ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Κατ' έφεση από απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ως Εκλογοδικείο)

 

(Έφεση Αρ. 4/2024)

 

 3 Απριλίου, 2025

                                                                                                   

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΥΠΑΡΗΣ

                                                       Εφεσείων,

ν.

1.        ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΦΑΚΑ

2.        ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΩΣΗΦ

3.        ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΩΝ

4.        ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

5.        ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                             Εφεσίβλητων.

...............

 

Χρ. Σιακαλλή (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Απ. Ηροδότου, για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 1.

Π. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους 3, 4 και 5.

Ουδεμία εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο 2.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Για τις Δημοτικές Εκλογές που είχαν προκηρυχθεί για τις 9.6.2024, είχαν υποβληθεί τρεις υποψηφιότητες για το αξίωμα του Αντιδημάρχου του Δήμου Λευκωσίας, του Εφεσείοντα και των Εφεσίβλητων 1 και 2. Ο Εφεσίβλητος 1, ανεξάρτητος υποψήφιος, δίπλα από το όνομα του, είχε ως έμβλημα το σήμα «√». Ο Εφεσείων είχε αρχικά αποστείλει επιστολή προς την Κεντρική Υπηρεσία Εκλογών, ζητώντας την αφαίρεση του εν λόγω εμβλήματος. Η επιστολή διαβιβάστηκε στον Έφορο Εκλογής Λευκωσίας, ως ο αρμόδιος για το ζήτημα. Ο Εφεσείων δεν έλαβε απάντηση και έστειλε εκ νέου επιστολές τόσο πριν όσο και μετά την ημερομηνία των εκλογών. Εν τω μεταξύ οι εκλογές διεξήχθησαν κανονικά στις 9.6.2024 και ο Εφεσίβλητος 1 εξελέγη Αντιδήμαρχος, συγκεντρώνοντας ποσοστό 45.7% και 6703 ψήφους, ενώ ο Εφεσείων συγκέντρωσε ποσοστό 12.55% και 1839 ψήφους. Την 1.7.2024 ο Έπαρχος Λευκωσίας, με επιστολή, ενημέρωσε τον Εφεσείοντα ότι στην εν ισχύι νομοθεσία δεν υπήρχε πρόνοια που να απαγόρευε τη χρήση του εν λόγω συμβόλου. Ο Εφεσείων απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Γενικό και Βοηθό Γενικό Έφορο Εκλογών, στον Έφορο Εκλογής Λευκωσίας και στην Κεντρική Υπηρεσία Εκλογών, στην οποία έλαβε απάντηση από τον Έπαρχο Λευκωσίας ότι μπορούσε να καταχωρούσε αίτηση στο Εκλογοδικείο.

Ο Εφεσείων, δυσαρεστημένος από τη μη διαγραφή του εμβλήματος του Εφεσίβλητου 1, καταχώρισε Εκλογική Αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία ζητούσε όπως κηρυχθεί άκυρη η διαδικασία για την εκλογή του Αντιδημάρχου του Δήμου Λευκωσίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το σήμα «√» αποτελεί ένα από τους επιτρεπόμενους τρόπους υπόδειξης της προτίμησης ψήφου του εκλογικού σώματος και, επομένως, ο Έφορος Εκλογής δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια με την έγκριση του εμβλήματος του Εφεσίβλητου 1, καθότι αυτό υπονόμευε την εκλογική διαδικασία. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως απαιτείτο αλλά δεν υπήρχε μαρτυρία ότι το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας είχε επηρεαστεί από τη χρήση του εν λόγω συμβόλου, με αποτέλεσμα την απόρριψη της Αίτησης.

Ο Εφεσείων δεν ικανοποιήθηκε από την πρωτόδικη απόφαση και καταχώρισε την παρούσα Έφεση. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Έφορος Εκλογής δεν όφειλε να διαβουλευόταν με κόμματα και συνδυασμούς για το έμβλημα του Εφεσίβλητου 1, στη βάση του ότι τέτοια διαβούλευση διενεργείται μόνο στην περίπτωση που ο Έφορος επιθυμεί να απορρίψει το έμβλημα. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε πως χρειαζόταν μαρτυρία για να καταλήξει σε εύρημα ότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας είχε επηρεαστεί από το εν λόγω έμβλημα.

Οι Εφεσίβλητοι 3-5 καταχώρισαν Αντέφεση, προβάλλοντας ένα λόγο. Αυτός συνίσταται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και υπό πλάνη έκρινε πως ο Εφεσείων είχε δικαίωμα ένστασης ή δικαίωμα να αμφισβητήσει την απόφαση του Εφόρου Εκλογής να αποδεχθεί τη δήλωση εμβλήματος του Εφεσίβλητου 1 ή πως ο Έφορος Εκλογής δεν εφάρμοσε ορθά το άρθρο 27(8) του περί Δήμων Νόμου του 2022, Ν.52(Ι)/2022 με το να αποδεχθεί τη εν λόγω δήλωση εμβλήματος.

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην αποδοχή από τον Έφορο Εκλογής του εμβλήματος του Εφεσβίλητου 1, χωρίς να είχε προηγουμένως λάβει υπόψη τις θέσεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Αποτελεί θέση του Εφεσείοντα πως ο Έφορος Εκλογής έχει υποχρέωση να διαβουλεύεται σε κάθε περίπτωση με τα κοινοβουλευτικά κόμματα πριν από την απόφαση του για την αποδοχή ή μη εμβλήματος, ενώ οι Εφεσίβλητοι 1 και 3-5 εισηγούνται ότι κάτι τέτοιο δεν απαιτείται στην περίπτωση που ο Έφορος Εκλογής καταλήξει ότι θα αποδεχθεί το έμβλημα, όπως συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση.

Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν.52(Ι)/2022, υποψήφιοι σε εκλογή δύνανται να είναι είτε σε συνδυασμό (κόμματος, συνασπισμού κομμάτων ή ανεξάρτητων) ή από μόνοι τους. Σε κάθε περίπτωση, ο υποψήφιος δικαιούται να υποβάλει δήλωση εμβλήματος, υπογεγραμμένη από αυτόν ή από το κάθε μέλος του συνδυασμού του. Το άρθρο 27(8) του Ν.52(Ι)/2022 προνοεί τα εξής:

«(8) Το έμβλημα που αναφέρεται στο εδάφιο (6) και (7) δεν επιτρέπεται να αναφέρεται ή να είναι πανομοιότυπο ή παρεμφερές προς οποιοδήποτε σύμβολο οποιασδήποτε θρησκευτικής λατρείας ή προς τη σημαία ή άλλο έμβλημα της Δημοκρατίας ή οποιασδήποτε ξένης χώρας ή προς την προσωπογραφία οποιουδήποτε εκλιπόντος ανώτερου αξιωματούχου της Κυπριακής Δημοκρατίας ή του απελευθερωτικού αγώνα 1955-1959 του Ελληνικού Κυπριακού λαού ή που κατά την κρίση του Εφόρου Εκλογής, αφού λάβει υπόψη τις θέσεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων, να μειώνει ή να προσβάλλει ή να υπονομεύει είτε το κύρος της εκλογικής διαδικασίας είτε τους άλλους υποψηφίους ή να προσβάλει τη δημόσια τάξη ή/και τα χρηστά ήθη.»

 

  Στις πρόσφατες αποφάσεις στις υποθέσεις Εκλογοδικείου Έφορος Εκλογής Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού v. Αιμίλιου Ττοφαλλή, Έφεση Αρ. 3/24, ημερ. 17.2.2025 και Σάββας Σάββα v. Αιμίλιου Ττοφαλλή, Έφεση Αρ. 5/2024, ημερ. 17.2.2025, λέχθηκε πως, με βάση τη νομολογία, βασικό κριτήριο για την ερμηνεία ενός νομοθετήματος αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς, στις λέξεις θα πρέπει να δίδεται η γραμματική τους έννοια. Κεντρική επιδίωξη και στόχος του ερμηνευτικού έργου του Δικαστηρίου είναι η διακρίβωση της πρόθεσης του Νομοθέτη. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Δ. Γαλατάκης Λτδ v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου v. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151 και Ξεν. Επιχ. Πλάζα Λτδ κ.ά. v. Συμβ. Βελτ. Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348. Επομένως, η γραμματική συνήθης έννοια επικρατεί νοουμένου, βεβαίως, ότι με αυτή ικανοποιείται και ο σκοπός του νομοθέτη και η ερμηνεία δεν απολήγει σε παράλογο αποτέλεσμα.

Το λεκτικό του συγκεκριμένου άρθρου είναι σαφές. Στο εν λόγω άρθρο γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες δεν επιτρέπεται η χρήση του εμβλήματος καθότι αυτό είναι πανομοιότυπο ή παρεμφερές με τα όσα περιγράφονται στο εν λόγω άρθρο, και των περιπτώσεων στις οποίες, κατά την κρίση του Εφόρου Εκλογής, μειώνεται ή προσβάλλεται ή υπονομεύεται το κύρος της εκλογικής διαδικασίας ή οι άλλοι υποψήφιοι ή προσβάλλεται η δημόσια τάξη και ή τα χρηστά ήθη. Μόνο στη δεύτερη περίπτωση τίθεται η υποχρέωση στον Έφορο Εκλογής να λάβει υπόψη τις θέσεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Επομένως, ο ίδιος ο Νομοθέτης έθεσε ξεκάθαρα στον Έφορο Εκλογής την υποχρέωση διαβούλευσης με τα κοινοβουλευτικά κόμματα, στις περιπτώσεις όπου ο ίδιος θεωρεί ότι εγείρεται ζήτημα υπονόμευσης ή προσβολής ή μείωσης του κύρους της διαδικασίας, των άλλων υποψηφίων κ.λπ.

Από τη στιγμή που το λεκτικό του εν λόγω άρθρου είναι σαφές και δεν δημιουργεί οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο του και την πρόθεση του Νομοθέτη, θεωρούμε λανθασμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο ανέφερε πως, για τη διαδικασία λήψης των απόψεων των κομμάτων, «είναι ξεκάθαρο από τις πρόνοιες του νόμου και το λεκτικό του Άρθρου ότι τέτοια διαδικασία διενεργείται στην περίπτωση που ο Έφορος επιθυμεί να απορρίψει δήλωση εμβλήματος ή οποιοδήποτε έμβλημα και όχι στην περίπτωση που το εγκρίνει». Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Έφορος οφείλει να ζητήσει τις απόψεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων στην περίπτωση που θεωρεί ότι εγείρεται ζήτημα πιθανής προσβολής ή υπονόμευσης της εκλογικής διαδικασίας κ.λπ., ούτως ώστε αφού ακούσει τις απόψεις τους, να καταλήξει στην όποια απόφαση του, είτε περί απόρριψης είτε περί αποδοχής του εμβλήματος. Όπως το έθεσε, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως οι απόψεις ζητούνται αφού ο Έφορος «επιθυμεί να απορρίψει» το έμβλημα, δηλαδή αφού έχει ήδη διαμορφώσει την κρίση του πριν ζητήσει τις απόψεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων, κάτι το οποίο δεν βρίσκει έρεισμα στο λεκτικό και πνεύμα του Νόμου.

Στην υπό κρίση εκλογική διαδικασία, ο Έφορος Εκλογής έκρινε ότι το έμβλημα δεν ενέπιπτε σε οποιαδήποτε των περιπτώσεων τις οποίες προέβλεπε το άρθρο 27(8), ούτως ώστε να τίθετο θέμα πιθανής προσβολής ή υπονόμευσης της διαδικασίας κ.λπ., με αποτέλεσμα να μην είχε υποχρέωση να ζητήσει τις απόψεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων επί τούτου.

Επομένως, παρόλο που το ανωτέρω σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένο, εν τούτοις υιοθετούμε την κατάληξη του πως δεν χρειαζόταν η λήψη των απόψεων των κοινοβουλευτικών κομμάτων σε άλλη, όμως, βάση.

Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως χρειαζόταν μαρτυρία που να του επέτρεπε να προβεί σε εύρημα ότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας επηρεάστηκε λόγω του εμβλήματος του Εφεσίβλητου 1.

Αποτελεί καθιερωμένη νομική αρχή ότι τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν μια εκλογική αίτηση πρέπει να καθορίζονται επακριβώς (βλ. Γεωργιάδης v. Χάσικου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 1136). Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Εφόρου Εκλογής Δημάρχου κ.ά. (1995) 1(Α) Α.Α.Δ. 295, η εκλογική αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει κάθε γεγονός το οποίο αμφισβητείται από την άλλη πλευρά και θα ήταν αναγκαίο στον αιτητή να αποδείξει, για να υποστηρίξει το δικαίωμα για απόφαση υπέρ του. Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Παρισινός v. Κυριάκου κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 627.

Έχει ήδη λεχθεί ότι με την Εκλογική Αίτηση, ο Εφεσείων αξίωνε την ακύρωση των εκλογών του Αντιδημάρχου Δήμου Λευκωσίας. Αυτή είναι μια εκ των θεραπειών που προβλέπονται στο άρθρο 57(3) του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμο του 1979, Ν.72/1979. Οι λόγοι για τους οποίους εκλογή στο σύνολο της ή ορισμένων υποψηφίων δύναται να ακυρωθεί, προβλέπονται στο άρθρο 58 του Ν.72/1979. Στην υπό κρίση Εκλογική Αίτηση, ο Εφεσείων στηρίχθηκε στο άρθρο 58(β) το οποίο προνοεί ως ακολούθως:

«58. Τηρούμενων των διατάξεων του άρθρου 59 επί Εκλογική Αιτήσει ή εκλογή εν συνόλω ή η εκλογή ωρισμένων υποψηφίων δύναται να κηρυχθή άκυρος επί τη αποδείξει ενός, των ακολούθων λόγων -

....................................(β) ότι δεν υπήρξε συμμόρφωσις προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου τας αφορώσας εις εκλογάς εάν ήθελε φανή ότι η εκλογή δεν διεξήχθη συμφώνως προς τας καθιερουμένας αρχάς υπό των διατάξεων τούτων και ότι η μη συμμόρφωσις επηρέασε το αποτέλεσμα της εκλογής·»

         Με βάση το λεκτικό του εν λόγω άρθρου, προκύπτει αβίαστα ότι για την ακύρωση της εκλογής στο σύνολο της ή αναφορικά με κάποιους των υποψηφίων, απαιτείται να αποδειχθεί η μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του Νόμου και ότι αυτή επηρέασε το αποτέλεσμα της εκλογής. Η απόδειξη της μη συμμόρφωσης με τον Νόμο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απαρέγκλιτα και δίχως άλλο απολήγει στον επηρεασμό του αποτελέσματος της εκλογής. Αν αυτή ήταν η επιλογή του Νομοθέτη, τότε θα περιοριζόταν στην απόδειξη της μη συμμόρφωσης με τον Νόμο.

         Ακόμα και αν ληφθεί υπόψη η γραμματική ερμηνεία των δύο αυτών λέξεων, είναι σαφής η διάκριση μεταξύ τους. Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, Δεύτερη Έκδοση, η λέξη «υπονομεύω» σημαίνει «ενεργώ κρυφά και δόλια για να βλάψω κάποιον ή να ματαιώσω κάτι» (σελ. 1853) ενώ η λέξη «επηρεάζω» σημαίνει «ασκώ επίδραση σε κάποιον ή κάτι» (σελ. 640). Η λέξη «υπονομεύω» καταδεικνύει την ενέργεια και την πρόθεση, χωρίς όμως να είναι βέβαιο το αποτέλεσμα, ενώ η λέξη «επηρεάζω» καταδεικνύει ακριβώς το τελικό αποτέλεσμα και κατά πόσο αυτό οφείλεται στην επίδραση που είχε η ενέργεια. Άλλωστε, το άρθρο 58(β) αναφέρεται σε επηρεασμό του αποτελέσματος, δηλαδή θα πρέπει να καταδειχθεί ότι το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό (βλ. Γεωργίου κ.ά. v. Αργυρίδη, Έφεση Αρ. 2/2024, ημερ. 17.12.2024).

         Η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Έφορος Εκλογής δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και επέτρεψε έμβλημα που υπονόμευσε τη διαδικασία, δημιουργεί τεκμήριο επηρεασμού της εκλογικής διαδικασίας, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο περιεχόμενο του ίδιου του άρθρου αλλά ούτε και στην ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία. Η υπονόμευση της διαδικασίας αποτελούσε τη μη συμμόρφωση με τον Νόμο που καθιστούσε λανθασμένη την αποδοχή του εμβλήματος, και δεν οδηγούσε καθ' εαυτή σε συμπέρασμα περί επηρεασμού του εκλογικού αποτελέσματος. Τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει επί τούτου, και στα οποία παραπέμπει ο Εφεσείων, εντάσσονται στο πλαίσιο εξέτασης του κατά πόσο υπήρχε ή όχι συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου και δεν οδηγούν, δίχως άλλο, σε εύρημα περί επηρεασμού του εκλογικού αποτελέσματος.

         Ως εκ τούτου, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναζητήσει μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει ότι το αποτέλεσμα της εκλογής επηρεάστηκε λόγω του εμβλήματος του Εφεσίβλητου 1 ήταν ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναζήτησε τέτοια μαρτυρία αλλά δεν βρήκε. Ορθή ήταν η διαπίστωση του πως ουδεμία μαρτυρία προσήχθη που να καταδεικνύει ότι το αποτέλεσμα επηρεάστηκε. Η εισήγηση του Εφεσειόντα για την ύπαρξη τεκμηρίου επηρεασμού αποτελεί ένα αυθαίρετο συμπέρασμα το οποίο δεν υποστηρίζεται από τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένα.

         Επιπλέον το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε την απόφαση του Δικαστηρίου της Αυστραλίας στην οποία ο Εφεσείων παρέπεμψε. Πρόκειται για την υπόθεση Babet v. Electoral Commissioner [2023] FCA 1126, η οποία διακρίνεται από την παρούσα καθότι, όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκείνη ανέδειξε μεν τη σημασία της σαφήνειας των ψήφων και της ανάγκης αποφυγής σύγχυσης με τη χρήση του συμβόλου «√» στην καταγραφή της ψήφου, καθότι αυτό δεν αποτελεί σαφή ένδειξη αποδοχής, αλλά δεν απασχόλησε το ζήτημα της απόδειξης του επηρεασμού του εκλογικού αποτελέσματος.

         Και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

         Η απόρριψη των λόγων έφεσης καθιστά αχρείαστη την εξέταση της Ειδοποίησης Αντέφεσης.

Η Έφεση και η Αντέφεση απορρίπτονται.

€4.000 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ του Εφεσίβλητου 1 και των Εφεσίβλητων 3-5 ξεχωριστά.

Αναφορικά με την Αντέφεση, καμία διαταγή για έξοδα.                                                       

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                          Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                          Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο