ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                 

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 7/2016)

 

20 Μαρτίου, 2025

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ., ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]

 

THE G.C. ELEMENTARY SCHOOL LTD

                                                                                      Εφεσείουσα,

ν.

1. ΜΑΡΙΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ (Αρ. Υπόθεσης 417/2010)

             2. ΚΟΥΛΛΑΣ ΚΥΡΙΛΛΟΥ (Αρ. Υπόθεσης 418/2010)

             3. ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ (Αρ. Υπόθεσης 419/2010)

   4. ΑΝΤΡΕΑ ΑΝΤΡΕΟΥ (Αρ. Υπόθεσης 421/2010)

   5. ΚΟΥΛΛΑΣ ΠΑΝΤΕΛΗ (Αρ. Υπόθεσης 422/2010)

   6. ΚΟΥΛΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Αρ. Υπόθεσης 423/2010)

  7. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΧΑΤΖΗΛΥΚΟΥ(Αρ. Υπόθεσης 424/2010)

             8. ΣΟΦΙΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ (Αρ. Υπόθεσης 425/2010)

 

 

 

                                                                   Εφεσίβλητων.

.......................

 

 

Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδης, για Χρίστος Τριανταφυλλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Αρ. Γεωργίου μαζί με Γ. Ρούσου (κα), για Αριστοφάνης Α. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Οι οκτώ Εφεσίβλητοι εργοδοτούντο στο εκπαιδευτήριο «Rainbow» το οποίο διατηρούσε και λειτουργούσε η εταιρεία Rainbow Private Schools Ltd, όταν οι υπηρεσίες τους τερματίστηκαν στις 30.6.2010 λόγω πλεονασμού. Ήταν η θέση της Rainbow πως η ίδια είχε τερματίσει τις εργασίες του εκπαιδευτηρίου και πως τη λειτουργία του ανέλαβε νέα εταιρεία, η Εφεσείουσα, με την επωνυμία «The G C School of Careers». Οι Εφεσίβλητοι θεωρούσαν πως δεν επήλθε τερματισμός των εργασιών του εκπαιδευτηρίου, αλλά μεταβίβαση της επιχείρησης αυτού από τη Rainbow προς την Εφεσείουσα, με αποτέλεσμα να θεωρείτο ότι η εργοδότηση τους συνεχιζόταν από την Εφεσείουσα. Έτσι ο καθένας καταχώρισε αίτηση εναντίον των δύο αυτών εταιρειών, Rainbow και Εφεσείουσας, καθώς επίσης του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού. Με την κάθε αίτηση ο καθένας αξίωνε διάταγμα επαναπρόσληψης του από την Εφεσείουσα και αναγνώρισης της υπηρεσίας του από την ημερομηνία πρόσληψης του στη Rainbow, αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση από τη Rainbow και την Εφεσείουσα, αυξημένες αποζημιώσεις λόγω παράνομης απόλυσης και διαζευκτικά πληρωμή λόγω πλεονασμού.

Οι οκτώ αιτήσεις συνενώθηκαν και συνεκδικάστηκαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην προκειμένη περίπτωση έγινε μεταβίβαση επιχείρησης της Rainbow στην Εφεσείουσα, εν τη εννοία της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων και των περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων Νόμων του 2000 έως 2018, Ν.104(Ι)/2000. Επομένως κατέληξε πως η απόλυση των Εφεσίβλητων οφειλόταν αποκλειστικά στη μεταβίβαση και πως αυτοί θα πρέπει να θεωρηθούν ότι εξακολουθούσαν να απασχολούντο κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης. Αυτό, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε ως συνέπεια ότι οι υποχρεώσεις της Rainbow έναντι τους μεταβιβάστηκαν αυτοδικαίως στην Εφεσείουσα. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε αποζημιώσεις υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας.

Η Εφεσείουσα δεν ικανοποιήθηκε με το αποτέλεσμα της εν λόγω απόφασης και καταχώρισε την παρούσα Έφεση. Με τον μοναδικό λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι νομικά αβάσιμη και λανθασμένη καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά αγνόησε και ή παρερμήνευσε συγκεκριμένα γεγονότα και έγγραφα, με αποτέλεσμα να καταλήξει λανθασμένα ότι είχε γίνει μεταβίβαση επιχείρησης.

Το άρθρο 10(1) του Ν.104(Ι)/2000, εντός του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ενέπιπταν οι υπό εξέταση αιτήσεις, προνοεί τα ακόλουθα:

«10.-(1) Σε περίπτωση που τερματίζεται η εργασιακή σχέση λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης είτε από τον εκχωρητή είτε από τον εκδοχέα και αυτό δεν οφείλεται σε λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως, που προϋποθέτουν μεταβολές στο επίπεδο της απασχόλησης, η απόλυση είναι παράνομη και ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε αποζημίωση υπολογιζόμενη σύμφωνα ΅ε τα έτη υπηρεσίας και τους όρους εργασίας που ίσχυαν στην επιχείρηση του εκχωρητή, εφαρμοζομένων, κατά τα λοιπά, των διατάξεων των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων του 1967 έως 1994.»

Ο Ν.104(Ι)/2000 θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης της ημεδαπής νομοθεσίας με προηγούμενες Οδηγίες οι οποίες στη συνέχεια κωδικοποιήθηκαν στην Οδηγία 2001/23/ΕΚ. Η εν λόγω Οδηγία αποσκοπούσε στο να εξασφαλίσει τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβολής του επιχειρηματία, παρέχοντας τη δυνατότητα σε αυτούς να παραμείνουν στην υπηρεσία του νέου επιχειρηματία υπό τους ίδιους όρους ως με τον μεταβιβάζοντα. Η μεταβίβαση επιφέρει αυτόματα τη μεταβολή του εργοδότη ο οποίος, από την ημερομηνία της μεταβίβασης, υπεισέρχεται στη θέση του προηγούμενου αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις από τη σχέση εργασίας. 

Το άρθρο 1(1) της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ και το άρθρο 3(2) του Ν.104(Ι)/2000 ερμηνεύουν τη μεταβίβαση ως τη «μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητα της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, ανεξάρτητα εάν αυτή η δραστηριότητα είναι κύρια ή δευτερεύουσα».

Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις υποθέσεις Oy Liikenne Ab v. Liskojarvi κ.ά., C-172/99, ημερ. 25.1.2001, Suzen v. Zennacker Gebaudereinigung GmbH Krankennhausservice, C-13/95, ημερ. 11.3.1997 και Spijkers v. Gebroeders Benedik Abattoir CV κ.ά., C-24/85, ημερ. 18.3.1986, οι οποίες έτυχαν αναφοράς στην υπόθεση Σαββίδης v. SSP Catering Cyprus Ltd κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2096, η διατήρηση της ταυτότητας της οικονομικής οντότητας και υπό τον νέο φορέα είναι το αποφασιστικό κριτήριο, ανεξαρτήτως του τρόπου μεταβίβασης. Για να αποφασιστεί κατά πόσο έγινε μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας με διατήρηση της ταυτότητας της, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πραγματικές περιστάσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν την υπό κρίση πράξη, και συνεκτιμούνται τα εξής στοιχεία:

(i)           η μεταβίβαση ή μη υλικών αγαθών, όπως κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.,

(ii)         η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους,

(iii)        η ανάληψη ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού από τον νέο επιχειρηματία,

(iv)        η μεταβίβαση ή μη της πελατείας,

(v)         ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και

(vi)        η διάρκεια της τυχόν αναστολής των δραστηριοτήτων της.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 16(1) του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (Τροποποιητικό) (Αρ. 1) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2000, έφεση κατά απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών χωρεί μόνο αναφορικά με νομικά σημεία.

Προς υποστήριξη του λόγου Έφεσης, η Εφεσείουσα προβάλλει ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε και ή λησμόνησε τα γεγονότα της υπόθεσης λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ της ολοκλήρωσης της ακρόασης και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης. Αυτός ο λόγος δεν αφορά νομικό σημείο αλλά την ερμηνεία και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων λόγω της παρόδου του χρόνου. Επιπλέον τίθεται με γενικό και ασαφή τρόπο, χωρίς να προσδιορίζεται ποια είναι τα γεγονότα τα οποία κατ΄ ισχυρισμό δεν ερμηνεύτηκαν ορθά ή δεν έτυχαν εξέτασης.  

Ως εκ τούτου αυτή η θέση δεν δύναται να εξεταστεί στο πλαίσιο της Έφεσης.

Είναι επίσης η θέση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε μαρτυρία η οποία δεν υπήρχε ενώπιον του. Αυτή η θέση διατυπώνεται με πλήρη γενικότητα και αοριστία, χωρίς να προσδιορίζεται τι επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και ως τέτοια δεν δύναται να εξεταστεί.

Αναφορικά με τα υπόλοιπα γεγονότα και έγγραφα στα οποία η Εφεσείουσα παραπέμπει, το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως τα αγνόησε. Αντιθέτως, διαπιστώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και ασχολήθηκε με καθένα εξ αυτών, παραθέτοντας τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην εν λόγω απόφαση του περί μεταβίβασης, αφού καθοδηγήθηκε από την Κυπριακή και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία. Επομένως, απομένει να εξεταστεί κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ορθή υπαγωγή των γεγονότων στο νομικό πλαίσιο της ύπαρξης μεταβίβασης επιχείρησης.

Κατά την εξέταση του κατά πόσο υπήρξε μεταβίβαση επιχείρησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι οι άδειες λειτουργίας του εκπαιδευτηρίου Rainbow είχαν εκδοθεί στο όνομα της διευθύντριας του εν λόγω εκπαιδευτηρίου, Μ.Α.1, προσωπικά και όχι στο όνομα της Rainbow που λειτουργούσε το εκπαιδευτήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρερμήνευσε αυτό το στοιχείο. Αντιθέτως, παρέπεμψε σε δύο επιστολές, από τις οποίες προέκυπτε κάτι τέτοιο. Η πρώτη είναι η επιστολή ημερ. 2.3.2010, την οποία υπέγραψε η ίδια η Μ.Α.1 ως ιδιοκτήτρια και διευθύντρια του Rainbow, προς το Υπουργείο Παιδείας, με την οποία η Μ.Α.1 τους πληροφορούσε ότι η Rainbow «μεταφέρει όλες τις δραστηριότητες της» στην Εφεσείουσα και ότι η πρώτη θα τερματίσει τις εργασίες της, και ζητά όπως «γίνουν οι μεταφορές των αδειών χρήσης και λειτουργίας των εκπαιδευτηρίων στην καινούργια εταιρεία και ότι το σχολείο θα συνεχίσει κανονικά τις εργασίες του από όλες τις απόψεις». Η δεύτερη είναι η απαντητική επιστολή ημερ. 27.4.2010, του Υπουργείου Παιδείας προς τη Μ.Α.1 με την οποία την ενημερώνουν ότι από τα στοιχεία στο αρχείο τους ιδιοκτήτης του εκπαιδευτηρίου είναι η ίδια η Μ.Α.1 ως φυσικό πρόσωπο και όχι οποιαδήποτε εταιρεία.

Μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας και των εγγράφων, ήταν σαφές πως και οι δύο εταιρείες μιλούσαν βασικά για τη συνέχιση της λειτουργίας του εκπαιδευτηρίου στη βάση των ίδιων αδειών, με τη μοναδική διαφορά την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και της εμπορικής επωνυμίας. Και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε την ορθή διάσταση σε αυτό το στοιχείο, με παραπομπή σε διάφορα τεκμήρια. Με την επιστολή ημερ. 12.5.2010, η Εφεσείουσα ενημέρωνε το Υπουργείο ότι πρόθεση της ήταν να λειτουργήσει βάσει της υφιστάμενης άδειας και ότι το μόνο που διαφοροποιείτο ήταν η ιδιοκτησία και η επωνυμία του σχολείου. Η ίδια θέση της Εφεσείουσας εκφράζεται και σε άλλη επιστολή της ίδιας ημερομηνίας προς το Υπουργείο. Η δε Rainbow συμφώνησε με τις προθέσεις της Εφεσείουσας, όπως αναφέρει σε δική της επιστολή της ίδιας ημερομηνίας προς το Υπουργείο. Με επιστολή του ίδιας ημερομηνίας, το Υπουργείο ζητούσε από την Εφεσείουσα την προσκόμιση διαφόρων εγγράφων για να προωθηθεί η διαδικασία έγκρισης της αλλαγής της ιδιοκτησίας του εκπαιδευτηρίου, στην οποία αναφέρεται πως πρόθεση της Εφεσείουσας ήταν η ανάληψη της ιδιοκτησίας και διεύθυνσης του ήδη εγκεκριμένου εκπαιδευτηρίου, «το οποίο λειτουργεί ως σχολείο του «αυτού τύπου» με την αλλαγή της εμπορικής επωνυμίας του σχολείου». Και η επιστολή ημερ. 29.6.2010, της Εφεσείουσας προς το Υπουργείο επιβεβαίωνε την αλλαγή της ιδιοκτησίας και επωνυμίας του εκπαιδευτηρίου. Η ίδια διαπίστωση αναφέρεται και στην επιστολή ημερ. 30.7.2010, του Υπουργείου προς την Εφεσείουσα. Η έγκριση για την αλλαγή ιδιοκτήτη και επωνυμίας επήλθε με την επιστολή ημερ. 2.11.2010, του Υπουργείου προς την Εφεσείουσα.

Η Εφεσείουσα θεώρησε σημαντική τη μη ύπαρξη οποιασδήποτε συμβατικής σχέσης μεταξύ της Rainbow και της Εφεσείουσας. Πέραν του ότι η ίδια η Rainbow είχε εμπλοκή στην αλλαγή της ιδιοκτησίας του εκπαιδευτηρίου εφόσον ή ίδια εξέδωσε την ανακοίνωση γι' αυτό το ζήτημα (για την οποία γίνεται αναφορά κατωτέρω), η Οδηγία δεν απαιτεί την ύπαρξη άμεσης συμβατικής σχέσης, αλλά είναι αρκετό όπως η μεταβολή γίνεται από το πρόσωπο που έχει την ευθύνη της επιχείρησης (βλ. Merckx κ.ά. v. Ford Motors Company Belgium SA, C-171/94 και C-172/94, ημερ. 7.3.1996 και P. Bork International A/S κ.ά. v. Junckers Industrier A/S, C-101/87, ημερ. 15.6.1988). Αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Μ.Α.1 ήταν το πρόσωπο που είχε τον αποκλειστικό και καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση όλων των θεμάτων που αφορούσαν το εκπαιδευτήριο, ενόψει της ιδιότητας της ως διευθύντριας της Rainbow και του εκπαιδευτηρίου και μετόχου και διευθύντριας της ιδιοκτήτριας εταιρείας του κτιριακού συγκροτήματος στο οποίο στεγαζόταν το εκπαιδευτήριο, καθώς επίσης της όλης εμπλοκής της στις διαβουλεύσεις με την Εφεσείουσα, στην υπογραφή της συμφωνίας ενοικίασης και στην υπογραφή της αλληλογραφίας με το Υπουργείο.

Μέσα από τις ανακοινώσεις των δύο εταιρειών προς ενημέρωση των γονέων των υφιστάμενων μαθητών, προέκυπτε πως το εκπαιδευτήριο απευθυνόταν στον ίδιο κύκλο εργασίας και πελατολόγιο. Επί τούτου, με παραπομπή στις εν λόγω ανακοινώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε το γεγονός πως η συνέχιση της φοίτησης των μαθητών στο εν λόγω εκπαιδευτήριο ήταν δεδομένη και αυτόματη, χωρίς την ανάγκη εξετάσεων εισδοχής, όπως θα συνέβαινε για νέους μαθητές.

Αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το εκπαιδευτήριο θα λειτουργούσε υπό τη νέα διεύθυνση στις ίδιες κτιριακές εγκαταστάσεις οι οποίες ήταν ειδικά διαμορφωμένες για τις ανάγκες λειτουργίας σχολείου. Προς τούτο, συνήφθη συμφωνία ενοικίασης μεταξύ της Εφεσείουσας και της Μ.Α.1 για πέντε έτη, όπως αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 12.5.2010 της Εφεσείουσας προς το Υπουργείο Παιδείας. Η σύναψη του ενοικιαστηρίου αναγνωρίζεται επίσης και στην επιστολή ημερ. 29.6.2010 της Εφεσείουσας προς το Υπουργείο, στην οποία αναφέρεται ότι αυτή «αναλαμβάνει από την 1/9/10 την ιδιοκτησία και διεύθυνση του ήδη εγκεκριμένου Ιδιωτικού Νηπιαγωγείου και Δημοτικού Σχολείου Rainbow» και ζητά όπως αυτή καταστεί η δικαιούχος των αδειών της Μ.Α.1. Εκτός από τις κτιριακές εγκαταστάσεις, αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το εκπαιδευτήριο συνέχισε τη λειτουργία του με την ίδια επίπλωση και εξοπλισμό.

Με βάση τα πιο πάνω, δεν διακρίνουμε οποιαδήποτε παρερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο των γεγονότων και εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον του. Αντιθέτως το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε επιμελώς με κάθε πτυχή αυτών ξεχωριστά, εξετάζοντας κάθε εισήγηση του δικηγόρου της Εφεσείουσας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να ασχοληθεί και με το ζήτημα του προσωπικού της Εφεσείουσας. Είναι γεγονός ότι κυρίαρχο στοιχείο για τη λειτουργία του εκπαιδευτηρίου ήταν η ανάληψη της ιδιοκτησίας αυτού με βάση τις υφιστάμενες άδειες, η χρήση των κτιριακών εγκαταστάσεων και η συνέχιση, χωρίς προϋποθέσεις, με τους ίδιους μαθητές στη βάση της ίδιας δομής. Η ανάληψη της ιδιοκτησίας του σχολείου και η συνέχιση λειτουργίας αυτού στην ίδια βάση, στις ίδιες εγκαταστάσεις και με τους ίδιους μαθητές είναι αυτό που επέτρεπε στην Εφεσείουσα να συνεχίσει τις δραστηριότητες τις οποίες ασκούσε η Rainbow. Χωρίς αυτό, εκ των πραγμάτων η Εφεσείουσα δεν θα μπορούσε να αναλάβει τη λειτουργία του σχολείου.

Υπό το φως των πιο πάνω, ήταν καθόλα εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ότι «η λειτουργία ιδιωτικού δημοτικού σχολείου και νηπιαγωγείου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δραστηριότητα στηριζόμενη στο εργατικό δυναμικό και δη στο εκπαιδευτικό προσωπικό στο μέτρο που απαιτεί σημαντικό εξοπλισμό και εγκαταστάσεις». Εξ ου και κατέληξε πως η μη ανάληψη του προσωπικού της Rainbow δεν αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα για να αποκλείσει τη μεταβίβαση επιχείρησης, εντός της έννοιας της Οδηγίας και του Νόμου, από τη στιγμή που τέθηκαν στη διάθεση της Εφεσείουσας όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα της επέτρεπαν να συνεχίσουν τις ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες του προκατόχου της.

Η υπόθεση CLECE SA v. Valor κ.ά., C-463-09, ημερ. 20.1.2011, την οποία επικαλέστηκε η Εφεσείουσα, δεν υποστηρίζει τη θέση της περί μη ύπαρξης μεταβίβασης. Σε εκείνη την υπόθεση το ΔΕΕ κλήθηκε να απαντήσει το προδικαστικό ερώτημα κατά πόσο το άρθρο 1(1) της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δήμος ο οποίος είχε αναθέσει τις υπηρεσίες καθαρισμού των εγκαταστάσεων του σε ιδιωτική εταιρεία, αποφασίζει να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση και να αναλάβει ο ίδιος τις υπηρεσίες αυτές, προσλαμβάνοντας προς τούτο νέο προσωπικό. Το Δικαστήριο απάντησε σε αυτό πως για να καθοριστεί αν κάποια οντότητα διατηρεί την ταυτότητα της, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη και πως υπάρχουν τομείς στους οποίους η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζονται και όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες. Μάλιστα, στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο απάντησε πως το άρθρο 1(1) της Οδηγίας δεν τύγχανε εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση.

Στην υπό κρίση περίπτωση, ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλους τους παράγοντες οι οποίοι ορθά κρίθηκαν ικανοί να καταδείξουν μεταβίβαση της επιχείρησης.

Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, κρίνουμε ότι ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.

Η Έφεση απορρίπτεται.

€4.000 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ των Εφεσίβλητων.

 

 

 

                                                                             Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

                                                                             Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο