ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 67/2015
11 Μαρτίου, 2025
[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΑΦΑΛΙΟΥ
Εφεσείοντας/Ενάγοντας
ΚΑI
LAIKI CYPRIALIFE LTD
Εφεσίβλητη/Εναγομένη
Και ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 25.10.2013
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΑΦΑΛΙΟΥ
Εφεσείοντας/Ενάγοντας
ΚΑI
LAIKI CYPRIALIFE LTD τώρα μετονομασθείσα σε CNP CYPRIALIFE LIMITED
Εφεσίβλητη/Εναγομένη
--------------------------
Κ. Ευσταθίου, για Εφεσείοντα
Θ. Ιωαννίδης με Σ. Νικολάου (κα), για Εφεσίβλητη
--------------------------
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Η παρούσα έφεση προέκυψε ως αποτέλεσμα της απόρριψης της αγωγής, την οποία ο εφεσείων είχε καταχωρίσει κατά της εφεσίβλητης, ασφαλιστικής εταιρείας. Με αυτή, αξίωνε δήλωση διαγιγνώσκουσα ότι συγκεκριμένη ασφαλιστήρια συμφωνία που είχε συνάψει με την εφεσίβλητη, εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ, παρά την καταγγελία της από την εφεσίβλητη. Επίσης, αξίωνε την καταβολή προς τον ίδιο, ποσού Λ.Κ.225.- μηνιαίως, ως επίδομα ανικανότητας, στη βάση της πιο πάνω συμφωνίας, από τις 3.4.2002.
Η εφεσίβλητη, καταχώρισε υπεράσπιση μέσω της οποίας προέβαλε, προδικαστικά, ότι η αγωγή ήταν απορριπτέα, καθότι ο εφεσείων δε νομιμοποιείτο στην έγερση της. Τούτο, για το λόγο ότι είχε εκχωρήσει τα δικαιώματα του από την ασφαλιστήρια συμφωνία, στις 23.10.1998, σε συγκεκριμένη τράπεζα, προς εξασφάλιση δανείου που του είχε παραχωρήσει η τελευταία. Επιπρόσθετα, πρόβαλε ότι, εν πάση περιπτώσει, η συμφωνία ήταν άκυρη, εξ υπαρχής, λόγω παραβίασης από τον εφεσείοντα ουσιώδους όρου, αυτής. Ο εφεσείων, δεν καταχώρισε απάντηση στην υπεράσπιση της εφεσίβλητης.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, κατά το 1998 ο εφεσείων, συνήψε συμφωνία δανείου με την Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λίμιτεδ, (η Τράπεζα), προς το σκοπό επέκτασης των εργασιών του, ως διαφημιστής-γραφίστας με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Κατά τον ίδιο χρόνο, συνήψε με την εφεσίβλητη ασφαλιστήρια συμφωνία διάρκειας 20 ετών, από τις 26.10.1998 μέχρι τις 26.10.2018. Συγκεκριμένα, αυτή προέβλεπε για ασφάλεια ζωής και για επίδομα ανικανότητας και τα δύο με αναφορά στον εφεσείοντα. Η ασφάλεια ζωής ήταν για ποσό Λ.Κ.30.000, πληρωτέο εφάπαξ, ενώ το επίδομα ανικανότητας, εκ ποσού Λ.Κ.225.-, ήταν πληρωτέο σε μηνιαία βάση. Η πληρωμή τους θα λάμβανε χώρα εφόσον επέρχετο το αντίστοιχο γεγονός που θα ενεργοποιούσε τον σχετικό όρο της ασφαλιστήριας συμφωνίας. Σημειώνεται, πως η πιο πάνω συμφωνία έγινε με σκοπό την εκχώρηση της στην Τράπεζα, προς εξασφάλιση του προαναφερθέντος δανείου, που ο εφεσείων είχε λάβει από αυτή. Ούτω και έγινε· ο εφεσείων εκχώρησε στην Τράπεζα την ασφαλιστήρια συμφωνία με έγγραφο ημερομηνίας 23.10.1998, η δε Τράπεζα ως η εκδοχέας, πλήρωνε στην εφεσίβλητη το συμφωνηθέν ασφάλιστρο, εκ ποσού Λ.Κ.92.45.-, μηνιαίως.
Κατά το χρόνο σύναψης των δύο πιο πάνω συμφωνιών, ο εφεσείων ήταν ηλικίας 24 ετών. Η επαγγελματική δραστηριοποίηση του, όμως, όπως περιγράφεται πιο πάνω, δυστυχώς δε διάρκεσε για πολύ. Κατά το Νοέμβριο του 2001 διαγνώστηκε με σοβαρή πάθηση στα μάτια, η οποία σταδιακά επέφερε μείωση της όρασης του. Η ακριβής διάγνωση έγινε τον Ιανουάριου του 2003 και μέχρι τότε είχε καταστεί σχεδόν τυφλός και ανίκανος για εργασία. Συγκεκριμένα, σταμάτησε να εργάζεται περί τα τέλη του 2001 και στις 3.4.2002 αποτάθηκε στην εφεσίβλητη για ενεργοποίηση της ασφαλιστήριας συμφωνίας· ζήτησε από αυτή, να του καταβάλλει το μηνιαίο επίδομα ανικανότητας. Η εφεσίβλητη, τότε, τον παρέπεμψε σε ειδικό ιατρό για να τον εξετάσει. Στην έκθεσή του ο τελευταίος, την πληροφορούσε, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείων είχε χειρουργηθεί το 1992 και στα δύο μάτια για μείωση μυωπίας. Η εφεσίβλητη δεν γνώριζε το συγκεκριμένο γεγονός. Θεώρησε δε, ότι ο εφεσείων παρέλειψε να το αναφέρει στην αίτηση του για ασφάλιση. Επομένως, ενεργώντας στη βάση του όρου 3 της ασφαλιστήριας συμφωνίας, πληροφόρησε την Τράπεζα, με επιστολή ημερομηνίας 2.12.2002 και κοινοποίηση στον εφεσείοντα, ότι προέβη στον τερματισμό της. Θεώρησε ότι υπήρξε παραβίαση ουσιώδους όρου, της συμφωνίας, που την κατέστησε άκυρη, εξ υπαρχής.
Η άρνηση, ουσιαστικά, της εφεσίβλητης, να ανταποκριθεί στο πιο πάνω αίτημα του εφεσείοντα, τον οδήγησε, ομολογουμένως με αρκετή καθυστέρηση, να λάβει νομική συμβουλή και στις 10.9.2007 να προβεί στην καταχώρηση της υπό αναφορά αγωγής. Η ευπαίδευτη Δικαστής που εκδίκασε την αγωγή, κατέληξε στην αποδοχή τόσο της προδικαστικής υπεράσπισης περί μη νομιμοποίησης του εφεσείοντος στην έγερση της, όσο και της υπεράσπισης περί ακυρότητας της ασφαλιστήριας συμφωνίας. Το τελευταίο θέμα, το εξέτασε για σκοπούς πληρότητας της απόφασης της, αφού με την αποδοχή της προδικαστικής υπεράσπισης, η απαίτηση του εφεσείοντα οδηγήθηκε σε αποτυχία, εν πάση περιπτώσει.
Ο εφεσείων, με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της κρίσης της ευπαίδευτης Δικαστού, όσον αφορά τις συνέπειες από την εκχώρηση των δικαιωμάτων της στην ασφαλιστήρια συμφωνία στην Τράπεζα και εν τέλει όσον αφορά την απόρριψη της αγωγής. Συγκεκριμένα, εισηγείται ότι το Δικαστήριο έσφαλε στο ότι αυτός δεν νομιμοποιείτο στην καταχώρηση της εν λόγω αγωγής, συνεπεία της εκχώρησης των δικαιωμάτων του που απέρρεαν από την πιο πάνω συμφωνία στην Τράπεζα, προς εξασφάλιση της δανειοδότησης που είχε λάβει από αυτή. Ο ευπαίδευτος συνήγορος, στο πλαίσιο της αγόρευσης του, εισηγήθηκε πως το Δικαστήριο δεν έπρεπε να είχε ικανοποιηθεί ότι αποδείχθηκε η εκχώρηση της συμφωνίας και ως προς το εύρος αυτής. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, στη δική του αγόρευση, εισηγήθηκε ότι ο χειρισμός του Δικαστηρίου σε σχέση με τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης είναι ορθός και συνάδει με τα δεδομένα της υπόθεσης και τη σχετική νομολογία.
Η απόφαση της ευπαίδευτου Δικαστού σε σχέση με το θέμα, ανωτέρω, στο οποίο αφορά ο πρώτος λόγος έφεσης, είναι ορθή. Όταν ένα πρόσωπο, ο εκχωρητής, (assignor), εκχωρεί χωρίς περιορισμούς και έναντι καλού ανταλλάγματος τα αγώγιμα δικαιώματα του, (choses in action), σε μια έγκυρη ασφαλιστήρια συμφωνία στον εκδοχέα, (assignee), αυτά καθίστανται περιουσιακό στοιχείο του τελευταίου. Στην υπόθεση Markidou v. Kiliaris αnd Another (1983) 1 C.L.R. 392, στη σελίδα 405, αναφέρονται συναφώς πως, ".the object of an assignment.., in the ordinary case is to pass on rights to the assignee for good consideration; in other words to sell these rights to a person who, in turn, steps into the shoes of the seller or vendor, as the case may be. There is no inherent contradiction between a sale and an assignment."
Με δεδομένη τη διαπίστωση, πιο πάνω, το δίκαιο στο συγκεκριμένο τομέα έχει διαμορφωθεί ώστε, δικαίωμα απαίτησης προς διεκδίκηση εκχωρηθέντος αγώγιμου δικαιώματος, να έχει μόνο ο εκδοχέας. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστόπουλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 479, στη σελ. 487, το ερώτημα κατά πόσο μπορούσε να προωθηθεί η αγωγή από τον εκδοχέα χωρίς να ενώνετο ως ενάγοντας σε αυτή και ο εκχωρητής, απαντήθηκε ως εξής: «Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι ο εκδοχέας νομιμοποιείται να καταχωρίσει την αγωγή στο όνομά του και να διεκδικήσει αυτοδίκαια τα δικαιώματα από την εκχώρηση, χωρίς να χρειάζεται να συνενώσει τον εκχωρητή - [βλ. Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978) 1 C.L.R. 10 και Markidou v. Kiliaris and Another (1983) 1 C.L.R. 392].»
Στην μεταγενέστερη υπόθεση Λουκά ν. Eurolife Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 1524, τα γεγονότα ήταν πολύ παρόμοια με αυτά στην παρούσα υπόθεση. Εκεί, ο εφεσείων, είχε εκχωρήσει τα ωφελήματα του σε ασφαλιστήρια συμφωνία σε συγκεκριμένη τράπεζα προς εξασφάλιση στεγαστικού δανείου. Όταν μετά από δυστύχημα, κατά το οποίο είχε χάσει το ένα του μάτι, κίνησε αγωγή κατά της εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, ηγέρθη παρόμοια προδικαστική υπεράσπιση όπως και εδώ. Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού έκανε αναφορά στην αγγλική υπόθεση Three Rives D.C v. Bank of England (1995) 4 All E.R. 312, το σκεπτικό της οποίας υιοθέτησε, κατέληξε στη σελίδα 1531, ως εξής:
«Ο εφεσείων-εκχωρητής ενήγαγε προσωπικά, χωρίς να έχει συνενώσει και τον εκδοχέα ως διάδικο, που, φυσιολογικά και νομικά είχε τον πρώτο λόγο στη διαδικασία λόγω της εκχώρησης. Πουθενά δε δεν φαίνεται να τον είχε εξουσιοδοτήσει ο εκδοχέας να τον εκπροσωπεί ως εμπιστευματοδόχος του.
Mε βάση τις πιο πάνω αρχές, καταλήγουμε πως ο εφεσείων-ενάγων δεν είχε δικαίωμα αγωγής προσωπικά εναντίον των εφεσίβλητων-εναγομένων εκτός αν συνένωνε και τον εκδοχέα ή αν ενεργούσε κατ' εντολήν του και ως εκ τούτου η αγωγή του θα έπρεπε να είχε απορριφθεί γι' αυτό το λόγο.»
Η πιο πάνω νομολογία, λοιπόν, καθορίζει το Νόμο ως προς το πιο πάνω θέμα.
Στην περίπτωση πάλι που ο εκδοχέας παύσει να έχει οποιοδήποτε συμφέρον στο εκχωρηθέν αγώγιμο δικαίωμα και ο εκχωρητής επιθυμεί να προβάλει κάποια διεκδίκηση σε σχέση με αυτό, σε τέτοια περίπτωση πρέπει να προηγηθεί επανεκχώρηση του εν λόγω δικαιώματος προς αυτόν. Το θέμα τούτο εξετάζεται με αναφορά σε ασφαλιστήρια συμφωνία στο σύγγραμμα MacGillivray On Insurance Law, 14η έκδοση, παράγραφο 22-010, σελίδα 676, ως εξής:
"After an assignment of this kind has taken place, the assignor drοps out of the picture and the assignee becomes the insured. If, therefore, the insurers wish to cancel the policy for non-payment of premiums and notice to the insured is required, that notice must be given to the assignee. The assignor can no longer sue even if he becomes interested in the subject-matter again; thus a mortgagor, who executes a transfer of the property and an assignment of the insurance policy and later repays the debt and obtains the property again, cannot recover under the policy unless the policy is re-assigned at the time of the reconveyance."
Στο πιο πάνω απόσπασμα παρέπεμψε και η ευπαίδευτη Δικαστής, από παλαιότερη έκδοση του πιο πάνω συγγράμματος
Στην προκειμένη περίπτωση, εν πάση περιπτώσει, το έγγραφο εκχώρησης προέβλεψε για ένα τέτοιο ενδεχόμενο στον όρο 6, όπου αναφέρεται ότι: «Οποτεδήποτε οι υποχρεώσεις που ασφαλίζονται με το έγγραφο αυτό αποπληρωθούν πλήρως, η Τράπεζα θα επανεκχωρήσει στον Εκχωρητή με έξοδα του Εκχωρητή, τα δικαιώματα που της έχουν εκχωρηθεί με το έγγραφο αυτό.». Η πιο πάνω πρόνοια για επανεκχώρηση, αντανακλά τη θέση που διατυπώνεται στο πιο πάνω απόσπασμα. Εν προκειμένω, όπως ορθά παρατήρησε η ευπαίδευτη Δικαστής, δεν είχε τεθεί ενώπιον της μαρτυρία, ως προς τη συγκεκριμένη πτυχή.
Επιπρόσθετα, σημειώνεται πως από την πλευρά του εφεσείοντος ουδεμία αναφορά γίνεται στην έκθεση απαιτήσεως του στην εκχώρηση της ασφαλιστήριας συμφωνίας στην Τράπεζα, αλλά ούτε και απάντηση καταχώρισε στην υπεράσπιση της εφεσίβλητης, όπου το θέμα της εκχώρησης τέθηκε για πρώτη φορά. Είναι προφανές, ότι ο πρώτος λόγος έφεσης, ο οποίος αποτυγχάνει στη βάση που έχει προαναφερθεί, δεν μπορεί να επιτύχει, ούτως ή άλλως για το λόγο ότι εγείρει θέματα τα οποία δεν είχαν δικογραφηθεί από τον εφεσείοντα, στο πλαίσιο της έκθεσης απαίτησής του, ώστε να μην είναι επιτρεπτό αυτά να ληφθούν υπόψη στο στάδιο της έφεσης, (βλ. F.H.K. Hotels Hold. Ltd v. A.S. Aircontrol Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 2159). Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000.- πλέον Φ.Π.Α.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ