ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.77/2017)

 

 

 14 Μαρτίου 2025

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ ΛΤΔ,

 

Εφεσείουσα,

ν.

 

1.   ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΑΒΒΑ,

2.   ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΡΤΕΛΛΑΡΗ,

3.   ΠΑΝΙΚΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

4.   ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΛΟΥΚΑ,

         

                   Εφεσιβλήτων.

____________________

 

 

Σ. Σοφρωνίου με Στ. Καϊσερλίδου (κα), για την Εφεσείουσα.

Μ. Πογιατζή (κα),  για τον Εφεσίβλητο 2.

Καμιά εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους 1, 3 και 4.

 

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η απόφαση μας αφορά στα ίδια ζητήματα που έχουν εξεταστεί στην Περιφερειακή Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Λεμεσού Λτδ ν. Στυλιανού κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.76/2017, ημερ.14.2.2025.

 

Το πρωτόδικο Επαρχιακό Δικαστήριο, στο πλαίσιο Γενικής Αίτησης, εξέδωσε την 20.7.2016 διάταγμα επιτρέπον την εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης ημερ.1.11.2011, η οποία είχε εκδοθεί υπέρ της Εφεσείουσας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας και εναντίον των Εφεσίβλητων 1-4.  Οι τελευταίοι διατάχτηκαν να πληρώσουν τα έξοδα της διαδικασίας εγγραφής, όπως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκρίνονταν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ειδική πρόνοια έγινε για τον Εφεσίβλητο 1, ο οποίος διατάχτηκε να επιβαρυνθεί τα αρχικά έξοδα της αίτησης μόνο, αφού δεν είχε εμφανιστεί και δεν εναντιώθηκε στην αίτηση εγγραφής της διαιτητικής απόφασης εναντίον του.

Η Εφεσείουσα υπέβαλε σχετικό Κατάλογο, που αφορούσε €4.910 έξοδα πλέον €116,42 πραγματικά έξοδα.  Ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου τα υπολόγισε σε €2.045 και €52 αντίστοιχα.  Τα υπολογισθέντα έξοδα εγκρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο την 5.12.2016. Η απόφαση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται ως εσφαλμένη με τέσσερις λόγους έφεσης.

 

Στη Pugachev (2006) 1(Α) A.A.Δ. 353, 357, επισημάνθηκε ότι στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας δεν προβλέπεται διαδικασία υπολογισμού εξόδων από τον Πρωτοκολλητή, άλλη από τη διαδικασία ψήφισης (Δ.59).  Εξηγήθηκε ότι ο υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή δεν συνιστά θεσμική διαδικασία εμπίπτουσα στη δικαιοδοσία του και δεν έχει αυτόνομη ή τελική ισχύ.  Ο Πρωτοκολλητής βοηθά το Δικαστήριο να διαμορφώσει κρίση ως προς το ύψος των εξόδων και είναι η απόφαση του Δικαστηρίου, για την έγκριση τους, που μπορεί να ελεγχθεί με έφεση.

 

Στη Χωματένος, Πολ. Αίτ. Αρ.6/2018, ημερ.4.5.2018, που αφορούσε αίτηση για άδεια για καταχώριση έφεσης κατά απόφασης έγκρισης εξόδων, μετά από υπολογισμό τους από τον Πρωτοκολλητή, το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά στη Δ.35, Θ.20 των Θεσμών[1] εξήγησε ποια ζητήματα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης σε έφεση σε σχέση με τα έξοδα.  Αναφέρθηκε στη διαδικασία της επιψήφισης εξόδων από τον Πρωτοκολλητή και της δυνατότητας για αναθεώρηση από το Δικαστήριο (Δ.59, Θ.15-19) σε σχέση με οποιοδήποτε συγκεκριμένο κονδύλι για το οποίο υπήρξε αντιπαράθεση και διαφωνία κατά τη διαδικασία.  Ακριβώς για να αντιπαραβάλει τη διαδικασία της ψήφισης, με την εμβέλεια της Δ.35, Θ.20, «η οποία έχει διαφορετικό σκοπό και αφορά σε γενικότερη λανθασμένη  διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα με την τελεσφόρηση της αγωγής ή από διαταγή που έχει ληφθεί "on taxation or review of taxation"».  Όπως αναφέρθηκε, «Η Δ.35, Θ.20 . δεν μπορεί να έχει την έννοια της παροχής άδειας από το Εφετείο σε περιπτώσεις . ώστε το ίδιο το Εφετείο να καθίσταται στην ουσία επιτετραμμένος Πρωτοκολλητής για την επιψήφιση εξόδων, εισερχόμενο δηλαδή, σε κάθε ένα των κονδυλίων που τέθηκαν ενώπιον του Πρωτοκολλητή και του Δικαστηρίου προς έγκριση και τα οποία τελικώς εγκρίθηκαν».  Η παροχή άδειας για την καταχώριση έφεσης ενάντια σε διαταγή εξόδων, δεν αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αλλά μπορεί να χορηγηθεί μόνο εφόσον στοιχειοθετείται μια ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη Δ.35, Θ.20 (Ρούσος κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 360, 364-365) οι οποίες είναι εξαντλητικές και αντικειμενικές (Αργυρίδη (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 143, 146-7).

 

    Στη Χωματένος εξηγήθηκε ότι άδεια μπορεί να χορηγηθεί όπου: (α) η διαταγή για έξοδα, δηλαδή, ποιος διάδικος θα επωμισθεί έξοδα αντίκειται προς οποιοδήποτε Νόμο ή Κανονισμό και ότι αυτό αφορά σε γενικότερο πλαίσιο όπου η καταβολή εξόδων έρχεται σε σύγκρουση προς οποιοδήποτε Νόμο ή Κανονισμό, υπό την έννοια ότι νομοθετικά με πρωτογενή ή δευτερογενή νομοθεσία, καθορίζεται συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας σε σχέση με έξοδα διαδικασίας,  (β) η διαταγή βασίστηκε σε παρανόηση γεγονότων, και (γ) ο αιτητής διατάσσεται να πληρώσει έξοδα που προκλήθηκαν ή προξενήθηκαν χωρίς επαρκή λόγο από άλλο διάδικο.  Αναφέρθηκε ακόμα ότι: 

 

«το Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετωπίζει τη χορήγηση άδειας αποκλειστικά και μόνο ως προς τα έξοδα, ως μια ιδιαίτερη περίπτωση, όπου το Εφετείο έρχεται αντιμέτωπο με παραβίαση κάποιας ευρύτερης αρχής μέσα στην έννοια των προϋποθέσεων που θέτει η Δ.35 θ.20, έχοντας πάντοτε υπόψη ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά τα έξοδα της διαδικασίας κατά τη Δ.59. θ.1, επαφίονται σ΄ αυτό και ελέγχεται δικαστικά ως ζήτημα που σχετίζεται με τη δίκη και το αποτέλεσμα της».

    Και ότι:

 

«Δεν είναι δυνατόν διά του μηχανισμού του υπολογισμού εξόδων που επικράτησε να ακολουθείται σε πολλές περιπτώσεις, η αμφισβήτηση του ποσού να αναθεωρείται από το ίδιο το Εφετείο, χωρίς δηλαδή, να προσφέρεται ο μηχανισμός αναθεώρησης των εξόδων, κονδύλι προς κονδύλι όσων τουλάχιστον αμφισβητούνται, από το ίδιο το Επαρχιακό Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση και γνωρίζει πλήρως τα γεγονότα.  Το όποιο κενό στους Θεσμούς πρέπει να αντιμετωπιστεί με σχετική τροποποίηση».

 

 

    Ακόμα όμως και όταν πρόκειται για αναθεώρηση ψήφισης εξόδων, ως θέμα πρακτικής, το Δικαστήριο επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων μόνο όπου είναι καθαρό ότι έχει ενεργήσει εσφαλμένα επί θέματος αρχής και γι' αυτό το λόγο θέματα του ύψους του ποσού συγκεκριμένου κονδυλίου, όπου δεν εγείρεται θέμα αρχής, σπάνια ανατρέπονται.  Όπως εξηγήθηκε στη P. Varellas Trad. Cο. Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 398, 415-6, η άσκηση των εξουσιών του Πρωτοκολλητή σε σχέση με τη ψήφιση εξόδων διέπεται από την Δ.59, Θ.15, 16 και 17.  Κατά πόσο θα εγκριθεί ένα κονδύλι εξόδων και το ύψος του, εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων.  Γνώμονα άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας αποτελούν τα γεγονότα της υπόθεσης, κυρίως το αποτέλεσμα.  Όμως, όπου εμπλέκεται θέμα αρχής, αν μπορεί να καταδειχθεί ότι ο Επιτετραμμένος της Ψήφισης Εξόδων έσφαλε επί θέματος αρχής, το Δικαστήριο θα ασκήσει τη δική του διακριτική ευχέρεια (σελ.414, με αναφορά στη Gorfin v. Odhams Press Ltd [1958] 1 W.L.R. 314).

 

    Ότι άδεια για καταχώριση έφεσης χορηγείται μόνο εφόσον στοιχειοθετείται μια ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που καθορίζει η Δ.35, Θ.20, εξυπακούει ότι κατά την έφεση δεν μπορεί να εξεταστεί ζήτημα που δεν καλύπτεται από τις προϋποθέσεις αυτές.  Έστω και αν με την άδεια δεν οριοθετήθηκε το εύρος των λόγων έφεσης, όπως εν προκειμένω.

 

Εδώ, ο Πρωτοκολλητής καθόρισε συγκεκριμένο ποσό για κάθε κονδύλι που αναφερόταν στον κατάλογο που υποβλήθηκε από την Εφεσείουσα, με εξαίρεση τη «Σύνταξη Γραπτής Αγόρευσης» για την οποία καθόρισε μηδενική αμοιβή, εφόσον δεν είχε καταχωριστεί τέτοια.  Σε σχέση με τη σύνταξη 17 επιστολών, αναγκαίων όπως αναφερόταν, υπολογίστηκε ποσό για τρείς.  Οι 16 επιστολές ήταν ενημερωτικές για την εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας προς την ίδια την Εφεσείουσα.  Οι δε ακροάσεις, για τις οποίες η Εφεσείουσα παραπονείται ότι δόθηκαν έξοδα στο χαμηλότερο προβλεπόμενο ποσό και όχι στο μεγαλύτερο, ήταν περιπτώσεις όπου η ακρόαση αναβλήθηκε, ενώ η δικάσιμος για την οποία δόθηκαν πλήρη έξοδα, ήταν πολύ σύντομη, αφού τα στενογραφημένα πρακτικά καταλαμβάνουν δύο μόνο σελίδες.  Για μια ακρόαση δεν είχαν δοθεί καθόλου έξοδα, αφού επρόκειτο για αναβολή και το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διατάξει στο πρακτικό του «Καμιά διαταγή για έξοδα σήμερα».

 

Σε κάθε περίπτωση, μετά από εξέταση των λόγων έφεσης, διαπιστώνουμε ότι και οι τέσσερις αναφέρονται, και μόνο, στο ύψος του ποσού που εγκρίθηκε για κάθε κονδύλι.  Αναφέρεται ότι τα ποσά δεν ήταν εύλογα λαμβανομένης υπόψη της προσφερθείσας εργασίας, της πολυπλοκότητας και του όγκου της, και πως θα έπρεπε να υπολογιστούν στο μεγαλύτερο προβλεπόμενο ποσό και όχι στο χαμηλότερο, κατά την Εφεσείουσα αδικαιολόγητα και άδικα, κατά παράβαση κάθε λογικής και της πρακτικής.

 

Τέτοια ζητήματα δεν μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο έφεσης κατά της διαταγής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

€1000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου 2 και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

 

 

                                                      Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                      Ι. Ιωαννίδης, Δ.    

 

 

                                                      Ε. Εφραίμ, Δ.

 



[1]    An appeal from a decision solely on the ground of a wrong direction in regard to costs, or from an order made on taxation or review of taxation, shall not be entertained except with the leave of the Court of Appeal or a Judge thereof, which shall not be given unless it is made to appear that the direction or order is contrary to the provisions of any law or Rule, or is based on a misconception of fact, or directs any party to pay costs incurred or occasioned, without sufficient reason, by another party.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο