ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ   

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 169/2015

 

8 Απριλίου, 2025

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΕΛΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ

ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ ΑΒΡΑΑΜΙΔΗ

Εφεσείοντας

 

v.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ

Εφεσίβλητη

-----------------------------

 

Θ. Καραμανής για Θεοδόση Κ. Καραμανή και Π. Ευθυμίου, για  Παύλος Γ. Ευθυμίου ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα

Φοίβος Ν. Χατζηιωάννου, για Α.Κ. Χατζηιωάννου & Υιοί, και Χ. Καλογήρου για Χάρης Καλογήρου & Σία ΔΕΠΕ,  για την εφεσίβλητη

-----------------------

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:    Η συνοριακή διαφορά μεταξύ των ιδιοκτητών δύο όμορων τεμαχίων γης στο χωριό Λάσα της επαρχίας Πάφου οδηγήθηκε, αρχικά, ενώπιον του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (ο Διευθυντής), και  στη συνέχεια ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου της πιο πάνω επαρχίας. Αφορούσε τα ακίνητα αρ. εγγρ. 2577,  τεμάχιο 712 και αρ. εγγρ. 2582, τεμάχιο 710, επί του φύλλου/σχεδίου 35/54, και εδραζόταν στο άρθρο 58[1] του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όπως έχει τροποποιηθεί, (Νόμος Κεφ. 224).  Αφού διεξήχθη, στις 29.6.2011, επιτόπια εξέταση από λειτουργούς του πιο πάνω τμήματος, στις 23.3.2012 ο Διευθυντής εξέδωσε την απόφαση του και την κοινοποίησε δεόντως στους ιδιοκτήτες των υπό αναφορά ακινήτων. 

 

Η απόφαση του Διευθυντή, η οποία υποστηρίχθηκε και από αιτιολόγηση ημερομηνίας 24.9.2012, ήταν υπέρ της ιδιοκτήτριας του τεμαχίου 712.  Του ιδιοκτήτη του ακινήτου τεμάχιο 710 διαφωνούντος, αυτός προέβη στην καταχώριση έφεσης, δυνάμει του άρθρου 80, του Νόμου, Κεφ. 224.  Για την ακρίβεια ό,τι ο τελευταίος καταχώρισε ήταν αίτηση δια κλήσεως, δυνάμει των σχετικών προνοιών του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμού του 1956 (622/1956), με την οποία αμφισβήτησε την απόφαση του Διευθυντή για διάφορους λόγους.  Υπήρξε ένσταση από μέρους της ιδιοκτήτριας του τεμαχίου 712, οπότε διεξήχθη ακρόαση, η οποία περιορίστηκε στις γραπτές ένορκες δηλώσεις που είχε καταθέσει η κάθε πλευρά, προς υποστήριξη της αίτησης και της ένστασης, αντίστοιχα. 

 

Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου που ακολούθησε, ουσιαστικά, επικύρωσε την απόφαση, ανωτέρω, του Διευθυντή. Πέραν των διαδίκων μερών,  μάρτυρες σε αυτήν ήταν ειδικοί σε θέματα χωρομετρίας και χαρτογράφησης.  Κατάθεσαν την αντίστοιχη θέση τους, υπέρ της πλευράς που τους κάλεσε.  Το Δικαστήριο την αξιολόγησε και κατέληξε στην αποδοχή της μαρτυρίας των λειτουργών που είχαν διεξάγει την επιτόπια εργασία εκ μέρους του Διευθυντή.  Διαπίστωσε ότι αυτή βασίστηκε στο εν χρήσει κτηματολογικό σχέδιο που ήταν σε κλίμακα 1/5000.  Η απόφαση του στηρίχθηκε και σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την οποία  άντλησε καθοδήγηση όσον αφορά τη φύση της διαδικασίας, δυνάμει του άρθρου 80 του Νόμου, Κεφ. 224 και τη σημασία του εν χρήσει σχεδίου, σε σχέση με εξέταση συνοριακής διαφοράς, δυνάμει του άρθρου 58  του ίδιου εν λόγω νόμου και συγκεκριμένα στις υποθέσεις  Πατσαλίδης ν. Δαμασκηνού κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1248, Κουντουρίδη κ.α. ν. Νικολάου (2008) 1 Α.Α.Δ. 412 και Είκοσι κ.α. ν. Αργυρίδη (2012) 1 Α.Α.Δ. 1859). 

 

Ούτε η απόφαση του Δικαστηρίου όμως έπεισε την πλευρά του ιδιοκτήτη του  τεμαχίου 710, ο οποίος τελικώς καταχώρισε την παρούσα έφεση, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιδιώκοντας την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.  Με έξι λόγους, τους οποίους ως εφεσείων, πλέον, προβάλλει στην έφεση του, αμφισβητεί την απόφαση του Δικαστηρίου.  Σημειώνεται πως με τον πέμπτο λόγο βασικά αμφισβητεί την εναντίον του διαταγή για τα έξοδα.  Η ορθότητα της θα κριθεί, μάλλον, στη βάση του αποτελέσματος  σε σχέση με τους υπόλοιπους πέντε λόγους.   Αυτοί, έχουν ως κοινή συνισταμένη την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου που το οδήγησε στην αποδοχή της απόφασης του Διευθυντή.  

 

Ειδικά με τους λόγους 1, 2 και 6 εισηγείται ότι, αυτή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη αφού παραλείπει να αναφερθεί σε μαρτυρία η οποία κατατέθηκε εκ μέρους του εφεσείοντος. Συγκεκριμένα, αναφέρεται σε παράλειψη του Δικαστηρίου να αναφερθεί σε ένορκη δήλωση της μητέρας και πληρεξουσίου αντιπροσώπου του εφεσείοντος. Η τελευταία πιο πάνω θέση δεν είναι ορθή.  Κατά την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος, η μάρτυρας είχε αναφερθεί σε «ιστορικά γεγονότα» όπως τα χαρακτηρίζει και συγκεκριμένα, την έκδοση άδειας οικοδομής και την ανέγερση κατοικίας στο τεμάχιο 710 καθώς επίσης την ύπαρξη δικαιώματος διάβασης από αυτό προς όφελος του τεμαχίου 712.  Δεν ήταν όμως τα πιο πάνω γεγονότα αναγκαία προς επίλυση της συνοριακής διαφοράς μεταξύ των διαδίκων μερών.   Κατά τα άλλα δεν εξηγείται και η θέση του συνήγορου ότι το Δικαστήριο «δεν προέβη σε παρεμφερή αξιολόγηση».  Άλλωστε, πλείστα γεγονότα, στα οποία το Δικαστήριο βασίστηκε για την απόφαση του, αποτελούσαν κοινό τόπο μεταξύ των μερών, ενώ δεν παρέλειψε να σχολιάσει και τη μαρτυρία του τοπογράφου εκ μέρους του εφεσείοντος όπου η μαρτυρία διίστατο αυτής που κατατέθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης, βασικά από την εντεταλμένη χωρομέτρη του Κτηματολογίου.

 

Επί της ουσίας της διαφοράς και τη διεξαχθείσα χωρομετρική εργασία,  η απόφαση του Διευθυντή βασίστηκε στα συμπεράσματα της επιτόπιας εξέτασης που διενήργησε η χωρομέτρης.  Συγκεκριμένα, για την εργασία που αυτή διεξήγε,  βασίστηκε στο εν χρήσει σχέδιο που αφορούσε στα υπό αναφορά δύο τεμάχια γης.  Το Δικαστήριο εξέτασε την πιο πάνω μαρτυρία, υπό το φως και της γραπτής ένορκης δήλωσης του ιδιώτη τοπογράφου εκ μέρους του εφεσείοντος.  Πρόκειτο για μαρτυρία την οποία ο εφεσείων πρόσφερε για να αντικρούσει τη μαρτυρία της χωρομέτρη. Βέβαια, και ο μάρτυρας αυτός έλαβε υπόψη το εν χρήσει σχέδιο  το οποίο, όμως, κατά την εκτίμηση του δεν αποδόθηκε ορθά.  Επιπρόσθετα, αναφέρθηκε στην υφιστάμενη κατάσταση επιτόπου για να εισηγηθεί πως λανθασμένα δεν λήφθηκε υπόψη ότι μεταξύ των δύο τεμαχίων υπήρχε λιθοδομή και δενδροστοιχία με ελιές και αμυγδαλιές μεγάλης ηλικίας που, κατά την άποψη του, όριζαν το σύνορο μεταξύ των δύο τεμαχίων γης.

 

Το Δικαστήριο, στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας έκρινε ότι ο μάρτυρας ενώ αποδέχθηκε πως ορθώς διεξήχθη η εργασία στη βάση του εν χρήσει σχεδίου, εμμέσως αμφισβήτησε την ορθότητα του αποτελέσματος της, δεδομένης της διαπίστωσης του ότι το σύνορο μεταξύ των δύο τεμαχίων ήταν αυτό που καθοριζόταν  από την ως άνω διαπιστωθείσα από τον ίδιο κατάσταση επιτόπου.  Παρεμπιπτόντως, ο εν λόγω μάρτυρας δεν παρέλειψε να ισχυριστεί και ότι το εν χρήσει σχέδιο δεν συνήδε με κτηματολογικές εργασίες προηγούμενων ετών, σχετικές με τα δύο τεμάχια. Ωστόσο, δεν εξήγησε σε τι συνίσταντο αυτές, κάτι το οποίο το Δικαστήριο επεσήμανε, έχοντας διαπιστώσει την παράλειψη αυτή από τη ίδια την ένορκη δήλωση του μάρτυρα. Επομένως, δε διαπιστώνεται να υπήρξε παράλειψη από μέρους του Δικαστηρίου να εξετάσει τη μαρτυρία του τοπογράφου, ο οποίος κατάθεσε εκ μέρους του εφεσείοντος.  Αντίθετα, είναι σαφές πως την εξέτασε τόσο με βάση τους δικούς της όρους, αλλά και αντιπαραβάλλοντας τη με τη μαρτυρία της συναδέλφου του,  χωρομέτρη του Κτηματολογίου, της οποίας η μαρτυρία, ουσιαστικά, ήταν υπέρ της εφεσίβλητης.  Από τη άποψη αυτή, λοιπόν, δε διαφαίνεται, όπως η σχετική εισήγηση, ότι υπήρξε και μεροληπτική αντιμετώπιση του εν λόγω μάρτυρα από το Δικαστήριο. 

Όσον αφορά τον τρόπο που το Δικαστήριο εξήγησε πώς κατέληξε, τελικώς, στην απόφαση του και πάλι δε διαπιστώνεται να υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο που να καθιστά την απόφαση του αναιτιολόγητη και μεροληπτική σε βάρος του εφεσείοντος.  Αφού αναφέρθηκε στα ουσιώδη που χαρακτήριζαν την ενώπιον του διαφορά και στα αντικειμενικά γεγονότα σε σχέση με αυτή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν ορθή.  Για την ακρίβεια, το Δικαστήριο, κατά τη διεργασία της αξιολόγησης της μαρτυρίας και διαπίστωσης των γεγονότων της υπόθεσης, υιοθέτησε τον κανόνα, όπως προκύπτει μέσα από τη σχετική νομολογία, ότι η εξέταση συνοριακής διαφοράς δυνάμει του άρθρου 58 του Νόμου Κεφ. 224, διεξάγεται στη βάση του εν χρήσει κτηματολογικού σχεδίου.  Συγχρόνως, παρατήρησε πως στην ενώπιον του υπόθεση, δεν τίθετο θέμα εξέτασης της ορθότητας του εν λόγω σχεδίου, εξέταση η οποία γίνεται, εφόσον εγερθεί το θέμα, στη βάση του άρθρου 61 του Νόμου Κεφ. 224, που δεν ήταν η περίπτωση στην ενώπιον του υπόθεση. 

 

Οι πιο πάνω θέσεις επιβεβαιώνονται στην υπόθεση Χ'Σωφρονίου κ.α. ν. Βασιλείου κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1534, όπου επί παρόμοιων γεγονότων είχε αναφερθεί στη σελίδα 1538 ότι:

 

«Καθήκον του Κτηματολογίου επί τοιαύτης αίτησης ήταν να μεταφέρει, μέσω των μετρήσεών του, το σχέδιο επί τόπου και να καθορίσει τα προκύπτοντα σύνορα που καθόριζαν και την έκβαση της συνοριακής διαφοράς. Δεν του επιτρέπετο είτε να διορθώσει το σχέδιο ως λανθασμένο είτε να μην το εφαρμόσει ως τέτοιο, στη βάση της επί τόπου κατάστασης ως προς τα φυσικά στοιχεία, τα οποία δυνατόν να αντιστρατεύοντο την πιστότητα του ή να δημιουργούσαν αμφιβολίες για αυτήν. Αν υπήρχε τέτοια εισήγηση, η ορθή πορεία, όπως υπέδειξε και η  ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, δεν ήταν η ακολουθηθείσα προσφυγή σε διαδικασία διευθέτησης συνοριακής διαφοράς δυνάμει του Άρθρου 58 αλλά η προσφυγή στο Άρθρο 61 προς διόρθωση λάθους στο σχέδιο και της προς αυτό συσχετιζόμενης εγγραφής. Η διαφορά είναι κρίσιμη διότι, ενώ το Άρθρο 58 αφορά απλώς διαφωνία ως προς τα σύνορα η οποία επιλύεται με βάση το σχέδιο, η ορθότητα του οποίου εκλαμβάνεται ως δεδομένη, το Άρθρο 61 αφορά τη διόρθωση του σχεδίου που αντανακλά στην έκταση της γης που οι ιδιοκτήτες δικαιούνται. Εδώ, εφ' όσον δεν έχει καταδειχθεί ότι η επιτόπου χωρομετρική εργασία και ο έλεγχος της δεν έγιναν ορθά, το θέμα λήγει.»

 

Το υπό εξέταση συγκεκριμένο θέμα υποστηρίζεται πλήρως από την παρατεθείσα ανωτέρω νομολογία, ώστε οι πιο πάνω λόγοι έφεσης να μην είναι δυνατόν να επιτύχουν. 

 

Με τους λόγους έφεσης 3 και 4, γίνεται εισήγηση ότι η συνοριακή γραμμή μεταξύ των δύο τεμαχίων, όπως καθορίστηκε από τη χωρομέτρη, διαφωνεί με την κρίση σχετικά του Διευθυντή.  Η αναφορά είναι στο σχέδιο που ετοιμάστηκε, συναφώς, από το Τμήμα Χωρομετρίας του Κτηματολογίου και στο οποίο καταδεικνύεται με τρία σημεία η συνοριακή γραμμή μεταξύ των δύο τεμαχίων.  Το Δικαστήριο εξετάζοντας τη μαρτυρία της χωρομέτρη, διαπίστωσε ότι η πιο πάνω θέση δεν επιβεβαιωνόταν. Τούτο δε καθότι, όπως επίσης διαπίστωσε, κατά την γραφική εργασία ετοιμασίας του σχεδίου που αποτύπωνε την επιτόπου εργασία, η τοπογράφος είχε πράγματι τοποθετήσει ένα σημείο κατά λάθος, το οποίο όμως διορθώθηκε στη συνέχεια, ώστε η συνοριακή γραμμή να είναι αυτή με τα τρία σημεία που καταδεικνύονται στο σχέδιο εργασίας το οποίο υιοθέτησε ο Διευθυντής, στην απόφαση του. 

 

Τέλος, είναι σημαντικό να τονιστεί πως στην αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή, επιβεβαιώνεται πως το εγγεγραμμένο εμβαδόν καθενός από τα εν λόγω  τεμάχια, δεν επηρεαζόταν από την απόφαση του τις 23.3.2012, τα οποία και παρέμειναν αναλλοίωτα, ενώ σημειώνεται πως δεν ηγέρθη από μέρους του εφεσείοντος και οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με την πτυχή αυτή.  Εν κατακλείδι, να λεχθεί πως η απόφαση του Δικαστηρίου είναι δομημένη κατά ικανοποιητικό τρόπο και εξετάζει όλα τα θέματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της απόφασης του Διευθυντή.  Δεδομένων των πιο πάνω  διαπιστώσεων και οι λόγοι έφεσης 3 και 4 δεν είναι δυνατό να επιτύχουν, όπως ούτε και ο πέμπτος λόγος, υπό το φως του όλου αποτελέσματος.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.- πλέον Φ.Π.Α.

 

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                             Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

     Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

/γκ

 



[1](1)  Όταν αναφύεται οποιαδήποτε διαφορά ως προς τα σύνορα οποιασδήποτε εγγεγραμμένης γης, ο Διευθυντής επιλύει τη διαφορά αυτή, σε πρώτο στάδιο, κατόπι ειδοποίησης που δίνεται στα μέρη τουλάχιστο δεκατέσσερις ημέρες προηγουμένως, η οποία πληροφορεί αυτά για το χρόνο κατά τον οποίο θα επιθεωρηθούν τα υπό αμφισβήτηση σύνορα και κανένα Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή άλλης διαδικασίας αναφορικά με τη διαφορά αυτή, εκτός αν αυτή επιλύθηκε σε πρώτο στάδιο όπως προνοείται στο άρθρο αυτό.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο