ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 42/2025)

                                                                                                            (i-justice)

 

6 Μαρτίου, 2025

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) HUSSEYIN ALI, ΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ ΚΑΙ      (2) ΠΑΥΛΟΥ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ HUSSEIN ALI HINDO, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ                     9/1/2025 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Γ. ΚΥΘΡΕΩΤΟΥ-ΘΕΟΔΩΡΟΥ Π.Ε.Δ.) ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΡ. 3777/2021, ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ-ΑΙΤΗΤΩΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΧΩΡΗΘΗ ΣΤΙΣ 13/6/2024

 Ν. Παναγιώτου με Β. Παναγιώτου, για V.N. Panayiotou Legal LLC,  για τους Αιτητές.

______________________________________________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

                                 (Δοθείσα Αυθημερόν)

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση Αίτησης για άδεια για την καταχώριση Αίτησης για την έκδοση Εντάλματος Certiorari, αποτελεί η ενδιάμεση Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο), η οποία εκδόθηκε την 9/1/2025 στο πλαίσιο της Αγωγής υπ' αρ. 3777/2021.

 

Με την παρούσα Αίτηση οι πιο πάνω Αιτητές αξιώνουν:

 

«Α. Άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου για την καταχώριση Αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γ. Κυθρεώτου-Θεοδώρου Π.Ε.Δ.) και ή διαζευκτικά μέρους αυτής, η οποία εκδόθηκε την 09/01/2025 στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 3777/2021 (Πιστό Αντίγραφον της οποίας επισυνάπτεται), και στην οποία αποφασίστηκε η απόρριψη της ενδιάμεσης Αίτησης των Εναγόντων ημερομηνίας 13/06/2024, που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της ίδιας αγωγής με την οποία οι Ενάγοντες Αιτούνταν την διαγραφή της Υπεράσπισης, γιατί δεν περιείχε εύλογη και/ή έγκυρη υπεράσπιση αλλά μόνο υπεράσπιση και ή ισχυρισμούς οι οποίοι ήταν εκτός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου τους οποίους δεν μπορεί να τους εξετάσει επειδή κείνται εντός της Αποκλειστικής Δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και ή για παράβαση Δεδικασμένου της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 02/10/2018 στις προσφυγές 354-359/2015 μεταξύ των ιδίων διαδίκων, και ή για άλλους λόγους που περιγράφονται στην συνημμένη ΕΚΘΕΣΗ. Η Δικαστής παρά το ότι αποδέχτηκε ότι η συμφωνία του Φιλικού Διακανονισμού μεταξύ των Εναγόντων και «Αρμόδιο Δικαστήριο να διαπιστώσει εάν ήταν παράνομη η ανάκληση διοικητικής πράξης, σαφώς είναι το Διοικητικό Δικαστήριο, αποφάσισε πως κατά πόσο διοικητική πράξη συνιστά συμφωνία στην έννοια του Κεφ. 149 είναι ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου και επίσης ότι «ακόμα και αν διαπιστωθεί η ύπαρξη δεσμευτικής συμφωνίας, κατά πόσο αυτή είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης ή το ορθό μέτρο των αποζημιώσεων σε περίπτωση παράβασης της, επίσης είναι ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου». Περαιτέρω το δικαστήριο επί του ισχυρισμού των Εναγόντων ότι ισχυρισμοί στην Υπεράσπιση είναι κακόβουλοι και ή ενοχλητικοί και συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου αποφάσισε ότι το δικόγραφο (η Υπεράσπιση) περιλαμβάνει θέσεις που χρήζουν εξέτασης στα πλαίσια δίκης και ως τέτοια κατονόμασε την υπό των Εναγομένων 1) αμφισβήτηση της νομιμοποίησης του Ενάγοντα να συνάπτει συμφωνίες σε σχέση με τα επίδικα ακίνητα, 2) την αμφισβήτηση της ύπαρξης δεσμευτικής συμφωνίας, και 3) την αμφισβήτηση του δικαιώματος των Εναγόντων σε αποζημίωση με βάση το 146 του Συντάγματος. Επίσης αποφάσισε ότι δεν διαπιστώνει δικογραφικά ελαττώματα τέτοιας έκτασης και φύσης που να δικαιολογούν διαγραφή στο παρόν στάδιο, χωρίς να προχωρήσει η αγωγή σε εκδίκαση και ότι για τους λόγους αυτούς δεν διακρίνει ότι στην παρούσα περίπτωση τα δεδομένα δικαιολογούν την δραστικότατη ενέργεια της διαγραφής της Υπεράσπισης εν όλω ή εν μέρει. Θεώρησε ακόμα ότι οι προβαλλόμενοι στην υπεράσπιση ισχυρισμοί αναγνωρίζονται στο δίκαιο ως ικανές υπερασπίσεις έναντι της εφαρμογής της διοικητικής απόφασης του Φ/Δ.

 

Β. Διαζευκτικά και ή περαιτέρω προς τα αιτήματα της ανωτέρω παραγράφου Α, οι Αιτητές ζητούν επιτακτικό διάταγμα του Δικαστηρίου διατάζον την Έντιμη Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γ. Κυθρεώτου - Θεοδώρου Π.Ε.Δ.) και ή οιονδήποτε Επαρχιακό Δικαστή ή το Επαρχιακό δικαστήριο, όπως στα πλαίσια της εκδίκασης της Αγωγής Αρ. 3777/2021 του Ε.Δ. Λευκωσίας, δεχτεί και  μεταχειριστεί τον Φιλικό Διακανονισμό ως δεδομένο και δεσμευτικά εφαρμοστέο ως προς όλους τους όρους και προϋποθέσεις, αυστηρά όπως αυτοί είναι διατυπωμένοι στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με Αρ. 73.375 της 27.3.2012 (Τεκμ. 1) στην συνημμένη Ε/Δήλωση, και στην επιστολή των Εναγομένων προς τους Ενάγοντες ημ. 23/04/2012 (Τεκμ. 2) στην Ένορκη Δήλωση και στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημ. 02/10/2018 στις προσφυγές 354-359/2015.

 

Γ. Περαιτέρω, Επιτακτικό διάταγμα διατάζον την Έντιμη Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γ. Κυθρεώτου - Θεοδώρου Π.Ε.Δ.) και ή οιονδήποτε Επαρχιακό Δικαστή ή το Επαρχιακό δικαστήριο, όπως στα πλαίσια της εκδίκασης της Αγωγής Αρ. 3777/2021 του Ε.Δ. Λευκωσίας, εκδώσει απόφαση υπέρ των Εναγόντων για Πιστή και ειδική εκτέλεση των όρων της συμφωνίας του Φ/Δ., δηλαδή καταβολή της συμφωνηθείσας αποζημίωσης των 2.5 εκ. πλέον ο συμφωνηθείς τόκος 9% επί του ποσού των 1.5 εκ., από 16/03/2013 μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, πλέον ο νόμιμος τόκος επί ποσού 1 εκ., από 15/02/2013 μέχρις εξοφλήσεως και επίσης χορήγηση των αδειών της πώλησης των 10 Τ/Κ τεμαχίων του ΠΙΝΑΚΑ (Τεκμ. 3 στην Ε/Δήλωση), πλέον έξοδα και ΦΠΑ.

 

Δ. Οποιοδήποτε άλλο παρεμφερές ή συνακόλουθο διάταγμα ή θεραπεία που το Σεβαστό Δικαστήριο θεωρήσει δίκαιη υπό τις περιστάσεις.»

 

Πρωτίστως θα πρέπει να τεθεί το ιστορικό της διαδικασίας που οδήγησε στην επίδικη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου αναφορικά με την οποία διατυπώνεται το παρόν αίτημα, όπως προκύπτει από την Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση και τα επισυνημμένα σε αυτή Τεκμήρια.

 

Αιτητές στην υπό κρίση μονομερή Αίτηση είναι οι Ενάγοντες στην πιο πάνω αναφερθείσα Αγωγή. Ο Ενάγων 1/Αιτητής είναι Τουρκοκύπριος και το 1972 μετοίκησε στο Λονδίνο, όπου εξακολουθεί να διαμένει μόνιμα. Είναι, επίσης, ο μοναδικός κληρονόμος της μητρικής γιαγιάς του που απεβίωσε το 1965 και μοναδικός κληρονόμος του πατέρα του που απεβίωσε το 1983. Λόγω αυτής της ιδιότητας ισχυρίζεται ότι έχει δικαίωμα να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης όλης της ακίνητης ιδιοκτησίας των αποβιωσάντων και να συναλλάσσεται σε σχέση με αυτή. Ο Ενάγων 2/Αιτητής είναι ο διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα του Ενάγοντα 1. Εναγόμενοι στην πιο πάνω Αγωγή είναι ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Εναγόμενος 1) και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Εναγόμενος 2).

 

Περί το Μάρτιο του 2012 η τότε κυβέρνηση ακολουθούσε πολιτική για απόκτηση Τουρκοκυπριακής γης, της οποίας οι ιδιοκτήτες διέμεναν μόνιμα στο εξωτερικό από το 1974, για σκοπούς στέγασης Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Ο τότε Υπουργός Εσωτερικών είχε έλθει σε φιλικό διακανονισμό με τον Ενάγοντα 1/Αιτητή, που προέβλεπε ότι η Δημοκρατία θα αποκτούσε δια απαλλοτρίωσης τρία ακίνητα έναντι ποσού €2.500.000,00, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για τη στέγαση προσφύγων. Παράλληλα θα ενέκρινε, κατ' εξαίρεση, την πώληση άλλων δέκα ακινήτων. Στις 27/3/2012 ο φιλικός διακανονισμός εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και οι Ενάγοντες/Αιτητές συγκατατέθηκαν γραπτώς στην απαλλοτρίωση των τριών ακινήτων.

 

Κατόπιν μελέτης από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης για τα τρία ακίνητα διαπιστώθηκε ότι το έδαφος ήταν ακατάλληλο για την ανέγερση κατοικιών. Μετά τη διαπίστωση αυτή μειώθηκε το ποσό της απαλλοτρίωσης σε €920.000. Η θέση των Εναγόντων/Αιτητών είναι πως η μείωση τελούσε υπό αίρεση που ουδέποτε εκπληρώθηκε και, συνεπώς, η μείωση ουδέποτε κατέστη δεσμευτική.

 

Στο μεταξύ, στις 15/2/2014, το Υπουργικό Συμβούλιο ανακάλεσε το φιλικό διακανονισμό που είχε εγκριθεί στις 27/3/2012 λόγω αλλαγής στη σχετική πολιτική.

 

Οι Ενάγοντες/Αιτητές καθώς και νομικά πρόσωπα που ενδιαφέρονταν να αγοράσουν τα 10 ακίνητα καταχώρισαν προσφυγή εναντίον της ανάκλησης του φιλικού διακανονισμού και το Διοικητικό Δικαστήριο, με απόφαση του ημερομηνίας 2/10/2018, ακύρωσε την ανάκληση.

 

Είναι η θέση των Εναγόντων/Αιτητών ότι η ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου καθιστά εκ νέου το φιλικό διακανονισμό δεσμευτική συμφωνία, στο πλαίσιο της οποίας οι Εναγόμενοι είναι υπόχρεοι να πληρώσουν το συμφωνημένο ποσό για την απαλλοτρίωση των τριών τεμαχίων. Οι Εναγόμενοι διαφωνούν ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης.

 

Με την Αγωγή τους οι Ενάγοντες/Αιτητές επιδιώκουν την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ότι ο φιλικός διακανονισμός συνιστά δεσμευτική συμφωνία και επιδιώκουν την ειδική εκτέλεση του, εγείρουν επίσης και αξιώσεις για διαφυγόντα κέρδη, τιμωρητικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις και άλλες θεραπείες.

 

Στην Υπεράσπιση που καταχώρισαν οι Εναγόμενοι διαφωνούν ότι ο Ενάγοντας 1/Αιτητής έχει το δικαίωμα να συνάπτει οποιαδήποτε συμφωνία σε σχέση με περιουσία της οποίας είναι ιδιοκτήτης ή δικαιούχος γιατί η περιουσία αυτή βρίσκεται υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας. Ισχυρίζονται ότι ο φιλικός διακανονισμός δεν αποτελεί δεσμευτική συμφωνία και ότι δεν υπάρχει συμβατική σχέση μεταξύ των Εναγόντων/Αιτητών και των Εναγομένων. Ισχυρίζονται, επίσης, ότι δεν τίθεται θέμα αποζημίωσης των Εναγόντων/Αιτητών στη βάση του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος εφόσον όλη η ακίνητη περιουσία τελεί υπό κηδεμονία και, συνεπώς, καμία ζημιά έχουν υποστεί οι Ενάγοντες/Αιτητές.

 

Με αίτηση που καταχώρισαν οι Ενάγοντες/Αιτητές ημερ. 13/6/2024 επεδίωξαν τη διαγραφή της Υπεράσπισης των Εναγομένων στη βάση του ότι δεν αποκαλύπτετο εύλογη και/ή έγκυρη υπεράσπιση. Παράλληλα ζήτησαν την έκδοση απόφασης υπέρ τους στην Αγωγή, ως η απαίτηση. Υποστηρίχθηκε, συναφώς, ότι οι Εναγόμενοι δεν δικαιούντο να αμφισβητούν ότι ο φιλικός διακανονισμός συνιστά έγκυρη και δεσμευτική συμφωνία, καθότι αυτό το ζήτημα έχει ήδη αποφασιστεί από το Διοικητικό Δικαστήριο που είναι το μόνο αρμόδιο. Επιπλέον, ήταν η θέση τους ότι η ακύρωση της ανάκλησης και η διαπίστωση ότι ο Ενάγοντας 1/Αιτητής διέθετε έννομο συμφέρον εμπόδιζε τους Εναγόμενους να αμφισβητούν την ύπαρξη της συμφωνίας.

 

Στην Αίτηση για διαγραφή κατεχωρήθη ένσταση από μέρους των Εναγομένων και το Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας που διεξήχθη, εξέδωσε την ενδιάμεση Απόφαση του, αντικείμενο της υπό κρίση μονομερούς Αίτησης, με την οποία απέρριψε την αίτηση στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«... Οι Εναγόμενοι, μεταξύ άλλων αμφισβητούν την νομιμοποίηση του Ενάγοντα 1 να συνάπτει συμφωνίες σε σχέση με τα επίδικα ακίνητα, αμφισβητούν την ύπαρξη δεσμευτικής συμφωνίας και αμφισβητούν ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται σε αποζημίωση συνεπεία των προαναφερόμενων γεγονότων. Πρόκειται για ισχυρισμούς που αναγνωρίζονται στο δίκαιο ως ικανές υπερασπίσεις για αγωγές με τις οποίες ζητείται ειδική εκτέλεση συμφωνίας και/ή αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ως ζήτημα δικαίου, δεν συμφωνώ με τη θέση των Εναγόντων ότι το δικόγραφο των Εναγόμενων είναι έκδηλα ανυπόστατο και πρέπει να διαγραφεί. Εγείρονται μέσω της Υπεράσπισης ζητήματα προς απόφαση στα πλαίσια της δίκης. Ακόμα και αν οι πιθανότητες επιτυχίας των δικογραφημένων ισχυρισμών των Εναγόμενων θεωρηθούν απομακρυσμένες ή περιορισμένες, αυτό δεν συνιστά λόγο απόρριψης της Υπεράσπισης στο παρόν στάδιο..........................................................

 

.................................................................................................

Δεν συμφωνώ ότι η Υπεράσπιση ή οι παράγραφοι αυτής που αναφέρονται στην Αίτηση, πρέπει να διαγραφούν ως αχρείαστες ή σκανδαλώδεις ή αντικανονικές. Αρμόδιο Δικαστήριο να διαπιστώσει εάν ήταν παράνομη η ανάκληση διοικητικής πράξης, σαφώς είναι το Διοικητικό Δικαστήριο. Όμως κατά πόσο διοικητική πράξη συνιστά συμφωνία στην έννοια του Κεφ. 149 είναι ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το έννομο συμφέρον για σκοπούς του άρθρου 146 του Συντάγματος δεν εξισώνεται αυτόματα με συμβατικό δικαίωμα. Ακόμα και αν διαπιστωθεί η ύπαρξη δεσμευτικής συμφωνίας, κατά πόσο αυτή είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης ή το ορθό μέτρο των αποζημιώσεων σε περίπτωση παράβασης της, επίσης είναι ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Συνεπώς, διαφωνώ ότι η Υπεράσπιση είναι σκανδαλώδης, αχρείαστη και αντικανονική σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογείται η διαγραφή της ως οι Ενάγοντες ισχυρίζονται. Κρίνω ότι το δικόγραφο περιλαμβάνει θέσεις που χρήζουν εξέτασης στα πλαίσια δίκης. Δεν διαπιστώνω δικογραφικά ελαττώματα τέτοιας έκτασης και φύσης που να δικαιολογούν διαγραφή στο παρόν στάδιο, χωρίς να προχωρήσει η αγωγή σε εκδίκαση.»

 

 

Όπως καταγράφεται στην Έκθεση που συνοδεύει την παρούσα Αίτηση, ως λόγος επί του οποίου βασίζεται το αίτημα για θεραπεία είναι ότι «η επίδικη ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού είναι προδήλως εσφαλμένη ή και το προϊόν νομικής πλάνης πρόδηλης στο πρακτικό (error of law apparent on the face of the record)». Στο πλαίσιο αυτό προβάλλεται ότι «η Δικαστής αποφάσισε έκδηλα λανθασμένα ότι έχει δικαιοδοσία να φιλοξενήσει θέματα εκτός της αρμοδιότητας της και που ανάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου». Επίσης προβάλλεται ότι, «η Δικαστής με την απόφαση της . να αναλάβει αρμοδιότητες που κατά τον ισχυρισμό της, της παρέχει ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149» προσβάλλεται «το δεδικασμένο "res judicata" της απόφασης ημερομηνίας 2/10/2018 του Διοικητικού Δικαστηρίου». Αναφέρεται, επίσης, ότι η Δικαστής παρέλειψε να εξετάσει ότι οι ισχυρισμοί της Υπεράσπισης δεν μπορούσαν να προβάλλονται γιατί ήταν αντίθετοι με τις θέσεις των ιδίων των Εναγομένων στις προσφυγές και επειδή δεν τους είχαν προβάλει στο πλαίσιο των προσφυγών, παρά μόνο για πρώτη φορά στην Υπεράσπιση τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Οι Αιτητές ισχυρίζονται, επίσης, ότι η υπεράσπιση των Εναγομένων είναι κακόβουλη και ενοχλητική και αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, ενώ «η Δικαστής έκρινε ότι παρουσίαζαν έγκυρη υπεράσπιση». Ακόμη, προβάλλεται ότι η Υπεράσπιση δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας και αποτελεί μια εμφανή προσπάθεια καθυστέρησης της διαδικασίας, ενώ «η Δικαστής αποδέχθηκε ότι η υπεράσπιση περιέχει σημεία που αξίζουν να συζητηθούν στη δίκη».

 

Ως αναδύεται από τη διαχρονική νομολογία των Δικαστηρίων μας, τα Προνομιακά Εντάλματα, ως κατάλοιπο της εξουσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, χορηγούνται κατ' εξαίρεση. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ. Άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, παρέχεται όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Ανθίμου (1991)              1 Α.Α.Δ. 41, Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 και Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298).

 

H έκδοση Προνομιακού Εντάλματος δεν στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της απόφασης. Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Ούτε μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση. Ό,τι εξετάζει το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία είναι το σύννομο των ελεγχόμενων ενεργειών του Κατώτερου Δικαστηρίου και όχι την ορθότητα της Απόφασης του (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Kazakhstan Kagazy Plc κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2018, ημερ. 4/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:D164).

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 1Β Α.Α.Δ. 925, 935:

 

 «Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητας της. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο, αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν εκδίδεται ένταλμα Certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Ούτε και μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση τέτοιου διατάγματος προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε. Και δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται ένταλμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλέπε Re Mareware Shipping, Αίτηση 6/92/24.1.92 και Τζεννάρο Περέλλα, Πολιτική 'Εφεση 9169/18.7.95) 

 

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς και ό,τι οι Αιτητές, μέσω των συνηγόρων τους, έχουν θέσει ενώπιον μου.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το Κατώτερο Δικαστήριο, αφού εκδίκασε την Αίτηση Διαγραφής Υπεράσπισης που καταχωρήθηκε από τους Αιτητές, κατέληξε σε μια αιτιολογημένη απόφαση. Όπως διαπιστώνεται, στο πλαίσιο αυτό αμφότερες οι διάδικες πλευρές είχαν την ευκαιρία να ακουστούν επί όλων των ζητημάτων που εγείροντο στην υπό κρίση Αίτηση. Στην προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου γίνεται αναφορά και ανάλυση στις θέσεις και εισηγήσεις τους, καθώς και στις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της διαγραφής δικογράφου στη βάση αποκάλυψης ή μη εύλογου αγώγιμου δικαιώματος ή υπεράσπισης, με τελική κατάληξη το Κατώτερο Δικαστήριο να απορρίψει την επιχειρηματολογία των συνηγόρων των Αιτητών. Το Κατώτερο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει το θέμα που είχε εγερθεί με την Αίτηση Διαγραφής Υπεράσπισης που καταχωρήθηκε από τους Αιτητές. Και το αποφάσισε, όχι προς όφελος των Αιτητών. Το Κατώτερο Δικαστήριο δεν υπερέβη και δεν εξετράπη από τα όρια της δικαιοδοσίας του. Η πλευρά των Αιτητών, ως έχει κάθε δικαίωμα, διαφωνεί με την απόφασή του. Αυτό όμως που τώρα οι Αιτητές αμφισβητούν, με τη διαδικασία των Προνομιακών Ενταλμάτων, είναι την ορθότητα της απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου, και ουσιαστικά ζητούν από το Ανώτατο Δικαστήριο να υποδείξει στο Κατώτερο Δικαστήριο τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα πρέπει να αποφασίσει θέμα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του. Τυχόν λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου από πλευράς του Δικαστηρίου ασφαλώς και δεν ενεργοποιεί την εφεδρεία αυτής της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων.

 

Είναι πρόδηλο ότι μέσω της προβολής του έκδηλου νομικού σφάλματος, ό,τι, εν προκειμένω, επιδιώκεται είναι ο έλεγχος της ορθότητας της Απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου. Τα όσα οι Αιτητές επικαλούνται, με κάθε σεβασμό, δεν στοιχειοθετούν ούτε για σκοπούς παροχής άδειας ότι το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε με έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή κατά άλλο τρόπο που να καθιστά την Απόφαση του ελεγχόμενη ως προς τη νομιμότητά της. Όσα αποδίδονται στην υπό κρίση Απόφαση, ακόμη και αν αξιολογούνταν ως σφάλματα, θα αποτελούσαν νομικά σφάλματα που θα καθιστούσαν την απόφαση του μη ορθή, ελεγχόμενη στο τέλος με έφεση. Δεν θα συνιστούσε, όμως, ακόμη και αν το Κατώτερο Δικαστήριο είχε ασκήσει εσφαλμένα την κρίση του, απόφαση η οποία στερείτο νομιμότητας. Εν προκειμένω, στην πραγματικότητα ό,τι επιδιώκεται, υπό το μανδύα της προνομιακής θεραπείας, είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης και αντικατάσταση της κρίσης που είτε ορθά, είτε λανθασμένα διαμόρφωσε το Κατώτερο Δικαστήριο. Όπως αναφέρεται στη νομολογία, τυχόν λανθασμένη ερμηνεία νόμου ή λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, αλλά ελέγχεται ως προς την ορθότητα της με το ένδικο μέσο της έφεσης (βλ. Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 127-128, Αίτηση της xxx Μουστερή κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 150/2017, ημερ. 24/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:D367, Αίτηση της Content Union S.A., Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2018, ημερ. 11/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:D286 και Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2020, ημερ. 10/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:D96). Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει λανθασμένα αντιληφθεί και ερμηνεύσει ένα νομοθέτημα, αυτό διορθώνεται κατ' έφεση και όχι μέσω Προνομιακών Ενταλμάτων. Το κατάλοιπο εξουσίας δεν αποτελεί μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων και ούτε μπορεί να αφεθεί η διαδικασία να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση (βλ. Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712).

 

Σε ό,τι δε αφορά τις θεραπείες υπό στοιχεία Β και Γ της υπό κρίση Αίτησης, με τις οποίες επιδιώκεται από τους Αιτητές η έκδοση «επιτακτικού διατάγματος», με το οποίο να διατάζεται το Κατώτερο Δικαστήριο να αποφασίσει, με τον τρόπο που αναφέρεται στις εν λόγω παραγράφους, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών κατά τη συζήτηση της υπό κρίση Αίτησης δήλωσε ότι δεν τις προωθεί.

 

Στη βάση όλων όσων έχουν εκτεθεί πιο πάνω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και/ή συζητήσιμο θέμα.

 

Ως εκ τούτου, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                         Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο