ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

  

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 56/2025)

 

 

27 Μαρτίου, 2025

 

 

[Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ’ΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΈΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Λ. Μ. (ΑΔΤ [   ]) ΕΚ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.03.2025, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ,  ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ (ΚΕΦ. 155) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 29 (3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΨΥΧΟΤΡΟΠΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1977 (Ν. 29/1977)

...........

 

        Κ. Ν. Ζένιου και κ. Μ. Δ. Καζάκος, για Α. Χρίστου & Συνεργάτες  

      ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΑΥΙΔ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση, επιζητείται η άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προκειμένου να ακυρωθεί ένταλμα έρευνας οικίας που διαμένει ο Αιτητής στο Τσιακκιλερό Λάρνακας, ως επίσης συγκεκριμένου οχήματος, που εκδόθηκε στις 10.03.2025, από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας («κατώτερο Δικαστήριο»).

 

Τα γεγονότα, στο βαθμό που ενδιαφέρουν για σκοπούς της παρούσας, ως προκύπτουν από σχετική Έκθεση που μαζί με ένορκη δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό οίκο που εκπροσωπεί τον Αιτητή  συνοδεύουν την αίτηση, αποκαλύπτουν ότι στις 10.03.2025, λήφθηκε πληροφορία από αξιόπιστο πληροφοριοδότη, που συνεργάστηκε και στο παρελθόν με την αστυνομία, σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής, διαμένοντας σε συγκεκριμένη διεύθυνση στο Τσιακκιλερό Λάρνακας, ασχολείται με τη διακίνηση ναρκωτικών και ότι την ίδια μέρα προμηθεύτηκε μεγάλη ποσότητα κάνναβης την οποία μετέφερε και απέκρυψε στην κατοικία του, με σκοπό να τη χωρίσει σε μικρότερες ποσότητες και να την προμηθεύσει σε άλλα πρόσωπα. Ο πληροφοριοδότης, ο οποίος είδε τον Αιτητή να αποκρύβει τα ναρκωτικά εντός της οικίας του στη συγκεκριμένη οδό, ανέφερε επίσης, ότι ο τελευταίος προμηθεύει τα ναρκωτικά σε άλλα πρόσωπα που τον επισκέπτονται την κατοικία του ή τα συναντά σε διάφορα σημεία, στην επαρχία Λάρνακας. Για τον πιο πάνω σκοπό, χρησιμοποιεί αυτοκίνητο με συγκεκριμένους αριθμούς εγγραφής. Μέλη της ΥΚΑΝ, αξιοποιώντας την πληροφορία διενήργησαν εξετάσεις, θέτοντας υπό διακριτική παρακολούθηση την ως άνω οικία του Αιτητή, διαπιστώνοντας ότι την επισκέπτονταν πρόσωπα γνωστά στην υπηρεσία, τα οποία, αφού είχαν ολιγόλεπτη παραμονή σ' αυτήν, στη συνέχεια αποχωρούσαν. 

 

Το κατώτερο Δικαστήριο, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας, έκρινε ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στη συγκεκριμένη οικία όπου διαμένει ο Αιτητής όπως και στο ως άνω όχημα αποκρύπτονται ναρκωτικές ουσίες, τάξεως Β, καθώς και άλλα τεκμήρια που πιθανόν να σχετίζονται με αυτά, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρ΅άκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νό΅ου, Ν.29/77 ως έχει τροποποιηθεί. Ως εκ τούτου, προχώρησε στην έκδοση του επίδικου εντάλματος έρευνας.  

Το εγκαλούμενο ένταλμα έρευνας, προβάλλει η πλευρά του Αιτητή, εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου ή/και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, αφού εξουσιοδοτούσε αδικαιολόγητα την έρευνα στην οικία και το όχημα του Αιτητή, οποιαδήποτε ώρα, χωρίς να τίθεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρονική περίοδος. Περαιτέρω, υποδεικνύεται πως από την τεθείσα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία, μέσω του όρκου που συνόδευε τη σχετική αίτηση για την έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος έρευνας, δεν προέκυπτε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στο επίδικο όχημα κατέχονται και αποκρύπτονται ναρκωτικές ουσίες ή/και οποιαδήποτε αναζητούμενα αντικείμενα και τεκμήρια που σχετίζονται με την διάπραξη των ως άνω αδικημάτων. Συνακόλουθα, προκρίνεται, το σχετικό συμπέρασμα του κατώτερου Δικαστηρίου στην έκταση που αφορά το επίδικο όχημα, είναι εσφαλμένο.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Αιτητή κατά το στάδιο της παρουσίασης της υπό συζήτηση αίτησης, επανέλαβαν ουσιαστικά την εισήγηση και τις θέσεις του Αιτητή ως αναδύονται στην αίτηση του τελευταίου.

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή το εγκαλούμενο ένταλμα έρευνας, την Έκθεση και ένορκη Δήλωση που συνοδεύουν την υπό συζήτηση αίτηση όπως και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη μου, ως επίσης τις αναφορές, θέσεις και εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων του Αιτητή.

       

Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας τους. Μέσω της συγκεκριμένης, προνομιακής του δικαιοδοσίας, το ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τους χειρισμούς ούτε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο. Αποτελεί δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, χωρίς να συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση. ’δεια για καταχώρηση Αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, παρέχεται όπου από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.επ., Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).  

 

Των ως άνω λεχθέντων, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί η σταθερή θέση της νομολογίας, ότι ο έλεγχος ενταλμάτων έρευνας λαμβάνει χώρα μέσω προνομιακών ενταλμάτων, με στόχευση, βεβαίως, τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσής τους (Σιακαλλή Αρ. 1 (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, Χρυσάνθου κ.α. (Αρ,2) 1(Β) Α.Α.Δ. 1175 και Αναφορικά με την Αίτηση του Κληρίδη, Πολ. Αίτ. Αρ. 172/2021, ημερ. 13.09.2021, ECLI:CY:AD:2021:D394).

       

Παρά τη Συνταγματική κατοχύρωση και διασφάλιση του απαραβίαστου της κατοικίας (’ρθρο 16(1) του Συντάγματος), γεγονός παραμένει ότι στο επόμενο εδάφιο του ίδιου ’ρθρου του Συντάγματος, διακηρύσσεται πως, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, κατόπιν Δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου, είναι δυνατή η είσοδος και η έρευνα εντός της κατοικίας κάποιου. Σε σχέση με το καθήκον αυτού που υποβάλλει ένα τέτοιο αίτημα αλλά και του Δικαστηρίου που το επιλαμβάνεται, στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α., Πολ. Έφ. 348/15, ημερ. 09.06.2017, ECLI:CY:AD:2017:A216,  υποδείχθηκε μεταξύ άλλων ότι :

«... η έκδοση ενός εντάλματος έρευνας είναι μια σοβαρή επέμβαση στην ατομική ελευθερία. Είναι ένα βήμα που πρέπει να λαμβάνεται μετά από ώριμη αντίληψη των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση. Με σκοπό την επίτευξη του στόχου αυτού ο αιτών, την έκδοση του εντάλματος, επί του προκειμένου, ο αστυφύλακας, έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων.

................ ....................................................................................................

Η έκδοση του διατάγματος, όπως προείπαμε, δεν αποτελεί μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, στη βάση των ενώπιον του τεθέντων, θα πρέπει να πειστεί ότι συντρέχει ανάγκη για έκδοση του διατάγματος.»

 

       

Σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155:

 

«Όταν δικαστής ικανοποιείται ΅ε εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -

 

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση ΅ε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκη΅α ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδική΅ατος· ή

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησι΅οποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδική΅ατος,

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλ΅α (το οποίο αναφέρεται στο νό΅ο αυτό ως "ένταλ΅α έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονο΅άζεται σε αυτό — .........»

           

 

Για την έκδοση εντάλματος έρευνας, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει ένα τέτοιο αίτημα, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε ένα συγκεκριμένο τόπο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο περιγράφεται στα εδάφια (α), (β) και (γ) του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Παράλληλα, σε σχέση με ναρκωτικά και ελεγχόμενα φάρμακα, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης εντάλματος έρευνας, ουσιαστικά κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις, και  μέσω του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμοι του 1977 έως 2020, Ν.29/1977, ειδικότερα του άρθρου 29, που φέρει τον πλαγιότιτλο «Εξουσία ερεύνης και λήψεως μαρτυρίας».

       

Η αναγκαιότητα διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο είναι δεδομένη. (Βλ. μεταξύ άλλων Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 133/2018 ημερ. 17.12.2018). Η ανάγκη παρουσίασης κάποιου είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης αιτίας, αποτελεί ασφαλώς προϋπόθεση για την έκδοση εντάλματος έρευνας. Ωστόσο, τούτο, δεν εξυπακούει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. Ως έχει υποδειχθεί για το ζήτημα από τον Γ.Μ. Πική, στο σύγγραμμα «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», 2η Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69, «Ό,τι επιζητείται να ικανοποιηθεί είναι η ύπαρξη εύλογης αιτίας υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση συστατικών στοιχείων ενός υπό διερεύνηση αδικήματος». Περί εύλογων υπονοιών και υποψίας ο λόγος, ζήτημα που εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης (Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094 και Αντωνίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 656). Ως τέθηκε το ζήτημα στην Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ (ανωτέρω):

«Σύμφωνα δε με τη νομολογία, το εύλογο ή μη της υποψίας ως προς τη διάπραξη αδικήματος μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο κρίσης, αναφορικά με την ύπαρξη της εύλογης αιτίας που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση των πραγμάτων προς τα οποία αυτή συναρτάται, (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 ΑΑΔ 1014).

 

Περαιτέρω, η πρόνοια «θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος» στο εδάφιο (β) του άρθρου 27 απαιτεί τη σύνδεση ή τη συσχέτιση του αντικειμένου που θα αναζητηθεί με το υπό διερεύνηση αδίκημα. Το κρίσιμο ερώτημα, ως έχει αναφερθεί, είναι κατά πόσο υπάρχει ικανό υλικό στον όρκο στη βάση του οποίου ο δικαστής στον οποίο υποβάλλεται αίτημα έκδοσης εντάλματος έρευνας, μπορεί να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται πως αυτό που θα αναζητηθεί θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στον όρκο, (βλ. την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας George v Rockett [1990] 170 C.L.R. 104, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας εξέτασε τον αντίστοιχο όρο «will afford evidence as to the commission of any offence»).»

 

Η έκδοση εντάλματος του είδους, δικαιολογείται στην περίπτωση που το Δικαστήριο, υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του,  ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, και όχι για την εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση, στη βάση της μαρτυρίας αυτής, κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος (GPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση 219/2014, ημερ. 29.02.2016). Το Δικαστήριο, στη βάση των γεγονότων που παρατίθενται υπόψιν του μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει το αίτημα, θα πρέπει να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα ότι η σχετική υποψία είναι εύλογη (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτoρα Μαρκίδη (2014) 1 Α.Α.Δ. 756 και In Re Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207).

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του Αιτητή η διασύνδεση του τελευταίου με τα αδικήματα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Ούτε η ισχύς της σχετικής πληροφορίας, η οποία αντλήθηκε από συγκεκριμένο πληροφοριοδότη, ο οποίος εξήγησε τον τρόπο της εμπλοκής του Αιτητή στην ισχυριζόμενη διάπραξη των ως άνω αδικημάτων. Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη, ο Αιτητής «προμηθεύει τα ναρκωτικά σε άλλα πρόσωπα που τον επισκέπτονται στην οικία του ή που τα συναντά σε διάφορα σημεία στην επαρχίας Λάρνακας», υποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι για τον πιο πάνω σκοπό, ο τελευταίος χρησιμοποιεί συγκεκριμένο αυτοκίνητο, για το οποίο εκδόθηκε, επίσης, το σχετικό ένταλμα έρευνας.

 

Το κατώτερο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε το αίτημα, συνεκτιμώντας όλα όσα τέθηκαν υπόψη του μέσω της ένορκης δήλωσης που το υποστήριζε, έκρινε ότι ήταν επαρκή, δυνάμενα να δημιουργήσουν εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι και στο συγκεκριμένο όχημα, που κατά τον τρόπο που εξηγήθηκε στο Δικαστήριο ο Αιτητής χρησιμοποιούσε, θα μπορούσαν να κατέχονται και να αποκρύπτονται  ναρκωτικές ουσίες τάξεως Β, ως ειδικότερα περιγράφεται στο σχετικό Ένταλμα. Δεν αποτελούσε τούτο μια γενική και αόριστη υπόθεση εκ μέρους του κατώτερου Δικαστηρίου. 

 

Με δεδομένο ότι το κατώτερο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, δεν βλέπω πως θα μπορούσε, στο πλαίσιο πάντα του ελέγχου νομιμότητας που ασκείτε σε διαδικασίες ως η υπο συζήτηση, ουσιαστικά να αντικατασταθεί η κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου για την τεθείσα υπόψη του μαρτυρία και η προσέγγιση του για το ζήτημα. Ως υποδείχθηκε μεταξύ άλλων στην υπόθεση Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ (ανωτέρω):

 

«Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά την κρίση του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας δικαστή με τη δική του. Το κριτήριο κατά το αναθεωρητικό στάδιο περιορίζεται στο ερώτημα κατά πόσο ο εκδώσας το ένταλμα δικαστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα θα εντοπίζονταν στα υποστατικά των οποίων επιδιωκόταν η έρευνα και θα παρείχαν βοήθεια στη στοιχειοθέτηση αδικήματος.»

 

Σύμφωνα με το άρθρο 29(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155:

 

«(1) Ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί και εκτελεστεί σε οποιαδήποτε ημέρα περιλαμβανομένης Κυριακής ή δημόσιας αργίας, πρέπει δε να εκτελείται μεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής, αλλά o ∆ικαστής δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα.»

 

 

Έχοντας υπόψη όσα τέθηκαν ενώπιων του κατώτερου Δικαστηρίου, δεν εντοπίζεται στον όρκο που τέθηκε υπόψη του Δικαστή που εξέδωσε το εγκαλούμενο ένταλμα, οποιαδήποτε αναφορά που να καταδείκνυε την αναγκαιότητα για εκτέλεση του εντάλματος εκτός των ωρών που η σχετική νομοθεσία προβλέπει. Ούτε το Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο του αιτήματος και εκδίδοντας τελικά το εγκαλούμενο ένταλμα, παρουσιάζεται να δικαιολογεί την παρέκκλιση από τον κανόνα που θέτει το άρθρο 29 (1) του Κεφ. 155, όσον αφορά το χρόνο εντός του οποίου θα πρέπει να εκτελούνται εντάλματα του είδους. Περιορίστηκε να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα.

 

Έχοντας πάντα κατά νου ότι σ' αυτό το στάδιο το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αίτησης ούτε εξετάζει την υπόθεση σε βάθος παρά μόνο αν από το μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιων του υπάρχει συζητήσιμο θέμα που να δικαιολογεί την χορήγηση της αιτούμενης άδειας (In Re Kakos 1985 1 CLR 250), βρίσκω ότι στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιων του Δικαστηρίου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο θέμα, όσον αφορά το ζήτημα που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 3(Α) της Έκθεσης που συνοδεύει την αίτηση.

 

Συνακόλουθα παρέχεται άδεια στον Αιτητή να καταχωρήσει Αίτηση δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari σε σχέση με το ως άνω ένταλμα έρευνας ημερ. 10.03.2025 για τον πιο πάνω λόγο. Η δια κλήσεως αίτηση να καταχωριστεί εντός επτά (7) ημερών από σήμερα.

 

Εφόσον καταχωριστεί ως ανωτέρω, να οριστεί από το Πρωτοκολλητείο στις 10.04.2025 και ώρα 8.30 π.μ. Να επιδοθεί δε τουλάχιστον τέσσερις (4) μέρες πριν από την δικάσιμο.

 

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης, θα είναι έξοδα στην πορεία με κλήση.

 

 

 

Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

/XX


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο