ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 72/2016, 73/2016 και 74/2016
(Συνεκδ. υπ. αρ. 257/2014, 712/2014,1040/2014)
26 Ιουλίου, 2023
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Aglika Nikolai Kojuharova
Εφεσείουσa/Αντεφεσίβλητη
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Οικονομικών
Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας
------------------------
Χρ. Θ. Χριστάκη, για Εφεσείουσα/Αντεφεσίβλητη στην Έφεση 72/16
Θ. Πιπερή - Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη/Αντεφεσείουσα στην Έφεση 72/16
--------------------
Τ.,ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Στις 3.4.2013, η Εφεσείουσα, μητέρα της ανήλικης Γ.Δ. με ημερομηνία γεννήσεως [ ], υπέβαλε αίτηση για παροχή επιδόματος τέκνου και μονογονεϊκής οικογένειας για το 2013.
Η Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάτων, με επιστολή της ημερ. 4.4.2013 ζήτησε από την Εφεσείουσα την προσκόμιση Δικαιοδοσίας Διατροφής και Διάταγμα αρμόδιου Δικαστηρίου για την γονική μέριμνα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η περαιτέρω εξέταση της αίτησης της.
Προς συμμόρφωση, η Εφεσείουσα απέστειλε στις 15.7.2013, Προσωρινό Διάταγμα Γονικής Μέριμνας ημερ. 1.7.2013, ως και βεβαίωση για το μηνιαίο ύψος της διατροφής που καταβάλλει ο πατέρας για τη συντήρηση της ανήλικης θυγατέρας της.
Μαζί με τα πιο πάνω έγγραφα, η λειτουργός του Κέντρου Εξυπηρέτησης του Πολίτη Αμμοχώστου που εξυπηρέτησε την Εφεσείουσα, απέστειλε στην Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάτων, χειρόγραφο σημείωμά της, στο οποίο αναφέρεται ότι την Εφεσείουσα συνόδευε στο Κέντρο ένας κύριος (ΜΚ), ο οποίος δήλωσε ότι είναι ο συμβίος της Εφεσείουσας.
Στη βάση αυτής της αναφοράς της λειτουργού, η Υπηρεσία ζήτησε από την Εφεσείουσα, με επιστολή της ημερομηνίας 29.7.2013, να προσκομίσει ένορκη δήλωση σχετικά με τα άτομα με τα οποία συμβιώνει, αποστέλλοντάς της έντυπο «Ένορκης Δήλωσης» που έπρεπε να συμπληρώσει και να υπογράψει ενώπιον του Πρωτοκολλητή. Συγχρόνως, η Εφεσείουσα ενημερώθηκε για τις ποινές που προβλέπονται σε περίπτωση ψευδούς δήλωσης καθώς και για την υποχρέωση των προσώπων που λαμβάνουν επίδομα βάσει του περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμου (Ν.167(Ι)02) να γνωστοποιούν εντός ενός μηνός, οποιαδήποτε αλλαγή των συνθηκών που επηρεάζουν το δικαίωμα σε καταβολή του επιδόματος. Η Εφεσείουσα, ωστόσο, παρέλειψε να συμπληρώσει, ορκιστεί και αποστείλει την ένορκη δήλωση που της ζητήθηκε.
Ως αποτέλεσμα, η Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάτων, με επιστολή της ημερ. 11.12.2013, απέρριψε την αίτηση της Εφεσείουσας για παροχή επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας για το 2013. Περαιτέρω, ενημερώθηκε ότι είχε παρουσιαστεί υπερπληρωμή ποσού €540 που της είχε ήδη καταβληθεί αυτόματα από το σύστημα ως επίδομα μονογονιού, για τους μήνες Ιανουάριο μέχρι Μάρτιο 2013, το οποίο θα έπρεπε να επιστραφεί και κατά συνέπεια θα αφαιρείτο από το ποσό του επιδόματος τέκνου που δικαιούτο. Γι' αυτό το λόγο, δεν καταβλήθηκε στην Εφεσείουσα το ποσό του επιδόματος τέκνου για το 2013, ύψους €475, για το οποίο εγκρίθηκε η Εφεσείουσα, αφού παρακρατήθηκε έναντι της υπερπληρωμής των €540.
Εναντίον της εν λόγω απόφασης ημερ. 11.12.2013, η Εφεσείουσα καταχώρισε την Προσφυγή αρ. 257/2014.
Η Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάτων, προχώρησε σε περαιτέρω διερεύνηση της αίτησης της Εφεσείουσας για παραχώρηση επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας για το 2013 και ειδικότερα, κατά πόσο η Εφεσείουσα συμβιώνει με άλλο πρόσωπο, ζητώντας τη βοήθεια του Αρχηγού Αστυνομίας. Βάσει των αποτελεσμάτων της έρευνας, ακολούθησε νέα επιστολή από την Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάτων προς την Εφεσείουσα ημερομηνίας 6.5.2014, με την οποία ενημερώθηκε πως η καταβολή του επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας τερματίστηκε. Και τούτο, στη βάση των νεότερων στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας, σύμφωνα με τα οποία η Εφεσείουσα διατηρούσε δεσμό με τον ΜΚ, ο οποίος σε κάποιες περιπτώσεις διέμενε στο διαμέρισμα της, όχι όμως σε μόνιμη βάση. Εναντίον της απόφασης ημερ. 6.5.014, η Εφεσείουσα καταχώρισε την Προσφυγή αρ. 712/2014.
Νέες αιτήσεις για επίδομα τέκνου και επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας υποβλήθηκαν στις 19.5.2014 από την Εφεσείουσα για το έτος 2014. Σύμφωνα με χειρόγραφη σημείωση του λειτουργού που παρέλαβε την αίτηση της Εφεσείουσας, αυτή συνοδευόταν από τον Μ.Κ. στο Κέντρο Εξυπηρέτησης του Πολίτη, ο οποίος εξασφάλισε και προσκόμισε στο λειτουργό, βεβαίωση φοίτησης του παιδιού.
Με επιστολή ημερομηνίας 30.5.2014, η Εφεσείουσα ενημερώθηκε ότι η αίτηση για παραχώρηση επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας για το 2014 απορρίφθηκε, λόγω της συμβίωσης της με τον ΜΚ. Σε σχέση με το αίτημα της για παραχώρηση επιδόματος τέκνου, της ζητήθηκε να προσκομίσει εντός τριών μηνών, στοιχεία για το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα του ΜΚ κατά το έτος 2013. Όπως της αναφέρθηκε: «σε αντίθετη περίπτωση η αίτησή σας θα απορριφθεί».
Ο δικηγόρος της Εφεσείουσας απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 24.7.2014, εξηγώντας ότι τα εισοδήματα του ΜΚ δεν είναι θέμα σχετικό με το αίτημα για επίδομα τέκνου και δεν επρόκειτο ούτε να του ζητηθούν, ούτε να προσκομιστούν από την Εφεσείουσα.
Η απόφαση που κοινοποιήθηκε στην Εφεσείουσα με την ως άνω επιστολή ημερομηνίας 30.5.2014, αποτελεί την προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη αιτήματος για επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας για το 2014, καθώς και την προσβαλλόμενη «άρνηση» εξέτασης της αίτησης για επίδομα τέκνου (χωρίς την προσκόμιση των στοιχείων που απαιτήθηκαν), στην Προσφυγή της Εφεσείουσας αρ. 1040/2014.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι σε σχέση με το βασικό επίδομα τέκνου, η απόφαση της Εφεσίβλητης ημερ. 30.5.2014 - αντικείμενο της Προσφυγής αρ. 1040/2014 - ήταν αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και πεπλανημένης αιτιολογίας. Ως εκ τούτου, η Προσφυγή αρ. 1040/2014 πέτυχε μερικώς και η επίδικη απόφαση για απόρριψη του αιτήματος της Εφεσείουσας για επίδομα τέκνου για το έτος 2014 ακυρώθηκε.
Σ' ό,τι αφορά το επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Εφεσίβλητη ενήργησε εντός των ευλόγων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, απορρίπτοντας τα σχετικά αιτήματα της Εφεσείουσας για τα έτη 2013 και 2014, εφόσον αυτή - φέρουσα το βάρος απόδειξης της πλήρωσης των προϋποθέσεων του Νόμου προς υποστήριξη του αιτήματος της - δεν ανταποκρίθηκε στην απαίτηση της Εφεσίβλητης για να προβεί σε ένορκη δήλωση, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω.
Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οδήγησε σε απόρριψη των Προσφυγών αρ. 257/2014 και 712/2014, ως και της Προσφυγής αρ. 1040/2014 σε σχέση μόνο με τη μη παραχώρηση επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας για το έτος 2014. Συνακόλουθα, οι επίδικες αποφάσεις για απόρριψη των αιτημάτων για παραχώρηση επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας για τα έτη 2013 και 2014 επικυρώθηκαν.
Η Εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, σε σχέση με τη μη παραχώρηση σ' αυτή επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας και με τις παρούσες Εφέσεις επιδιώκει την ανατροπή της, στη βάση 6 πανομοιότυπων λόγων Έφεσης και στις τρεις Εφέσεις, με εξαίρεση την Έφεση αρ. 74/2016, στην οποία προβάλλονται 2 επιπρόσθετοι λόγοι Έφεσης με αρ. 7 και 8.
Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή αρ. 1040/2014, σε σχέση με την ακύρωση του μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορούσε το βασικό επίδομα τέκνου για το έτος 2014 και με την Αντέφεση επιδιώκει την ανατροπή της, στη βάση 2 λόγων Αντέφεσης.
Με τον 1ο λόγο Έφεσης, η Εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αντινομικά απέρριψε τις προσφυγές σε σχέση με την μη παραχώρηση επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας, στη βάση άλλης αιτιολογίας από αυτή που προέβαλε η Εφεσίβλητη στις προσβαλλόμενες αποφάσεις.
Κατ' επέκταση, με τον 5ο λόγο Έφεσης, ο οποίος είναι αλληλένδετος με τον 1ο λόγο Έφεσης, εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν δεόντως και ορθά αιτιολογημένη, ως και ότι αυτή συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο.
Με το 2ο λόγο Έφεσης εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε τη νομιμότητα της κάθε προσβαλλόμενης απόφασης ξεχωριστά και εσφαλμένα έκδωσε μια απόφαση για όλες τις προσφυγές που συνεκδικάστηκαν.
Με τον 3ο λόγο Έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ίδια είχε το βάρος απόδειξης ότι δεν συμβίωνε με τρίτο πρόσωπο, το οποίο και δεν απέσεισε. Συνακόλουθα, με τον 4ο λόγο Έφεσης, θεωρεί πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό της πρωτόδικα, περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Τέλος, με τον 6ο λόγο Έφεσης εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας περί παραβίασης του δικαιώματος της για ακρόαση.
Με τον 7ο και 8ο λόγο Έφεσης στην Έφεση αρ. 74/2016, η Εφεσείουσα προσβάλλει την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει επί του ισχυρισμού της περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση και της αρχής της αναλογικότητας.
Διαφορετική είναι η θέση της Εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτει τις εισηγήσεις της Εφεσείουσας, εξαιρουμένης της μερικής επιτυχίας της στην Προσφυγή με αρ. 1040/2014, την οποία και προσβάλλει με Αντέφεση, ως αναφέρθηκε ανωτέρω.
Με τον 1ο λόγο Αντέφεσης, η Εφεσίβλητη εισηγείται ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης, αφορούσε άλλη διοικητική πράξη από τις υπόλοιπες προσβαλλόμενες στις 3 συνεκδικαζόμενες προσφυγές. Συνακόλουθα, με τον 2ο λόγο Αντέφεσης εισηγείται ότι η σχετική θεραπεία που αφορούσε το επίδομα τέκνου για το 2014, ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα και συνεπώς μη εκτελεστή διοικητική πράξη.
Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση, υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων. Καταλήξαμε ότι αυτή, σε σχέση με την απόρριψη των αιτημάτων της Εφεσείουσας για παραχώρηση επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας για τα έτη 2013 και 2014 είναι ορθή και οι αιτιάσεις της Εφεσείουσας δεν ευσταθούν για τους πιο κάτω λόγους:
Σε σχέση με τον 1ο και 5ο λόγο Έφεσης, οι οποίοι είναι συναφείς και αλληλένδετοι, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντί να εξετάσει κατά πόσο η θετική διαπίστωση της Εφεσίβλητης ότι η Εφεσείουσα «συζεί με τον ΜΚ», πράγματι υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου, και συνεπώς είναι αιτιολογημένη και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, εσφαλμένα και αντινομικά απέρριψε και τις 3 προσφυγές, με μόνη αιτιολογία την παράλειψη της Εφεσείουσας να προβεί σε ένορκη δήλωση σχετικά με τα άτομα με τα οποία συμβιώνει. Όπως εισηγήθηκε, η μη υποβολή ένορκης δήλωσης, δεν αποτέλεσε την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 30.5.2014 για απόρριψη του αιτήματος της Εφεσείουσας για παραχώρησης επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας.
Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, όπως αυτά προέκυπταν μέσα από τα δικόγραφα αλλά και το διοικητικό φάκελο, προέβηκε σε εξέταση του προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ορθά υπέδειξε ότι το βάρος απόδειξης της πλήρωσης των προϋποθέσεων του Νόμου για την παραχώρηση του επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας, το έφερε η Εφεσείουσα ως αιτήτρια. Το γεγονός ότι επεσήμανε την παράλειψη και/ή αδιαφορία και/ή άρνηση της Εφεσείουσας να προβεί σε ένορκη δήλωση, ως προς τα άτομα που διέμεναν μαζί της, ώστε να επιβεβαιώσει ότι δεν συζούσε με τον ΜΚ, ουδόλως αποτελεί άλλη αιτιολογία, από αυτή που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 30.5.2014, ότι δηλαδή η Εφεσείουσα «συζεί με τον ΜΚ». Ό,τι έχει σημασία και αυτό είναι που ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι το γεγονός ότι με δεδομένη την παράλειψη της Εφεσείουσας να προσκομίσει ένορκη δήλωση περί του αντιθέτου, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι αυτή «συζεί με τον ΜΚ», δεν ήταν αποτέλεσμα αυθαίρετου συμπεράσματος, αλλά ενέπιπτε «εντός των ευλόγων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Εφεσίβλητης» και στη βάση των στοιχείων που είχε ενώπιον της, κατόπιν της δέουσας έρευνας που διενεργήθηκε, ακόμα και με την συνδρομή της Αστυνομίας, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Συνακόλουθα ο 1ος και 5ος λόγος Έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Σε ό,τι αφορά τον 2ο λόγο Έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι, παρά τη συνεκδίκαση των προσφυγών, έκαστη προσβαλλόμενη απόφαση είχε διαφορετικά δεδομένα και αιτιολογία και ως εκ τούτου έχρηζε απόφασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ξεχωριστό έλεγχο νομιμότητας και ξεχωριστή αιτιολογία.
Δεν συμφωνούμε ούτε και με αυτή την εισήγηση. Όπως ορθά επεσήμανε η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, πρωτόδικα οι τρεις προσφυγές συνεκδικάστηκαν, κατόπιν σχετικής αίτησης συνεκδίκασης εκ μέρους της Εφεσίβλητης, στην οποία η Εφεσείουσα συναίνεσε και εκ συμφώνου εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα συνεκδίκασης.
Πέραν τούτου, σημειώνουμε ότι οι τρεις προσβαλλόμενες αποφάσεις ημερ. 11.12.2013, 6.5.2014 και 30.5.2014, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και συγκεκριμένα ότι η Εφεσείουσα «συζεί με τον ΜΚ». Συνεπώς, η αντίθετη θέση της Εφεσείουσας περί διαφορετικής αιτιολογίας έκαστης από αυτές, δεν ευσταθεί. Όπως αποφασίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 258:
«Συνάφεια υπάρχει όταν η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (Βλέπε, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σελίδα 274).»
Συνακόλουθα, η εκ συμφώνου συνεκδίκαση των τριών Προσφυγών, η ταυτόσημη αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων, η έκδοση τους από το ίδιο διοικητικό όργανο, αφορούσες την ίδια την Εφεσείουσα και τις ίδιες διατάξεις νόμου, όχι μόνο δεν καθιστούσαν επιτρεπτή, αλλά αντίθετα επέβαλλαν την έκδοση μιας πρωτόδικης απόφασης με το ίδιο αιτιολογικό, ως αναφέρθηκε ανωτέρω.
Συνεπώς και ο 2ος λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Στα πλαίσια του 3ου λόγου Έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η Εφεσείουσα είχε το βάρος απόδειξης ότι δεν συμβίωνε με τρίτο πρόσωπο. Συγκεκριμένα, εισηγείται ότι η μη προσκόμιση από την Εφεσείουσα της ένορκης δήλωσης, δεν αποτέλεσε λόγο απόρριψης της αίτησης της, παρά μόνο η θετική διαπίστωση περί δήθεν συμβίωσης της με τον ΜΚ. Ο περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμος (Ν.167(Ι)/2002), δεν απαιτεί ρητά ως προϋπόθεση για την έγκριση της αίτησης, την υποβολή τέτοιας ένορκης δήλωσης και συνεπώς είναι η θέση του ότι το βάρος απόδειξης ήταν στους ώμους της Εφεσίβλητης να αποδείξει και/ή τεκμηριώσει τον σχετικό ισχυρισμό της περί συμβίωσης της Εφεσείουσας με τον ΜΚ.
Συμφωνούμε πλήρως με το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο κρίνουμε ως ορθό και παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς περαιτέρω σχολιασμό επί του θέματος:
«Λαμβάνοντας υπόψη μου όλες τις διατάξεις του Νόμου, που επιβάλλουν στους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν αίτηση για να τους παραχωρηθεί το επίδομα και να προσκομίσουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία, για να υποστηρίξουν ότι δικαιούνται σε έγκριση της αίτησής τους, καθώς και να ενημερώσουν άμεσα για κάθε αλλαγή που προκύπτει στην οικογενειακή τους κατάσταση, σχετική με τις προϋποθέσεις βεβαίως του Νόμου, για την παραχώρηση ή τον υπολογισμό του επιδόματος, κρίνω ότι το συνεχόμενο βάρος απόδειξης της πλήρωσης των προϋποθέσεων του Νόμου, έχει ο αιτητής του επιδόματος.
Δεν είναι υποχρέωση της διοίκησης να διερευνά πέραν πάσης αμφιβολίας, αν κάτι δεν ισχύει από τις προϋποθέσεις του Νόμου, αλλά του διοικούμενου να αποδείξει με βεβαιότητα (όχι απλώς να το ισχυρίζεται), ότι πληρούνται ανά πάσα στιγμή οι προϋποθέσεις αυτές. Την εν λόγω οικονομική βοήθεια πρέπει να απολαμβάνουν μόνον οι δικαιούμενοι βάσει του Νόμου και όχι αυτοί που ισχυρίζονται ότι είναι δικαιούμενοι. Από το επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας ο νομοθέτης έχει εξαιρέσει τον γονέα που συζεί με σύζυγο ή σύντροφο.
Κρίνω, πως υπό τις περιστάσεις, όπου η αιτήτρια κλήθηκε να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι δεν συζούσε με τον σύντροφό της, ενόψει τον αμφιβολιών που δημιουργήθηκαν στην διοίκηση κατά πόσο συμβίωνε ή όχι με τον κύριο Μ.Κ., ζήτημα απόλυτα σοβαρό για την έγκριση ή όχι της αίτησής της για επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας (πρόσθετο προς το βασικό επίδομα τέκνου), δεν της επιτρέπεται να παραπονείται ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα, παρόλο που ζήτησαν βοήθεια από την Αστυνομία, όταν η ίδια - αιτήτρια επιδόματος - αδιαφόρησε και/ή αγνόησε και/ή αρνήθηκε και/ή παρέλειψε να συμμορφωθεί με αυτό που της ζητήθηκε. Να προβεί δηλαδή σε ένορκη δήλωση, ότι στο σπίτι της διέμενε μόνη με το παιδί της, χωρίς σύζυγο ή συμβίο.
Επομένως, οι πληροφορίες που δόθηκαν από την Αστυνομία μετά από επίσκεψη στο σπίτι της αιτήτριας, ότι το όχημα του Μ.Κ. την συγκεκριμένη μέρα της επίσκεψης ήταν παρκαρισμένο στον χώρο στάθμευσης του διαμερίσματος και ότι η αιτήτρια, ερωτηθείσα, απάντησε ότι διατηρούσε δεσμό με τον κύριο αυτόν και ότι σε κάποιες περιπτώσεις διέμενε μαζί της στο διαμέρισμά της αλλά όχι μόνιμα, μπορεί να μην αποδείκνυαν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η αιτήτρια συζούσε με τον Μ.Κ., αλλά μία τέτοια λογική, όπως αυτήν που εισηγείται η αιτήτρια, ότι δηλαδή η έρευνα της διοίκησης, θα έπρεπε να ήταν τέτοια που να οδηγεί σε ακριβή συμπεράσματα την διοίκηση περί της συμβίωσης, πέραν πάσης δηλαδή αμφιβολίας, είναι λανθασμένη. Τούτο διότι αντιστρέφει το βάρος απόδειξης της πλήρωσης των προϋποθέσεων του Νόμου για παραχώρηση του επιδόματος και το μεταθέτει από τους ώμους του αιτητή του επιδόματος στη διοίκηση. Ενόψει των δημιουργηθεισών αμφιβολιών για την συμβίωση ή όχι της αιτήτριας με το πρόσωπο που διατηρούσε δεσμό, ήταν δικό της το βάρος απόδειξης ότι δεν υπήρχε τέτοια συμβίωση. Αυτή ήταν που αποτάθηκε για επίδομα υποστηρίζοντας πως ζούσε μόνη της. Αυτή δε είχε και το βάρος να το αποδεικνύει και όχι απλώς να αρνείται το αντίθετο. Είναι η δική της παράλειψη ή άρνηση να προβεί σε ένορκη δήλωση για όσα υποστήριζε (που ήταν αρκετή στους καθ' ων η αίτηση τότε, αφού αυτοί της εισηγήθηκαν και/ή απαίτησαν την ένορκη δήλωση), που της στέρησε την παραχώρηση του επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας για τα έτη 2013 και 2014, και κανένα παράπονο δεν θα έπρεπε να έχει η αιτήτρια για τον τρόπο που η διοίκηση χειρίστηκε το θέμα. Αξίζει να σημειώσω, ότι σε κανένα σημείο των αγορεύσεων της αιτήτριας, δεν έχω δει να δίδονται απαντήσεις από την αιτήτρια, για την παράλειψή της να προσκομίσει στους καθ' ων η αίτηση ένορκη δήλωση μη συμβίωσης, όπως της ζητήθηκε ή έστω σαφείς εξηγήσεις για την παράλειψη αυτή. Το θέμα μάλιστα σχολιάστηκε στην επιχειρηματολογία της δικηγόρου για τους καθ' ων η αίτηση, αλλά παρέμεινε χωρίς σχολιασμό από τον συνήγορο της αιτήτριας.
Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν εντός των ευλόγων ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, στα πλαίσια της εξουσίας που τους παραχωρεί ο νομοθέτης να εξετάζουν την πλήρωση των προϋποθέσεων για παραχώρηση επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας, όταν απέρριψαν τα αιτήματα της αιτήτριας, για τα έτη 2013 και 2014, αφού αυτή - που είχε το βάρος απόδειξης της πλήρωσης των προϋποθέσεων του νόμου για να υποστηρίξει το αίτημά της-δεν ανταποκρίθηκε στην απαίτησή τους για να προβεί σε ένορκη δήλωση, ως ανωτέρω.»
Για όλα τα πιο πάνω, ο 3ος λόγος Έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και ως τέτοιος απορρίπτεται.
Ως αποτέλεσμα, κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί ούτε και ο 4ος λόγος Έφεσης, με τον οποίο καταλογίζεται στην Εφεσίβλητη έλλειψη δέουσας έρευνας. Με βάση την πιο πάνω ορθή πρωτόδικη κατάληξη ότι το βάρος απόδειξης της πλήρωσης των προϋποθέσεων του Νόμου βρισκόταν επί των ώμων της Εφεσείουσας, το οποίο δεν απέσεισε, αλλά και όλες τις σχετικές ενέργειες και έρευνες της Εφεσίβλητης επί του συγκεκριμένου ζητήματος, κρίνουμε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας της Εφεσίβλητης και η αντίθετη θέση της Εφεσείουσας απορρίπτεται.
Με τον 6ο λόγο Έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας εισηγείται πως η Εφεσίβλητη παραβίασε το δικαίωμα της Εφεσείουσας για ακρόαση. Προς υποστήριξη της θέσης του, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν δυσμενής για την Εφεσείουσα, εφόσον έθιγε τα οικονομικά συμφέροντα της ίδιας και της ανήλικης θυγατέρας της και το αίτημα της Εφεσίβλητης για υποβολή ένορκης δήλωσης, δεν αποτελεί παροχή δικαιώματος ακρόασης. Η Εφεσίβλητη όφειλε να καλέσει την Εφεσείουσα σε ακρόαση, ώστε να θέσει υπόψη της τις διαπιστώσεις της και να της δώσει την ευκαιρία να απαντήσει, προτού καταλήξει σε απόφαση.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Η αιτήτρια η οποία είχε κάθε ευκαιρία να ακουστεί, τόσο με την ένορκη δήλωση που της ζητήθηκε, όσο και με υποστήριξη της αίτησής της με κάθε στοιχείο ή βεβαίωση που εκείνη θα έκρινε κατάλληλο να προσκομίσει, αφού είχε ήδη ενημερωθεί για τις αμφιβολίες των αρχών και τους κινδύνους που αντιμετώπιζε, αδιαφόρησε να το πράξει. Αδιαφόρησε δηλαδή να υποστηρίξει την αίτησή της. Το μόνο εύλογο συμπέρασμα αυτής της αδιαφορίας, ήταν αυτό που εξήγαγε η διοίκηση, ότι δηλαδή δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Νόμου.»
Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας για παροχή σ' αυτόν του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, και μάλιστα χωρίς ρητή και ειδική πρόνοια στο Νόμο που να προβλέπει τέτοια διαδικασία, θα οδηγούσε κατά την άποψη μας, σε περαιτέρω καθυστέρηση στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και μάλιστα χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, με δεδομένη την ήδη επιδειχθείσα αδιαφορία εκ μέρους της Εφεσείουσας, να υποστηρίξει την αίτηση της με στοιχεία και βεβαιώσεις, ότι πράγματι δεν συμβίωνε με τον ΜΚ, ώστε να μπορεί να κριθεί ότι ενέπιπτε εντός του ορισμού της «μονογονεϊκής οικογένειας» με βάση το Άρθρο 2 του Ν.167(Ι)/2002. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Φ. Χ. Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ, 361 σελ. 368:
«Στο ίδιο Συμπλήρωμα Νομολογίας - σελ. 442 - τονίζεται ότι "η αρχή της προηγούμενης ακροάσεως πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, διότι η γενική και άκρατη εφαρμογή της δημιουργεί πραγματικό αδιέξοδο στη Διοίκηση, επιβραδύνει τη δράση των διοικητικών οργάνων και οδηγεί σε αδρανοποίηση της κρατικής μηχανής (Γνμδ. Ολ. Ελ. Συν. 26-11-1986 ΤοΣ. ΙΓ΄ 130)".»
Συνεπώς ο 6ος λόγος δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η απόρριψη των πιο πάνω λόγων Έφεσης, οδηγεί αναπόφευκτα και στην απόρριψη των λόγων Έφεσης με αρ. 7 και 8 στην Έφεση αρ. 74/2016. Η θέση της Εφεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά τρόπο αντίθετο προς το «Περί δικαίου αίσθημα», ως και ότι πρόκειται περί ανεπιεικούς και άδικης απόφασης τερματισμού του επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας, που δεν εκπληρώνει τον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας της μονογονεϊκής οικογένειας, δεν βρίσκει έρεισμα στις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 4(3) του Ν.167(Ι)/2002, (ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, με βάση τον Tροποποιητικό Νόμο 189(Ι)/2011), ως και στον ορισμό της «μονογονεϊκής οικογένειας» στο Άρθρο 2 του ιδίου Νόμου, τα οποία ορίζουν ως ακολούθως:
Το άρθρο 4(3) του Νόμου, έχει ως εξής:
«4(1).........................
(2)..........................
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), στις μονογονεϊκές οικογένειες, οι οποίες δικαιούνται σε επίδομα σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή και σε πρόσθετο επίδομα σύμφωνα με το εδάφιο (2), καταβάλλεται επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας, όπως καθορίζεται στο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι η οικογένεια αυτή έχει τη συνήθη διαμονή της στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία για τρία (3) τουλάχιστον συνεχή έτη κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για καταβολή επιδόματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου».
«μονογονεϊκή οικογένεια» σημαίνει οικογένεια στην οποία ένας γονέας χωρίς σύζυγο/συμβίο, οποιουδήποτε φύλου, ζει με ένα τουλάχιστον εξαρτώμενο τέκνο, που αποκτήθηκε είτε από γάμο είτε εκτός γάμου και που διαβιεί μόνος λόγω του ότι είναι άγαμος γονέας, χήρος, διαζευγμένος ή διότι ένας από τους δύο γονείς έχει κηρυχθεί σε αφάνεια από το δικαστήριο».
Θεωρούμε την πιο πάνω εισήγηση ως αόριστη, εφόσον το «περί δικαίου αίσθημα» σ' ό,τι αφορά την υπό κρίση περίπτωση ουδόλως προσδιορίζεται. Εν πάση περιπτώσει, η υπό κρίση απόφαση του διοικητικού οργάνου δεν θα μπορούσε να αιτιολογηθεί με αναφορά στο «περί δικαίου αίσθημα», τη στιγμή που υπήρχε ρητή επί τούτου νομοθετική ρύθμιση, την οποία το διοικητικό όργανο ήταν υποχρεωμένο να εφαρμόσει. Εφόσον η παραχώρηση του επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας διέπεται από τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις, αναμφίβολα δεν ήταν ούτε επιτρεπτή, αλλά ούτε και νόμιμη η έκδοση διοικητικής απόφασης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, καθοδηγούμενο από το «περί δικαίου αίσθημα» και κατά παράβαση, όμως, των σχετικών νομοθετικών προνοιών.
Προχωρούμε στην εξέταση των 2 λόγων Αντέφεσης, οι οποίοι είναι συναφείς και αλληλένδετοι μεταξύ τους.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στα πλαίσια της Προσφυγής με αρ. 1040/2014, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 30.5.2014 που αφορούσε την απόρριψη του αιτήματος της Εφεσείουσας για επίδομα τέκνου για το έτος 2014.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας υποστήριξε ότι από το περιεχόμενο της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι σε σχέση με το αίτημα της Εφεσείουσας για παραχώρηση επιδόματος τέκνου, είχε ζητηθεί εκ μέρους της διοίκησης, η προσκόμιση εντός 3 μηνών, στοιχείων που αφορούσαν το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα του ΜΚ και «Σε αντίθετη περίπτωση η αίτηση σας θα απορριφθεί». Είναι η θέση της ότι δεν πρόκειται για εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά για ενημέρωση της Εφεσείουσας για πιθανή μελλοντική απόρριψη του αιτήματος. Συνεπώς πρόκειται για πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα αφού αφορούσε μελλοντικό γεγονός που κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα για την Εφεσείουσα.
Εξετάσαμε με προσοχή την πιο πάνω εισήγηση και κρίνουμε πως αυτή είναι ορθή. Η έννοια της εκτελεστής διοικητικής πράξης, σε αντιδιαστολή με την πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, εξετάστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Fontana Amoroza Coast Ltd v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 209, στην οποία υιοθετήθηκε η υπόθεση Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26, είναι σχετικό:
«Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ' αυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1958, σελ. 240, Τσάτσος - Η Αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 125).»
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Εις προσβολήν δι' αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι' ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγόμενη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις.»
Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη. (Βλ. Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου ΄Εγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208).
Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνουμε πως με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 30.5.2014, δεν απορρίφθηκε το αίτημα της Εφεσείουσας για παραχώρηση επιδόματος τέκνου. Αντίθετα, παραχωρήθηκε σ' αυτή χρόνος τριών μηνών για να προσκομίσει τα αιτούμενα από τη διοίκηση στοιχεία και εκφράστηκε η πρόθεση της να απορρίψει την αίτηση της σε μέλλοντα χρόνο, υπό την αίρεση της παρουσίασης ή όχι των εν λόγω στοιχείων. Πρόκειται συνεπώς, για πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, η οποία δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν παρήγαγε ακόμα, έννομα αποτελέσματα για την Εφεσείουσα.
Συνακόλουθα, η Αντέφεση επιτυγχάνει.
Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης, με το οποίο η Προσφυγή αρ. 1040/2014 είχε επιτύχει μερικώς, ακυρώνεται. Το ποσό των €800 που επιδικάσθηκε πρωτόδικα, ως έξοδα προς όφελος της Εφεσείουσας και εναντίον της Εφεσίβλητης ακυρώνεται.
Περαιτέρω, για τους λόγους που εξηγήσαμε, οι Εφέσεις απορρίπτονται.
Επιδικάζονται τα έξοδα των Εφέσεων και της Αντέφεσης, προς όφελος της Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας και σε βάρος της Εφεσείουσας/Αντεφεσίβλητης ύψους €2.500.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.