη συσχέτιση ή το συνδυασμό, τη διασύνδεση, το κλείδωμα, τη διαγραφή ή την καταστροφή»        


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο