ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
i-justice
Αρ. Αίτησης 48/2025
18 Μαρτίου 2025
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α. Κ. Δ.Τ. [ ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22ΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2025 ΚΑΙ ΩΡΑ 11:32, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΚΟΥΦΟΥ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΝΟΜΟΥ ΑΡ.94(Ι) ΤΟΥ 2004, ΑΡΘΡΟ 79(3)
____________________
Δ. Τσολακίδης για Θανάσης Μ. Αθανασίου Δ.Ε.Π.Ε. και Δημήτρης Τσολακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρίσει αίτηση με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του εντάλματος έρευνας υποστατικού του που βρίσκεται στο Πέρα Χωριό Νήσου στη Λευκωσία (προσδιορίζεται με τις συντεταγμένες του) που εκδόθηκε την 22.1.2025 από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο.
Το ένταλμα εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 79(3) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, Ν.94(Ι)/2004. Η έρευνα εξουσιοδοτήθηκε σε σχέση με τη διερεύνηση αδικημάτων συναφών με την παράνομη εμπορία τσιγάρων, κατά παράβαση διαφόρων νομοθεσιών που καταγράφονται στο ένταλμα.[1]
Η άδεια ζητείται για δύο λόγους.
Ο πρώτος αφορά στην επάρκεια της μαρτυρίας που με τον όρκο τελωνειακής λειτουργού τέθηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου. Το ουσιώδες μέρος μεταφέρεται αυτούσιο:
«Στα πλαίσια της συνεργασίας με την Αστυνομία Κύπρου, το Τμήμα Τελωνείων ενημερώθηκε ότι ομάδα του ΟΠΕ Λευκωσίας έθεσε υπό παρακολούθηση τον [Αιτητή], ο οποίος θεάθηκε τις τελευταίες μέρες να επισκέπτεται υποστατικό που βρίσκεται στην τοποθεσία με συντεταγμένες [αναφέρονται]. Ο [Αιτητής] θεάθηκε σε διάφορες περιπτώσεις να φορτώνει στο όχημα του σακούλες με περιεχόμενο που παρομοιάζει με κούτες τσιγάρων. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης τα μέλη του ΟΠΕ Λευκωσίας διαπίστωσαν ότι, το υπό αναφορά υποστατικό επισκεπτόταν επίσης σε διάφορα χρονικά διαστήματα η κόρη του [Αιτητή], [αναφέρεται όνομα], και ο γιος του [αναφέρεται όνομα]. Σήμερα 22 Ιανουαρίου 2025, ο [Αιτητής], ενώ βρισκόταν υπό την παρακολούθηση των μελών του ΟΠΕ Λευκωσίας, θεάθηκε περί τις 07:10 π.μ. να μεταβαίνει με το όχημα του στο πιο πάνω υποστατικό και αφού παρέμεινε εκεί για περίπου 5-10 λεπτά, φόρτωσε στο όχημα του μια μεγάλη σακούλα και κατευθύνθηκε στην οικία που βρίσκεται στην οδό [αναφέρεται διεύθυνση] Λευκωσία. Στην συνέχεια ένα όχημα τύπου σαλούν αφίχθηκε στο χώρο και ο [Αιτητής] έβγαλε την σακούλα που προηγούμενος είχε φορτώσει στο όχημα του, και την τοποθέτησε στο όχημα τύπου σαλούν.»
Όπως αναφερόταν στον όρκο, το ένταλμα έρευνας ζητείτο:
«. με σκοπό την ανεύρεση και κατάσχεση καπνικών ή άλλων προϊόντων που προέρχονται από τις κατεχόμενες περιοχές και ενδεχομένως αποκρύπτονται εκεί από το εν λόγω πρόσωπο καθώς επίσης και τιμολόγια, παραγγελίες, σχετική αλληλογραφία, αποδείξεις πληρωμών, αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία, σε μηχανογραφημένη ή άλλη μορφή, καθώς και άλλα τεκμήρια που σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.»
Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι μέσα στα σακούλια που θεάθηκε να φορτώνει όντως υπήρχαν κούτες τσιγάρων και δίδει ιδιαίτερη έμφαση στο ότι ουδεμία μαρτυρία είχε δοθεί ως προς την προέλευση τσιγάρων ή άλλων αντικειμένων από τις κατεχόμενες περιοχές.
Όπως προειπώθηκε, το ένταλμα εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 79(3) του Ν.94(Ι)/2004, το οποίο προβλέπει ότι:
«. όταν δικαστής Επαρχιακού Δικαστηρίου ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση οποιουδήποτε εξουσιοδοτημένου λειτουργού ότι υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι σε οίκημα, περιλαμβανομένης της κατοικίας, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα που προνοείται στην τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία ή ότι θα ανευρεθεί απόδειξη διάπραξης ή πιθανής διάπραξης τέτοιου αδικήματος, τότε ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα το οποίο να εξουσιοδοτεί το λειτουργό αυτό ή κάθε άλλο κατονομαζόμενο στο ένταλμα πρόσωπο να εισέλθει και ερευνήσει το κατονομαζόμενο στο ένταλμα οίκημα, περιλαμβανομένης της κατοικίας».
Οι ουσιαστικές πρόνοιες του άρθρου 79(3) του Ν.94(Ι)/2004, περί εύλογης υποψίας να πιστεύεται και ότι αφορά όχι μόνο στη διάπραξη αλλά και την πιθανή διάπραξη αδικήματος, είναι ταυτόσημες με αυτές του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 και η νομολογία με αναφορά σε αυτό εφαρμόζεται.
Η «αιτία να πιστεύεται», πρέπει να είναι εύλογη υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα και όχι για την εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση, στη βάση της μαρτυρίας αυτής, κάθε συστατικού του διερευνώμενου αδικήματος (GPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1(A) A.A.Δ. 652, 660). Δεν επιζητείται μαρτυρία που θα αποδείκνυε, ούτε καν εκ πρώτης όψεως, ότι στις σακούλες υπήρχαν τσιγάρα, παρά μόνο ότι ήταν λογικά πιθανό, στη βάση της παρατήρησης που περιγράφηκε, ότι μεταφέρονταν κούτες τσιγάρων και κατά προέκταση ότι στο υποστατικό από το οποίο είχε εξέλθει ο Αιτητής μεταφέροντας τις σακούλες, υπήρχαν κούτες τσιγάρων ή και άλλα τεκμήρια που σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, όπως περιγράφονταν στον όρκο. Στην Ιακώβου κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.43/2016, ημερ.10.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A349, υπενθυμίζεται ότι: «περί υποψίας ο λόγος, όρος που κατά τη συνηθισμένη του έννοια αναφέρεται σε κατάσταση εικασίας ή υπόθεσης», ενώ στη Α.Γ., Πολ. Έφ. Αρ.15/2024, ημερ.17.10.2024, αναφέρθηκε ότι: «χαμηλό είναι το ύψος του πήχη που πρέπει να υπερπηδηθεί για τη δημιουργία σχετικής και εύλογης υπόνοιας και υποψίας».
Η αναφορά ότι «ο Αιτητής θεάθηκε» δεν μπορεί να έχει άλλη ερμηνεία παρά ότι κάποιος ή κάποιοι είδαν τον Αιτητή να ενεργεί με τον τρόπο που περιγράφεται. Αυτό που συνάγεται από τον όρκο είναι ότι επρόκειτο για ομάδα του ΟΠΕ Λευκωσίας που είχε θέσει τον Αιτητή υπό παρακολούθηση. Η παρατήρηση των μελών της ομάδας του ΟΠΕ ότι οι σακούλες τις οποίες μετέφερε ο Αιτητής ήταν «με περιεχόμενο που παρομοιάζει με κούτες τσιγάρων» ήταν επαρκής, ώστε για σκοπούς του εντάλματος να δικαιολογείται η δημιουργία εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι στο υποστατικό από το οποίο μεταφέρονταν οι σακούλες υπήρχαν κούτες τσιγάρων ή και άλλα τεκμήρια που σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, όπως περιγράφονταν στον όρκο.
Είναι γεγονός ότι δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία ότι τα τσιγάρα που πιθανόν να βρίσκονταν στις σακούλες και το επίδικο υποστατικό προέρχονταν από τις κατεχόμενες περιοχές, όμως αυτό δεν επηρεάζει τη νομιμότητα του εντάλματος.
Οι περιστάσεις που παρατηρήθηκαν και μαρτυρήθηκαν αναφορικά με τον τρόπο διακίνησης των αντικειμένων λογικά παρέπεμπαν σε παρανομία. Ήταν πιθανό η προέλευση των αντικειμένων να ήταν οι κατεχόμενες περιοχές ή αυτά να προέρχονταν από άλλη παράνομη οδό. Άλλωστε, από τα οκτώ αδικήματα που διερευνούνταν, μόνο ένα παρέπεμπε απαρέγκλιτα στις κατεχόμενες περιοχές, με αναφορά στον Κανονισμό της Πράσινης Γραμμής.
Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά την κρίση του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας δικαστηρίου με τη δική του. Το κριτήριο κατά το αναθεωρητικό στάδιο περιορίζεται στο ερώτημα κατά πόσο ο εκδώσας το ένταλμα δικαστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα θα εντοπίζονταν στα υποστατικά των οποίων επιδιωκόταν η έρευνα και θα παρείχαν βοήθεια στη στοιχειοθέτηση αδικήματος (ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ.133/2018, ημερ.17.12.2018).
Η μαρτυρία η οποία είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, ήταν επαρκής και μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στο επίδικο υποστατικό υπήρχε οτιδήποτε σε σχέση με το οποίο είχαν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση αδικήματα ή που θα παρείχε απόδειξη ως προς τη διάπραξη τους. Λογικά και δικαιολογημένα το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε το επίδικο ένταλμα έρευνας.
Ο δεύτερος λόγος αφορά στο ότι το ένταλμα «παρέμεινε "ανοικτό" για την εκτέλεση του οποιαδήποτε ώρα και ημέρα». Επιχειρηματολογεί ο Αιτητής ότι έτσι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 29 του Κεφ.155.
Το άρθρο 29 του Κεφ.155 προβλέπει ότι:
«(1) Ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί και εκτελεστεί σε οποιαδήποτε ημέρα περιλαμβανομένης Κυριακής ή δημόσιας αργίας, πρέπει δε να εκτελείται μεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής, αλλά ο Δικαστής δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα.
(2) Όταν ο Δικαστής εξουσιοδοτεί την εκτέλεση εντάλματος έρευνας σε οποιαδήποτε ώρα άλλη από αυτή μεταξύ της πέμπτης πρωϊνής και της όγδοης νυκτερινής, η εξουσιοδότηση αυτή δύναται να περιληφθεί στο ένταλμα κατά το χρόνο της έκδοσης του ή δύναται να οπισθογραφηθεί σε αυτό από οποιοδήποτε δικαστή κατά οποιοδήποτε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης αλλά προηγούμενο της εκτέλεσης.»
Εν προκειμένω, στο ένταλμα δεν αναφέρονταν οι ώρες μέσα στις οποίες θα μπορούσε να εκτελεστεί. Η αναφορά του Αιτητή ότι παρέμενε «ανοικτό» δεν είναι εύστοχη. Εφόσον το κατώτερο Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του εξουσία, ώστε να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα, τότε δεν υπάρχει σχετικά με τις ώρες οτιδήποτε που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης στο πλαίσιο της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν δόθηκε «ανεξάντλητη, ανέλεγκτη και εκτός πλαισίων του νόμου εξουσία στην Αστυνομία να επέμβει», όπως διατείνεται ο Αιτητής. Η παραπομπή του Αιτητή στη Ν.Π., Πολ. Αίτ. Αρ.118/2023, ημερ.26.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:D298, δεν υποβοήθησε την επιχειρηματολογία του, αφού αφορούσε περίπτωση όπου το κατώτερο δικαστήριο είχε ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και εξουσιοδότησε την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας σε οποιαδήποτε ώρα.
Εν προκειμένω, εφόσον το κατώτερο Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του εξουσία, ώστε να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα, το ένταλμα θα έπρεπε να εκτελεστεί όπως ορίζει ο νόμος, δηλαδή μεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής. Η ώρα που πράγματι εκτελέστηκε το ένταλμα δεν αναφέρεται, αλλά ούτε και θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας στην οποία αντικείμενο αναθεώρησης είναι η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] Του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, Ν.94(Ι)/2004, του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν.95(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.95(Ι)/2004, του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου του 2004, Ν.91(Ι)/2004, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.30(Ι)/2010 και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 866/2004 του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για το καθεστώς βάσει του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 10 της Πράξης Προσχώρησης (γνωστού ως ο κανονισμός για την πράσινη γραμμή).